~ Κρέμασε στον ώμο του το δισάκι ο Μωυσής. Πηδώντας με μεγάλες δρασκελιές τις πέτρες και τα βράχια άρχισε να σκαρφαλώνει στο βουνό. Δύο, τρία πέντε λεπτά και η λιγνή φιγούρα του ξεχώρισε στο πιο ψηλό σημείο, ανάμεσα ουρανού και γης.

Σταμάτησε. Γύρισε το κεφάλι το καλογεράκι. Ο γέροντάς του, ο ξακουσμένος για την αρετή του Ιωάννης, στεκότανε στ’ άνοιγμα της σπηλιάς του και τον κοίταζε. Σήκωσε ο γέροντας το χέρι και τον ευλόγησε. Έσκυψε ο νέος το κεφάλι. Δυο βήματα και χάθηκε πίσ’  από το βουνό.