Οἱ ἀγῶνες καί ἡ ἀποτείχισίς του
Ἱερομόναχου Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Μιὰ ἄκρως ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση
ἀποτελεῖ ἡ παρακάτω μελέτη τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστές,
ποὺ παρουσιάζουν τὸν Ἅγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό (τοῦ ὁποίου σήμερα τελοῦμε τὴν μνήμη) νὰ ἀποδέχεται ἀδιάκριτα
τὸν Πάπα ὡς ἁγιότατο, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνονται ὅτι μὲ αὐτὴ τὴν ἀνιστόρητη θέση δείχνουν
μεγάλη ἀσέβεια στὸν ἄτλαντα αὐτὸν τῆς Ὀρθοδοξίας.
Δυστυχῶς οἱ τάχα «προοδευτικοὶ» Οἰκουμενιστές,
μιμούμενοι τοὺς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἀπομονώνουν φράσεις τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ
στηρίξουν τὶς παναιρετικές τους θέσεις καὶ συμπροσευχές· μὲ αὐτὸ τὸν ἀνέντιμο
τρόπο βγάζουν ἐκκλησιολογικὰ συμπεράσματα ἄκρως ἀντίθετα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική μας
Παράδοση καὶ φυσικὰ ἀνύπαρκτα γιὰ τὴν σκέψη καὶ τὴν ὅλη βιοτὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου,
ὁ ὁποῖος συμβούλευε μετ’ ὀξύτητος τὴν ἀπομάκρυνση ἐκ τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν.
Ταυτόχρονα, ἡ μελέτη αὐτὴ εἶναι κατατοπιστικὴ
καὶ γιὰ τοὺς ἀντι-Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι παραμένουν σὲ κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές,
τοὺς ὁποίους οἱ ἴδιοι ὀνομάζουν αἱρετικοὺς καὶ μάλιστα Παναιρετικούς.
Καὶ μιὰ ἐκτίμηση: Ἂν οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς
εἶχαν ἀκολουθήσει τὸν ἅγιο Μᾶρκο, σήμερα αὐτὴ ἡ καρικατούρα Συνόδου, ποὺ
βλάσφημα τὴν ὀνόμασαν οἱ αἱρετικοὶ διοργανωτές της ὡς «Ἁγία», δὲν θὰ
πραγματοποιεῖτο, τουλάχιστον στὶς μέρες μας.
Π.Σ.
Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός:
Οἱ ἀγῶνες καί ἡ ἀποτείχισίς του
Ἱερομόναχου Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Ὅπως εἶναι
γνωστό ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὅπως ὅλοι οἱ μετά τό σχίσμα Πατέρες, ἀγωνίσθηκε
ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλευόμενος τήν παντελῆ ἐξασθένησι τοῦ
Βυζαντίου, ἠθέλησε κατά τό λόγιο νά ξυλεύση πρίν ἀκόμη πέση ἡ δρῦς καί νά ὑποτάξη
τήν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία θά τοῦ ἐδίδετο ἐκ τῶν προτέρων ὡς ἀντάλλαγμα,
προκειμένου νά βοηθήση, ὅπως ἔλεγε, στρατιωτικά και οἰκονομικά τήν καταρρέουσα
αὐτοκρατορία. Εἶναι γεγονός ὅτι ἄν δέν ὑπῆρχε κατ’ εὐδοκία Θεοῦ σ’ αὐτήν τήν
κρίσιμη γιά τήν Ὀρθοδοξία περίοδο ὁ ἅγ. Μᾶρκος, θά εἶχε ὅλη ἡ Ἀνατολή φραγκέψει
καί ἡ ἀληθινή πίστις θά εἶχε ἐξαλειφθῆ ἀπό τή γῆ.
Τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὁ ἅγ. Μᾶρκος δέν ἀγωνίσθηκε
μόνο κατά τή Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας-Φερράρας, πρᾶγμα πού εἶναι σέ πολλούς
γνωστό, ἀλλά ἀγωνίσθηκε καί μετά τήν ὑπογραφή τῆς συμφωνίας καί τήν ἐπάνοδο
στην Κωνστατινούπολι. Αὐτοί μάλιστα οἱ τελευταῖοι ἀγῶνες του, οἱ ὁποῖοι σέ
πολλούς εἶναι ἄγνωστοι, ἔχουν ἴσως μεγαλύτερη σημασία, διότι θά ἠδυνάμεθα νά εἴπωμε
ὅτι οἱ κατά τήν Σύνοδο ἀγῶνες του δέν ἐτελεσφόρησαν, ἐφ’ ὅσον ὑπεγράφη τελικῶς ἡ
ἕνωσις τῶν «Ἐκκλησιῶν», ἐνῶ οἱ μετά τήν Σύνοδο εἶχαν πλήρη ἐπιτυχία, ἐπειδή ἔγιναν
αἰτία νά ἐπανέλθωμε εἰς τήν Ὀρθοδοξία καί νά καταδικασθῆ συνοδικά ἡ Σύνοδος τῆς
Φλωρεντίας καί μαζί ὁ Παπισμός.
Τό πρῶτο καί βασικό τό ὁποῖον ἔκανε ὁ ἅγιος
μετά την ἐπάνοδον εἰς τήν Κωνστατινούπολι, ἦτο ὅτι διέκοψε την ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία
μέ ὅλους ὅσους ὑπέγραψαν τήν ἕνωσι στήν Φλωρεντία καί ὅσους τούς ἀκολουθοῦσαν. Ἡ
ἀποτείχισις αὐτή τοῦ ἁγίου διήρκησε μέχρι τοῦ θανάτου του. Ὁ ἅγιος ἀπεβίωσε τήν
23/6/1444 ἤ κατ’ ἄλλους 1445 (Θ.Η.Ε. τόμ. 8: 761), ἡ δέ Σύνοδος τῆς Φλωρεντίας ἐπερατώθη
τό 1439. Τά πέντε λοιπόν αὐτά ἤ ἕξι χρόνια, μετά τήν παπική Σύνοδο, ἦτο ὁ ἅγιος
ἀποτειχισμένος ἀπό ὅλους ὅσους ὑπέγραψαν καί ὅσους τούς ἀκολουθοῦσαν. Ἐπί πλέον
δέ ἔγινε, τά τελευταῖα αὐτά χρόνια τῆς ζωῆς του, ὁ ἀρχηγός τῶν ἀνθενωτικῶν μέ
τούς ἀγῶνες του και διέσωσε τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν λατινική ὑποταγή.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι τήν ἐποχή ἐκείνη
τοῦ ἁγίου ἦταν πολύ πιό εὐαίσθητοι στά θέματα τῆς πίστεως ἀπό τούς Ὀρθοδόξους τῆς
ἐποχῆς μας. Διά τοῦτο, ὡς ἀπό ἐνστίκτου θά λέγαμε, ἀπετειχίζοντο ἀπό τούς ἑνωτικούς
καί λατινόφρονες Ἐπισκόπους καί κληρικούς. Ὁ ἅγ. Μᾶρκος σέ ἐπιστολή του ἀπό τήν
Λῆμνο ὅπου ἦτο ἐξόριστος, πρός τόν ἱερομόναχο Θεοφάνη εἰς τόν Εὔριπον περιγράφει
αὐτήν τήν ἀποτείχισι: «Διαπεράσας οὖν εἰς την Καλλίπολιν καί
διερχόμενος διά τῆς Λήμνου ἐκρατήθην ἐνταῦθα καί περιωρίσθην παρά τοῦ βασιλέως.
Ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ καί ἡ τῆς ἀληθείας δύναμις οὐ δέδεται, τρέχει δε μᾶλλον
καί εὐοδοῦται · καί οἱ πλείονες τῶν ἀδελφῶν τῇ ἐμῇ ἐξορίᾳ θαρροῦντες βάλλουσι
τοῖς ἐλέγχοις τούς ἀλιτηρίους καί παραβάτας τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῶν πατρικῶν
θεσμῶν, καί ἐλαύνουσι πανταχόθεν αὐτούς ὡς καθάρματα, μήτε
συλλειτουργεῖν αὐτοῖς ἀνεχόμενοι, μήτε μνημονεύειν ὅλων αὐτῶν ὡς Χριστιανῶν» (Σπ. Π. Λάμπρου, Παλαιολόγεια καί Πελοποννησιακά, τόμ. Α΄,
σελ. 21).
