Τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Μία δευτέρα προϋπόθεσις διά τήν ἀποτείχισι
πέραν τῆς κατεγνωσμένης αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ παρόντος Κανόνος, εἶναι
τό νά τήν κηρύττη ὁ Ἐπίσκοπος ἤ ὁ Πατριάρχης «δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας». Αὐτό σημαίνει τήν
βεβαιότητα καί ἀσφάλεια εἰς τούς ἀποσχιζομένους, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία δέν ἄκουσαν
τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Ἐπισκόπου ἕνας ἤ δύο ἤ μερικοί, ἀλλά ὅλα τά μέλη τῆς
Ἐκκλησίας. Ἐδῶ ἀποκλείεται καί ἡ διαφορετική ἑρμηνεία τῶν λεγομένων ἀπό τόν Ἐπίσκοπο,
ἐπειδή ὅ,τι ἀκούσουν ὀλίγοι δυνατόν νά παρερμηνευθῆ ἤ νά μεταφερθῆ ἀλλοιωμένο, ὅταν
ὅμως ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἤ τά περισσότερα γίνουν αὐτήκοα τῆς αἱρετικῆς
διδασκαλίας, τότε ἀποκλείεται πᾶσα πλάνη ἤ ἄδικος κρίσις καί κατάκρισις τοῦ Ἐπισκόπου.
Τό «δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ
ἐπ’ Ἐκκλησίας» ἔχει ἐπίσης τήν ἔννοια ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή ἀποτελεῖ πίστι
τοῦ Ἐπισκόπου καί δέν εἶναι κάτι πού ἀναφέρθηκε προχείρως ἤ ἐκ παραδρομῆς ἤ ἀπετέλεσε
μία λεκτική παρατυπία ἤ ἁβρότητα. Οὔτε ἐπίσης κάτι τό ὁποῖο εἰπώθηκε κατ’ οἰκονομίαν,
λόγῳ κάποιας ἀδηρίτου ἀνάγκης. Δηλαδή οἱ ἀποτειχιζόμενοι εἶναι βέβαιοι ὅτι ἀποτειχίζονται
ἀπό ἕναν δεδηλωμένο αἱρετικό, ὁ ὁποίος ἐργάζεται στόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, πλήν
ὅμως διά νά διαφθείρη καί ἀποκόψη διά τῆς αἱρέσεως τά κλήματα ἀπό τήν ἄμπελο
καί διά νά διασκορπίση τά πρόβατα ἀπό τόν ποιμένα (Χριστό).
Ἡ ἔκφρασις τέλος αὐτή τοῦ Κανόνος σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ὄχι μόνο εἶναι
δεδηλωμένος αἱρετικός, ἀλλά προσπαθεῖ τήν αἵρεσι νά τήν διαδώση χρησιμοποιῶντας
τό ἀξίωμά του καί νά τήν καταστήση γραμμή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπό ὅλα αὐτά γίνεται φανερό ὅτι αὐτό πού ἀπαιτεῖ ὁ ἱερός Κανών διά τήν
ἀποτείχισι εἶναι ὁ ἀποτειχιζόμενος νά εἶναι
βέβαιος ἀπό ποῦ ἀποτειχίζεται, διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει ὑπάρχει κίνδυνος
πλάνης, ἀδίκου κρίσεως καί σχίσματος.
Τό «δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας» δέν ἔχει ἀσφαλῶς τήν ἔννοια
μόνο εἰς τήν διά λόγων κηρυττομένη αἵρεσι, ἀλλά καί εἰς τήν δι’ ἔργων,
καθώς ἐπίσης καί ὄχι μόνο εἰς τήν ἀκουστικήν κήρυξι ἀλλά καί εἰς τήν ὀπτικήν.
Δηλαδή ἄν σήμερα
π.χ. ὁ Πατριάρχης συλλειτουργῆ καί συμπροσεύχεται μέ τόν Πάπα, καί αὐτό διά τῆς τηλεοράσεως καθίσταται γνωστό καί εἰς τόν τελευταῖο Ὀρθόδοξο, αὐτό ἀσφαλῶς ἐντάσσεται εἰς τήν δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας κηρυττομένη αἵρεσι, ἐπειδή ἡ ὅρασις εἶναι πιστοτέρα τῆς ἀκοῆς καί τά ἔργα ἀξιοπιστότερα τῶν λόγων. Ἐπίσης τό ἴδιο ἰσχύει καί ἄν ὁ Ἐπίσκοπος κηρύττη κάποια αἵρεσι, ἡ ὁποία καταγράφεται σέ βιβλίο γραμμένο ἀπό αὐτόν.
