Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Τοῦ μητροπολίτη Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Ὦ πανύμνητε Μῆτερ, ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον· δεξαμένη τὴν νῦν προσφοράν, ἀπὸ πάσης ῥῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως τοὺς σοὶ βοῶντας· Ἀλληλούϊα» (Ἀκάθ. ὕμν. Ω οἶκ.)
Ο Ἀκάθιστος ὕμνος, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα τραγούδι. Ὑπάρχουν τραγούδια τοῦ Θεοῦ καὶ τραγούδια τοῦ διαβόλου. Τραγούδια τοῦ διαβόλου εἶνε λ.χ. αὐτὰ ποὺ λέγονται στὰ νυχτερι­νὰ κέντρα, ὅπου γίνεται μεγάλη φθορά.
Ἀλλὰ δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχει καὶ πιστὸς λαός, ποὺ μαζεύεται στὶς ἐκκλησίες γιὰ τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ. Τὶς ἡμέρες μάλιστα αὐτές, κάθε Παρασκευὴ τῆς μεγάλης τεσσαρακοστῆς, ὁ λαὸς τρέχει γιὰ τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο.
Γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος ἐψάλη τὸ 626 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολι, ἡ ὁ­ποία σώθηκε τότε ἀπὸ διπλῆ πολιορκία, Ἀβάρων καὶ Περσῶν, μετὰ ἀπὸ θαυμαστὴ ἐπέμβασι τῆς Πανα­γίας. Ὁ ὕμνος αὐτὸς ἀποτελεῖται ἀπὸ 24 στροφὲς ἢ οἴκους, ὅσα καὶ τὰ ψηφία τοῦ ἀλ­φαβήτου. Ἀρχίζει ἀπὸ τὸ ἄλφα, «Ἄγγελος πρωτοστάτης…», καὶ τελειώνει στὸ ὠμέγα, «Ὦ πανύμνητε Μῆτερ…».
Θὰ ποῦμε τώρα λίγα λόγια ἐπάνω στὸν τελευταῖο οἶκο, ὁ ὁποῖος λέει· «Ὦ πανύμνητε Μῆ­τερ, ἡ τεκοῦσα τὸν πάν­των ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον· δεξαμένη τὴν νῦν προσφοράν, ἀπὸ πάσης ῥῦσαι συμφορᾶς ἅπαν­­τας καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως τοὺς σοὶ βοῶν­τας· Ἀλληλούϊα» (Ἀκάθ. ὕμν. Ω οἶκ.).

* * *

«Ὦ πανύμνητε Μῆτερ». Ὦ Μάνα τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ κάθε πιστοῦ! Ἡ γλυκειὰ Μάνα ὅλου τοῦ κόσμου εἶνε ἡ Παναγία μας. Εἶνε ἡ «πανύμνητος Μήτηρ», ἡ Μάνα ποὺ τὴν ὑ­μνοῦν ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλη ἡ κτῆσι.…
Γιατί; Διότι, λέει, εἶσαι «ἡ τεκοῦσα τὸν πάν­­των ἁ­γίων ἁγιώτατον Λόγον». Εἶσαι παρθένος, ἁγνὴ σὰν τὸ ἀ­πά­­τητο χιόνι, λαμπρὴ σὰν τὶς ἀ­κτῖνες τοῦ ἥλιου, ἀστραφτερὴ σὰν διαμάντι. Γι᾽ αὐτὸ ἀξιώθηκες νὰ γεννήσῃς τὸν Λόγον τοῦ Πατρός, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, «τὸν πάντων ἁγίων ἁ­γιώτατον», τὸν ἀσυγκρίτως ἁγιώτερο ἀπὸ ὅ­λους τοὺς ἁγίους, ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους. Εἶσαι, Παναγία μας, ὑπεράνω τῶν ἁγί­ων, ὑπερ­άνω τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὑπεράνω τῶν ἁψίδων τοῦ οὐρανοῦ. Γέννη­σες ὄχι ὅ­πως ὅλες οἱ γυναῖκες, μὲ τὸ γνωστὸ φυσικὸ νόμο, ἀλλὰ κατὰ τρόπο ὑπερφυσικό.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ ὀρθολογισταὶ προβάλλουν ἄρνησι. Ἀμφισβητοῦν τὴν ἐκ παρ­θένου γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς τί ἀπαν­τοῦμε; Ὅ,τι εἶπε ἕνας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅ­πως ὁ ἥλιος περνάει τὸ τζάμι χωρὶς νὰ τὸ σπά­σῃ καὶ μπαίνει μέσα στὸ σπίτι καὶ φωτίζει καὶ θερμαίνει, ἔτσι καὶ ὁ Ἥλιος – Χριστὸς πέρασε στὰ ἁγνὰ καὶ ἀμόλυντα σπλάχνα τῆς ὑ­περ­αγίας Θεοτόκου χωρὶς νὰ φθείρῃ τὴν παρθενία της. Ἡ Παναγία εἶνε παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, παρθένος κατὰ τὸν τόκον, καὶ παρ­θένος με­τὰ τὸν τόκον, ἀειπάρθενος. Αὐτὸ εἶνε δόγμα τῆς πίστεώς μας.
«Δεξαμένη τὴν νῦν προσφοράν». Δέξου, σὲ παρακαλοῦμε, Μητέρα μας, αὐτὴ τὴν προσ­φο­ρά, τοῦτο τὸν ὕμνο ποὺ σοῦ προσφέρουμε καὶ ποὺ ἐ­δῶ στὸ ὠμέγα ὁλοκληρώνεται.
«Ἀπὸ πάσης ῥῦσαι συμφορᾶς ἅπαν­­τας», λέει. Σῶ­σε, Παναγία, ὅλους ἀπὸ κάθε συμφορά. Ποιές εἶνε συμφορές; Συμφορὰ εἶ­νε λ.χ. ἡ φτώχεια, ἡ χηρεία, ἡ ὀρφά­νια, ἡ ἀρρώστια (ὁ καρκίνος, ἡ φθίσις κ.τ.λ.)· συμφο­ρὰ εἶ­νε ὁ σεισμός, νὰ τρέμῃ ἡ γῆ· συμφορὰ εἶνε ἡ πεῖ­να – Θεὸς φυλάξοι μήπως ποῦμε πάλι «τὸ ψω­μὶ ψωμάκι»· προσέξτε το αὐτὸ ἰδιαι­τέρως ἐ­σεῖς τὰ παιδιά, ποὺ σᾶς δίνουν φαγη­τὸ οἱ γονεῖς κ᾽ ἐσεῖς τὸ σπρώχνετε πέρα.
Ἡ πιὸ μεγάλη συμφορὰ ὅ­μως εἶνε ἄλλη· εἶνε ἡ αἰωνία κόλασις. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ὕμνος κλείνει μὲ τὴν παράκλησι· «Καὶ τῆς μελλούσης λύ­τρωσαι κολάσεως τοὺς σοὶ βοῶντας· Ἀλληλού­ϊα». Λύτρωσε ἀπὸ τὴ μέλλουσα κόλασι ὅλους τοὺς πιστοὺς ποὺ σοῦ φωνάζουν τὸ Ἀλληλούϊα.