Βλέπομε ἐδῶ ὅτι ἡ ἐξορία τοῦ ἁγίου ἔγινε
αἰτία ἐξεγέρσεως καί ἀποτειχίσεως πολλῶν κληρικῶν, ἀπό τους λατινόφρονες Ἐπισκόπους.
Ἡ ἀποτείχισις εἶχε πάντοτε ὡς γνώρισμα τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας
και τῆς μνημονεύσεως «μήτε
συλλειτουργεῖν αὐτοῖς ἀνεχόμενοι, μήτε
μνημονεύειν ὅλων αὐτῶν ὡς Χριστιανῶν».
Ἐν συνεχείᾳ στήν ἴδια ἐπιστολή ὁ ἅγιος
καθοδηγεῖ τον ἱερομόναχο Θεοφάνη πῶς νά ἀντιμετωπίση τόν νεοχειροτονηθέντα
λατινόφρονα Ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν στόν ὁποῖο προφανῶς ὑπήγετο ὁ Θεοφάνης: «Μανθάνω
δέ, ὅτι ἐχειροτονήθη παρά τῶν λατινοφρόνων μητροπολίτης Ἀθηνῶν κοπελύδριον τι
τοῦ Μονεμβασίας, ὅπερ αὐτόθι διάγον συλλειτουργεῖ τοῖς Λατίνοις ἀδιακρίτως καί
χειροτονεῖ παρανόμως ὅσους ἄν εὕρῃ καί οἵους. Ἀξιῶ οὖν τήν ἁγιωσύνην σου, ἵνα,
τόν ὑπέρ τοῦ θεοῦ ζῆλον ἀναλαβών ὡς ἄνθρωπος τοῦ θεοῦ καί τῆς ἀληθείας φίλος
καί τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου γνήσιος μαθητής, παραινέσῃς τοῖς τοῦ θεοῦ ἱερεῦσιν
ἐκφεύγειν ἅπασι τρόποις τήν κοινωνίαν αὐτοῦ, καί μήτε συλλειτουργεῖν αὐτῷ μήτε
μνηνονεύειν ὅλως αὐτοῦ, μήτε ἀρχιερέα τοῦτον, ἀλλά λύκον καί μισθωτόν ἡγεῖσθαι,
μήτε λειτουργεῖν ὅλως ἐν ταῖς λατινικαῖς ἐκκλησίαις, ἵνα μή ἔλθῃ καί ἐφ’ ὑμᾶς ἡ
ἐπελθοῦσα ὀργή τοῦ θεοῦ τῇ Κωνσταντινουπόλει διά τάς ἐκεῖ γινομένας παρανομίας» (ὅπ. ἀν., σελ. 21-22).
Ἡ προτροπή τοῦ ἁγίου εἶναι πλήρης ἀποτείχισις
ἀπό τόν λατινόφρονα Ἐπίσκοπο «ἐκφεύγειν
ἅπασι τρόποις την κοινωνία αὐτοῦ, καί μήτε συλλειτουργεῖν αὐτῷ μήτε μνηνονεύειν
ὅλως αὐτοῦ, μήτε ἀρχιερέα τοῦτον, ἀλλά λύκον καί μισθωτόν ἡγεῖσθαι». Ἡ ἔκφρασις τοῦ ἁγίου ἐν συνεχείᾳ «μήτε
λειτουργεῖν ὅλως ἐν ταῖς λατινικαῖς ἐκκλησίαις» ἴσως νά ἐννοῆ νά μή λειτουργοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι
στίς ἐκκλησίες τῶν λατινοφρόνων καί ἑνωτικῶν, ἤ σέ αὐτές πού εἶχαν καταλάβει
διά τῆς βίας οἱ Λατίνοι.