π.χ. ὁ Πατριάρχης συλλειτουργῆ καί συμπροσεύχεται μέ τόν Πάπα, καί αὐτό διά τῆς τηλεοράσεως καθίσταται γνωστό καί εἰς τόν τελευταῖο Ὀρθόδοξο, αὐτό ἀσφαλῶς ἐντάσσεται εἰς τήν δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας κηρυττομένη αἵρεσι, ἐπειδή ἡ ὅρασις εἶναι πιστοτέρα τῆς ἀκοῆς καί τά ἔργα ἀξιοπιστότερα τῶν λόγων. Ἐπίσης τό ἴδιο ἰσχύει καί ἄν ὁ Ἐπίσκοπος κηρύττη κάποια αἵρεσι, ἡ ὁποία καταγράφεται σέ βιβλίο γραμμένο ἀπό αὐτόν.
Εἶναι ἄξιον προσοχῆς ὅτι ἐνῶ, οἱ δύο προηγούμενοι ἱεροί Κανόνες (ὁ ΙΓ΄
κι ὁ ΙΔ΄) καί τό πρῶτο τμῆμα τοῦ παρόντος ΙΕ΄ ὁμιλοῦν διά τήν διακοπήν τῆς
μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου εἰς τήν θείαν Μυσταγωγίαν, τό δεύτερο τμῆμα αὐτοῦ τοῦ
Κανόνος δέν ἀναφέρει τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως, ἀλλά χρησιμοποιεῖ τήν ἔκφρασιν
«πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες» καί τήν ἔκφρασιν
«τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες».
Αὐτό προφανῶς συμβαίνει διότι στίς τρεῖς προηγούμενες περιπτώσεις ἀποτειχίσεως,
οἱ ἀποτειχιζόμενοι ἦσαν ὑπόλογοι καί ὑπεύθυνοι σχίσματος, ἐνῶ διά τά θέματα τῆς
πίστεως συμβαίνει τό ἀντίθετο· δηλαδή ἀποκόπτεται ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὁ αἱρετικά
φρονῶν καί κηρύσσων, ἐνῶ ὁ ἀποτειχιζόμενος,
ἐνσωματώνεται ἤ παραμένει ἐνσωματωμένος
διά τῆς ἀληθινῆς πίστεως εἰς τήν Ἐκκλησία. Δηλαδή εἰς τίς τρεῖς
προηγούμενες περιπτώσεις ὁ ἱ. Κανών, δι’ ὅσους θὰ τολμήσουν τὴν διακοπή τῆς
μνημονεύσεως, νομοθετεῖ τὴν ἐπιβολὴ ποινῆς, ἐνῶ εἰς τήν παροῦσα, τῆς αἱρέσεως, θεωρεῖ τὴν ἀποτείχισι ὡς ἀνάγκη, καὶ ὡς ἔνοχο
ὄχι τόν ἀποτειχιζόμενο, ἀλλὰ τὸν Ἐπίσκοπο, ἐξ οὗ καί οἱ χαρακτηρισμοί «καλούμενος Ἐπίσκοπος, ψευδεπίσκοπος,
ψευδοδιδάσκαλος».
Αὐτή ἐπίσης ἡ ἔκφρασις σημαίνει ὅτι διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως
σταματᾶ συγχρόνως κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία καί ἐπικοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπο, ὅτι
αὐτός δέν ἀναγνωρίζεται πλέον ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας καί διά τοῦτο δέν
μνημονεύεται, ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο
καί τήν αἵρεσι καί ὅτι ἀποτείχισις σημαίνει περιφρούρησις τῆς πίστεως καί τῶν πιστῶν,
ἐφ’ ὅσον ὁ Ἐπίσκοπος ὀνομάζεται «καλούμενος», δηλαδή κατ’ ὄνομα καί ὄχι κατ’ οὐσίαν.
