Ἡ θέσις, ἀγαπητοί μου, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, μέσα
εἰς τὴν ἱστορία τῆς σωτηρίας μας, εἶναι σημαντικοτάτη. Καὶ τοῦτο διότι ἐστάθη τὸ
ὄργανον τῆς σωτηρίας μας. Εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ἔδωσε τὸν ἑαυτόν της, νὰ γίνει
κλίμακα γιὰ νὰ κατέλθει ὁ Θεὸς στὴ γῆ, καὶ ταυτοχρόνως γίνεται κλίμακα γιὰ νὰ ἀνέλθει
ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα στὸν οὐρανό.
Ἔτσι ὁ Θεὸς διὰ τῆς Θεοτόκου, γίνεται ἄνθρωπος καὶ οἱ
ἄνθρωποι διὰ τῆς Θεοτόκου γίνονται θεοί. Νὰ λοιπόν, ὅτι ἡ θέσις τῆς ὑπεραγίας
Θεοτόκου, εἶναι σημαντικοτάτη εἰς τὴν ἱστορία τῆς σωτηρίας. Εἰς ἐκεῖνο τὸ
θαυμαστὸ ὅραμα τοῦ Ἰακὼβ μὲ τὴν κλίμακα ποὺ ἐστηρίζετο ὁ Θεὸς εἰς τὴν κορυφήν, ἡ
κλίμακα αὐτὴ δὲν προϋποθέτει μόνον, τὴν κάθοδον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄνοδο τοῦ
Ἰακώβ, δηλαδὴ τὴν ἄνοδο τῶν ἀνθρώπων.
Ἔτσι ἀγαπητοί μου, ἡ Θεοτόκος κατέχει κεντρικοτάτη
θέση μέσα στὴν σωτηρίαν μας καὶ συνεπῶς καὶ στὴν λατρεία μας. Ὁλόκληρος ὁ Ἄυγουστος
εἶναι ἀφιερωμένος εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον. Σημειώσατε ὅτι δὲν ἔχουμε λίγες
Θεομητορικὲς ἑορτὲς μέσα εἰς τὸν λειτουργικὸν χρόνον.
Ἀλλὰ τὴν κορυφὴ τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν τὴν κατέχει ἑορτὴ
τῆς Κοίμησις τῆς Θεοτόκου, αὐτὴ ποὺ ἑορτάζουμε στὶς 15 Αὐγούστου. Εἶναι μιὰ ἑορτὴ
κατὰ τὴν ὁποία ἑορτάζουμε τὴν Κοίμηση, τὴν ταφή, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Μετάσταση
τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Αὐτὰ τὰ τέσσερα χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα.
Ὅταν
ρίξουμε μιὰ ματιὰ στὴν ὀρθόδοξο εἰκονογραφία μας, θὰ δοῦμε κατὰ ἕναν θαυμαστὸ
τρόπο νὰ ἱστοροῦνται αὐτὰ τὰ τέσσερα χαρακτηριστικά. Βεβαίως ἀφ' ὅτου ἄρχισαν οἱ
αἱρέσεις -πότε νὰ στρέφονται ἐναντίον τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ, πότε ἐναντίον
τῆς Θεοτόκου- ἡ Ἐκκλησίας μᾶς ἐπαγίωσε πλέον μέσα στὶς εἰκόνες, ποὺ μᾶς
προσφέρει γιὰ νὰ διδαχθοῦμε τὸ δόγμα ὅσο καὶ γιὰ νὰ τιμήσουμε τὰ πρόσωπα αὐτά,
τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, οἱ εἰκόνες ἐφεξῆς ἔχουν πλέον ὄχι
μόνον ἱστορικὸν χαρακτήρα, ἱστορικὴ διάσταση ἀλλὰ καὶ δογματικὴ διάσταση.
Ἔτσι βλέποντας τὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, βλέπουμε τὰ
ἑξῆς: Τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον νεκρὰν ἐπάνω εἰς ἕνα κρεβάτι. Γύρω της εἶναι οἱ Ἀπόστολοι.