* * *

Ὕμνος στὴν Παναγία. Σταματῶ ὅμως, ἀγαπητοί μου, στὸ σημεῖο

Δύο μέτρα και δύο σταθμά για τον μητροπολίτη Γλυφάδας!

Ο Γλυφάδας,   ο Χρυσόστομος Σμύρνης, ο π. Θεόδωρος Ζήσης
καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας
ὡς …λάστιχο κατὰ τὸ συμφέρον!

Ἡ υποκρισία περισσεύει τελευταῖα σὲ πολλοὺς Μητροπολίτες, τοὺς ὁποίους οἱ «ἀντι-Οἰκουμενιστὲς» ἔχουν ὡς μπροστάρηδες στὸν χαρτοπόλεμο ἐναντίον τῶν Οἰκουμενιστῶν!
Συγκεκριμένα:
1. Καὶ ὁ μητροπολίτης Γλυφάδας συντάσσεται μὲ τοὺς κληρικοὺς ἐκείνους ποὺ δηλώνουν ὅτι, ἂν ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος νομιμοποιήσει, δώσει ἐκκλησιαστικὴ νομιμότητα στὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, δὲν θὰ τὶς ἀποδεχθεῖ.
Καὶ τὸν ρωτᾶμε: Γιατί, Σεβασμιώτατε; Γιατὶ θὰ ἀρνηθεῖτε τὴν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας; Δὲν φοβάσθε μήπως ἔτσι βρεθεῖτε ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ὡς ἀνυπάκουος στὴν ἀπόφαση τῆς μητέρας Ἐκκλησίας;
2. Ὁ μητροπολίτης Γλυφάδας σήμερα ἐξέδωσε μιὰ δονκιχωτικὴ ἀνακοίνωση, διὰ τῆς ὁποίας θεωρεῖ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ τὴν ἀπόφαση τῆς Δ. Ἱ. Συνόδου περὶ τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Πάπα στὴν Λέσβο καὶ ζητεῖ νὰ ἀναβληθεῖ ἡ …ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα, μέχρι νὰ συγκληθεῖ ἡ Ἱεραρχία γιὰ νὰ ἀποφασίσει(!!!) «ἐπειδή θεωρεῖ πώς οἱ Ἀποφάσεις τῆς Δ.Ι.Σ. εἶναι μείζονος σημασίας»! («Να αναβληθεί η επίσκεψη του Πάπα ζητά ο Μητροπολίτης Γλυφάδας» ἐδῶ).
Ὤ τῆς ὑποκρισίας! Ὥστε λοιπόν, Σεβασμιώτατε Γλυφάδας, ἐσεῖς μπορεῖτε νὰ διαγράφετε ἀποφάσεις Συνόδων Πανορθοδόξων, μπορεῖτε νὰ μὴν ἀποδέχεσθε τὴν ἀπόφαση τῆς Δ. Ἱ. Συνόδου περὶ ἐπισκέψεως τοῦ Πάπα, καὶ παρὰ ταῦτα νὰ εἶστε ὑπάκουος στὴν Ἐκκλησία! Οἱ πιστοί, ὅμως, δὲν δικαιοῦνται νὰ
ἀρνοῦνται τὴν πραξικοπηματικὴ ἁγιοποίηση τοῦ Ἐθνομάρτυρα Χρυσοστόμου Σμύρνης, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀποδεδειγμένα Μασῶνος καὶ Οἰκουμενιστής! Ὅσοι τὸ ἔκαναν εἶναι ἀνυπάκουοι στὴν Ἐκκλησία καὶ προκαλοῦν προβλήματα, ὅπως πρόσφατα εἴπατε, ὑποστηρίζοντας, ὄχι μὲ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα, ἀλλὰ  μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὴν παράνομη ἁγιοποίηση καὶ ἀπαιτώντας ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία! (ἐδῶ). Ἡ ὑπακοή, λοιπόν, στὶς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας,  λειτουργεῖ κατὰ τὴν εὐθυκρισία σας ὡς …λάστιχο, σύμφωνα μὲ τὸ συμφέρον τῆς δεσποτοκρατίας!
Κατὰ τὴν δεσποτική σας κρίση, ἐπίσης, ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στὴν Ἑλλάδα εἶναι μείζονος σημασίας καὶ ἔπρεπε νὰ ἀποφασίσει γι’ αὐτὴν ἡ Ἱεραρχία κι ὄχι ἡ Σύνοδος, ἐνῶ τὴν ἁγιοποίηση τοῦ Ἐθνομάρτυρα Χρυσοστόμου Σμύρνης (μιὰ ἁγιοποίηση ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνακληθεῖ χωρὶς νὰ γίνουν «ρεζίλι» οἱ ἁγιοποιήσαντες), δὲν τὴν θεωρεῖτε μεῖζον θέμα· μπορεῖ νὰ ἀποφασίζει γι’ αὐτὴν -βιαστικὰ καὶ ἐπιπόλαια- ἡ μικρὰ Σύνοδος, κι ὄχι ἡ Ἱεραρχία! Καὶ θεωρεῖτε Ἐκκλησία τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο καὶ τοὺς τότε Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι στὶς ἐνστάσεις τῶν πιστῶν ἀπάντησαν τὸ τερατῶδες: καταθέστε τὰ στοιχεῖα σας, καὶ ἂν ἀποδειχθεῖ ὅτι ἦταν ὁ Σμύρνης Μασῶνος, θὰ ἐξετάσουμε τὸ θέμα! Γιὰ νὰ τὸν ξε-ἁγιοποιήσουν!!!
Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο γεγονός, σκανδαλῶδες, ποὺ κι αὐτὸ τὸ προσπέρασε ὁ Σεβασμιώτατος. Τὸ ὅτι ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης, πρὶν τὸν ἁγιοποιήσει ἡ Ἑλληνικὴ Ἱ. Σύνοδος, ἁγιοποιήθηκε πρῶτα ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες!!!
«Ἡ  ἀμερικανική  ἐπισκοπική Ἐκκλησία σέ Συνέλευση 110 Ἱεραρχῶν τόν Ἰούνιο τοῦ 1923, ἀνεκήρυξε ἅγιο καί μάρτυρα τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τόν Χρυσόστομο, θῦμα τῆς τουρκικῆς θηριωδίας...».
Τέλος, ὁ καθηγητής Πανεπιστημίου, πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης στό βιβλίο του μέ τίτλο «ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΕΘΝΑΡΧΕΣ», ἀπό τή σειρά Φίλη Ὀρθοδοξία (5), Ἐκδόσεις «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 2003 καί συγκεκριμμένα  στή σελίδα 77, στήν ὑπ’ ἀριθμ. 22 ὑποσημείωση, ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (συνεδρία 4ης Νοεμβρίου 1992) ἀνεκήρυξε σέ ἅγιο τόν μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο μετά ἀπό εἰσήγηση τοῦ μητροπολίτου Πατρῶν Νικοδήμου ὁ ὁποῖος συνέθεσε καί τήν Ἀσματική Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου.  Ἡ μνήμη του, ὡς καί τῶν λοιπῶν σφαγιασθέντων κατά τήν μικρασιατική καταστροφή ἀρχιερέων Κυδωνιῶν Γρηγορίου, Μοσχονησίων Ἀμβροσίου, Ἰκονίου Προκοπίου καί τοῦ ἐπισκόπου Ζήλων Εὐθυμίου, ὁρίσθηκε νά τιμᾶται τήν Κυριακή πρό τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου).  Ἤδη στή Δράμα ἀνεγείρεται ναός πρός τιμήν του. Ἡ ἀνακήρυξη πάντως σέ ἁγίους ἀγωνιστῶν τῶν ἐθνικῶν μας ἀγώνων δέν στηρίζεται σέ ὀρθά ἐκκλησιολογικά καί πνευματικά κριτήρια, καί γι’ αὐτό ἔχουν δικαιολογημένα ἐκφρασθῆ σοβαρότατες ἐπιφυλάξεις.  Στήν ἀντιπαράθεση π.χ. σχετικῶν θέσεων μεταξύ τῶν Ἀρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση καί καθηγητοῦ Μ. Φαράντου, ὁ ὁποῖος προωθεῖ καί ὑποστηρίζει τήν ἀνακήρυξη σέ ἁγίους τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 ἐπισκόπου Σαλώνων Ἠσαΐου, Παπαφλέσσα, Ἀθανασίου Διάκου κ.ἄ., χωρίς ἀμφιβολία ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση ἐκφράζεται ἀπό τόν π. Νικόδημο (Ὀρθόδοξος Τύπος 2002).
Πολύ καλά κατοχυρωμένη εἶναι ἡ κριτική γιά τήν ἀνακήρυξη τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης σέ ἅγιο πού ἀσκεῖ ὁ Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς στό βιβλίο του: Ὁ ἐθνομάρτυς Χρυσόστομος Σμύρνης. Ἀναίρεσις τῆς παρανόμου ἁγιοποιήσεώς του καί δογματική προσέγγισις αὐτῆς, ἔκδ. «Ὀρθοδοξία», Λάρισα 2002. Μεγάλος ἥρωας καί ἐθνομάρτυς, ὁμηρική ὄντως μορφή, ἀξία ἐπαίνων καί θαυμασμοῦ γιά τήν ἐθνική του προσφορά. Γιά τήν συμπερίληψή του ὅμως μεταξύ τῶν Ἁγίων ἀπαιτοῦνται ἄλλα κριτήρια. Διολισθαίνουμε  σέ ἐθνοφυλετισμό καί σέ παπική μεθοδολογία ἀνακηρύξεως ἁγίων».

