ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗΣ:
ΕΓΙΝΕ ΤΟ 1054 ΜΕΓΑ ΣΧΙΣΜΑ;
Ἐπειδὴ ὁ κ. Λαρεντζάκης (ὅπως ὅλοι οἱ
Οἰκουμενιστές) “κόβει καὶ ράβει” τὴν ἱστορία τοῦ σχίσματος-αἱρέσεως τῶν
Λατίνων-Παπικῶν, ὅπως θέλει καὶ ὅπως συμφέρει στὰ ἀφεντικά του, παρουσιάζουμε
μερικὰ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχουμε συγκεντρώσει, ὅταν ὁ μητροπολίτης Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος ἰσχυριζόταν μετὰ
πάθους στὴν τηλεόραση καὶ μὲ Ἐγκυκλίους κάτι παρόμοιο· ὅτι δηλαδὴ οἱ Παπικοὶ δὲν ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο καὶ ἄρα ἔχουν μυστήρια, ἱερωσύνη, βάπτισμα κ.λπ.
Στὰ στοιχεῖα ποὺ παραθέτουμε φαίνεται καθαρά (καὶ ἀποτελεῖ μιὰ πρώτη ἀπάντηση ἐπὶ τῆς οὐσίας τοῦ
θέματος) ὅτι, ἀσχέτως τοῦ τί συνέβη μὲ τὰ ἀναθέματα τοῦ 1054 καὶ
τὴν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1965, καὶ ἀσχέτως ἂν (ὡς ἐκ τούτου) τὸ σχίσμα εἶναι
κανονολογικὰ πρόσκαιρο ἢ ὁριστικό (καὶ μακάρι νὰ μὴν ἦταν ὁριστικό· ποιός δὲν
θὰ τὸ ἤθελε;) οἱ
Παπικοὶ εἶναι αἱρετικοὶ καὶ καταδικασμένοι ἀπὸ Συνόδους καὶ Ἁγίους Πατέρες τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, καὶ μόνο ἂν μετανοήσουν, καὶ ἀποβάλουν, καὶ ἀποπτύσσουν τὶς αἱρέσεις
τους, εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπανέλθουν στὴν Μία Ἐκκλησία. Ὅλες οἱ ἄλλες διαδικασίες,
καὶ οἱ διάλογοι, καὶ οἱ συμπροσευχὲς ὡς μέσα ἑνώσεως εἶναι ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΕΑ ἀπὸ τὴν
Ἁγία Γραφή, τὶς Συνόδους καὶ τοὺς Ἁγίου Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ παραπλανητικὴ καὶ κακόδοξη (οἰκουμενιστὴς γάρ) εἰσήγηση τοῦ κ. Λαρεντζάκη εἶναι αὐτή:
Ἀνάμεσα στὰ
ἄλλα ὁ κ. Λαρεντζάκης γράφει καὶ τὰ ἑξῆς:
Δηλαδή, μὲ ἄλλα λόγια, ψευδόμενος καὶ ἀλλοιώνοντας τὴν Πίστη καὶ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιχειρεῖ τὴν ὑλοποίηση, ὅσων ἀποφασίστηκαν στὴν ληστρικὴ καὶ αἱρετικὴ Κολυμπάρια Σύνοδο, ὅτι δηλαδὴ οἱ Παπικοὶ εἶναι Ἐκκλησία μέν, ἑτερόδοξη δέ.
Οἱ Ἅγιοι ὅμως, οἱ τοπικὲς καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἔχουν ἄλλη ἄποψη καὶ διδασκαλία. Διδάσκουν ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἀλλοίωσαν τὰ Δόγματα καὶ τὶς Παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀλλοίωσαν ἔστω καὶ «ἰῶτα ἓν ἢ μιὰ κεραία», εἶναι αἱρετικοὶ καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Καὶ εἶναι αἱρετικοὶ ὄχι μόνο αὐτοί, ἀλλὰ κι ἐκεῖνοι (σὰν τὸν κ. Λαρεντζάκη) τοὺς ἀκολουθοῦν καὶ τοὺς ὑποστηρίζουν.
Νά, λοιπόν, ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως φαίνεται ἀπὸ μερικὰ μόνο ἀντιπροσωπευτικὰ κείμενα.
