Ὁ ἤπιος Οἰκουμενιστὴς καθηγητὴς Π. Μπούμης
ἀπαντᾶ στὸν Οἰκουμενιστὴ κ. Γρ. Λαρεντζάκη
…καὶ διαλύει τὸ
ψευδο-ἐπιστημονικὸ προφίλ του καὶ τὸ ψευδόμενο στόμα του,
ὅπως καὶ τῶν Πανεπιστημιακῶν
ποὺ ἀποδέχθηκαν τὴν παραπληροφόρηση!
Τοῦ Παναγιώτη Σημάτη
Δυστυχῶς οἱ Οἰκουμενιστὲς αὐτογελοιοποιοῦνται, ἀλλὰ οἱ «εὐσεβεῖς»
ποιμένες ἐπιμένουν νὰ τοὺς φοβοῦνται καὶ νὰ τοὺς ἀκολουθοῦν ἢ νὰ τοὺς ἀνέχονται!
Καὶ πάλι δυστυχῶς, πολλοὶ ἀνησυχοῦντες πιστοί, ποὺ ἔχουν ἀντιληφθεῖ τί
συμβαίνει, προτιμοῦν νὰ τὰ ἔχουν καλὰ μὲ τοὺς Ποιμένες, κι ὄχι μὲ τὸν ἀρχιποίμενα
Κύριο Ἰησοῦ, ποὺ ἐντέλλεται τὴν ἀπομάκρυνση ἀπ’ αὐτούς!
Πρὶν μερικὲς μέρες
δημοσιεύσαμε τὴν ὁμιλία τοῦ καθηγητοῦ κ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη στὸ Θεολογικὸ Συνέδριο
τῶν Οἰκουμενιστῶν καθηγητῶν ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης (Ἀπρίλιος 2018) καὶ δώσαμε μιὰ πρώτη ἀπάντηση στὴν παραπλανητικὴ
καὶ κακόδοξη εἰσήγηση τοῦ κ. Λαρεντζάκη (ἐδῶ). Σήμερα θὰ
παρουσιάσουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ βιβλίο τοῦ ὁμότιμου καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Ἀθηνῶν
Μπούμη Παν., διὰ τῶν ὁποίων καταδεικνύεται ὁ ἀντιεπιστημονικὸς τρόπος –καὶ
βέβαια ἀντιπατερικὸς καὶ κακόδοξος– μὲ τὸν ὁποῖον ὁ κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης (Γ.Λ.)
παρουσιάζει τὰ γεγονότα.
Ἡ σύγχυση, οἱ ἀνακρίβειες καὶ τὰ οὐσιαστικὰ
κανονικὰ λάθη ποὺ ἐπισημαίνει ὁ Λαρεντζάκης, ὅτι ὑπῆρχαν στὸ κείμενο τοῦ ἀφορισμοῦ
ποὺ κατέθεσε ὁ Οὑμβέρτος στὴν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας τὸ 1054, δὲν ἐλαφρύνει
τὴν κατάσταση, ἀντίθετα τὴν ἐπιβαρύνει, γιατὶ καταδεικνύει, ὅτι οἱ Πάπες μᾶς εἶχαν καταδικάσει καὶ
συνέχιζαν τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες νὰ μᾶς καταδικάζουν χωρὶς θεολογικὰ ἐπιχειρήματα,
χωρὶς λόγο, μὲ μόνο σκοπὸ κάποτε νὰ μᾶς ὑποτάξουν.
Ἀτυχῶς, τὴν ἴδια μέθοδο τῆς ἀνευθυνότητος
σὲ τόσο σοβαρὰ θέματα, χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ Γ.Λ., ἀφοῦ καταπιάνεται μὲ ἕνα τόσο
μεγάλο θέμα καί, ἐνῶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ὀρθόδοξο καὶ μιλᾶ ἐξ ὀρθοδόξου πλευρᾶς,
στηρίζεται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σέ …παπικὲς
πηγὲς καὶ χρησιμοποιεῖ ἀπόψεις συγχρόνων ρωμαιοκαθολικῶν
καθηγητῶν, ὅπως τοῦ τότε καθηγητὴ καὶ μετέπειτα Πάπα Josef Ratzinger, ἀλλὰ καὶ Ἑλλήνων Οἰκουμενιστῶν, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι «ἡ πράξη τοῦ Οὑμβέρτου
μέ τόν Ἀναθεματισμό εὑρίσκετο ἐκτός ἐντολῆς
τοῦ Πάπα» ἢ ἦταν ἄκυρη καὶ
ἄρα, ὁ θόρυβος ποὺ τόσους αἰῶνες
γίνεται, ἦταν γιὰ τὸ τίποτε! Θέλει νὰ
μᾶς πείσει ὁ Γ.Λ. ὅτι χωριστήκαμε ἀπὸ τοὺς «ἀδελφούς» μας Ρωμαιοκαθολικοὺς γιὰ
πράγματα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν διευθετηθεῖ, ἂν ξεπερνούσαμε κάποιες ἐντάσεις!