Χριστίνα Νάκου

Η σιωπή των Ποιμένων (του Γεωργίου Μηλιώτη)


Του Γεωργίου Μηλιώτηεκπαιδευτικού


Με έκπληξη και οργή διαβάσαμε σε πρόσφατο δημοσίευμα σε ιστοσελίδα εκκλησιαστικών ειδήσεων, τις θέσεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γαλλίας κ. Εμμανουήλ, σχετικά με τη θεματολογία της επερχόμενης Αγίας και Μεγάλης – όπως την ονομάζουν οι εμπνευστές της – Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
   Το πράγμα θα είχε περάσει απαρατήρητο ενδεχομένως, εντασσόμενο κι αυτό σε μια πλειάδα παρόμοιων απόψεων που έχουν εκφραστεί κατά καιρούς και σε ανύποπτη χρονική στιγμή από ιεράρχες του οικουμενικού θρόνου ή και κάποιους ελάχιστους της ελλαδικής εκκλησίας, αν δεν βρισκόμασταν ήδη στην τελική προ της Συνόδου ευθεία και αν ο Σεβασμιώτατος εξέφραζε μια  - έστω και αμφιλεγόμενη και εν πολλοίς αιρετίζουσα – προσωπική άποψη.

Το γεγονός ότι ο Μητροπολίτης κ. Εμμανουήλ είναι  σήμερα ένας εκ των κορυφαίων ιεραρχών του Οικουμενικού Θρόνου, μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εκ των διοργανωτών της Μεγάλης Συνόδου και εξ' απορρήτων συνεργάτης του Οικουμενικού Πατριάρχη αποδεικνύει περίτρανα κάτι που πολλοί εξ' ημών φοβόμαστε και κάποιοι άλλοι δεν θέλουν – ή κάνουν πως δεν θέλουν, στρουθοκαμηλίζοντας - να παραδεχτούν.

Κι αυτό είναι ότι η σχεδιαζόμενη Σύνοδος, με τη φτωχότατη θεματολογία (παρά την 50ετή προετοιμασία της και τα μεγάλα και παχιά  λόγια των διοργανωτών), δεν γίνεται για να διατρανώσει την ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας – λες κι αυτή έχει διαρραγεί – αλλά αποσκοπεί στην νομιμοποίηση της αίρεσης, στην απόδοση εκκλησιαστικότητας στους σχισματικούς χριστιανούς της Δύσης και στην αποδοχή των πάσης φύσεως αιρετικών, παπικών και προτεσταντών, ως “κανονικών” πλέον, από το ορθόδοξο πλήρωμα.