Σὲ μιὰ θεία δόξα ποὺ δὲν ἀνήκει στὸν παρόντα κόσμο, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἁγιογράφοι,
ἁγιογραφοῦν αὐτὸ τὸ σημεῖον κατὰ ἕναν τρόπο ποὺ νὰ δίδεται ἡ ἐντύπωσις ὅτι
πρόκειται γιὰ κάτι τὸ ἐξωκοσμικόν, βρίσκεται ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Κρατάει στὰ
χέρια τοῦ τὴν ψυχὴ τῆς μητέρας Του, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τὴν ὁποία οἱ ἁγιογράφοι
πάρουσιαζουν ὡς ἕνα νήπιο.
Μὲ αὐτὸ τὸ νήπιο θέλουν νὰ δείξουν τὴν ψυχὴ τῆς
Παναγίας. Ἄγγελοι δορυφοροῦν τὸν Χριστὸν μέσα στὴν θεία Τοῦ δόξα, ποὺ κρατᾶ στὰ
χέρια τοῦ τὴν ψυχὴ τῆς μητέρας Του. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸν οὐρανόν.
Κάτω εἰς τὴν γῆν οἱ Ἀπόστολοι, κλαίουν, ἀλλὰ τὸ
κλάμα τοὺς εἶναι συγκρατημένο. Εἶναι ἕνα κλάμα λύπης, γιατί ἔχασαν τὴν μητέρα
τοῦ Κυρίου τους, ἀλλὰ καὶ χαρᾶς διότι εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἀληθινὰ ἄνθρωπος,
ὄχι θεάνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀνέρχεται δεδοξασμένος στὸν οὐρανό.
Αὐτὰ βλέπουμε ἀγαπητοί μου τὴν εἰκονογραφία τῆς
Κοιμήσεως.
Ἀλλὰ πῶς ἔχουν τὰ πράγματα ἔτσι, καὶ πὼς βρέθηκαν οἱ Ἀπόστολοι στὰ Ἱεροσόλυμα,
ἀφοῦ κατὰ τὴν παράδοση ἡ Θεοτόκος ἐκεῖ ἐκοιμήθη.
Ἔλαβε εἰδοποίησιν ἀπὸ τὸν Υἱόν της, ὅτι θὰ ἀπέλθει
μέσα εἰς τρεῖς ἡμέρες. Σημειώσατε ὅτι αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω, δὲν τὰ ἀναφέρει ἡ Ἁγία
Γραφή, ἀλλὰ τὰ ἀναφέρουν Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης,
ὁ ἅγιος Μόδεστος Ἱεροσολύμων, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός,
ὁ ἅγιος Γερμανὸς ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως, καὶ ἄλλοι οἱ ὁποῖοι ὄχι ἁπλῶς τὰ
σημείωνουν ἀλλὰ πλέκουν καὶ τὸ ἐγκώμιον εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον.
Ἐγκώμια ἀγαπητοί, τὰ ὁποῖα εἶναι μὲ βάθος μεγάλο
θεολογικό. Ἐκοιμήθη ἡ Θεοτόκος τὴν τρίτη ἡμέραν καὶ τότε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἤρπασε
τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ εὐρίσκοντο στὰ διάφορα σημεῖα τῆς οἰκουμένης κηρύσσοντες τὸν
λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ εὑρέθησαν ὅλοι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
Μέσα εἰς τὴν παράκλησιν τί λέμε; Εἰδικὰ εἰς ἐκεῖνο τὸ
ἐξαποστειλάριο τὸ ὁποῖο ψάλλουμε εἰδικὰ τὸν δεκαπενταύγουστο: «Ἀπόστολοι ἐκ
περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε», δηλαδή, ὤ! Ἀπόστολοι ποὺ ἤρθατε ἀπὸ τὰ πέρατα
τῆς οἰκουμένης καὶ ἤρθατε ἐδῶ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, «κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, ἐν
χωρίω Γεθσημανή», δηλαδή, εἰς τὸν τόπον τῆς Γεθσημανῆς, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα.
Πλὴν τοῦ Θωμά.