Ἡ ἔκφρασις τοῦ παρόντος Κανόνος «οἱ τοιοῦτοι (οἱ ἀποτειχισθέντες) οὐ
μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμίσει οὐχ ὑπόκεινται, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς, τοῖς
ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» κατ’ ἀρχάς ξεχωρίζει ὅλα τά ἄλλα θέματα ἀπό τά
θέματα τῆς πίστεως. Ἐπίσης ξεχωρίζει αὐτούς πού ἀποτειχίζονται δι’ οἱονδήποτε
ζήτημα, ἀπό αὐτούς πού ἀποτειχίζονται λόγῳ δεδηλωμένης αἱρέσεως τοῦ προεστῶτος.
Ὅταν λοιπόν ἀναφέρει, «τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται», ἐννοεῖ τά ἐπιτίμια
πού ἔχουν ὁρίσει οἱ ἱεροί Κανόνες δι’ αὐτούς πού κάνουν παρασυναγωγή, φατρία ἤ
καί σχίσμα.
Ὅταν ἐν συνεχείᾳ λέγει «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται»
ἐννοεῖ ὅτι, οἱ ἀποτειχισθέντες λόγῳ αἱρέσεως τοῦ προεστῶτος, ἔκαναν κάτι
δύσκολο μέ τό ὁποῖο ἐβοήθησαν τήν Ἐκκλησία νά μήν παρεκκλίνη εἰς τό βασικό καί
θεμελιῶδες σημεῖον τῆς ὀρθοδόξου δηλαδή πίστεως. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἄξιοι τιμῆς καί ἐπαίνου.
Ὁ ἅγ. Νικόδημος εἰς τό σημεῖο αὐτό τοῦ Κανόνος ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς: «ἀλλά
καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι». Τό «ὡς ὀρθόδοξοι» σημαίνει
ὅτι, εἰς τήν ὑπάρχουσα καί κηρυττομένη αἵρεσι, οἱ ἀποτειχισθέντες ἐτήρησαν ὀρθόδοξον
στάσιν, ἀπομακρυνόμενοι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Δηλαδή σιωπηλά ἐννοεῖται
ὅτι οἱ ὑπόλοιποι
μή ἀποτειχισθέντες δέν ἐτήρησαν ὀρθόδοξον στάσι, δέν ἐβοήθησαν εἰς τήν παροῦσα αἵρεσι τήν Ἐκκλησία
νά ὀρθοδοξήση, ἀλλά ἐβοήθησαν διά τῆς δειλίας των τήν αἵρεσι νά ἑδραιωθῆ. Ἐφ’ ὅσον
λοιπόν οἱ μέν ἀξιώνονται τιμῆς καί ἐπαίνου, ἐξυπακούεται ὅτι οἱ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου
ὑποκύψαντες καί συμβιβασθέντες εἶναι ἄξιοι κατηγορίας καί τιμωρίας.
Τό ὅτι συνήθως δέν τιμωροῦνται ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ὅσοι δέν τηροῦν
γενναία καί ὁμολογιακή στάσι σέ θέματα πίστεως καί αἱρέσεως αὐτό πρέπει νά ὀφείλεται
στούς ἑξῆς λόγους.
Πρῶτον διότι αὐτοί συνήθως ἀποτελοῦν τήν πλειοψηφία.
Δεύτερον διότι αὐτοί ἐπιστρέφουν διά τῆς μετανοίας εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν ὅταν
καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις, ὅπως ἔγινε κατά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική μέ Ἐπισκόπους καί ἱερεῖς
πού εἶχαν ἀκολουθήσει τήν Εἰκονομαχία, σύμφωνα μέ τά πρακτικά τῆς Συνόδου,
μολονότι ἡ Εἰκονομαχία μέχρι τότε
δέν ἦτο, ὅπως ἀναφέραμε, κατεγνωσμένη αἵρεσις.
Τρίτον διότι μέ τήν ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως
ἡ Ἐκκλησία ἐν τῇ εὐσπλαγχνίᾳ της δίδει ἄφεσιν εἰς ὅλα τά προηγούμενα, καθ’ ὅσον
ἐπετεύχθη ὁ βασικός σκοπός καί στόχος. Αὐτό ὅμως οὐδόλως σημαίνει ὅτι οἱ μή
τιμωρούμενοι δι’ οἱονδήποτε λόγο εἶναι συνειδησιακῶς ἐντάξει, τήν στιγμή πού οἱ
προθέσεις καί οἱ διαθέσεις ἑκάστου θά ἐξετασθοῦν λεπτομερῶς ἀπό τόν ἐτάζοντα
νεφρούς καί καρδίας Θεόν. Τό ὅτι πάλι ὁ Κανών ἀναφέρει ὅτι οἱ ἀποτειχισθέντες εἶναι
ἄξιοι τιμῆς, σημαίνει ἀσφαλῶς ὅτι εἶναι ἄξιοι καί μιμήσεως σύμφωνα μέ τό λόγιο
«τιμή ἁγίου, μίμησις ἁγίου».
