Η απολογία του αγίου Ιωσήφ, Πατριάρχου Κων/πόλεως, περί της ενώσεως των
Εκκλησιών - Ιούνιος 1273
➥ Ἐκεῖνος πού διώκεται ἀπό αὐτούς πού φαίνεται ὅτι εἶναι ὁμόπιστοι, λόγω τῆς ὑγιοῦς πίστεως, θά ἔχη μεγαλύτερον στέφανον ἀπό αὐτόν πού μαρτυρεῖ ἀπό εἰδωλολάτρη.
➥ Ἐάν λοιπόν αὐτούς πού ὀρθοδοξοῦν, ἀλλά κοινωνοῦν μέ ἑτερόδοξους πρέπει νά
τούς ἀποβάλλουμε, πόσο μᾶλλον πρέπει νά ἀποφεύγουμε
τούς Ἰταλούς… Πῶς θά ἀγκαλιάσουμε τούς μισητούς στό Θεό καί θά
ἔλθουμε σέ κοινωνία μαζί τους; Οὐδαμῶς.
➥ Καί πῶς ἑτέραν ὁμολογήσομεν πίστιν, εἰ μή προφανῶς νοσοῦμεν ἀπιστίαν τῆς πίστεως;
➥ Πρέπει ἀκόμα νά προσέξουμε αὐτούς πού προσποιῶνται
ὅτι ὁμολογοῦν τήν ὑγιῆ πίστι, ἀλλά κοινωνοῦν με τούς ἑτερόφρονας, αὐτούς πρῶτα
τούς κάνουμε ἐπίπληξι καί ἄν συνεχίζουν νά κοινωνοῦν ὄχι μόνον νά τούς ἔχουμε
ἀκοινώνητους, ἀλλά οὔτε καί ἀδελφούς νά τούς ἀποκαλοῦμε.
➥ Η εἰρήνη εἶναι καλή καί οὐδείς τήν ἀμφισβητεῖ, ἀλλά
τότε “κρατύνεσθαι τό τῆς εἰρήνης ὄνομα καί πρᾶγμα, ὅταν μή ταῖς τῶν ἁγίων γνώμαις ἀντιταττώμεθα, μηδέ τοῖς ἐκείνων ἀντιπράττωμεν ὅροις”.
Στὴν δική μας ἐποχή, ἡ ἀπολογία τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου Ἰωσήφ ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς διδάξη καθὼς τά προβλήματα πού ἔκαναν ἀναγκαῖα τήν σύνταξίν της εἶναι παρόμοια πρὸς τά δικά μας. Οἱ ἐνδοεκκλησιαστικές ἀντιπαλότητες, ἡ ὀξύτητα τῶν ἀντιπαραθέσεων, ἡ ἀφόρητη πίεσι ἐξωεκκλησιαστικῶν παραγόντων, τά ἐπιχειρήματα περί λόγων οἰκονομίας διά μίαν κοινὴν ἑνότητα, εἶναι λίγα ἀπό τά κοινά σημεῖα τῶν δύο ἐποχῶν.
Πρός τά τέλη
τοῦ 1272 εἶχε ἔρθει ἀντιπροσωπεία ἐκ τῆς Ρώμης, κατόπιν αἰτήσεως τοῦ
αὐτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου, ἡ ὁποία ἀπαιτοῦσε ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική ἕνωσις
Ρώμης καί νέας Ρώμης, πρέπει νά γίνη διά τῆς ἀποδοχῆς τῶν τριῶν «κεφαλαίων»,
δηλ. τήν ἀποδοχή τοῦ πάπα ὡς πρώτου ἀρχιερέως, τήν ἀποδοχή τῆς ἐκκλήτου καί τό
μνημόσυνον τοῦ ὀνόματός του. Ὅλα τά ἄλλα δόγματα, ἤθη καί ἔθιμα τῆς κάθε
ἐκκλησίας, θά ἔμεναν ἀνέπαφα. Ἡ κάθε μία, θά κρατοῦσε τήν δική της παράδοσι.