Ο “άγιος” Γαλλίας, ο οποίος δήλωσε ανερυθρίαστα και προκλητικά ότι “δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν αναγνωρίζουμε όλες τις άλλες Εκκλησίες είτε είναι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, είτε οι Εκκλησίες οι οποίες προήλθαν από την Μεταρρύθμιση. Πρέπει να είμαστε λογικοί σε όλα αυτά τα θέματα”, επιβεβαιώνει αυτή την τραγική πραγματικότητα.
  Χωρίς ίχνος ντροπής, λοιπόν, χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη, παρουσιάζοντάς το ως κάτι το τελείως φυσιολογικό και αναμενόμενο –μάλιστα και ως κοινή, των κατά τόπους Εκκλησιών, απόφαση– ήρθε η “λογική” του Μητροπολίτου Γαλλίας.

Εκείνο, όμως που προκαλεί πραγματική ανησυχία στον λαό του Θεού, που επιτείνει την αναστάτωση του πληρώματος και οδηγεί σε ποικίλα συμπεράσματα, είναι η σιγή ιχθύος των υπολοίπων Ιεραρχών. Δεν περιμένουμε, ασφαλώς, κάποια αντίδραση από τους Επισκόπους του Πατριαρχείου. Απαιτούμε, όμως, ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ως οργανικά μέλη του Σώματος του Χριστού, ως “ποίμνη αγία και εκλεκτή”, την οφειλόμενη αντίδραση στις παραπάνω δηλώσεις από τους Ιεράρχες της Ελλαδικής Εκκλησίας. Θεωρούμε ότι είναι ανεπίτρεπτο, μετά τα τελευταία γεγονότα, οι Ποιμένες μας να σιωπούν, να κάνουν ότι δεν βλέπουν ή ότι δεν ακούν. Ήρθε ο καιρός της ομολογίας και για κείνους και για εμάς.

Το επιχείρημα πολλών ιεραρχών ότι δεν μιλούν – κι αυτό συνιστούν ότι πρέπει να κάνουμε κι εμείς – διότι ο λαός δεν πρέπει να διχάζεται, καταντά μέρα με τη μέρα ανεπίκαιρο, έωλο, καταστροφικό. Ο διχασμός οφείλεται στην άγνοια. Όχι στην αλήθεια. Ο διχασμός προκαλείται ακριβώς από τέτοιες αντιπαραδοσιακές και αντορθόδοξες τοποθετήσεις διακεκριμένων, υποτίθεται ιεραρχών. Ο διχασμός παράγεται από αψυχολόγητες και ανόητες ενέργειες όπως η πρόσκληση του Πάπα στη Λέσβο για την καταπολέμηση –άκουσον, άκουσον!– του προσφυγικού. Αν –ο Θεός να δώσει να μην γίνει ποτέ– πραγματοποιηθεί η Σύνοδος και υπογράψει τα απαράδεκτα προς ψήφιση κείμενα, πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι ο διχασμός θα είναι πολύ μεγάλος, πολύ οδυνηρός.

Πώς, λοιπόν, μπορούν να σιωπούν οι ποιμένες μας; Πώς μπορεί να σιωπήσει κανείς όταν όλα δείχνουν ότι η επερχόμενη Σύνοδος απεργάζεται παράνομα, προσβλητικά και αντορθόδοξα δόγματα ένεκα της ψευδεπίγραφης διαχριστιανικής και διαθρησκειακής προσέγγισης; Πως μπορεί να αποσιωπάται το γεγονός της πλήρους και παταγώδους αποτυχίας των πολύχρονων Διαλόγων στα πλαίσια του ΠΣΕ; Πως μπορεί να σωπαίνει κανείς όταν οι αιρετικοί προσκαλούνται και τιμώνται από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, όταν συμμετέχουν σε λατρευτικές συνάξεις, όταν εκείνοι αποκαλούνται αγιώτατοι αδελφοί, οι αντίχριστες οργανώσεις τους Εκκλησίες, οι αιρεσιάρχες αρχηγοί τους Ποιμένες της Εκκλησίας του Χριστού; Για ποια Εκκλησία μιλούν; Για ποιον Χριστό; Γιατί οι ποιμένες μας εξακολουθούν τόσο προκλητικά να σωπαίνουν;

Ο λαός μας ανησυχεί. Και αν κάποιοι από μας αγνοούν τα τεκταινόμενα, είναι δική μας η ευθύνη αλλά και μεγάλη αυτή των ποιμένων μας. Ο καιροί πλέον δεν συγχωρούν την άγνοια και την αδιαφορία. Δεν επιτρέπεται πια η σιωπή. Έχουμε όλοι μας μέγιστη ευθύνη. Πρώτα πρέπει να ενημερωθούμε κι έπειτα να ενημερώσουμε τους αδελφούς μας. Οφείλουμε να μεταφέρουμε τον προβληματισμό, την θλίψη και την πικρία μας στους πνευματικούς μας πατέρες. Κι αυτοί με τη σειρά τους οφείλουν να αφουγκραστούν τον λαό που αγωνιά. Και επί τέλους, να μιλήσουν!

Κρίνοντας τα πράγματα "αγιοπνευματικά", όπως θέλει ο κ. καθηγητής...

πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδεικνύω τὶς αἱρετικὲς θέσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ νὰ κοινωνῶ μαζί τους;

«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»
Μία Σύνοδος μέ ἔλλειμμα συνοδικότητος
καί ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας


Συ­νέν­τευ­ξη
τοῦ Κα­θη­γη­τῆ κ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη
στόν κ. Λυκοῦργο Μαρκούδη, Διευθυντή Προγράμματος
τοῦ Ρα­δι­ο­φω­νι­κοῦ Σταθ­μοῦ τῆς Πει­ρα­ϊ­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας

Ἀ­πο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νο Κεί­με­νο (Στή γρα­πτή ἀ­πό­δο­ση τῆς συ­νεν­τεύ­ξε­ως ἔ­γι­ναν μι­κρές λε­κτι­κές δι­ορ­θώ­σεις)

ΠΡΩΤΟ  ΜΕΡΟΣ
(24-2-2016)