Ὁ
Ἱεροσολύμων Δοσίθεος λέγει, ὅτι οἱ ὑπόλοιποι πατριάρχες δὲν διέγραψαν τὸ ὄνομα
τοῦ πάπα ἀπὸ τὰ Δίπτυχα τὸ 1009, ἀλλ΄ ἔπειτα ἀπὸ 45 ἔτη (1054). Ἐννοεῖται
βέβαια ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν ἑνωμένη πάντα μὲ τὰ ἄλλα πατριαρχεῖα. Ἡ
οἰκονομία αὐτὴ ἔναντι τῶν παπικῶν ἔγινε ἐπειδὴ «οἱ πατριάρχαι κατὰ τὸ ἀρχαῖον
ἐκκλησιαστικὸν ἔθος, μᾶλλον τοῦ Κηρουλαρίου ἐνεργοῦντες τὸ κανονικὸν δίκαιον,
ἐξεδέχοντο τὴν διόρθωσιν τῆς ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, ὅθεν καὶ ἐμακροθύμουν» [(Δωδεκάβιβλος,
βιβλ. Η΄, κέφ. β΄, πάρ. ς΄). «Οἱ Ἀνατολικοὶ οἰκονομικῶς, σεσιγήκασιν ἐπὶ πολὺν
καιρόν, οἰόμενοι τοὺς Ἰταλοὺς πρὸς τὰ κρείττω μετακινῆσαι τὰς καινοτομίας
αὐτῶν, μείναντας δὲ ἐν τὴ οἰκεία πεισμονή, ἀπέβαλον αὐτοὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἑνώσεως» (Δωδεκάβιβλος, βιβλ. Στ΄, κέφ. ζ΄, πάρ. θ΄). ΚΑΡΔΑΣΗ (Αἵρεση καὶ
σχίσμα)].
Ὁ
π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γράφει: «Σημειωτέον ὅτι ἡ Η' Οἰκουμ. Σύνοδος ἀναθεματίζει
1) τοὺς μὴ ἀποδεχομένους τὴν Ζ' Οἰκουμ. Σύνοδον καὶ 2) τοὺς προσθέσαντας ἢ
ἀφαιρέσαντάς τι εἰς τὸ Σύμβολον, χωρὶς ὅμως νὰ κατονομάζωνται οἱ ἐν λόγῳ
αἱρετικοί (Λατίνοι), πρᾶγμα πρωτοφανὲς ἐν τοῖς πρακτικοῖς καὶ ὅροις
Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Τὸ φαινόμενον τοῦτο ἐξηγεῖται μόνον βάσει τῆς
ἀνωτέρω περιγραφείσης γενικῆς καταστάσεως τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Κάτω Ἰταλίας καὶ
τῆς ἰσχύος τοῦ Πάπα μεταξὺ τῶν ἡγεμόνων καὶ τοῦ κλήρου τῆς Εὐρώπης. Φαίνεται
ὅτι πράγματι ὑπῆρχεν, ἢ ὁ Ἰωάννης ἐνόμιζεν ὅτι ὑπῆρχε, δυνατότης ἀφαιρέσεως τοῦ
Filioque ἀπὸ τὸ Σύμβολον τῶν Φράγκων καὶ τῶν Λογγοβάρδων»[1].
Διαβάζουμε
στὸν Ὅρο πίστεως τῆς Συνόδου: «Ὁρίζομεν ἑτέραν πίστιν μηδενὶ ἐξεῖναι προφέρειν,
ἢ γοῦν συγγράφειν ἢ συντιθέναι ἢ φρονεῖν ἢ διδάσκειν ἑτέρως· τοὺς δὲ τολμῶντας
ἢ συντιθέναι πίστιν ἑτέραν… ἢ διδάσκειν ἢ παραδιδόναι ἕτερον σύμβολον… ἢ καινοφωνίαν,
ἤτοι λέξεως ἐφεύρεσιν, πρὸς
ἀνατροπὴν εἰσάγειν τῶν νυνὶ παρ’ ἡμῶν διορισθέντων, τούτους, εἰ μὲν ἐπίσκοποι,
…ἀλλοτρίους εἶναι τῆς ἐπισκοπῆς… ἢ
λαϊκοί, ἀναθεματίζεσθαι αὐτούς»[2]. «Ἁπάσας
τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἐγγράφως ἢ ἀγράφως τεθεσπισμένας ἡμῖν παραδόσεις
ἀκαινοτομήτως φυλάττομεν… καὶ ἐξακολουθοῦμεν κρατοῦντες τὰς παραδόσεις, ἃς
παρειλήφαμεν…»[3]. Καὶ «ἀσπασίως τοὺς θείους
Κανόνας ἐστερνιζόμεθα καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν,… τῶν τε ἓξ Ἁγίων Οἰκουμ. Συνόδων
καὶ τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων (δογμάτων) καὶ
τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν… Καὶ οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι καὶ ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν…, καθαιροῦμεν…, ἀφορίζομεν»[4].