Ὁ Μιχαήλ Η Παλαιολόγος (1259-1282)
ζήτησε τήν θεολογική γνώμη τῶν Ἀρχιερέων, τοῦ Πατριάρχου, πολλῶν μοναστικῶν
κέντρων καί λογάδων κληρικῶν. Συγκάλεσε «Διάσκεψι» στήν Κωνσταντινούπολη μέ τήν
συμμετοχή τοῦ πατριάρχη Ἰωσήφ καί ἄλλων ἐπισκόπων. Στήν «Διάσκεψι» αὐτή ὁ
αὐτοκράτορας ὑποστήριζε ὅτι οἱ διαφορές ἦσαν ἐπουσιώδεις. Ἡγέτης τῶν
ἀνθενωτικῶν τότε ἦταν ὁ Ἰωάννης Βέκκος, ὁ ὁποῖος τόνισε, «ὀνομάζονταί τινες
αἱρετικοί μή ὄντες τοιοῦτοι, ἄλλοι δέ εἰσί, καίπερ μή ὀνομαζόμενοι» (Γεωργ. Παχυμέρη,
V, 12). Ἕνα
ἀπό τά μοναστικά κέντρα πού ἀπάντησε πρός τόν αὐτοκράτορα, ἦταν καί τό Ἅγιον
Ὄρος. (V. Laurent Darrouzes, Dossier Grecdel΄unionde Lyon, 1273-1277 Paris 1976, σελ. 377-403). Σέ αὐτή τήν «Διάσκεψι» ὁ
πατριάρχης Ἰωσήφ ἔκανε ὅρκο ὅτι δέν θά ἀποδεχθῆ τήν ἕνωσι καθώς καί ὅλοι οἱv συνοδικοί. Ἡ «Διάσκεψις» ἀπέτυχε, ἀλλά ὁ αὐτοκράτωρ ἀπεδέχθη προσωπικά τήν
λατινική Ὁμολογία πίστεως. Στή συνέχεια ἐκλήθη εἰδικά ὁ πατριάρχης Ἰωσήφ, ἀπό
τόν αὐτοκράτορα, νά λάβη σαφῆ θέσι. Ὁ πατριάρχης υἱοθέτησε σέ συνεδρία τῆς
Πατριαρχικῆς συνόδου τόν συνταχθέντα, ἀπό τόν μαθητή του Ἰώβ τόν Ἰασίτη,
ἀντιρρητικό κατά τῶν λατίνων «τόμον» καί τόν ἀπέστειλε ὡς ἀπολογία του.
Ὁ αὐτοκράτωρ ἀντέδρασε βίαια, ἀλλά ὁ
πατριάρχης παρέμεινε ἀμετακίνητος, καί ἠρνεῖτο τήν ὁποιαδήποτε ὑποχώρησι στίς
παπικές ἀξιώσεις. Πιεζόμενος δέ νά ὑποχωρήση γιά τήν ἐπικείμενη ἀποστολή
ἀντιπροσωπείας στή σύνοδο τῆς Λυών, ἀναγκάσθηκε νά ἀποσυρθῆ στή μονή
Περιβλέπτου (1274). Ἡ ἀντιπροσωπεία τοῦ αὐτοκράτορα, τόν Ἰούλιο τοῦ 1274 στή
Λυών, ὑπέγραψε τόν Ὅρκον πίστεως στήν ἕνωσι. Ὁ πατριάρχης Ἰωσήφ, ὡς μή
δεχόμενος τίς ἀποφάσεις τῆς συνόδου τῆς Λυών, δέν ἔγινε δεκτός γιά νά ἐπανέλθη
στόν πατριαρχικό θρόνο. Ἡ πλειονότης τῆς συνόδου τῶν Ἀρχιερέων, δηλ. 28
Μητροπολίτες μέ τούς ὑποκειμένους ἐπισκόπους τους καί 9 Ἀρχιεπίσκοποι,
πιεζομένη ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος ὑπέκυψε στό πρόσταγμά του καί ἐνέκρινε τήν
ἕνωσι.
Στό συνοδικό γράμμα ἀνεφέρετο:
«Ἐπειδήπερ ἅπαντες ἡμεῖς, εἰς ταὐτόν γνώμης γινόμενοι μετά τοῦ Θεοστεφοῦς καί κραταιοῦ ἁγίου ἡμῶν
αὐθέντου καί βασιλέως, τήν εἰρήνην τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν, τῆς τε
ἡμετέραςκαί τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης, ὡς ἐπωφελῆ τε καί σωτήριον τῷ ἡμετέρῳ
χριστιανικῷ πληρώματι κατεδεξάμεθα καί τήν ἕνωσιν ἤδη σύν Θεῷ ἐτελέσαμεν –ἐτελέσαμεν δέ ἐπί
τούτοις τοῖς προσδιορισμοῖς· πρῶτον ἀρχιερέα καί ἡγεῖσθαι καί λέγειν τόν
ἁγιώτατον πάπαν, εἶναι πρός αὐτόν ἔκκλητον ἐκ παντός ἐκκλησιαστικοῦ προσώπου
ἀδικεῖσθαι τοῖς ἐνταῦθα δικαστηρίοις ὑπολαμβάνοντος, καί τρίτον ἀναφοράν ἐν
τοῖς ἱεροῖς διπτύχοις τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ποιεῖσθαι...» (ὅπ. π. σελ. 321).
Μάλιστα ἡ σύνοδος αὐτή ἔθεσε καί
ἀπαγόρευσι, μετά τήν ὑπογραφεῖσα ἕνωσι νά ἀπαγορεύεται «…προφάσεις συμπλάττειν
καί λόγους ἀνακινεῖν κακοτέχνως κατά τῆς τοιαύτης ἐκκλησιαστικῆς
ἀποκαταστάσεως...» (ὅπ. π. σελ. 323). Ἀπαγορεύθηκε ἡ ὁποιαδήποτε διαμαρτυρία
καί ἀπό τόν ὁποιοδήποτε, εἴτε λαϊκό, εἴτε κληρικό, διότι εἶναι ἐνάντια εἰς τό