Στήν ἴδια ἐπίσης ἐπιστολή περιγράφει ὁ ἅγιος
πῶς συμπεριφέροντο οἱ μοναχοί στόν λατινόφρονα Ἐπίσκοπο Μονεμβασίας: «Ὁ γοῦν καλόγηρος τοῦ ὑμετέρου μισθωτοῦ καί οὐχί ποιμένος, ὁ ἄνους
Μονεμβασίας λαβών παρά τοῦ βασιλέως τό τοῦ Προδρόμου ἡγουμενεῖον, οὔτε
μνημονεύεται παρά τῶν καλογήρων αὐτοῦ, οὔτε θυμιᾶται ὅλως ὡς Χριστιανός, ἀλλ’ ἔχουσιν
αὐτόν εἰς τά πράγματα μόνον ὥσπερ τινά κούσουλον» (ὅπ. ἀν., σελ. 22). Τόν Λατινόφρονα Ἐπίσκοπο
λοιπόν αὐτόν δέν τόν ἀντιμετώπιζον κἄν ὡς χριστιανόν οἱ μοναχοί τῆς περιφερείας
του. Ἡ λέξις «καλόγηρος» πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος ἴσως σημαίνει εἰρωνικά τόν γέροντα, τόν
καθοδηγητή · καί ἡ λέξις «κούσουλον» εἶναι ἴσως ἰδιωματισμός τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου καί ἑρμηνεύεται ἀπό
τά συμφραζόμενα ὡς κάτι παραπεταμένο καί ἀπομονωμένο.
Εἰς τό τέλος τῆς ἐπιστολῆς ὁ ἅγιος δίδει
πάλι ὁδηγίες σχετικές μέ τήν μνημόνευσι τῶν Λατινοφρόνων: «Φεύγετε οὖν καί ὑμεῖς, ἀδελφοί,
τήν πρός τούς ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καί τό μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων. Ἴδε ἐγώ Μᾶρκος ὁ ἁμαρτωλός λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ μνημονεύων τοῦ πάπα
ὡς ὀρθοδόξου ἀρχιερέως ἔνοχός ἐστι πάντα τόν λατινισμόν ἐκπληρῶσαι μέχρι καί αὐτῆς
τῆς κουρᾶς τῶν γενείων, καί ὁ λατινοφρονῶν μετά τῶν
Λατίνων κριθήσεται καί ὡς παραβάτης τῆς πίστεως λογισθήσεται» (ὅπ. ἀν., σελ. 22). Ἡ ἀποτείχισις διά τόν ἅγιο
ἦτο ἡ ἀσφαλής ὁδός ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διδάσκει ὅτι αὐτός πού κάνει
συγκατάβασιν εἰς τά τῆς πίστεως θά κριθῆ ὅπως ὁ αἱρετικός «καί ὁ λατινοφρονῶν μετά τῶν
Λατίνων κριθήσεται καί ὡς παραβάτης τῆς πίστεως λογισθήσεται».
Τά ἴδια περίπου γράφει ὁ ἅγιος διά τά
θέματα τῆς πίστεως, μαζί μέ ἄλλες συμβουλές πρός τόν ἡγούμενο τῆς μονῆς Βατοπεδίου:
«Οὐδείς κυριεύει τῆς πίστεως, οὐ
βασιλεύς, οὐκ ἀρχιερεύς, οὐ ψευδής σύνοδος, οὐκ ἄλλος οὐδείς, ὅτι μή θεός μόνον
ὁ ταύτην ἡμῖν παραδούς δι’ ἑαυτοῦ καί τῶν αὐτοῦ μαθητῶν» (ὅπ. ἀν. Πρός τόν
καθηγούμενον τῆς ἐν Ἁγίῳ ὄρει μονῆς Βατοπεδίου, σελ. 25). Διά τά θέματα τῆς πίστεως ἀναφέρει δέν κάνομε ὑπακοή
οὔτε στόν Ἀρχιερέα, οὔτε στή Σύνοδο, ἀλλά στόν Χριστό καί τούς Ἀποστόλους. Στην
ἴδια δέ ἐπιστολή ἀναφέρει πρός τόν ἡγούμενο: «Φεύγετε
οὖν, ἀδελφοί, τούς τῆς λατινικῆς καινοτομίας εἰσηγητάς καί βεβαιωτάς καί τῇ ἀγάπῃ πρός ἀλλήλους συνδεδεμένοι ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα,
σύμψυχοι, τό ἕν φρονοῦντες, συνάγεσθε πρός τήν μίαν ἡμῶν
κεφαλήν, τόν Χριστόν...» (ὅπ. ἀν. σελ. 26). Ἐδῶ διδάσκεται ἀπό τόν ἅγιο ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν
εἶναι Ἐπισκοποκεντρική ἀλλά Χριστοκεντρική «συνάγεσθε πρός τήν μίαν ἡμῶν
κεφαλήν, τόν Χριστόν». Ἡ σύναξις λοιπόν τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας γίνεται γύρω ἀπό τόν
Χριστόν. Ὁ Ἐπίσκοπος ὀφείλει νά εἶναι ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πρωτίστως εἰς
τά θέματα τῆς πίστεως, εἰδάλλως δέν εἶναι Ἐπίσκοπος. Οἱ εἰσηγητές καί βεβαιωτές
τῆς λατινικῆς καινοτομίας, πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος, εἶναι οἱ λατινόφρονες «Ὀρθόδοξοι», οἱ ὁποῖοι χάριν ὑποσχέσεων
ψευδῶν καί ἀπατηλῶν ὑπετάγησαν εἰς τόν Πάπα.