Εἰς τό σημεῖον αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά παρουσιάσωμε ἀκροθιγῶς τήν τιμή
πού ἀποδίδει ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εἰς τούς ἀποτειχισθέντες
πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό τούς δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ κηρύττοντας αἵρεσιν Ἐπισκόπους.
Καί θά ἀναφερθοῦμε πρός τοῦτο εἰς τήν Εἰκονομαχία καί μάλιστα κατά τήν περίοδο
τήν πρό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατά τήν ὁποία, ὅπως προαναφέραμε, δέν ἦτο
κἄν κατεγνωσμένη αἵρεσις καί ἐπιπλέον ἐπισφραγισμένη ἀπό Σύνοδο 348 Ἐπισκόπων
οἱ ὁποῖοι κατέστησαν τήν αἵρεσι γραμμή τῆς «Ἐκκλησίας».
Εἰς τήν Πατριαρχίαν λοιπόν τοῦ πρώτου εἰκονομάχου Πατριάρχου ὀνόματι Ἀναστασίου
(730-754) μετά τήν βιαία ἐκβολή τοῦ ἁγ. Γερμανοῦ τοῦ ὁμολογητοῦ, ἔχομε κατ’ ἀρχάς
τούς δέκα μάρτυρες τούς ἐν τῇ Χαλκῇ λεγομένῃ Πύλῃ. Αὐτοί μάλιστα ἔγιναν αἰτία
νά φονευθῆ ὁ σπαθάριος, ὁ ὁποῖος ἀνῆλθε στήν κλίμακα, προκειμένου νά κατεβάση
τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εὑρίσκετο πάνω ἀπό τήν Χαλκῆ πύλη. Ἑορτάζονται τήν 9η Αὐγούστου. Εἰς αὐτήν τήν
πρᾶξιν, τῆς κατακρημνίσεως δηλαδή καί θανατώσεως τοῦ σπαθαρίου, φαίνεται ὅτι
συμμετεῖχαν καί ἄλλοι ἅγιοι καί εἰδικά γυναῖκες. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν ἡ ἁγ.
Θεοδοσία, ἡ ὁποία ἑορτάζει τήν 29η Μαΐου.
Ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων μᾶς περιγράφει λακωνικά ἕνα συγκλονιστικό
γεγονός σχετικά μέ τόν εἰκονομάχο Πατριάρχη Ἀναστάσιο. Λέγει ἐπί λέξει τά ἑξῆς:
«ἐξέβαλε τοῦ θρόνου αὐτοῦ τόν Γερμανόν Πατριάρχην ὁ Κόνων (Λέων ὁ Γ΄ ὁ Ἴσαυρος
717-741), ὁ τοῦ Ἀντιχρίστου πρόδρομος ὡς ἐκάλη αὐτόν ὁ ἅγιος οὗτος Πατριάρχης,
τῶ δεκάτῳ τρίτῳ ἔτει αὐτοῦ, καί ἔβαλεν ἀντ’
ἐκείνου τόν Σύγγελον Ἀναστάσιον, τόν νέον προδότην Ἰούδαν, τόν συμφωνήσαντα τῶ
Κόνωνι καί ἐπιβουλεύσαντα τῷ γέροντι αὐτοῦ. Ἀλλ’ αἱ σεμναί καί τίμιαι γυναῖκες
τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὧν προεξῆρχεν ἡ ἁγία Θεοδοσία ἑορταζομένη Μαΐου εἰκοστῇ ἐνάτῃ
ὥρμησαν εἰς τήν ἐκκλησίαν, καί τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, καί τοῖς λίθοις καί
τοῖς ξύλοις ὑβρίζουσαι καί μισθωτόν ἀποκαλοῦσαι καί λύκον καί προδότην Ἰούδαν, ἐδίωξαν.
