Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Από πού προήλθε η άρνηση του Αποστόλου Πέτρου; (Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης)


Στην αρνησι του Αποστόλου Πέτρου, που προήλθε
Α΄. Από την υπερηφάνεια.
Β΄. Από την αδιαφορία.
Γ΄. Από την έλλειψι τής προσευχής.

Α΄.
   Σκέψου, αδελφέ, από πού προήλθε εκείνη η φοβερή πτώσις της αρνήσεως του αποστόλου Πέτρου, που ενώ προηγούμενος ήταν τόσο θερμός μαθητής του Ιησού Χριστού και κατόπιν έγινε επίορκος και αρνητής του διδασκάλου του, για να στηριχθής περισσότερο στο καλό μέσα από την πτώσι εκείνου. Η πρώτη αιτία της αρνήσεως του Πέτρου ήταν η υπερηφάνεια [Ο θείος Χρυσόστομος αναφέρει ότι τρία ήταν τα αίτια της αρνήσεως του Πέτρου· η αντιλογία στα λόγια του Κυρίου, η προτίμησις του εαυτού του από τους άλλους μαθητές και η εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στην δύναμί του. «Δυο ήταν τα εγκλήματα· και το ότι αντιμίλησε και το ότι προτίμησε τον εαυτό του από τους άλλους μαθητές· μάλλον και τρίτο· το ότι εξαρτούσε το παν από τον εαυτό του, δηλαδή είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του» (Σειρά εις το κατά Ματθαίον)], μέσα από την οποία έχοντας ιδιαίτερη εκτίμησι στον εαυτό του και στην προηγούμενή του θερμότητα, έφθασε στο σημείο να καταφρονή όλους τους αποστόλους και να προτιμά τον εαυτό του περισσότερο από τους άλλους λέγοντας ότι αν επρόκειτο όλοι οι άλλοι να αρνηθούν τον Χριστό, αυτός όμως ποτέ δεν επρόκειτο να τον αρνηθή· «Εάν όλοι κλονισθούν στην εμπιστοσύνη τους σ’ εσένα, εγώ ποτέ δεν θα κλονισθώ» (Ματθ. 26, 33), και κατόπιν έφθασε σε τόση παραφροσύνη, ώστε ούτε τα λόγια του διδασκάλου του υπολόγισε που του προέλεγε την πτώσι του, αλλ’ αντιστεκόταν και νόμιζε, ότι είναι λόγια άχρηστα και που λέγονται στον αέρα· «Αλλ’ ο Πέτρος ακόμη περισσότερο έλεγε· Και αν χρειασθή να πεθάνω μαζί σου, δεν θα σε απαρνηθώ» (Μάρκ. 14, 31).

Αυτή η ίδια η υπερηφάνεια τον έκανε να αυθαδιάση και να κινδυνεύση, όχι μόνον όταν μπήκε στην αυλή του αρχιερέα ανάμεσα σε τόσο πλήθος στρατιωτών, αλλά και όταν κάθισε αναπαυτικά μαζί με αυτούς στην φωτιά και ζεσταινόταν· και τόσο πολύ τον έκανε να υπερβή το θάρρος του, ώστε να έχη την γνώμη, ότι ο διάβολος πρέπει να φοβάται αυτόν και όχι αυτός τον διάβολο. Γι’ αυτό ποιο είναι το αξιοπερίεργο που με τέτοιον τρόπο αρνήθηκε τον Χριστό και έπεσε; Γιατί πώς μπορούσε να παραμείνη όρθιος, την στιγμή που τον έσπρωξε μία τόση μεγάλη υπερηφάνεια; «Πριν από την συντριβή προηγείται η υπερηφάνεια και πριν από την πτώσι η καταφρόνησις» (Παροιμ. 16, 18). Ναι, ακολουθούσε τον Ιησού και ο αγαπημένος του μαθητής και μπήκε στο παλάτι του Καϊάφα, αλλά επειδή δεν έδειξε υπερβολικό θάρρος στον εαυτό του και στην δική του δύναμι και επειδή δεν δέχθηκε στην καρδιά του την υπερηφάνεια και την αυθάδεια, γι’ αυτό βγήκε από εκεί χωρίς να αρνηθή τον θείο του διδάσκαλο. Γι’ αυτό και από ταπεινοφροσύνη δεν αναφέρει ονομαστικά στο ευαγγέλιό του ότι αυτός ακολουθούσε τον Ιησού, όπως λέει ο ιερός Θεοφύλακτος· «Από ταπεινοφροσύνη κρύβει τον εαυτό του». Ω καταραμένη υπερηφάνεια, η αρχή και ρίζα κάθε αμαρτίας· πόσα κακά δεν προξενείς στον ταλαίπωρο άνθρωπο!