Ἡ ΣΥΝΟΔΟΣ τοῦ 879-880 ἢ Η΄
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Ἡ
Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἂν καὶ δὲν ἔχει -ὅπως προανεφέρθη- ἀκόμη ἐπισήμως
ἀνακηρυχθεῖ ὡς Οἰκουμενική, στὴ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων ἔχει πολιτογραφηθεῖ ὅμως
ὡς ἡ Η΄ Οἰκουμενική[5], διότι συνεκλήθη κανονικὰ
ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Φωτίου καὶ σὲ αὐτὴ ἔλαβεν μέρος καὶ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς
Ρώμης, διὰ τοῦ καρδινάλιου Πέτρου, ὡς ἐκπροσώπου «τοῦ ἁγιωτάτου πάπα Ἰωάννου
τοῦ ἀδελφοῦ καὶ πνευματικοῦ πατρὸς ἡμῶν», ὅπως εἰς τὰ Πρακτικὰ τῆς Η΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποκαλεῖται[6]. Ὅμως
ἀπὸ τότε οἱ Λατινόφρονες ἀρνοῦνταν νὰ τὴν δεχτοῦν ὡς Οἰκουμενική, ἀφοῦ
ἀποδοκίμαζε τὶς πλάνες τους, γι’ αὐτὸ ὁ Γεννάδιος Σχολάριος ἔλεγε στοὺς χαρακτηρίζοντας
τὴν Σύνοδον τοῦ 879 ὄχι Οἰκουμενική, ἀλλὰ “μερικήν”: «Ἡ ἔλλειψις τῶν
σχισματικῶν (Λατίνων) οὐχ ὑφαίρεσιν ποιεῖται τοῦ οἰκουμενικοῦ»[7]. Ἡ
Σύνοδος αὐτὴ «ἀναθεματίζει τὴν προσθήκην
τοῦ Filioque
στὸ Σύμβολον τῆς πίστεως, καὶ ὅσους εἶχαν τὸ θράσος “τὴν ἀρχαιότητα τοῦ ἱεροῦ
τούτου καὶ σεβασμίου ὅρου (Συμβόλου) κατακιβδηλεῦσαι” (=νὰ νοθεύσουν). Ὁ Μ.
Φώτιος τοὺς χαρακτηρίζει “ἀποστασίας προδρόμους… ἀπατεῶνας καὶ θεομάχους…”»[8].
Διαβάζουμε
στὸν Ὅρο τῆς Συνόδου: «Οὕτω τὸν ἄνωθεν ἐκ πατέρων … τῆς πίστεως ὅρον καὶ
διανοίᾳ καὶ γλώσσῃ στέργομεν …οὐδὲν ἀφαιροῦντες, οὐδὲν προστιθέντες, οὐδὲν ἀμείβοντες, οὐδὲν κιβδηλεύοντες. Ἡ μὲν
γὰρ ἀφαίρεσις καὶ ἡ πρόσθεσις, μηδεμιᾶς ὑπὸ τῶν τοῦ πονηροῦ τεχνασμάτων
ἀνακινουμένης αἱρέσεως, κατάγνωσιν εἰσάγει τῶν ἀκαταγνώστων καὶ ὕβριν τῶν πατέρων
ἀναπολόγητον. Τὸ δὲ κιβδήλοις ἀμείβειν ῥήμασιν ὅρους πατέρων πολὺ τοῦ προτέρου
χαλεπώτερον» (σελ. 136). «Εἰ δέ τις ἑτέραν ἔκθεσιν, παρὰ τοῦτο δὴ τὸ ἱερὸν
Σύμβολον… τολμήσειεν ἀναγράψασθαι…καὶ ῥήμασι νόθοις ἢ προσθήκαις ἢ ἀφαιρέσεσι
τὴν ἀρχαιότητα… κατακιβδηλεῦσαι ἀποθρανσυνθείη… παντελεῖ καθαιρέσει τοῦτον καθυποβάλλομεν…» (σελ. 137)[9].
Οἱ
ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἐχαρακτήρισαν ὁποιαδήποτε
προσθήκην στὸ Σύμβολο Πίστεως «ὕβριν τῶν Πατέρων ἀναπολόγητον» (Mansi, 17Α καὶ 18Α, 516 C)[10].
Καὶ
εἰς τὴν «Ἐγκύκλιον Φωτίου πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους»
διαβάζουμε εἰδικὰ γιὰ τὸ Filioque: «Τίς ὅλως
ἀνάσχοιτο τῶν ἐν χριστιανοῖς τελούντων ἐπὶ τῆς ἁγίας Τριάδος δύο εἰσάγει αἴτια,
Υἱοῦ μὲν καὶ Πνεύματος τὸν Πατέρα, τοῦ Πνεύματος δὲ πάλιν τὸν Υἱόν, καὶ εἰς διθεΐαν
τὴν μοναρχίαν λύειν;» (σ. 145). «Τίς οὐ κλείσει τὰ ὦτα πρὸς τὴν ὑπερβολὴν τῆς
βλασφημίας ταύτης; Αὕτη κατὰ τῶν Εὐαγγελιστῶν ἵσταται…, τῶν ἱεραρχῶν, μαρτύρων,
καὶ αὐτῶν τῶν δεσποτικῶν φωνῶν ἡ βλάσφημος αὕτη…φωνὴ ἐξοπλίζεται» (σ. 146-7).
«Ταύτην τὴν ἀσέβειαν οἱ τοῦ σκότους ἐκεῖνοι ἐπίσκοποι…ἐνέσπειραν…τούτους τοὺς
ἀπατεῶνας συνοδικῇ…κατεκρίναμεν ψήφῳ· οὐ νῦν αὐτῶν τὴν ἀπόφασιν καθορίζοντες,
ἀλλ’ ἐκ τῶν ἤδη Συνόδων καὶ Ἀποστολικῶν θεσμῶν τὴν προωρισμένην αὐτοῖς καταδίκην ὑπεκφαίνοντες καὶ πᾶσι ποιοῦντες
πάλιν ἐπίδηλον» (σ. 148-149)[11].