Γε­νι­κά γιά τή Με­γά­λη Σύ­νο­δο

Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ὅ­πως ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε, τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ πι­στός λα­ός οὐ­σι­α­στι­κά ἀ­γνο­εῖ τά σχε­τι­κά μέ αὐ­τό, πού ἀ­κοῦ­με συ­νε­χῶς νά λέ­γε­ται: τήν μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί M­ε­γά­λη Σύ­νο­δο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας. Θά μπο­ρού­σα­τε κ. Κα­θη­γη­τά, ὡς Κα­θη­γη­τής Δογ­μα­τι­κῆς πού εἶ­στε, νά μᾶς ἐ­νη­με­ρώ­σε­τε πού, πό­τε καί για­τί πρό­κει­ται να συ­νέλ­θει αὐ­τή ἡ Με­γά­λη Σύ­νο­δος;
  Κα­θη­γη­τής: Πο­λύ εὐ­χα­ρί­στως… Ἡ Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὅ­πως ὀ­νο­μά­στη­κε ἀ­πό τού ἐμ­πνευ­στές της, θά συ­νέλ­θει στό Κο­λυμ­πά­ρι τῶν Χα­νί­ων τῆς Κρή­της, κα­τά τήν Πεν­τη­κο­στή τοῦ τρέ­χον­τος ἔ­τους. Καί ἐ­νῶ τό γε­γο­νός αὐ­τό εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό, ὑ­πάρ­χει με­γά­λο ἔλ­λειμ­μα ἐ­νη­με­ρώ­σε­ως, ὄ­χι μό­νον τῶν ἁ­πλῶν λα­ϊ­κῶν καί κλη­ρι­κῶν, ἀλ­λά καί πολ­λῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων τῶν Το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Μό­λις πρίν λί­γες ἡ­μέ­ρες ἔ­γι­νε γνω­στή ἡ θε­μα­το­λο­γί­α, πού θά ἀ­πα­σχο­λή­σει τήν Σύ­νο­δο καί «ὁ Κα­νο­νι­σμός Ὀρ­γα­νώ­σε­ως καί Λει­τουρ­γί­ας τῆς Συ­νό­δου». Ἀ­πό τήν με­λέ­τη τῶν δη­μο­σι­ο­ποι­η­μέ­νων κει­μέ­νων, προ­κύ­πτουν πολ­λά καί καί­ρια ἐ­ρω­τή­μα­τα, ἀλ­λά καί ἔν­το­νος προ­βλη­μα­τι­σμός γιά τόν χα­ρα­κτῆ­ρα καί τόν σκο­πό τῆς Με­γά­λης αὐ­τῆς Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μας.

Για­τί Με­γά­λη καί Ἁ­γί­α Σύ­νο­δος καί ὄ­χι Οἰ­κου­με­νι­κή
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά πο­λύ ἐν­δι­α­φέ­ρον αὐ­τό, πού προ­σπα­θοῦ­με νά μά­θου­με κ. Κα­θη­γη­τά, καί κρα­τῶ αὐ­τό πού μᾶς  εἴ­πα­τε: «ὀ­νο­μά­στη­κε ἔ­τσι ἀ­πό τούς ἐμ­πνευ­στές της». Για­τί ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Σύ­νο­δος ὀ­νο­μά­στη­κε Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη; Καί για­τί δέν ὀ­νο­μά­στη­κε Οἰ­κου­με­νι­κή ἤ Πα­νορ­θό­δο­ξος Σύ­νο­δος; Εἴ­χα­με κά­ποι­α ἐ­πί­ση­μη ἑρ­μη­νεί­α ἀ­πό τούς δι­ορ­γα­νω­τές της; Καί τί ση­μαί­νει στήν πρά­ξη αὐ­τή ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη;
Κα­θη­γη­τής: Δέν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α ἐ­πί­ση­μη ἑρ­μη­νεί­α, ἀλ­λά μπο­ρεῖ νά εἰ­κά­σει κα­νείς καί, κυ­ρί­ως ὡς ἐ­πι­στή­μων, νά ἀ­να­ζη­τή­σει τήν σκο­πι­μό­τη­τα, μέ τήν ὁ­ποί­α τῆς δό­θη­κε ὁ τί­τλος αὐ­τός. Ἡ ὀ­νο­μα­σί­α τῆς μελ­λού­σης νά συ­νέλ­θει Συ­νό­δου ὡς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης εἶ­ναι μιά προ­βλη­μα­τι­κή καί δι­φο­ρού­με­νη δι­α­τύ­πω­ση. Μέ ἄλ­λα λό­για ἐ­πι­δέ­χε­ται δι­πλῆ ἀ­νά­γνω­ση, ὅ­πως συ­νή­θως σή­με­ρα λέ­γε­ται. Καί τοῦ­το, για­τί δι­α­βά­ζον­τας τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε, ὅ­τι ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος ἀ­πε­δί­δε­το στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ἐν προ­κει­μέ­νῳ, ὅ­σα δι­α­τυ­πώ­νον­ται στούς Κα­νό­νες συγ­κε­κρι­μέ­νων Συ­νό­δων, ὅ­πως ἔ­χω ὑ­πό­ψιν μου αὐ­τή τήν στιγ­μή, τῆς Α΄ καί τῆς Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ὅ­που γί­νε­ται μνεί­α τοῦ γε­γο­νό­τος, ὅ­τι αὐ­τοί οἱ Κα­νό­νες προ­ῆλ­θαν ἀ­πό αὐ­τή τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο. Αὐ­τό ση­μαί­νει στήν πρά­ξη, ὅ­τι τό κῦ­ρος τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων μιᾶς τέ­τοι­ας Συ­νό­δου εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­το καί ὑ­πο­χρε­ω­τι­κό γιά ὅ­λους τούς πι­στούς, -ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά τόν Ὅ­ρο, γιά τήν ἀ­πό­φα­ση δη­λα­δή, ἤ τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, ὅ­πως εἶ­ναι στήν Α΄ καί τήν Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κή-, ἀλ­λά καί γιά τούς Κα­νό­νες αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου.
    Μή ὀ­νο­μά­ζου­σα ὅ­μως τόν ἑ­αυ­τό της Οἰ­κου­με­νι­κή ἡ μέλ­λου­σα Σύ­νο­δος, ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς νά φο­βᾶ­ται κά­τι. Καί αὐ­τό εἶ­ναι κά­τι, πού σχε­τί­ζε­ται ὄ­χι μέ μᾶς τούς Ὀρ­θο­δό­ξους, ἀλ­λά, πάν­τα κα­τά τήν γνώ­μη μου, μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους καί μά­λι­στα τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς.
     Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ὑ­πάρ­χει ἡ ἐ­σφαλ­μέ­νη ἄ­πο­ψη, ὅ­τι γιά νά συγ­κλη­θεῖ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος, θά πρέ­πει νά συμ­πε­ρι­λά­βει καί τίς ἄλ­λες λε­γό­με­νες «ἐκ­κλη­σί­ες», πού βρί­σκον­ται στήν αἵ­ρε­ση, ὅ­πως εἶ­ναι κυ­ρί­ως ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός καί ὁ Προ­τε­σταν­τι­σμός. Αὐ­τό, ὅ­μως, δέν συ­νέ­βη πο­τέ στήν ἱ­στο­ρί­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Πο­τέ δέν ἔ­λα­βαν μέ­ρος στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους ὅ­σοι ἀ­πέ­κλι­ναν ἀ­πό τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­σοι δη­λα­δή ἦ­σαν αἱ­ρε­τι­κοί.
     Τά λέ­με αὐ­τά, ἐ­πει­δή σέ ἕ­να δογ­μα­τι­κό θέ­μα καί εἰ­δι­κό­τε­ρα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό τῆς μέλ­λου­σας Με­γά­λης Συ­νό­δου, οἱ πα­ρα­πά­νω αἱ­ρε­τι­κοί ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἐκ­κλη­σί­ες». Ἀλ­λά σ’ αὐ­τό τό θέ­μα θά πρέ­πει νά ἐ­πα­νέλ­θου­με εἰ­δι­κό­τε­ρα, για­τί εἶ­ναι καί τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο καί τό σο­βα­ρό­τε­ρο ἀ­πό ὅ­λα τά ἄλ­λα θέ­μα­τα.
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Καί εἶ­ναι, νο­μί­ζω κ. Κα­θη­γη­τά, καί τό θέ­μα πού μέ­χρι στιγ­μῆς ἔ­χει συγ­κεν­τρώ­σει καί τίς πρῶ­τες ἀν­τι­δρά­σεις ἀ­πό Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας. Κι ὄ­χι ἄ­δι­κα, προ­φα­νῶς, ἀ­π’ ὅ,τι ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε. Μᾶς εἴ­πα­τε κά­τι πο­λύ ση­μαν­τι­κό, ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε ἱ­στο­ρι­κά στίς με­γά­λες αὐ­τές Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους συμ­με­τεῖ­χαν οἱ αἱ­ρε­τι­κοί. Καί νο­μί­ζω, ὅ­τι θά μπο­ρού­σα­με νά το­νί­σου­με, ὅ­τι στήν Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο δέν συμ­με­τέ­χουν οἱ «ἐκ­κλη­σί­ες» πού ἀ­πο­σχί­στη­καν, πχ. οἱ Ἀν­τι­χαλ­κη­δό­νιοι.
Κα­θη­γη­τής: Ἀ­κρι­βῶς, αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­να τεκ­μή­ριο. Ἤ καί νω­ρί­τε­ρα, σέ ἄλ­λες Συ­νό­δους, δέν συμ­με­τεῖ­χαν Ἀ­ρεια­νοί, Νε­στο­ρια­νοί, Μο­νο­φυ­σῖ­τες κ.τ.λ.