Ο θαυμάσιος Κανών, Ποίημα Ανδρέου Κρήτης


Τῌ ΑΓΙᾼ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛῌ ΤΕΤΑΡΤῌ ΕΣΠΕΡΑΣ
ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ

Ὁ Κανών, Ποίημα Ἀνδρέου Κρήτης

ᾨδὴ δ'. Ἦχος πλ. β' 

Ἀκήκοεν ὁ Προφήτης
νώγεων ἐστρωμένον, ἐδέξατό σε τὸν Κτίστην καὶ τοὺς συμμύστας, καὶ αὐτοῦ τὸ Πάσχα ἐπετέλεσας, καὶ αὐτοῦ εἰργάσω τὰ μυστήρια· αὐτοῦ γὰρ τῶν δύο σταλέντων, νῦν Μαθητῶν σου, τὸ Πάσχα ἡτοιμάσθη σοι.

Ὑπάγετε πρὸς τὸν δεῖνα, ὁ πάντα εἰδὼς προλέγει, τοῖς Ἀποστόλοις, καὶ μακάριός ἐστιν ὃς δύναται, πιστῶς ὑποδέξασθαι τὸν Κύριον, ἀνώγεων μὲν τὴν καρδίαν προετοιμάσας, καὶ δεῖπνον τὴν εὐσέβειαν.

Ἡ γνώμη φιλαργυρίας, ὁ τρόπος σου ἀπονοίας, ἄφρον Ἰούδα· πιστευθεὶς γὰρ μόνος τὸ γλωσσόκομον, ὅλως οὐκ ἐκάμφθης πρὸς συμπάθειαν, ἀλλ' ἔκλεισας τὰ τῆς σκληρᾶς σου, καρδίας σπλάγχνα, προδοὺς τὸν μόνον εὔσπλαγχνον.

Ἡ γνώμη τῶν θεοκτόνων, τῇ πράξει τοῦ φιλαργύρου συναρμοσθεῖσα, ἡ μὲν πρὸς ἀναίρεσιν ὡπλίζετο, ἡ δὲ τὰ ἀργύρια ἐφείλκετο· ἀγχόνην γὰρ μεταμελείας τότε προκρίνας, κακῶς τοῦ ζῇν ἐστέρηται.

Τὸ φίλημα γέμει δόλου, τὸ χαῖρέ σου ἐν μαχαίρᾳ, πλάνε Ἰούδα· τῇ μὲν γλώσσῃ φθέγγῃ τὰ πρὸς ἕνωσιν, τῇ δὲ γνώμῃ νεύεις πρὸς διάστασιν· προδοῦναι γὰρ τοῖς παρανόμοις τὸν Εὐεργέτην, δολίως ἐμελέτησας.

Φιλεῖς καὶ πωλεῖς Ἰούδα, ἀσπάζῃ καὶ οὐκ ὀκλάζεις δόλῳ προστρέχων, τίς μισῶν ἀσπάζεται τρισάθλιε; τίς φιλῶν ἐξωνεῖται τιμήματι; τὸ φίλημα τῆς ἀναιδοῦς σου κακοβουλίας, ἐλέγχει τὴν προαίρεσιν.