Δηλαδή, «ὁ Μ. Φώτιος λέγει ὅτι τοὺς παπικούς, ἐπειδὴ δὲν μετανοοῦν, τοὺς
κατεδίκασαν. Ἐφήρμοσαν δι’ αὐτοὺς τὴν διαχρονικὴν Συνοδικὴν καταδίκην,
”συνοδικῇ καὶ θείᾳ κατεκρίναμεν ψήφῳ… ἐκ τῶν ἤδη Συνόδων“ καὶ τοὺς ἀπεκόψαμεν
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν»[12].
Γράφει
ὁ Μητροπολίτης Πρεβέζης Μελέτιος: «Χρέος τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι νὰ ἀποδέχονται
κατὰ πάντα τὰς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων καὶ τῶν Πατέρων. Τὸ χρέος τοῦτο
ἐπισημαίνει μετὰ πολλῆς ἐμφάσεως ὁ Α΄ Κανὼν τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς
Συνόδου. Ὁ μὴ καταδικάζων καὶ ἀναθεματίζων τοὺς ὑπὸ τῶν Συνόδων κατακριθέντας
σφάλλει· καὶ παραπαίει περὶ τὴν πίστιν. Μὲ ἄλλα λόγια, ἀναπόσπαστον τμῆμα πάσης
πλήρους καὶ ὀρθῆς ὁμολογίας πίστεως εἶναι ἡ καταδίκη καὶ ὁ
ἀναθεματισμὸς τῶν αἱρετικῶν, ποὺ κατεκρίθησαν ὑπὸ τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων»[13].
Ὁ
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Καλλίνικος, μὲ
ἐπιστολή του τὸ 1701, γράφει τὰ ἑξῆς
ἀπαντώντας στὴν ἐρώτηση, ἐὰν κάποιος παπικὸς
πεθάνει «”καὶ ἤθελον ζητήσει ἱερεῖς πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι ἐκεῖνον, τι ποιητέον;”
Δίδεται ἡ ἀκόλουθος ἀπόκρισις: “Μηδόλως νὰ δοθοῦν ἱερεῖς εἰς ἐνταφιασμὸν τοῦ αἱρετικοῦ· διατὶ ἐκεῖνον ὁποῦ εἶναι ὑπὸ ἀνάθεμα, πῶς θέλουν νὰ
παρακαλοῦν ὑπὲρ αὐτοῦ οἱ ἱερεῖς νὰ τὸν τάξῃ ὁ Θεὸς μετὰ δικαίων πνευμάτων;“. Καὶ
συνεχίζει: ”Τὸ δὲ εἶναι αὐτοὺς αἱρετικούς, ἀναμφίβολον ἐστι…τοὺς ἔχομεν διὰ αἱρετικοὺς καὶ ὑπὸ ἀνάθεμα πολλῶν
οἰκουμενικῶν Συνόδων”. Καὶ ἐκ τῆς ἀνωτέρω μαρτυρίας ἐπιβεβαιοῦται, ὅτι
πράγματι βαθμιαίως καὶ προοδευτικῶς οἱ
Λατῖνοι ἐθεωροῦντο ὡς αἱρετικοὶ καὶ ἀναθεματισμένοι, ἀφοῦ τώρα πλέον δὲν ἐπιτρέπεται
οὔτε δι’ ἐνταφιασμὸν αὐτῶν νὰ δοθῇ ὀρθόδοξος ἱερεύς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν
περίπτωσιν τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Μάρκου (τέλη τοῦ 12ου αἰῶνος), ὅστις ἤθελε νὰ πληροφορηθῇ, ἐὰν ἔπρεπε
νὰ μεταδώσῃ τὴν θείαν εὐχαριστίαν εἰς αὐτούς. Ἡ ἐπέκτασις δηλονότι καθίστατο
γεγονός»[14].
ΣΥΝΟΔΟΣ 1838 ἐν Κων/πόλει
Ὁ
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Στ΄ διὰ τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου τοῦ 1838
ἐξέδωκεν Ἐγκύκλιον κατὰ τῶν λατινικῶν καινοτομιῶν. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ καταδικάζει δριμύτατα τὰς
ἑτεροδιδασκαλίας τοῦ Παπισμοῦ,
ὡς “βλασφημίας καιρίας κατὰ τῆς Ὑπερθέου Τριάδος”, ὡς “ἑωσφορικὴν πλάνην”, ὡς
“ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ”, ὡς “βάραθρα
αἱρέσεων”…»[15].
Πιὸ
συγκεκριμένα: «Διὰ τῆς παρούσης Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου… (θέλωμεν
νά) προφυλάξωμεν τοὺς ἀληθῶς εὐσεβεῖς ἀπὸ τῆς ἑωσφορικῆς πλάνης αὐτῶν,… ἀπὸ τὰς
βλασφημίας τοῦ παπισμοῦ. Καθότι ἡ ἀκόρεστος λύσσα τοῦ παπισμοῦ, ἡ πρὸς ἀπάτην
καὶ προσηλυτισμὸν τὰ πάντα μηχανομένη…»[16].