Εἶ­ναι Σύ­νο­δος Πα­νορ­θό­δο­ξη; Ποι­οί με­τέ­χουν;
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ἄ­ρα, βλέ­που­με μί­α, ἴ­σως ἐκ τοῦ πο­νη­ροῦ, δι­ά­θε­ση νά μή θέ­λου­με νά τήν ὀ­νο­μά­σου­με Οἰ­κου­με­νι­κή, για­τί θά ἀν­τι­δρά­σου­νε οἱ «ἀ­δελ­φές ἐκ­κλη­σί­ες». Εἶ­ναι τε­λι­κῶς αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος Πα­νορ­θό­δο­ξη; Θά πα­ρευ­ρε­θοῦν δη­λα­δή ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας;
Κα­θη­γη­τής: Ἄλ­λο ἕ­να πρό­βλη­μα, πού κα­θι­στᾶ αὐ­τή τήν Σύ­νο­δο κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά προ­βλη­μα­τι­κή. Στήν Σύ­νο­δο αὐ­τή θά ἀν­τι­προ­σω­πευ­θοῦν ὅ­λες οἱ Το­πι­κές Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες, τυ­πι­κά. Καί λέ­με ὅ­τι θά ἀν­τι­προ­σω­πευ­θοῦν, για­τί πε­ρι­έρ­γως δέν θά προ­σκλη­θοῦν ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι τῆς κά­θε, Το­πι­κῆς δη­λα­δή, Ἐκ­κλη­σί­ας. Κά­θε Το­πι­κή Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α θά ἀ­πο­στεί­λει 23 Ἐ­πι­σκό­πους, μέ 24ο τόν ἡ­γέ­τη καί Προ­κα­θή­με­νό της. Δέν εἶ­ναι γνω­στό ἀ­κό­μη μέ ποι­ά κρι­τή­ρια θά ἐ­κλε­γοῦν αὐ­τοί οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, πού θά συμ­με­τά­σχουν. Ἔ­τσι, ὅ­μως, ἡ Σύ­νο­δος αὐ­τή δέν εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά Πα­νορ­θό­δο­ξη, ἀ­φοῦ κά­ποι­οι Ἐ­πί­σκο­ποι ἀ­πο­κλεί­ον­ται. Μέ ἄλ­λα λό­για, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη. Γι’ αὐ­τό εἶ­πα εἶ­ναι προ­βλη­μα­τι­κή αὐ­τή ἡ ὀ­νο­μα­σί­α, ἐν σχέ­σει μέ τήν με­θο­δο­λο­γί­α τῆς συγ­κλή­σε­ώς της.
     Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, γιά νά ποῦ­με τά πράγ­μα­τα μέ τό ὄ­νο­μά τους, εἶ­ναι μί­α δι­ηυ­ρυ­μέ­νη Σύ­νο­δος Προ­κα­θη­μέ­νων. Δη­λα­δή εἶ­ναι οἱ Προ­κα­θή­με­νοι καί κά­ποι­οι Ἐ­πί­σκο­ποι. Βέ­βαι­α, ὑ­πάρ­χουν μι­κρές Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­ριθ­μη­τι­κά, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ Κύ­προς, ὅ­που θά πᾶ­νε ὅ­λοι. Ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως καί με­γά­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, ὅ­πως εἶ­ναι π.χ. ἡ Ρω­σι­κή, μέ πά­νω ἀ­πό 350 Ἐ­πι­σκό­πους καί θά πᾶ­νε 24. Δη­λα­δή οἱ ἄλ­λοι Ἐ­πί­σκο­ποι τί γί­νον­ται; Εἶ­ναι δευ­τέ­ρας κα­τα­νο­μῆς; Ἐκ­φρά­ζον­ται ἀ­πό αὐ­τούς τούς 24; Εἶ­ναι καί­ρια αὐ­τά τά ἐ­ρω­τή­μα­τα. Ὁ θε­σμός αὐ­τός, τῶν Συ­νό­δων, δη­λα­δή, τῶν Προ­κα­θη­μέ­νων, θά πρέ­πει νά ποῦ­με ὅ­τι εἶ­ναι νε­ω­τε­ρι­στι­κός καί τε­λεί­ως ἄ­γνω­στος στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­γι­νε γνω­στός, κα­θι­ε­ρώ­θη­κε, ἀ­πό τόν ση­με­ρι­νό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη καί μέ τήν ὀ­νο­μα­σί­α «Σύ­νο­δος Προ­κα­θη­μέ­νων», ὅ­πως εἶ­πα, εἶ­ναι ἀ­μάρ­τυ­ρος καί ἄ­γνω­στος τε­λεί­ως στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α.
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Θά μπο­ροῦ­σαν ἐν­δε­χο­μέ­νως κά­ποι­οι νά μᾶς ποῦν ἐ­δῶ, κ. Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι καί κα­τά τό πα­ρελ­θόν, στούς προ­η­γου­μέ­νους αἰ­ῶ­νες, εἶ­χαν γί­νει κά­ποι­ες Σύ­νο­δοι τῶν Πα­τρια­ρχῶν, τῶν Ἀ­να­το­λι­κῶν Πα­τρι­αρ­χεί­ων του­λά­χι­στον. Ὡ­στό­σο, ­μως, κα­τα­λα­βαί­νου­με αὐ­τό πού μᾶς εἴ­πα­τε, ­τι ὑ­πάρ­χει μιά μι­κρή Ἐκ­κλη­σί­α π.χ. ἡ Κύ­προς ἤ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α Τσε­χί­ας καί Σλο­βα­κί­ας, οἱ ὁ­ποῖ­ες δέν ἔ­χουν τό­σους Ἐ­πι­σκό­πους, ­νῶ μιά ἀν­τί­στοι­χη Ἐκ­κλη­σί­α με­γά­λη, ­πως ἡ Ρω­σι­κή, ­χει πά­ρα πολ­λούς καί δέν μπο­ροῦν νά συμ­με­τέ­χουν ὅ­λοι. Καί προ­φα­νῶς κά­θε ­πί­σκο­πος, ­χον­τας καί τό ποί­μνιό του, δέν παύ­ει νά εἶ­ναι καί φο­ρέ­ας τοῦ φρο­νή­μα­τος τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Κα­θη­γη­τής: Αὐ­τό εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό πού λέ­τε, για­τί τό πρᾶγ­μα δέν εἶ­ναι κα­θα­ρά ἀ­ριθ­μη­τι­κό. Κά­θε Ἐ­πί­σκο­πος κα­λεῖ­ται νά φέ­ρει τό φρό­νη­μα τῆς Το­πι­κῆς του Ἐκ­κλη­σί­ας. Ποι­ός μπο­ρεῖ αὐ­τό τό φρό­νη­μα νά τό ὑ­πο­τι­μή­σει, νά τό πα­ρα­βλέ­ψει ἤ νά τό ἀ­κυ­ρώ­σει καί ταυ­τό­χρο­να νά μι­λᾶ γιά Με­γά­λη Σύ­νο­δο; Ὅ­πως σω­στά εἴ­πα­τε, προ­η­γου­μέ­νως, ὑ­πῆρ­ξαν καί Σύ­νο­δοι, καί στήν Τουρ­κο­κρα­τί­α ἔ­χου­με τέ­τοι­ες Συ­νό­δους, κά­ποι­ων Πα­τριαρχῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νῆλ­θαν καί ἀ­πο­φά­σι­σαν κά­τι, ἀλ­λά ἔ­χου­με στή συ­νέ­χεια ἀ­πο­δο­χή αὐ­τῶν τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων, πρίν νά γνω­στο­ποι­η­θοῦν εὐ­ρύ­τε­ρα γιά τό κοι­νό, καί ἀ­πό Πα­τρι­αρ­χεῖ­α, πού δέν συμ­με­τεῖ­χαν, ἐν­δε­χο­μέ­νως, σ’ αὐ­τήν τήν συ­νάν­τη­ση, γιά λό­γους τε­χνι­κούς τῆς ἐ­πο­χῆς καί ἀ­πε­δέ­χθη­σαν ἤ ἀ­πέρ­ρι­ψαν αὐ­τήν τήν ἀ­πό­φα­ση. Δη­λα­δή, συν­θῆ­κες ἱ­στο­ρι­κές μπο­ρεῖ νά πε­ρι­ο­ρί­ζουν κά­πως τά πράγ­μα­τα, ἀλ­λά πάν­το­τε πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χουν τά κρι­τή­ρια. Μπο­ροῦ­με σή­με­ρα νά ἐ­πι­κα­λε­στοῦ­με τέ­τοι­ες συν­θῆ­κες, ὅ­ταν τήν ἐ­πο­χή τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων ἡ δυ­να­τό­τη­τα τῆς με­τα­κί­νη­σης εἶ­χε πά­ρα πολ­λές δυ­σκο­λί­ες, ἐ­νῶ σή­με­ρα ὑ­πάρ­χει ἡ δυ­να­τό­τη­τα στό δι­ά­στη­μα μιᾶς ἡ­μέ­ρας ἤ ὀ­λί­γων ὡ­ρῶν νά συγ­κεν­τρω­θοῦν οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι ἀ­π’ ὅ­λο τόν κό­σμο;
    Αὐ­τό προ­φα­νῶς δέν γί­νε­ται ἐ­ξαι­τί­ας κά­ποι­ων σκο­πι­μο­τή­των, οἱ ὁ­ποῖ­ες σκο­πι­μό­τη­τες ὅ­μως δέν ὁ­μο­λο­γοῦν­ται, εἶ­ναι ἀ­νο­μο­λό­γη­τες. Ὁ κα­θέ­νας ὅ­μως πι­στός, ὡς σκε­πτό­με­νος καί εὐ­αι­σθη­το­ποι­η­μέ­νος ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά, μπο­ρεῖ νά κά­νει τίς σκέ­ψεις του, νά βγά­ζει τά συμ­πε­ρά­σμα­τά του. Μπο­ρεῖ κά­ποι­α ἀ­π’­αὐ­τά νά εἶ­ναι ἐ­σφαλ­μέ­να ἀλ­λά κά­τι πλα­νᾶ­ται, τό ὁ­ποῖ­ο δέν εἶ­ναι δι­α­φα­νές.
     Ἕ­να πρᾶγ­μα, πού θέ­λω νά πῶ ἐ­π’ αὐ­τοῦ καί θε­ω­ρῶ ὅ­τι εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό, εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­γράμ­μι­ση αὐ­τή πού εἶ­πα, ὅ­τι πρώ­τη φο­ρά στήν ἱ­στο­ρί­α, ἀ­π’ ὅ­σο εἶ­μαι σέ θέ­ση νά γνω­ρί­ζω, θά ἀ­γνο­η­θεῖσυν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας γιά μιά τέ­τοι­α Με­γά­λη Σύ­νο­δο. Ἔμ­με­σα πλήν σα­φῶς, μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἀμ­φι­σβη­τεῖ­ται στήν πρά­ξη ἡ θε­με­λι­ώ­δης ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἀρ­χή, ὅ­τι ὁ κά­θε Ἐ­πί­σκο­πος ἔ­χει μί­α ἰ­σό­κυ­ρη ψῆ­φο, ὄ­χι μό­νο μέ τούς συ­νε­πι­σκό­πους του ἀ­νά τόν κό­σμο, ἀλ­λά καί μέ τόν Προ­κα­θή­με­νό του, τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά καί μέ τόν πρῶ­το στά «πρε­σβεῖ­α τι­μῆς», δη­λα­δή τόν Πρό­ε­δρο αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου.
     Αὐ­τό εἶ­ναι τό Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κό Συ­νο­δι­κό Σύ­στη­μα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας. Κά­θε ἄλ­λο πα­ρα­πέμ­πει στό πα­πι­κό, συγ­κεν­τρω­τι­κό καί ἀ­πνευ­μά­τι­στο σύ­στη­μα, θά μπο­ρo­ῦ­σα νά τό πῶ με­τά λό­γου γνώ­σε­ως, τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ.