Ὁ Θεὸς οἰκονόμησε ὁ Θωμὰς νὰ μὴν εἶναι παρών, ὁ ὁποῖος
ἔφτασε τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Ἀλλὰ ὅταν ὁ Θωμὰς ἔφτασε, ἐλυπήθη
πάρα πολύ, διότι δὲν ἦταν παρὼν διὰ νὰ ἴδει διὰ τελευταία φορὰ τὴν μητέρα τοῦ
Κυρίου Του καὶ διδασκάλου Του. Γι’ αὐτὸ ἐπῆγαν εἰς τὸν τάφον, νὰ τὸν ἀνοίξουν
καὶ νὰ Τὴν προσκυνήσει.
Ἀλλὰ τότε παρατηρήθη τὸ ἑξῆς: ὁ μὲν τάφος δὲν εἶχε τὸ
σῶμα ἀλλὰ εἶχε μόνο τα ἄμφια, τὸν ἱματισμὸν δηλαδὴ τῆς Θεοτόκου καὶ ἐπίσης ἦταν
γεμάτος ἀπὸ εὐωδία καταπληκτική. Τότε κατενόησαν οἱ ἀπόστολοι ὅτι ἡ Ὑπεραγία
Θεοτόκος ἀνεστήθη καὶ ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανόν.
Πράγματι ἔχουμε τὴν Κοίμησιν, τὴν Ταφήν, τὴν Ἀνάστασιν
καὶ τὴν Μετάστασιν δηλ. τὴν Ἀνάληψιν εἰς τοὺς οὐρανούς. Αὐτὸ ἔχει πάρα πολὺ
σημασία καὶ θεολογικὴ ἀξία διότι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὅπως
λέγει σὲ ἕνα ἐγκώμιό του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ὁποῖος μετὰ τοῦ
σώματος θεοῦται καὶ ἀνέρχεται στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρὸ τῆς τελικῆς κρίσεως.
Διότι οὐδεὶς ἔχει εἰσέλθει ἀκόμη εἰς τὴν βασιλεία τοῦ
Θεοῦ παρὰ μόνο ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Κανένας ἄνθρωπος δὲν ὑπάρχει εἰς τὴν
βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Οὔτε ὁ ληστής. Ὁ ληστὴς βρίσκεται στὸν παράδεισον. Καὶ ὁ
παράδεισος εἶναι ὁ τόπος τῶν ψυχῶν ποὺ ἀναμένουν τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν.
Δὲν εἶναι λοιπὸν οὔτε ὁ ληστής, δὲν εἶναι οὔτε ὁ ἀπόστολος
Πέτρος, οὔτε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, οὔτε ὁ προφήτης Ἠλίας, ὁ ὁποῖος δὲν ἐδοκίμασε
θάνατον καὶ θὰ ἐπανέλθει εἰς τὴν γῆν. Κανεὶς δὲν ἔχει εἰσέλθει εἰς τὴν
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, πλὴν τῆς Θεοτόκου. Καὶ εἰσῆλθε μὲ τὸ σῶμα της, ὅπως ἀκριβῶς
εἰσῆλθε καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός της.
Ἦταν δυνατὸ ποτὲ ἡ Μητέρα τῆς Ζωῆς νὰ ἴδει φθοράν, νὰ
ἴδει διαφθοράν; Ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀπέθανεν καὶ
ἐτάφη ἀλλὰ δὲν εἶδε διαφθοράν, δηλ. δὲν ἔλιωσε μέσα εἰς τὸν τάφον, ἀλλὰ ἀνεστήθη,
ἔτσι ἔδωσε καὶ τὴν ἀνάσταση εἰς τὴν μητέρα Του, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐδανείσθη τὴν ἀνθρωπίνη
φύση, ὅλη τὴν ἀνθρωπίνη φύση, καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, καὶ αὐτὰ τὰ ἐθέωσε καὶ
τὰ ἀνέβασε εἰς αὐτὴν τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ γιὰ μᾶς λέει πολλὰ πράγματα.