Δόξα...
Ἀμέριστον τῇ οὐσίᾳ, ἀσύγχυτον τοῖς προσώποις θεολογῶ σε, τὴν τριαδικὴν μίαν Θεότητα, ὡς ὁμοβασίλειον καὶ σύνθρονον, βοῶ σοι τὸ ᾎσμα τὸ μέγα, τὸ ἐν ὑψίστοις, τρισσῶς ὑμνολογούμενον.

Καὶ νῦν ... Θεοτοκίον
Ἡ σύλληψις ὑπὲρ λόγον, ὁ τόκος σου ὑπὲρ φύσιν Θεογεννῆτορ· ἡ μὲν γὰρ ἐκ Πνεύματος οὐ σπέρματος, ὁ δὲ νόμους φύσεως λανθάνων, ὡς ἄφθορος καὶ ὑπὲρ φύσιν, πάσης λοχείας· Θεὸς γὰρ τὸ τικτόμενον. 


Κάθισμα. Ἦχος δ' 
Ἐπεφάνης σήμερον  

Τῆς συκῆς τὸ ἔγκλημα, μή σε προφθάσῃ, ἀλλ' εὐκάρπους σπούδασον, καρδίας αὔλαξι ψυχή, τῷ ποιητῇ σου Χριστῷ ἀγαγεῖν, ἐν μετανοίᾳ αὐτῷ προσκομίζουσα. 


ᾨδὴ η'Ἦχος πλ. β' 
Ὃν στρατιαί, οὐρανῶν

Τὴν νομικήν, ἐκπληρώσας πρόσταξιν, ὁ πλάκας τὰς νομικάς, γράψας ἐν Σινᾷ, ἔφαγε μὲν τὸ Πάσχα, τὸ πάλαι καὶ σκιῶδες, γέγονε δὲ πάσχα, καὶ μυστικὴ ζωοθυσία. (Δίς)

Τὴν ἀπ' αἰῶνος, κεκαλυμμένην Χριστέ, σοφίαν μυσταγωγῶν, ἔδειξας ὁμοῦ, πᾶσι τοῖς Ἀποστόλοις, Σωτὴρ ἐπὶ τοῦ δείπνου, ἣν ταῖς Ἐκκλησίαις, παρέδωκαν οἱ θεοφόροι.

Εἷς ἐξ ὑμῶν, δόλῳ παραδώσει με. Ἑβραίοις ἀπεμπολῶν, ταύτῃ τῇ νυκτί, τοῦτο Χριστὸς βοήσας, συνέχεε τοὺς φίλους, τότε εἷς πρὸς ἕνα, διαπορῶν προσεκινεῖτο.

Ταπεινωθείς, δι' ἡμᾶς ὁ πλούσιος, τοῦ δείπνου ἐξαναστάς, λέντιον λαβών, τοῦτο περιεζώσω, καὶ κλίνας τὸν αὐχένα, ἔνιψας τοὺς πόδας, τῶν Μαθητῶν καὶ τοῦ προδότου.

Τῆς ὑπὲρ νοῦν, καὶ ἀφράστου γνώσεως, τὸ ὕψος σου Ἰησοῦ, τίς μὴ ἐκπλαγῇ, ὅτι πηλῷ παρέστης, ὁ Κτίστης τῶν ἁπάντων, νίπτων μὲν τοὺς πόδας, ἐκμάσσων δὲ καὶ τῷ λεντίῳ;

Ὁ Μαθητής, ὃν ἠγάπα Κύριος, τῷ στήθει ἀναπεσών, ἔφη πρὸς αὐτόν· Τίς ὁ παραδιδούς σε; Χριστὸς δὲ πρὸς ἐκεῖνον. Οὗτος ὁ ἐμβάψας, ἐν τῷ τρυβλίῳ νῦν τὴν χεῖρα.