«Διότι
ὁ παρ’ αὐτῶν θεοποιούμενος Πάπας, ἐν πρώτοις βλασφημῶν καιρίως κατὰ τῆς
ὑπερθέου Τριάδος, κακῶς πρεσβεύει ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ
Πατρὸς “καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ”, παρεισάγων οὕτω δύο ἀρχὰς εἰς τὴν ἄναρχον Θεότητα,
ὅπερ ἐστὶν ἐνάντιον ὅλως εἰς τὸ ἐξ αὐτοῦ τοῦ οὐρανίου στόματος τοῦ Κυρίου…
ὁριστικῶς καὶ ἐκπεφρασμένως δογματισθὲν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ, “ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς
ἐκπορεύεται” λέγοντος»[17]. «Πρὸς
τοὺς ὅπως ποτε ἐξολισθήσαντας καὶ ἐκτραχηλισθέντας εἰς τὸν θεοστυγῆ Κατολικισμόν…συμβουλεύομεν, ἵνα ἐπιστρέψωσιν εἰς τὴν
πατροπαράδοτον αὐτῶν εὐσέβειαν…»[18]. Τὰ
φαῦλα Παπικὰ καινοφανῆ δόγματα «τὰ πρὶν ἡνωμένα τῷ τῆς εἰρήνης καὶ ὁμονοίας
συνδέσμῳ διέρρηξάν τε καὶ διέσχισαν ἐξ ἀλαζονείας καὶ τύφου, δι’ ὃ καὶ τὸ
πανάγιον Πνεῦμα …βλασφημεῖται»[19].
Ἡ
Ἐγκύκλιος τοῦ 1838 παραγγέλλει: «…μὴ ἀπατᾶσθε τοῦ λοιποῦ ἀπὸ τὰ σοφίσματα καὶ
κενοφωνίας τῶν ψυχοφθόρων τούτων αἱρετικῶν,
οἵτινες …ἐκτρεπόμενοι εἰς βεβήλους καινοφωνίαις καὶ ἀντιθέσεις ψευδωνύμων
γνώσεων, ἠστόχησαν …περὶ τὴν πίστιν, καὶ ἀγωνίζονται ὅλαις δυνάμεσι καὶ ἑτέροις
συνεφελκύσαι εἰς τὸ ἴδιον βάραθρον… τῆς σατανικῆς
τούτων αἱρέσεως»[20].
«Κατέχετε
λοιπόν,… τὴν ὀρθόδοξον πίστιν…δίχα προσθήκης, δίχα ἀφαιρέσεως, δίχα παρεκτροπῆς
τινος ἢ ἀλλοιώσεως, ἵνα ἕξητε σωτηρίαν… Καὶ ἐὰν ὑμεῖς φυλάξητε, ἣν παρελάβετε
παρακαταθήκην πίστεως σῴαν καὶ ἀκέραιον, μέγας ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν ἐν τοῖς
οὐρανοῖς»[21].
ΣΥΝΟΔΟΣ 1848 ἐν Κων/πόλει
Τὴ
Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ 1848 ὑπογράφουν οἱ Πατριάρχες[22]
Κων/λεως Ἄνθιμος Στ΄, Ἀλεξανδρείας Ἱερόθεος Β΄, Ἀντιοχείας Μεθόδιος, Ἱεροσολύμων
Κύριλλος Β΄ καὶ εἴκοσι ἀκόμα Μητροπολίτες. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ καταδικάζει τὸν Παπισμὸ ὡς Αἵρεσι!
«Τούτων
τῶν πλατυνθεισῶν, κρίμασιν οἷς οἶδε ὁ Κύριος, ἐπὶ μέγα μέρος τῆς Οἰκουμένης αἱρέσεων, ἦν ποτε ὁ Ἀρειανισμός, ἔστι
δὲ σήμερον καὶ ὁ Παπισμός»[23].
Καὶ
γιὰ τὸ Filioque ἀποφαίνεται: «Διὰ τοῦτο καὶ ἡ Μία,
Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἑπομένη τοῖς ἴχνεσι τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀνατολικῶν
τε καὶ Δυτικῶν (τῶν πρὸ τοῦ σχίσματος), ἐκήρυξέ τε πάλαι ἐπὶ τῶν Πατέρων ἡμῶν,
καὶ κηρύττει πάλι σήμερον συνοδικῶς, αὐτὴν μὲν τὴν ρηθεῖσαν καινοφανῆ δόξαν,
ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκπορεύεται ἐκ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, εἶναι οὐσιωδῶς
αἵρεσιν, καὶ τοὺς ὀπαδοὺς αὐτῆς, οἱοιδήποτε καὶ ἂν ὦσιν, αἱρετικούς,
κατὰ τὴν ρηθεῖσαν συνοδικὴν ἀπόφασιν τοῦ ἁγιωτάτου Πάπα Δαμάσου, καὶ τὰς ἐξ
αὐτῶν συγκροτουμένας συνάξεις αἱρετικάς, καὶ πᾶσαν κοινωνίαν πνευματικὴν καὶ
θρησκευτικήν…πρὸς τοὺς τοιούτους ἄθεσμον»[24], «βαθὺ
γὰρ ὤρυξαν τὸ χάσμα ἰδίαις χερσί, τὸ μεταξὺ αὐτῶν τε καὶ τῆς ὀρθοδοξίας”», ἀφοῦ
«τὴν αἵρεσιν δι’ ἑαυτῶν
ἐπιβεβαίωσαν»[25].