Ἡ Θεοτόκος εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ ἀνέρχεται εἰς
τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς ἀποτελεῖ τὸ πιὸ χαρούμενο γεγονὸς μετὰ ἀπὸ τὸ
Πάσχα. Καὶ γι’ αὐτὸ θεωρεῖται δεύτερο Πάσχα, κατὰ τὸ ὁποῖος ἑορτάζουμε, ὄχι ἁπλῶς
τὴν Κοίμηση, ὅπως θὰ ἑορτάζαμε τὴν ἐπέτειο τοῦ θανάτου ἑνὸς προσώπου, ἀφαλῶς ὄχι
μὲ χαρά, ἀλλὰ τὸ προβάδισμα ἑνὸς ἀνθρώπου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Καὶ γι’ αὐτό, γιὰ μᾶς εἶναι ἕνα Πάσχα, ὄχι κενὸν
περιεχομένου, ἀλλὰ ἕνα Πάσχα ποὺ ἔρχεται νὰ μᾶς δώσει τὴν ἐγγύησιν, ὅτι πέρασε ἕνας
ἄνθρωπος ἐκεῖνον τὸν χῶρον ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ ἀνθρωπίνη φύσις νὰ τὸν
περάσει.
Γιατί Πάσχα σημαίνει διάβασις, κι ὅταν οἱ Ἑβραῖοι
πέρασαν τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, γιόρταζαν τυπικῶς τὸ ἀληθὲς Πάσχα, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐκ
τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ἐκ τοῦ φθαρτοῦ κόσμου εἰς τὴν ἀφθαρσίαν καὶ ἐκ τοῦ
κτιστοῦ κόσμου εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ περάσει;
Βεβαίως ὁ Χριστός. Ἀλλὰ ἀπὸ πίσω του ἔρχεται ὁ πρῶτος
ἄνθρωπος. Ἔτσι, δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε, ὅ,τι θὰ λέγαμε γιὰ τὸν Ἰησοῦν
Χριστὸν τὸ ἴδιο θὰ λέγαμε καὶ γιὰ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον.
Ἀγαπητοί μου γιὰ μᾶς εἶναι μεγάλη ἐλπίδα ἡ Ὑπεραγία
Θεοτόκος. Εἶναι πολὺ μεγάλη ἐλπίδα. Γι’ αὐτὸ ὁ λαὸς μᾶς τὴν ἀγαπᾶ πολύ. Βλέπετε
ὅτι δὲν ὑπάρχει σπίτι ποὺ νὰ μὴν ἔχει τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας.
Δὲν ὑπάρχει χωριό, πόλη ποὺ νὰ μὴν ἔχει ἔστω ἕνα ἐκκλησάκι
ἢ παρεκκλήσι ἀφιερωμένο στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἂν θὰ ΄πρεπε νὰ καταγράψομε
πόσες ἐκκλησιὲς τῆς Παναγίας ὑπάρχουν σ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ μιλήσουμε μόνο
γιὰ τὸν ἑλληνικὸν χῶρον καὶ ὄχι γιὰ ὅλον τὸν ὀρθόδοξον χῶρον, θὰ βλέπαμε ὅτι οἱ
ἐκκλησίες ποὺ ὑπάρχουν πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἶναι πάρα πολλές.
Σὲ μιὰ ἀνάγκη μας, τὴν Παναγία φωνάζουμε. Εἶναι δὲ
τόσο ζυμωμένο αὐτὸ μὲ τὴν ὕπαρξή μας, μὲ τὸ κύτταρό μας, ἔτσι ὥστε ὅπως λέμε
«μάνα μου» σ’ ἕναν κίνδυνο, ἔτσι φωνάζουμε αὐθορμήτως, χωρὶς νὰ δουλέψει τὸ
μυαλό μας, θὰ ἔλεγα ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ ἔγκατά μας, φωνάζουμε «Παναγιά μου». Μέσα
μας, μέσα στὰ βιώματά μας, ὑπάρχει τὸ πρόσωπό της.
Κι αὐτὸ δείχνει ὅτι ὁ ὀρθόδοξος κόσμος ἀγαπᾶ καὶ τιμᾶ,
τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Τὴν θεωροῦμε ὅτι εἶναι τὸ ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας μας. Τὴν
θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἡ πόλις τοῦ μεγάλου βασιλέως. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἐπίγειος Ἱερουσαλὴμ
ἀλλὰ εἶναι ἡ αἰωνία Ἱερουσαλήμ.