Ὁ Μαθητὴς τὸν ψωμὸν δεξάμενος, κατὰ τοῦ ἄρτου χωρεῖ, πρᾶσιν μελετῶν· τρέχει πρὸς Ἰουδαίους, λέγει τοῖς παρανόμοις· Τί παρέχετέ μοι, κᾀγὼ ὑμῖν αὐτὸν προδώσω;

Δόξα...
Ἕνα Θεόν, κατ' οὐσίαν σέβομαι, τρεῖς ὑποστάσεις ὑμνῶ, διοριστικῶς, ἄλλας ἀλλ' οὐκ ἀλλοίας, ἐπεὶ Θεότης μία, ἐν τρισὶ προσώποις· Πατήρ, Υἱός, καὶ θεῖον Πνεῦμα.

Καὶ νῦν ... Θεοτοκίον
Ῥῦσαι ἡμᾶς, Ἰησοῦ Σωτὴρ ἡμῶν, ἐκ πλάνης καὶ πειρασμοῦ, καὶ τοῦ πονηροῦ, δέχου τὴν Θεοτόκον, πρεσβεύουσαν ἀπαύστως· Μήτηρ γὰρ ὑπάρχει, καὶ δύναταί σε δυσωπῆσαι. 


ᾨδὴ θ'. Ἦχος πλ. β' 
Ἀσπόρου συλλήψεως 

Τὸ μέγα μυστήριον, τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως, ἐπὶ τοῦ δείπνου, συνανακειμένου σου, τοῖς Μύσταις Φιλάνθρωπε, ἀνακαλύψας ἔφης· Φάγετε ἄρτον τὸν ζωτικόν, πίστει πίετε τὸ αἷμα, κενωθὲν τῆς θεοπλεύρου σφαγῆς.

Σκηνὴ ἐπουράνιος, ἐδείχθη τὸ ἀνώγεων, ἔνθα τὸ Πάσχα, Χριστὸς ἐπετέλεσε, τὸ δεῖπνον ἀναίμακτον, καὶ λογικὴ λατρεία· ἡ τράπεζα δὲ τῶν ἐκεῖ, τελεσθέντων μυστηρίων, νοητὸν θυσιαστήριον.

Τὸ Πάσχα Χριστός ἐστι, τὸ μέγα καὶ σεβάσμιον, βρωθεὶς ὡς ἄρτος, τυθεὶς δὲ ὡς πρόβατον· αὐτὸς γὰρ ἀνήνεκται, ὑπὲρ ἡμῶν θυσία, αὐτοῦ τὸ Σῶμα εὐσεβῶς, καὶ αὐτοῦ τὸ Αἷμα πάντες, μυστικῶς μεταλαμβάνομεν.

Τὸν ἄρτον εὐλόγησας, ὁ Ἄρτος ὁ οὐράνιος, εὐχαριστήσας, Πατρὶ τῷ γεννήτορι, λαβὼν καὶ ποτήριον, τοῖς Μαθηταῖς ἐδίδως. Λάβετε, φάγετε βοῶν, τοῦτό μού ἐστι τὸ Σῶμα, καὶ τὸ Αἷμα τῆς ἀφθάρτου ζωῆς.

Ἀμὴν λέγων ἔφησε, τοῖς κλήμασιν ἡ ἄμπελος, τοῖς Ἀποστόλοις, Χριστὸς ἡ ἀλήθεια, ἀπ' ἄρτι οὐ μὴ πίω ἐκ τῆς ἀμπέλου πόμα, ἕως ἂν πίω αὐτὸ καινόν, ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός μου, μεθ' ὑμῶν τῶν κληρονόμων μου.

Πιπράσκεις τριάκοντα, ἀργύρων τὸν ἀτίμητον, καὶ οὐ λογίζῃ, Ἰούδα παράνομε, τοῦ δείπνου τὴν μύησιν, ἢ τὸν σεπτὸν νιπτῆρα; Ὢ πῶς εἰς τέλος τοῦ φωτός, ὀλισθήσας πτῶμα ἦλθες, τὴν ἀγχόνην ἀσπασάμενος!