Καὶ
τέλος ἄλλη μία βαρυσήμαντος πρόταση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Συνόδου αὐτῆς, ποὺ θέτει
πρὸ τῶν εὐθυνῶν του κάθε συνειδητὸ ὀρθόδοξο χριστιανό: «Παρ’ ἡμῖν οὔτε
Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ
τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ὁ λαός»[26].
Καὶ
oἱ Πατριάρχαι «προσθέτουν: “Αὕτη ἡ αἵρεσις, συνημμένους ἔχουσα ἑαυτῇ καὶ
παμπόλλους νεωτερισμούς”, δηλαδὴ πολλὰς συναφεῖς αἱρέσεις»[27].
ΣΥΝΟΔΟΣ 1895 ἐν Κων/πόλει
Τὴν Σύνοδο συνεκάλεσε ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης
Ἄνθιμος. Στὴν ἀπαντητικὴ ἐπιστολή της πρὸς τὸν Πάπα Λέοντα ΙΓ΄, καταδικάζει μὲν
τὸν Παπισμό, δείχνει ὅμως καὶ τὸν μόνο ἀληθῆ δρόμο γιὰ τὴν Ἕνωση: «Ἡ Δυτικὴ
Ἐκκλησία -γράφει- ἀπὸ τοῦ δεκάτου αἰῶνος καὶ ἐντεῦθεν ποικίλας καὶ ξένας καὶ
αἱρετικὰς διδασκαλίας καὶ καινοτομίας παρεισήγαγεν…καὶ οὕτω ἀπεσχίσθη καὶ
ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τῆς ἀληθινῆς καὶ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας…». Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «διακαῶς ἐπιποθεῖ τὴν
ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν» ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν «ὁ τῆς Ρώμης ἐπίσκοπος (νά) ἀποτινάξῃ ἅπαξ διὰ παντὸς τὸν
ὁρμαθὸν τῶν…εὐαγγελικῶν νεωτερισμῶν, τῶν καὶ προκαλεσάντων τὴν λυπηρὰν
διαίρεσιν τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς
καὶ Δύσεως, καὶ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ ἔδαφος τῶν ἁγίων ἑπτὰ Οἰκουμ.
Συνόδων»[28].
Κάνει
δὲ τὴν ἑξῆς σημαντική, λογικότατη καὶ ἀφοπλιστικὴ πρόταση.
Ἐὰν
στὸν Διάλογο ἀποδειχτεῖ, ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε προσθέσει κάποια καινοτομία, εἴμαστε
ἕτοιμοι νὰ τὴν ἀποβάλλουμε: «Ἐπὶ τῷ ἱερῷ σκοπῷ τῆς ἑνώσεως ἡ Ἀνατολικὴ
Ὀρθόδοξος…Ἐκκλησία ἐστὶν ἑτοίμη ἀποδέξασθαι ὁλοψύχως, εἰ τυχὸν παρέφθειρεν ἢ μὴ
κατέχοι, πᾶν ὅ,τι πρὸ τοῦ ἐνάτου αἰῶνος ὡμολόγουν ὁμοφώνως ἥ τε Ἀνατολικὴ καὶ ἡ
Δυτικὴ Ἐκκλησία…». Καὶ συνεχίζει: Ἂν ὅμως ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «κρατεῖ τὰ
ἀρχαιοπαράδοτα δόγματα», ἀντίθετα δὲ ἡ «Δυτικὴ διέστρεψεν αὐτὰ διὰ ποικίλων
νεωτερισμῶν, τότε καὶ τοῖς νηπίοις δῆλον, ὅτι ἡ φυσικωτέρα ὁδὸς πρὸς τὴν ἕνωσίν ἐστιν ἡ
ἐπάνοδος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ ἀρχαῖον δογματικὸν καὶ διοικητικὸν
καθεστώς»[29].
Ἐφόσον
ὅμως τέτοια διάθεση δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τοὺς Παπικούς, τότε ὁ Παπισμὸς «εὐλόγως καὶ
δικαίως ἀπεκηρύχθη καὶ ἀποκηρύσσεται, ἐφ’ ὅσον ἂν
ἐμμένῃ ἐν τῇ πλάνῃ αὐτοῦ»[30].
ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ ἐν Μόσχᾳ τὸ 1948
Ἡ
ἀπόφασή του ὑπογράφεται ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους πολλῶν Πατριαρχείων καὶ Ἐκκλησιῶν.