Ἀ­κύ­ρω­ση τῆς Συ­νο­δι­κό­τη­τας, τῆς Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κῆς Πα­ρά­δο­σης τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος:  Σ’ αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο πέ­στε μας λί­γο, πῶς θά γί­νει ἡ ψη­φο­φο­ρί­α, γιά νά λη­φθοῦν οἱ ἀ­πο­φά­σεις σ’ αὐ­τή τήν μέλ­λου­σα Με­γά­λη Σύ­νο­δο;
Κα­θη­γη­τής: Στό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό θά μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε νά ἔρ­θου­με με­τά, ἀ­πό πλευ­ρᾶς δι­α­δι­κα­σί­ας, για­τί ἐ­κεῖ­νο τό ὁ­ποῖ­ο δέν πρέ­πει νά ἀν­τι­πα­ρέλ­θου­με αὐ­τή τήν στιγ­μή εἶ­ναι, ὅ­τι ὁ τρό­πος αὐ­τός κα­τ’ ἀρ­χήν τῆς ψη­φο­φο­ρί­ας, μέ τήν ἐ­πι­λο­γή ὁ­ρι­σμέ­νων Ἐ­πι­σκό­πων, ὡς ἐκ­φρα­στῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­κυ­ρώ­νει οὐ­σι­α­στι­κά στήν πρά­ξη τόν Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κό καί ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς συ­νο­δι­κό­τη­τας. Δη­λα­δή, μι­λᾶ­με ὄ­χι γιά κά­τι πε­ρι­θω­ρια­κό, ἀλ­λά κα­τε­ξο­χήν πνευ­μα­τι­κό, χω­ρίς τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­κυ­ρώ­νε­ται ἐ­κεῖ­νο πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἀ­κυ­ρώ­νε­ται μέ ἄλ­λα λό­για, ἄν θέ­λε­τε νά σᾶς τό πῶ καί δι­α­φο­ρε­τι­κά, ἡ Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι καί Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀν­τι­λαμ­βά­νε­στε, ποῦ προ­σκρού­ει μί­α τέ­τοι­α μέ­θο­δος στήν πρά­ξη.