Ἀπό ὅλους αὐτούς λοιπόν, μετά τήν ἐπάνοδο
στήν Κωνστατινούπολι, ὁ ἅγιος ἀπετειχίσθη. Αὐτό τό ἀναφέρει πολύ καθαρά σέ
διακήρυξί του ἡ ὁποία φέρει τόν τίτλο: «Ἔκθεσις
τοῦ ἁγιωτάτου μητροπολίτου Ἐφέσου, τίνι τρόπῳ ἐδέξατο το τῆς ἀρχιερωσύνης ἀξίωμα
καί δήλωσις τῆς Συνόδου τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ γενομένης». Εἰς τό τέλος αὐτῆς τῆς ἐκθέσεως ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς:
«Ἐντεῦθεν οἱ μέν τά ἑαυτῶν ἔπραξαν καί
πρός τήν συνθήκην τοῦ ὅρου καί τά λοιπά τῆς ἑνώσεως ἔβλεψαν· ἐγώ δε χωρισθείς αὐτῶν ἔκτοτε
καί ἐμαυτῷ σχολάσας, ἵνα τοῖς ἁγίοις μου πατράσι καί διδασκάλοις διατελῶ
συνημμένος, πᾶσι καταφανῆ ποιῶ τήν ἑμαυτοῦ γνώμην διά τῆσδε μου τῆς γραφῆς, ὡς ἄν
ἐξῇ δοκιμάζειν τῷ βουλομένῳ, πότερον ὑγιέσι δόγμασι χαίρων, ἤ διεστραμμένοις
τισί τήν γεγενημένην ἕνωσιν οὐ παρεδεξάμην» (Τά
εὑρισκόμενα ἅπαντα, τόμ. Α΄, σελ. 384).
Ἐδῶ μπορεῖ νά διακρίνη κανείς τό ἀξιομίμητο
θυσιαστικό καί ἡρωϊκό φρόνημα τοῦ ἁγίου, πού προβάλλεται φοβερό στά μάτια τῶν
συγχρόνων πιστῶν. Προέβη στην ἀποτείχισι διά νά μείνη ἑνωμένος μέ τούς ἁγίους «ἐγώ δε χωρισθείς αὐτῶν ἔκτοτε
καί ἐμαυτῷ σχολάσας, ἵνα τοῖς ἁγίοις μου πατράσι καί διδασκάλοις διατελῶ
συνημμένος». Τοῦτο
σημαίνει, ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά εἶσαι μέ τους ἁγίους καί συγχρόνως νά ἐπικοινωνῆς
ἐκκλησιαστικά με τούς αἱρετικούς.
Ἀπό τό ἀκροτελεύτιο αὐτό τμῆμα τῆς ἐκθέσεως
φαίνεται ὅτι ἡ ὅλη ἔκθεσις καί διακήρυξις ἦτο συγχρόνως καί μία δήλωσις ἀποτειχίσεως
«πᾶσι καταφανῆ ποιῶ τήν ἑμαυτοῦ γνώμη
διά τῆσδε μου τῆς γραφῆς».