Ὅθεν ἐκεῖνος ἀπῆλθε πρός τόν βασιλέα καί προσεκλαύθη καί παρεκίνει αὐτόν ἐκδικῆσαι
αὐτόν. Ἀλλά καί εἰς τήν χαλκῆν πόρταν, ὅπου ἦν ἡ Θεανδρική ἐκείνη καί δεσποτική
εἰκών τοῦ Χριστοῦ, ἥν ἐκεῖ ἔβαλεν ὁ μέγας Κωνσταντῖνος, βαλόντος τήν σκάλαν τοῦ
βασιλικοῦ ὑπηρέτου ἵνα αὐτήν ἐκεῖθεν ἐκβάλῃ, αἱ Κωνσταντινοπολίτιδες ἐκβαλοῦσαι
αὐτήν, ὧς ἐξῆρχεν ἡ ἁγία Θεοδώρα, καί κρημνίσασαι αὐτόν, ἔλαβον ἀντί μισθοῦ αὐτῶν
τόν ἴδιον θάνατον. Διήρκησε δέ ἐκεῖ ἡ Θεανδρική αὕτη εἰκών κατά τόν Κωδινόν ἔτη
τετρακόσια δέκα πέντε» (Δοσιθέου Ἱεροσ. Δωδεκάβιβλος τόμος ΣΤ΄ κεφ. ΙΘ΄
παραγρ. Η΄ σελ. 440 ἐκδ. Ρηγόπουλου 1982).
Εἶναι ὄντως συγκλονιστικό καί φοβερό τό γεγονός αὐτό. Ὁ Πατριάρχης Ἀναστάσιος,
ὁ ὁποῖος ἦτο φορέας αἱρέσεως μή
κατεγνωσμένης, πρίν κατακριθῆ ὁ ἴδιος ἀπό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο, ἐκβάλλεται
διά ξύλων καί λίθων ἀπό τήν Ἐκκλησίαν ὑπό ἁγίων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες τελικά μέ
τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας θανατώνονται. Αὐτή εἶναι ἡ τιμή διά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ ΙΕ΄
Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, μέ τήν ὁποία ἠξιώθησαν ἀπό τούς Ὀρθοδόξους.
Δηλαδή τό νά καταταγοῦν μεταξύ τῶν ἁγίων καί ὁμολογητῶν καί νά εἶναι ἐσαεί
πρότυπα πρός μίμησιν.
Εἶναι ἴσως βέβαιον ὅτι σήμερα, ἄν κάποιοι τολμοῦσαν νά ἐνεργήσουν
τοιουτοτρόπως σέ μία κατεγνωσμένη αἵρεσι, θά ἐθεωροῦντο ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστές
καί μή, ὡς ἀδιάκριτοι, ἀντάρτες, ταλιμπάν, ἐκτός Ἐκκλησίας καί κατεχόμενοι ὑπό ἑωσφορικοῦ
καί δαιμονικοῦ πνεύματος. Ἀντιθέτως δέ αὐτοί
πού θά ἀνέμενον τήν Σύνοδο (π.χ. τῆς Ἱερείας) διά νά ἀποφασίση ἐπί τοῦ θέματος
θά ἐθεωροῦντο συνετοί, ὑπάκουοι, διακριτικοί καί ἐντός τῆς Ἐπισκοποκεντρικῆς Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς αὐτή εἶναι σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία μας.
Πλήν αὐτῶν τῶν ἁγίων, ἔχομε αὐτήν τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας (ἡ ὁποία
δέν πρέπει νά λησμονοῦμε δέν ἦτο ἀκόμη κατεγνωσμένη αἵρεσις), τούς ἁγίους καί ὁμολογητάς
Θεόφιλον, ὁ ὁποῖος ἦτο αὐτόκλητος μάρτυς καί ὁμολογητής καί ἑορτάζει τήν 2αν Ὀκτωβρίου,
τόν Θεόφιλον καί Λογγῖνον τόν Στυλίτην, ἡ μνήμη τῶν ὁποίων εἶναι τήν 10ην Ὀκτωβρίου,
τόν ἅγ. Ὑπάτιο Ἐπίσκοπο καί Ἀνδρέα τόν πρεσβύτερο, πού ἑορτάζονται τήν 20ην
Σεπτεμβρίου, Γεώργιον τόν Λημνιώτη, πού ἑορτάζει τήν 24ην Αὐγούστου, Γεώργιον ἐπίσης
Πισιδίας, πού ἑορτάζει τήν 19ην Ἀπριλίου, Βασίλειον καί Προκόπιον τούς ὁμολογητάς,
πού ἑορτάζουν τήν 27ην καί 28ην
Φεβρουαρίου, Ἀνδρέαν τόν ὁμολογητήν τόν ἐν τῇ κρίσει πού ἑορτάζει τήν
17ην Ὀκτωβρίου καί πολλούς ἄλλους.