Μί­μη­ση Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ-Προ­τε­σταν­τι­σμοῦ
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος:  Εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό, ἔ­τσι ὅ­πως μᾶς τό το­πο­θε­τεῖ­τε κ. Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι ἀ­κυ­ρώ­νε­ται ἡ Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή καί Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί πραγ­μα­τι­κά, αὐ­τό πού ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε εἶ­ναι, ὅ­τι στήν οὐ­σί­α ἀν­τι­γρά­φου­με αὐ­τό, πού τό­σα χρό­νια κα­τη­γο­ροῦ­με, ὅ­τι κά­νει ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός.
Κα­θη­γη­τής: Ναί, αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς ἔ­χει καί τήν ἐ­ξή­γη­σή του. Δη­λα­δή, τά τε­λευ­ταῖ­α ἑ­κα­τό χρό­νια, -καί θά πρέ­πει νά ἔρ­θου­με καί σ’ αὐ­τό τό θέ­μα-, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α φαί­νε­ται στήν πρά­ξη νά ἐ­κτρέ­πε­ται ἀ­πό τόν τρό­πο τῆς δι­κῆς της Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς καί νά μι­μεῖ­ται τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό, καί κα­τά πε­ρί­πτω­ση τόν Προ­τε­σταν­τι­σμό. Κυ­ρί­ως, ὅ­μως, τό ἱ­ε­ρα­τεῖ­ο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μι­μεῖ­ται τόν τρό­πο τόν συγ­κεν­τρω­τι­κό, τόν ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κό τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ. Καί τοῦ­το ἐ­πει­δή, ὅ­ταν κά­ποι­ος χά­σει τήν Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή αὐ­τή βί­ω­ση, δέν ἔ­χει πλέ­ον τήν βε­βαι­ό­τη­τα γι’ αὐ­τήν τήν ἑ­νό­τη­τα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Καί τό­τε ἐ­ξαν­τλεῖ ἀν­θρω­πί­νως αὐ­τές τίς