Τὰς χεῖρας ἐξέτεινας, ἐν αἷς τὸν ἄρτον ἔλαβες, τῆς ἀφθαρσίας, λαβεῖν τὰ ἀργύρια, τὸ στόμα πρὸς φίλημα, προσαγαγὼν δολίως, ἐν ᾧ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ Αἷμα ὑπεδέξω, ἀλλ' οὐαί σοι! ὡς φησὶν ὁ Χριστός.

Χριστὸς εἱστιάσατο, τὸν Κόσμον ὁ οὐράνιος, κάί θεῖος Ἄρτος. Δεῦτε οὖν φιλόχριστοι, πηλίνοις ἐν στόμασιν, ἀγναῖς δὲ ταῖς καρδίαις, ὑποδεξώμεθα πιστῶς, τόν θυόμενον τὸ Πάσχα, ἐν ἡμῖν ἱερουργούμενον.

Δόξα...
Πατέρα δοξάσωμεν, Υἱὸν ὑπερυψώσωμεν, τὸ θεῖον Πνεῦμα, πιστῶς προσκυνήσωμεν, Τριάδα ἀχώριστον, Μονάδα κατ' οὐσίαν, ὡς φῶς καὶ φῶτα καὶ ζωήν, καὶ ζωὰς ζωοποιοῦσαν, καὶ φωτίζουσαν τὰ πέρατα.

Καὶ νῦν ... Θεοτοκίον
Παστὰς ἐπουράνιος, καὶ Νύμφη ἀειπάρθενος, μόνη ἐδείχθης, Θεὸν μὲν βαστάσασα, τεκοῦσα δὲ ἀτρέπτως, ἐκ σοῦ σεσαρκωμένον· διό σε πᾶσαι αἱ γενεαί, ὡς Θεόνυμφον Μητέρα, ὀρθοδόξως μεγαλύνομεν. 

Στο βάσταγμα του Σταυρού που έκανε ο Κύριος

 Αγίου Νικοδήμο Αγιορείτου


Στο βάσταγμα του Σταυρού που έκανε

ο Κύριος βαστάζοντάς τον
Α΄. Δημόσια.
Β΄. Γενναία.
Γ΄. Καρτερικά και υπομονετικά.

                                     Α΄.
   Σκέψου, αγαπητέ, τον τρόπο με τον οποίο ο Ιησούς Χριστός βάσταξε τον σταυρό του, για να τον μιμηθής κι εσύ, επειδή χωρίς σταυρό δεν μπορεί κάποιος να πάη στην βασιλεία των ουρανών. Πρώτα, λοιπόν, ο Χριστός βάσταξε τον Σταυρό δημόσια, δηλαδή μπροστά σε όλο το πλήθος την ώρα του μεσημεριού, στο κέντρο της Ιερουσαλήμ, που ήταν γεμάτη από κόσμο και μάλιστα τότε που είχε τόσον κόσμο, όσο δεν είχε ποτέ άλλοτε, λόγω του πλήθους των Ιουδαίων, που συγκεντρωνόταν από όλα τα μέρη του κόσμου, για να γιορτάσουν το Πάσχα στην Ιερουσαλήμ, όπως ώριζε ο νόμος· «Δεν μπορείτε να προσφέρετε την πασχαλινή θυσία σε οποιαδήποτε από τις πόλεις που σας δίνει ο Κύριος ο Θεός σας· θα την προσφέρετε μόνο στov τόπο που θα διαλέξη ο ίδιος για να λατρεύεται εκεί το όνομά του» (Δευτερ. 16, 5). Τότε, λέω, βγαίνει ο Ιησούς από το παλάτι του Πιλάτου, βαστάζοντας τον σταυρό στους ώμους του· έχοντας από το ένα του μέρος έναν ληστή και από το άλλο άλλον ληστή, φορώντας στο κεφάλι του ένα αγκάθινο στεφάνι για ατιμία αλλά και για τιμωρία· ντυμένος πάλι με τα δικά του ενδύματα για να τον αναγνωρίζουν όλοι· ανακηρυττόμενος από τον κήρυκα όλων ο οποίος βάδιζε μπροστά και φώναζε με ήχο και φωνή σάλπιγγας ότι είναι ένοχος θανάτου· περικυκλωμένος από τόσους δήμιους και στρατιώτες· συρόμενος στον τόπο της καταδίκης με ένα αναρίθμητο πλήθος λαού και μάλιστα με τους άρχοντες του λαού, με αρχιερείς, με ιερείς, με Φαρισαίους, με γραμματείς, οι οποίοι, αντί να τον λυπούνται και να τον συμπονούν, όλοι με ένα στόμα τον βλασφημούν, τον βρίζουν, τον κοροϊδεύουν· «Και βαστάζοντας τον σταυρό του εξήλθε στον λεγόμενο “Κρανίου τόπο”» (Ιω. 19, 17).
Ω θαυμάσιο θέαμα μπροστά στους Αγγέλους! Διότι ο βασιλιάς του ουρανού και της γης εμπαίζεται από τους δικούς του δούλους· διότι ο κριτής των ζωντανών και των νεκρών, στις