Δηλαδή ὁ ἅγιος ἐδήλωνε δημοσίως καί ἀπεριφράστως
τήν ἀποτείχισί του πρός πᾶσαν κατεύθυνσι. Καί βεβαίως ὅλα αὐτά ἐγίνοντο, τότε
πού ὅλα ἐστοίχιζαν, ἐνῶ σήμερα ἀρκούμεθα μόνον στήν διά λόγων καί ἐγγράφων
διαμαρτυρία καί καταγγελία τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία δέν μᾶς
κοστίζει εἰς τό ἐλάχιστο.
Τήν ἴδια περίπου ἔννοια ἔχει καί ἡ ἐγκύκλιος
τοῦ ἁγίου πού ἐπιγράφεται
«Τοῖς ἁπανταχοῦ
τῆς γῆς καί τῶν νήσων εὑρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Μᾶρκος Ἐπίσκοπος τῆς Ἐφεσίων Μητροπόλεως
ἐν Κυρίῳ χαίρειν». Εἰς αὐτήν τήν ἐγκύκλιον ἐνημερώνει ὁ ἅγιος
τούς παραλῆπτες διά τίς αἱρέσεις τῶν Παπικῶν. Τίς αἱρέσεις τίς συνοψίζει σέ
πέντε: 1) Ἡ προσθήκη εἰς τό Σύμβολον τῆς πίστεως, 2) ἡ περί κτιστῶν ἐνεργειῶν
τοῦ Θεοῦ, 3) τό καθαρτήριον πῦρ, 4) ἡ μετά ἀζύμου ἄρτου τέλεσις τῆς Λειτουργίας
καί 5) τό πρωτεῖον ἐξουσίας ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πάπα.
Εἰς τό τέλος λοιπόν αὐτῆς τῆς ἐγκυκλίου, ἀναφερόμενος
στούς «Ὀρθοδόξους» ἑνωτικούς καί λατινόφρονες, οἱ ὁποῖοι ἀπεδέχοντο τήν ἕνωσι
μέ τούς Παπικούς, λέγει τά ἑξῆς: «Φεύγετε
οὖν αὐτούς, ἀδελφοί, καί τήν πρός αὐτούς κοινωνίαν· οἱ γάρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι,
μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ. Καί οὐ θαυμαστόν · αὐτός γάρ ὁ Σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς
ἄγγελον φωτός. Οὐ θαῦμα οὖν, εἰ καί οἱ διάκονοι αὐτοῦ μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι
δικαιοσύνης, ὧν τό τέλος ἔσται κατά τά ἔργα αὐτῶν. Καί πάλιν ἀλλαχοῦ περί τῶν αὐτῶν
ὁ αὐτός ἀπόστολος · Οἱ
τοιοῦτοι τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ οὐ δουλεύουσιν, ἀλλά τῇ ἑαυτῶν κοιλίᾳ, καί
διά τῆς χρηστολογίας καί εὐλογίας ἐξαπατῶσι τάς καρδίας τῶν ἀκάκων» (ὅπ. ἀν., σελ. 266). Ἐδῶ πάλι ὁ ἅγιος διακηρύσσει τήν ἐκκλησιαστική
ἀποτείχισι ἀπό τούς «Ὀρθοδόξους» λατινόφρονες. Ἀφοῦ δέ ἀναφέρει ἐν συνεχείᾳ
πολλά ἁγιογραφικά χωρία πρός κατοχύρωσι καταλήγει: «Τούτων ὑμῖν ὑπό τῶν ἁγίων ἀποστόλων διωρισμένων, στήκετε
κρατοῦντες τάς παραδόσεις, ἅς παρελάβετε, τάς τε ἐγγράφους καί τάς ἀγράφους, ἵνα
μή τῇ τῶν ἀθέσμων πλάνῃ συναπαχθέντες ἐκπέσητε τοῦ ἰδίου στηριγμοῦ» (ὅπ. ἀν. σελ. 266).