Δέν πρέπει νά παραλείψωμε καί
τόν ἀδάμαντα τῆς περιόδου αὐτῆς, τόν ὁμολογητήν Στέφανον τόν νέον, τόν ἀσκήσαντα
εἰς τό ὄρος τοῦ Αὐξεντίου. Εἰς τόν βίον του ἀναφέρεται, πέραν τῶν μαρτυρικῶν
του ἀγώνων, ὅτι ὅταν ἐτελείωσεν ἡ Σύνοδος τῆς Ἱερείας τό 754 ἔστειλε ὁ αὐτοκράτωρ
Κων/νος ὁ Κοπρώνυμος τίς ἀποφάσεις της μέ τόν Πατρίκιον Κάλλιστον νά τίς ὑπογράψη
καί ὁ ὅσιος Στέφανος, ἐπειδή ἦτο περιβόητος καί εἰς ὅλους αἰδέσιμος. Αὐτός ἀρνήθηκε
νά ὑπογράψη ἀποκαλῶντας αἱρετικήν τήν
Σύνοδον, δέν ἐδέχθη δέ καί τά τρόφιμα πού τοῦ ἀπέστειλε ὁ αὐτοκράτωρ λέγοντας ὅτι
δέν εἶναι δυνατόν νά γλυκανθῆ ὁ λάρυγξ των ἀπό αἱρετικῶν βρώματα (Μέγας
Συναξαριστής τόμος ΙΑ΄ σελ. 699). Ἐδῶ, ὅπως βλέπομε, ἔχομε τό γεγονός ὅτι
Σύνοδος 348 Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἐπεκύρωσαν τήν αἵρεσιν, ἀθετεῖται ἀπό ἕναν ἅγιο
ἀσκητή. Δηλαδή ὁ ὅσιος Στέφανος δέν ἀποτειχίσθηκε
ἁπλῶς ἀπό ἕναν Ἐπίσκοπο ἤ Πατριάρχη, ἀλλά ἀπό μία ὁλόκληρον πολυάνθρωπον Σύνοδο
καί μάλιστα διά μία αἵρεσι μή κατεγνωσμένη (καταδικασμένη) καί ἐπιπλέον ὅλα αὐτά
πολύ πρίν τήν Πρωτοδευτέρα Σύνοδο, ἡ ὁποία κατέγραψε αὐτήν τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀναφερθήκαμε στούς ἁγίους τῆς πρώτης περιόδου τῆς Εἰκονομαχίας μόνο
καί μόνο διά τό γεγονός τῆς ἀποτειχίσεώς των ἀπό μή κατεγνωσμένη αἵρεσι, τό ὁποῖο
θά λέγαμε ἀποτελεῖ μία ὑπέρβασι καί αὐτοῦ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας
Συνόδου. Θά ἀναφέρωμε καί δύο παραδείγματα ἀπό τήν μετά τήν Σύνοδο αὐτήν
περίοδο διά νά καταδείξωμε τό ὑποχρεωτικό τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος καί
ὄχι τό προαιρετικό ἤ δυνητικό ὅπως πολλοί ἰσχυρίζονται.