ΟΤΕ ΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΜΑΘΗΤΑΙ


ΧΟΡΩΔΙΑ Σ.Μ.ΚΩΝ.  ΧΟΡΑΡΧΗΣ Δ. ΠΑΪΚΟΠΟΥΛΟΣ

«Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου...». Ποιοί διαιρουν την Εκκλησία


  Πολέμιοι τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὅσοι παραβαίνουν τὶς θεῖες Ἐντολὲς καὶ τὴν ἁγιοπατερική της Παράδοση.







    Ἀδελφοί μου! Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦρθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ κάνῃ μία καὶ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία. Αὐτό, τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἀδιαίρετη καὶ ἔχει ἑνότητα, τὸ παριστάνει καὶ τὸ εἰκονίζει ὁ «ἄρραφος χιτών» (Ἰω. 19,23) τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ χιτῶνα αὐτόν, κατὰ τὴν εὐσεβῆ παράδοσι, τὸν ὕφαναν καὶ τὸν ἔπλεξαν μονοκόμματο ἀπὸ πάνω ὣς κάτω, χωρὶς καθόλου ῥαφή, τὰ ἄχραντα χέρια τῆς Παναγίας. Αὐτὸν φοροῦσε ὁ Κύριος ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κατάλυμά του καὶ διέσχιζε πόλεις καὶ χωριὰ τῆς ἁγίας γῆς.
Ἀλλ᾿ ὅταν βγῆκε ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασι καὶ ὁ Χριστός μας ὡδηγήθηκε πάνω στὸ Γολγοθᾶ γιὰ νὰ σταυρωθῇ, τότε ἄξεστα χέρια στρατιωτῶν ἀφαίρεσαν τὸ χιτῶνα ἀπὸ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ἀνέβασαν γυμνὸ στὸ σταυρό. Τὸν ἀφαίρεσαν, ἀλλὰ δὲν τὸν κομμάτιασαν· ἔρριξαν κλῆρο νὰ δοῦν σὲ ποιόν θὰ πέσῃ. Κι αὐτοὶ οἱ δήμιοί του δηλαδὴ τὸν σεβάστηκαν, δὲν τὸν ἔσχισαν. Δὲν τὸ ἐπέτρεψε ὁ Κύριος. Τὸ χιτῶνα αὐτὸν κανείς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ τὸν σχίσῃ .Ἀλλ᾿ ἐνῷ κι αὐτοὶ ἀκόμη οἱ σκληροὶ στρατιῶτες τὸν σεβάστηκαν, κάποιοι ἄλλοι ἀποπειράθηκαν νὰ τὸν κομματιάσουν.

Ποιοί εἶνε οἱ ἔνοχοι αὐτοῦ τοῦ ἀνοσιουργήματος;

 * Στὸ Ἅγιο Ὄρος εἶδα μία εἰκόνα καὶ τρόμαξα. Εἶδα τὸ