Οὐδεμία ἀναφορὰ γιὰ τὴν ἀπὸ τόσους Ἁγίους
ἀποδεδειγμένη μεγίστη αἵρεση τοῦ
Παπισμοῦ καὶ τὸ δαιμονικὸ πεῖσμα τοῦ Βατικανοῦ καὶ τῶν ἐνοίκων του νὰ παραμένει
καὶ νὰ πολλαπλασιάζει τὶς κακοδοξίες του!
Νά, λοιπόν, ποὺ ὁ Γ.Λ. ἀναδεικνύεται μιὰ ἄλλη
…Ρεπούση στὸ θεολογικὸ χῶρο, ποὺ βλέπει συνωστισμὸ
ἐκεῖ ποὺ ὑπῆρξαν σφαγές! Μάλιστα
καταχωρεῖ τὴν θέση
τοῦ Peter
Neuner ὅτι «βάσει τῆς ρωμαιοκαθολικῆς
ἀπόψεως, ἔπαυσε νά ἰσχύει ὁ Ἀναθεματισμός ἐκεῖνος τοῦ Οὑμβέρτου μετά τόν θάνατο
τοῦ ἀναθεματισθέντος»! Καὶ συνεχίζει: «Ἄρα, καθώς ἀναφέρει καί ὁ Καρδινάλιος Alfons M. Stickler, ὁ
ὁποῖος ἦταν μέλος τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐπιτροπῆς γιά τήν “ἄρση” τῶν ἀναθεμάτων, ἡ
ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία δέν εἶχε τίποτα νά ἄρη, βάσει τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς
Ἐκκλησίας του»! Ἐπικαλούμενος αὐτὲς τὶς παπικὲς θέσεις, ὁ Γ.Λ προσπαθεῖ νὰ ὁδηγήσει
τοὺς ὀρθόδοξους πιστοὺς νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν παπικὴ προπαγάνδα γιὰ τὴν ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων
τοῦ 1965. Συνθηματολογεῖ: «Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀσκεῖ δικαιοδοσία σέ νεκρούς». Καὶ ἀναλώνεται νὰ
ἀποδείξει ὅτι καὶ «ἐάν ἀκόμη ἐπρόκειτο περί ἄκυρου Ἀναθεματισμοῦ, ἔχομεν ἀναθεματισμόν
μόνον προσωπικόν καί ὄχι μιᾶς Ἐκκλησίας ἐναντίον μιᾶς ἄλλης Ἐκκλησίας».
Καὶ νομίζοντας ὅτι μιλᾶ σὲ μικρὰ παιδιά,
μὲ μιὰ ἀρχοντοχωριάτικη πονηρία ἀποφαίνεται –χρησιμοποιώντας ὡς βοήθεια πάντα γνῶμες
Παπικῶν– ὅτι: «Οἱ Ἀναθεματισμοί αὐτοί τοῦ 1054 δέν
εἶχαν εἰσέλθει στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἀναφέρθηκαν οἱ Ἀναθεματισμοί
αὐτοί τοῦ 1054 ὡς δημιουργοί ὁριστικοῦ σχίσματος καί ποτέ δέν ἐζητήθη μία τυχόν “ἄρση” αὐτῶν ὡς ὅρος τῆς ἀποκαταστάσεως
τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Ἡ ἔρευνα
γιά τό ἀνατολικό σχίσμα εἶναι σύμφωνη, ὅτι
οἱ ἐκκλησιαστικές ἐντάσεις τοῦ 11ου αἰῶνος δέν ἄλλαξαν τήν πεποίθηση
τῶν λαῶν ὅτι ὑπάρχει ἕνας κοινός
χριστιανισμός».
Ὁ κ. Γ.Λ. ἀποκρύπτει ἀντιεπιστημονικῶς καὶ δολίως
τόσες καὶ τόσες ἱστορικὲς πηγὲς
ποὺ ἀποδεικνύουν, ὅτι οἱ παπικοὶ μᾶς θεωροῦσαν ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα (οἱ
Φράγκοι ἀπὸ τὸν 9ο) καὶ μετὰ ὡς αἱρετικοὺς χειρίστου εἴδους (graeci
schismatici, graeculi haeretici). Παράλληλα καμώνεται πὼς ἀγνοεῖ ὁ κ.