Τό πρῶτο παράδειγμα εἶναι αὐτό
τό σχίσμα τοῦ 1054 μέ τό ὁποῖο ἀπεκόπη ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ἐκκλησία ἕνα
μεγάλο μέρος ὡς αἱρετικό. Ἐδῶ ἔχομε
πλήρη ἐφαρμογή τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἀπό τόν ἴδιο τόν
Πατριάρχη Μιχαήλ τόν Κηρουλάριο. Ὁ Πάπας
τῆς Ρώμης Λέων ὁ Θ΄ λόγῳ κυρίως τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Filioque εἰς τό Σύμβολον τῆς
Πίστεως εἶχε καταστῆ αἱρετικός. Ἡ αἵρεσις αὐτή ἦτο ἤδη κατεγνωσμένη ἀπό τήν ἐπί
ἁγίου Φωτίου Σύνοδο τοῦ 879. Δέν ἦτο ὅμως κατεγνωσμένος (καταδικασμένος) ὁ
φορέας τῆς αἱρέσεως, δηλαδή ὁ συγκεκριμένος Πάπας Λέων ὁ Θ΄. Ὁ Πατριάρχης
λοιπόν μέ τήν Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως ἀποσχίζεται ἀπό τόν Πάπα πρό Συνοδικῆς
καταδίκης του. Αὐτό τό ἀναφέρομε σάν εὔγλωττο καί πασίγνωστο παράδειγμα, διότι
τό ἀναφέρει καί ὁ Βαλσαμών στήν ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ 15ου Κανόνος. Λέγει
συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Σημείωσαι ταῦτα, ἴσως ὠφελήσοντα κατά τῶν λεγόντων μή
καλῶς ἡμᾶς ἀποσχισθῆναι ἀπό τοῦ θρόνου τῆς παλαιᾶς Ρώμης, πρό τοῦ καταδικασθῆναι
τούς περί ταύτην ὡς κακόφρονας» (Σύνταγμα ἱερῶν Κανόνων Ράλλη-Ποτλῆ τόμος β΄
σελ. 695). Δηλαδή αὐτά τά ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα σήμερα λόγῳ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχουν
γίνει νόμος, ὅτι δηλαδή ἀπόσχισι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο ἐπιτρέπεται μόνο μετά
τήν καταδίκην του ἀπό τήν Σύνοδο, τά ἔλεγαν κάποιοι καί τότε, καί ἀπολογούμενος
τρόπόν τινα ὁ Βαλσαμών στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ Κανόνος, φέρει αὐτό τό
παράδειγμα.
Τό δεύτερο παράδειγμα εἶναι τῶν ὁσιομαρτύρων ἁγιορειτῶν τῶν ἐπί Βέκκου
μαρτυρησάντων. Ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ ΙΑ΄ ὁ Βέκκος ἦτο λατινόφρων, φορέας
δηλαδή κατεγνωσμένης αἱρέσεως, ἀλλά ὁ ἴδιος δέν εἶχε ἀκόμη καταδικασθῆ ἀπό
Σύνοδο. Οἱ ἁγιορεῖτες λοιπόν ὁσιομάρτυρες ἀπετειχίσθησαν ἀπό αὐτόν πρό Συνοδικῆς
καταδίκης του καί αὐτό ἦτο ἡ αἰτία τοῦ μαρτυρίου των. Εἶναι χαρακτηριστική καί ὁμολογιακή
ἡ πρός τόν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η΄ τόν Παλαιολόγο ἐπιστολή των, ἡ
ὁποία σημειωτέον ἀπεστάλη ὑπό πάντων τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων καί ἀναφέρει πρός
τό τέλος τά ἑξῆς:
«Οἷς δέ συνεσθίειν οὐχ ὁριζόμεθα· οἷς τό χαίρειν εἰπεῖν διά τό παντάπασιν ἀμιγές, ὧν τό συνάντημα εἰ δυνατόν φύγομεν, πῶς πρώτους εἶναι καί ἀνακριτάς τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὅλως δικαιώσωμεν, καί τό μνημόσυνον αὐτῶν ὡς ὀρθόδοξον ἐπ’ ἐκκλησίαις, καί ἐπ’ αὐτῆς τῆς μυστικῆς τραπέζης, σαλπίσωμεν, ἵνα μηδέ ταύτην ἀφῶμεν ἀβέβηλον, τοῦ ἁγιάζειν ἡμᾶς».
Δηλαδή, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν
ἁγιορειτῶν ὁσίων, ἡ μνημόνευσις αἱρετικῶν κατά τήν Θεία Λειτουργία βεβηλώνει
τήν ἁγ. Τράπεζα καί συνεπῶς αὐτή πλέον δέν μᾶς ἁγιάζει. Καί αὐτοί οἱ ὁσιομάρτυρες
ἁγιορεῖτες οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες καί πρό συνοδικῆς καταδίκης του τόν ἀπέκοψαν
ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἠξιώθησαν τιμῆς καταταγέντες μεταξύ τῶν ἁγίων καί ὁμολογητῶν
τούς ὁποίους ὀφείλομε νά μιμούμεθα.
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἡ διαχρονικὴ συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων… περὶ διακοπῆς μνημονεύσεως Ἐπισκόπου, σελ. 31-40).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.