Ὁ Παπισμὸς χαρακτηρίζεται «ἀντιχριστιανικὸς Παπισμός». Τὰ «καινοφανῆ δόγματα του
Παπισμοῦ» περὶ τοῦ Filioque, τῆς ἀσπίλου συλλήψεως
τῆς Θεοτόκου, τοῦ Πρωτείου καὶ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα καταδικάζονται[31].
«Διὰ
ταῦτα -γράφει- ὄχι
ἡμεῖς, ἀλλὰ
τὰ εὐσεβῆ χείλη τῶν Πατέρων τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων καταδικάζουσι νῦν τὸν Ρωμαϊκὸν
Παπισμὸν δι’ ὅλα τὰ καινοφανῆ ρωμαϊκὰ δόγματα… Ἡ ἀπόφασις ἡμῶν αὕτη, ἡ καταδικάζουσα τὸν παπισμόν,
δὲν εἶναι τυχαία, ἀλλ’
ἀπορρέει ἀπὸ τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς ἀρχαίας καθολικῆς Ὀρθοδοξίας»[32].
Σημάτης Παναγιώτης
[1] Ρωμανίδη Ἰω., Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τόμ.
Α΄, σελ. 372-373.
[2] Ὅρος πίστεως ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἰς Ρωμανίδη
Ἰω., Κείμενα Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς Θεολογίας…, τόμ. Β΄, σελ. 71.
[3] Ὅρος πίστεως, Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἰς Ρωμανίδη
Ἰω., ὅπ. παρ., σελ. 120-121.
[4] 1ος Κανών, Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου, εἰς Ρωμανίδη Ἰω., ὅπ.
παρ., σελ. 134.
[5] Τὴν Σύνοδο θεωροῦν ἢ ὀνομάζουν “Οἰκουμενική”
οἱ: Νικ. Καβάσιλας καὶ ὁ τότε Μητρ. Ρόδου Νεῖλος, Συμεὼν Θεσ/νίκης, Νεῖλος
Θεσ/νίκης, Θεόδωρος Βαλσαμών, Ἰωσὴφ Βρυέννιος, Μακάριος Ἀγκύρας, Ζωναρᾶς, Βαλσαμών,
Ἀριστηνός, Μᾶρκος Εὐγενικός, Γεννάδιος Σχολάριος, Δοσίθεος Ἱεροσολύμων, Κων/νος
Οἰκονόμου, Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, Ἅγιος Νεκτάριος, Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος
(Ἀρχιμ.), Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν), Σπυρ. Μπιλάλης (Ἀρχιμ.)...
Ἀπὸ τοὺς σύγχρονους Ἐπισκόπους, Καθηγητὲς Δογματικῆς καὶ θεολόγους ἀναφέρω: Ἰω.
Καρμίρη, π. Ἰω. Ρωμανίδη, Νικ. Ματσούκα, Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱερόθεο, π. Θεόδ.
Ζήση, π. Γεώργιο Μεταλληνό, π. Ἐμμαν. Καλύβα, π. Κων/νο Παλαιολογόπουλο,
Δέσποινα Κοντοστεργίου κ.ἄ.
Ὡς παράδειγμα, ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἁγ.
Νεκταρίου «Ὀρθόδ. Ἱ. Κατήχησις», (κεφ.
Περὶ τῶν ἱ. Συνόδων) ἡ ἑξῆς σημείωση: «Εἰς ταύτας προσθετέα καὶ ἡ ἐν ἔτει 879
μ.Χ. ἐπὶ Φωτίου, πατριάρχου Κων/λεως, συγκροτηθεῖσα ὀγδόη Σύνοδος,
συμμετέχοντος διὰ τοποτηρητῶν καὶ συναινοῦντος καὶ τοῦ Πάπα Ρώμης Ἰωάννου τοῦ
Η', ἔχουσα μὲν οἰκουμενικὸν τὸ κύρος,
ἀλλ' οὐχὶ ἀκόμη καὶ τὸ ὄνομα, πρὶν ἀνακηρύξη αὐτὴν ὡς τοιαύτην, κατὰ τὸ ἐπικρατῆσαν
ἔθος, ἄλλη διάδοχος οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ἴδ. Νείλ. Περὶ τῶν ἁγ. Συνόδων ἐν τῷ
Συντάγματι τῶν κανόνων, ἐκδ. Ράλλη καὶ Ποτλῆ, τόμ. α'. σελ. 392. –«Ἡ σύνοδος ὠνόμασεν ἑαυτὴν “οἰκουμενικὴν”
πολλαχοῦ ἐν τοῖς πρακτικοῖς καὶ μάλιστα ἐν τοῖς κανόσιν αὐτῆς…πρὸς τούτοις ὁ
Θεόδ. Βαλσαμών (12ος αἰ.), καὶ ἄλλοι…ὠνόμασαν «αὐτὴν “ὀγδόην
Οἰκουμενική”» (Στεφανίδη Β., ὅπ. παρ., σ. 364). Ὅμως ὡς «Η΄ Οἰκουμενικὴ» τὴν
μνημονεύει καὶ ἡ Σύνοδος τῆς τεσσάρων Πατριαρχῶν τοῦ 1484 μὲ τοὺς εἴκοσι
παρόντες Μητροπολίτες, ἡ ὁποία μάλιστα, «ἀπεκάλεσεν ἑαυτὴν Οἰκουμενικήν» (Μπούμη
Π., Τὰ Ἀναθέματα Ρώμης-Κων/πόλεως…, σελ. 115).
«Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀκαδημαϊκοὶ ἔχουν
ἐπανειλημμένως σχολιάσει πὼς οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἔχουν συγκαλέσει -καὶ μάλιστα πὼς
δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν συγκαλέσει- ἄλλες Οἰκουμενικὲς Συνόδους πέραν τῆς
Ἑβδόμης, μετὰ ἀπὸ τὸν χωρισμό τους ἀπὸ τὴν Ἕδρα τῆς Ρώμης τὸ 1054. Αὐτὸ τὸ
σχόλιο εἶναι ἐντελῶς ἀδικαιολόγητο καὶ παραπλανητικό. Ἡ ἔλλειψη ἀρίθμησης δὲν
συνεπάγεται καὶ ἔλλειψη πραγματοποίησης. Ἡ Ὀρθόδοξη ἱστορικὴ διαδρομὴ τῶν
Συνόδων, καθὼς καὶ τὰ σχετικὰ συνοδικὰ ἔγγραφα, ἀποδεικνύουν ξεκάθαρα τὴν ὕπαρξη ὁρισμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων μετὰ
ἀπὸ τὶς πρῶτες Ἑπτὰ Συνόδους…» (π.
Γεωργίου Δραγᾶ, Ἡ Ὀγδόη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος … καὶ ἡ Καταδίκη τῆς Προσθήκης καὶ
τοῦ Δόγματος τοῦ «Filioque»). Καὶ δυστυχῶς, αὐτὴ τὴν ἄποψη τῶν Δυτικῶν τὴν
ἐνισχύουν καὶ ἡμέτεροι!
[6] Ρωμανίδη Ἰω., Κείμενα Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς Θεολογίας…,
τόμ. Β΄, σελ. 138.
[7] Μπιλάλη Σπ., Ἡ Αἵρεσις τοῦ Filioque, τόμ. 1ο,
σελ. 280.
[8] Καλύβα Ἐμμ., ἀρχιμ., Ἡ Καταδίκη τοῦ Παπισμοῦ, σελ. 4.
[9] Ὅρος πίστεως, Η΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἰς Ρωμανίδη
Ἰω., ὅπ. παρ.
[10] Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 131.
[11] Ρωμανίδη Ἰω., Κείμενα Δογματικῆς…, ὅπ. παρ.
[12] Καλύβα Ἐμμ., ἀρχιμ., ὅπ. παρ., σελ. 5.
[13] Μελετίου, Μητροπολίτου Νικοπόλεως, ὅπ. παρ., σελ. 574.
[14] Μπούμη Π., ὅπ.
παρ., σελ. 115-116.
[15] Ἀμβροσίου Μητροπ. Ἐλευθερουπόλεως, ὅπ. παρ., καὶ
Καλύβα Ἐμμ., ἀρχ., ὅπ. παρ., σελ. 6.
[16] Ρωμανίδη Ἰω., ὅπ. παρ., σελ. 535.
[17] Ρωμανίδη Ἰω., ὅπ. παρ., σελ. 537.
[18] Μπιλάλη Σπ., Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, τ. Β΄, σελ. 309.
[19] Ρωμανίδη Ἰω., ὅπ. παρ., σελ. 538.
[20] Ρωμανίδη Ἰω., ὅπ. παρ., σελ. 542-543.
[21] Ρωμανίδη Ἰω., ὅπ. παρ., σελ. 544.
[22] Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 629.
[23] Εἰς Μουρατίδου Κ., Ἡ Ἀλήθεια διὰ τὸν Θεολογικὸν
Διάλογον, ΚΟΙΝΩΝΙΑ 1980, τ. 2ον, σελ. 140.
[24] Εἰς Μουρατίδου Κ., ὅπ. παρ., σελ. 141.
[25] Καλύβα Ἐμμ., ἀρχιμ., Ἡ Καταδίκη τοῦ Παπισμοῦ, σελ. 6.
[26]
Εἰς Καλύβα Ἐμμ., ἀρχιμ., ὅπ. παρ., σελ. 84.
[27]
Εἰς Καλύβα Ἐμμ., ἀρχιμ., ὅπ. παρ., σελ. 5.
[28] Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 630.
[29]
Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 541-542.
[30] Ἀμβροσίου Μητροπ. Ἐλευθερουπόλεως, ὅπ. παρ.
[31]
Καλύβα Ἐμμ., ἀρχιμ., ὅπ. παρ., σελ. 77.
[32]
Εἰς Καλύβα Ἐμμ., ἀρχιμ., Ἡ Καταδίκη τοῦ Παπισμοῦ,
σελ. 78.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.