καθηγητής, πὼς τοὺς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας οὐδόλως ἐνδιέφεραν οἱ …ἀναθεματισμοὶ
τῶν αἱρετικῶν! Οἱ Ἅγιοι –ὅπως θὰ φανεῖ στὴν συνέχεια– ἐνδιαφέροντο γιὰ κάτι
περισσότερο καὶ οὐσιαστικό. Τὸ ἐνδιαφέρον τους ἦταν α) νὰ μὴν ἀλλοιωθεί «ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστις», β) νὰ μὴν παρασυρθοῦν ἢ μολυνθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι
πιστοὶ ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ καὶ γ)
ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς ἐνδιαφέροντο νὰ ἐπαναφέρουν τοὺς πλανεμένους στὴν
Μία Ἐκκλησία, μὲ τοὺς τρόπους ποὺ ἡ ἁγιοπατερικὴ σοφία τῶν Ἁγίων λειτούργησε ἐπὶ
αἰῶνες.
Ἐξ ἀρχῆς, λοιπόν, ὁ Γ.Λ. δείχνει τὶς
προθέσεις του. Ἀντὶ νὰ γράψει τὴν ἀλήθεια, πὼς οἱ Δυτικοὶ ξέπεσαν στὴν αἵρεση,
γράφει: «Ἡ Δύση ἀπεμακρύνθη καί σέ πολλά σημεῖα ἐλησμόνησε τήν κοινή
θεολογική ἐκκλησιολογική καί θεσμική βάση Ἀνατολῆς καί Δύσεως».
Ἡ αἵρεση σὰν λέξη
καὶ σὰν πραγματικότητα γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς δὲν ὑπάρχει, ὅπως ἀκριβῶς δὲν ὑπάρχει
καὶ στὰ κείμενα τῆς Κολυμπάριας Συνόδου τῆς Κρήτης. Ἔτσι ἀνατρέπουν ὅλην τὴν
διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων διαγράφοντας τὴν Ἱερή μας
Παράδοση μὲ μιὰ μονοκονδυλιά!
Ὁ καθηγητὴς
Μπούμης Παναγιώτης (Μ.Π.), τώρα (ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ὁποίου θὰ χρησιμοποιήσουμε κάποια
κείμενα), ἂν καὶ ἐπιτηδείως «ἐξυπηρετοῦσε» τὸν πρώιμο Οἰκουμενισμό (τὴν
δεκαετία τοῦ 1970), δὲν κατάφερε (γιατὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε τὸ ἀκόμα ὀρθόδοξο κλίμα
τῆς ἐποχῆς) νὰ ἀποκρύψει τελείως τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐξέφρασαν μὲ δυναμικὸ τρόπο πρόσωπα
διαφόρων τοπικῶν Ἐκκλησίων. Ἔτσι ὑποχρεώθηκε –τὴν ἀνάγκη φιλοτιμία ποιούμενος
καὶ παρουσιάζοντάς την ὡς ἀντικειμενικότητα– νὰ παραθέσει ἀρκετὰ κείμενα ποὺ ἀποκαλύπτουν
ξεκάθαρα τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια· καὶ ἡ ἀλήθεια ἦταν ὅτι τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀντέδρασε
–στὴν
πρωτοφανῆ στὰ ἐκκλησιαστικὰ χρονικά– κακόδοξη ἐνέργεια τοῦ Ἀθηναγόρα νὰ ἄρει τὰ ἀναθέματα.
Καὶ πρῶτα-πρῶτα παραθέτουμε ἀπὸ τὸ βιβλίο
τοῦ Μ.Π. τὶς θέσεις τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν
Χρυσοστόμου Β΄ ὁ ὁποῖος ἔγραφε:
«Ὅσον δ’ ἀφορᾶ εἰς τὴν αὐθαιρέτως
καὶ κωμικῶς ἐν τῷ Οἰκουμενικῷ
Πατριαρχείῳ γενομένην δῆθεν ἄρσιν
τοῦ κατὰ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἀναθέματος,
εἶναι αὕτη πρᾶξις ἄκυρος… καὶ διότι
μόνος ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἄνευ Συνόδου τελείας ἁπάντων τῶν Πατριαρχῶν καὶ
τῶν ἀρχηγῶν τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ ἐπιτρέπεται νὰ προβῇ εἰς
τοιαύτην βαρυσήμαντον ἀπόφασιν… Ἐν ἐπιλόγῳ δέον ὅμως νὰ σημειωθῇ, ὅτι ἡ πρᾶξις
τῆς ἄρσεως τοῦ ἀφορισμοῦ ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου οὐδεμίαν ἰσχὺν ἔχει
διὰ τὴν Οἰκουμενικὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ὁ ἀφορισμὸς τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας (ὅμως) ὡς αἱρετικῆς
τυγχάνει πρᾶξις πανορθόδοξος ὡς ἐπικυρωθεῖσα κατὰ τοὺς κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
παρὰ πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καὶ ἑπομένως οὗτος μόνον διὰ Συνόδου
Πανορθοδόξου δύναται νὰ ἀρθῇ» (Εἰς Μπούμη Π., Τὰ
Ἀναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως καὶ Κανονικότης τῆς Ἄρσεως αὐτῶν, σελ. 210).