Εἶναι ἡ δωδεκάτειχος πόλις ποὺ ἔχει τὰ δώδεκα τείχη,
ποὺ εἶναι οἱ Ἀπόστολοι, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ πόλις ποὺ ἔχει κάτοικό της τὸν Υἱόν
της, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὁ πρῶτος πολίτης, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς ἀγαπητοί, καλούμεθα νὰ
γίνουμε πολίτες αὐτῆς τῆς πόλης.
Ἀλλὰ κατοικῶ τὴν πόλιν, κατοικῶ τὴν Θεοτόκον. Μπαίνω
μέσα εἰς τὴν ζωὴν τῆς Θεοτόκου καὶ αὐτὸ μέσα εἰς ἕνα ἐγκώμιόν του ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Δαμασκηνὸς λέγει τὰ ἑξῆς: Ἐλᾶτε ὅλοι νοερὰ νὰ συνεκδημήσουμε μ’ ἐκείνη ἡ ὁποία
ἔχει συνεκδημήσει. Ἐλᾶτε ὅλοι νὰ φύγουμε μαζὶ μ’ ἐκείνη ἡ ὁποία ἔφυγε ἀπὸ τὸν
κόσμον αὐτόν.
Ὅπως λέμε εἰς τοὺς Χαιρετισμούς: «Ξένον τόκον ἰδόντες
ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου», δηλαδή, ἀφοῦ εἴδαμε ἕναν παράξενον τόκον, τὸν Ἰησοῦν
Χριστόν, ποὺ Τὸν ἐγέννησε ἡ Θεοτόκος, ὅτι δηλαδὴ εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ «μαζί μας
ὁ Θεός», ἂς ἀποξενωθοῦμε ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸν κόσμον, ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν.
Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ βρεθοῦμε μὲ τὸν τόκον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἦρθε, ὑπηρέτησε τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, τὸ μέγα σχέδιο τοῦ
Θεοῦ, ὑπηρέτησε τὸ «σεσιγημένον μυστήριον χρόνοις αἰωνίοις» κατὰ ἕναν θαυμαστὸν
τρόπον, καὶ ἔγινεν ἡ Κυρία τῶν Οὐρανῶν. Μαζί της λοιπόν, ἂς ἀνέβουμε νοερά. Ἀκόμα
ἡ ὥρα μας δὲν ἔχει ἔλθει νὰ φύγουμε. Θὰ φύγωμε ὅμως.
Ἐπειδὴ ὅταν θὰ φύγουμε θὰ ζητοῦν οἱ δαίμονες τὴν
ψυχήν μας, γι’ αὐτὸς ἂς φύγωμε ἀπὸ τώρα, νοερῶς. Κι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ φύγει
νοερῶς μαζί της, ὅταν θὰ ἔρθει ἡ ὥρα τῆς ὁριστικῆς ἀναχωρήσεως, τότε ἡ Ὑπεραγία
Θεοτόκος θὰ τὸν ἀναμένει στὸν οὐρανὸν καὶ θὰ ἴδει τὸ πρόσωπό της.
Ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο τὸ ὁποῖο εὐλαβοῦνται τὰ Χερουβεὶμ
καὶ τὰ Σεραφεὶμ καὶ ὑποκλίνονται μπροστά της. Εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία φοράει τὸν ἥλιο,
ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, καὶ ἔχει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια της
τὴν Σελήνη.
Ποὺ σημαίνει ὅτι φοράει τὴν μονιμότητα, γιατί ὁ
δίσκος τοῦ ἡλίου εἶναι πάντοτε στρογγυλός, καὶ ἔχει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια της τὴν
διαρκῶς ἀλλοιουμένη μὲ τὶς φάσεις της σελήνη, σύμβολο τοῦ κόσμου ποὺ περνᾶ, ποὺ
ρέει, τοῦ κόσμου τοῦ μεταβαλλομένου.
Ἔτσι κι ἐμεῖς ἀγαπητοί, ἂς βάλουμε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια
μᾶς τὴν σελήνη τοῦ κόσμου τούτου, τὸν μεταβαλλόμενον κόσμον καὶ ἂς μένουμε μέσα
εἰς τὴν μονιμότητα τοῦ θείου φωτός, τῆς θείας δόξης, μέσα εἰς τὴν ὁποία εἰσῆλθε
ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ μᾶς ἀναμένει.