Εἶναι ἀνάγκη ἀπό αὐτήν τήν ἐγκύκλιο τοῦ ἁγίου
νά ἀναφέρωμε καί ἕνα τμῆμα τό ὁποῖο ἔχει σχέσι μέ τήν σημερινή ἐποχή, κατά τήν ὁποία
οἱ Οἰκουμενιστές, ὅλοι ἀνεξαιρέτως, ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ Παπικοί δέν εἶναι αἱρετικοί
ἀλλά σχισματικοί. Ἐπειδή τότε τά ἴδια ἔλεγαν καί οἱ ἑνωτικοί Λατινόφρονες ὁ ἅγιος
ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Τί ἔτι; “Οὐδέποτε, φησί, τούς Λατίνους ὡς αἱρετικούς εἴχομεν, ἀλλά μόνον σχισματικούς”.
Τοῦτο μέν οὖν παρ’ αὐτῶν ἐκείνων εἰλήφασι
σχισματικούς γάρ ἡμᾶς ἐκεῖνοι καλοῦσι, οὐδέν ἡμῖν ἐγκαλεῖν ἔχοντες περί τήν ἡμετέραν
δόξαν, ἀλλ’ ὅτι τῆς ὑποταγῆς αὐτῶν ἀπεσχίσθημεν, ἥν ὠφείλομεν, ὡς ἐκεῖνοι νομίζουσιν.
Εἰ δέ καί ἡμᾶς τοῦτον δίκαιον ἐκείνοις ἀντιχαρίζεσθαι καί οὐδέν αὐτοῖς ἐγκαλοῦμεν
περί τήν δόξαν, σκεπτέον. Τήν μέν οὖν αἰτίαν τοῦ σχίσματος ἐκεῖνοι δεδώκασι, τήν
προσθήκην ἐξενεγκόντες ἀναφανδόν, ἥν ὑπ’ ὀδόντα πρότερον ἔλεγον· ἡμεῖς δέ αὐτῶν ἐσχίσθημεν πρότεροι,
μᾶλλον δέ ἐσχίσαμεν αὐτούς καί ἀπεκόψαμεν τοῦ κοινοῦ τῆς Ἐκκλησίας σώματος. Διά τί, εἶπέ μοι; Πότερον ὡς ὀρθήν ἔχοντας δόξαν, ἤ ὀρθῶς τήν
προσθήκην ἐξενεγκόντας; Καί τίς ἄν τοῦτο εἴποι, μή σφόδρα τόν ἐγκέφαλον
διασεσεισμένος; ἀλλ’ ὡς ἄτοπα καί δυσσεβῆ φρονοῦντας καί παραλόγως τήν προσθήκην
ποιήσαντας. Οὐκοῦν ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεστράφημεν,
καί διά τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν.
Διά τί γάρ ἄλλο; Φασί γάρ οἱ φιλευσεβεῖς
νόμοι · “Αἱρετικός ἐστι καί τοῖς κατά τῶν αἱρετικῶν
νόμοις ὑπόκειται ὁ καί μικρόν γοῦν τι παρεκκλίνων τῆς ὀρθῆς πίστεως”. Εἰ μέν οὖν οὐδέν τι παρεκκλίνουσιν οἱ Λατῖνοι τῆς ὀρθῆς πίστεως,
μάτην αὐτούς ὡς ἔοικεν ἀπεκόψαμεν · εἰ δέ παρεκκλίνουσιν ὅλως, καί ταῦτα περί τήν θεολογίαν τοῦ ἁγίου
Πνεύματος, εἰς ὅ βλασφημῆσαι κινδύνων ὁ χαλεπώτατος, αἱρετικοί
εἰσιν ἄρα, καί ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεκόψαμεν. Διά τί δέ καί χρίομεν τῷ μύρῳ
τούς ἐξ αὐτῶν ἡμῖν προσιόντας; Οὐκ εὔδηλον ὡς αἱρετικούς ὄντας;...» (ὅπ. ἀν., σελ.
248). Ὁ ἅγιος λοιπόν ξεκαθαρίζει τά πράγματα καί δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι το σχίσμα
ἔγινε διά νά ἀποκοποῦν οἱ αἱρετικοί ἀπό τό ὑγιές μέρος τῆς Ἐκκλησίας.
Τώρα ὅμως, ὅπως ἀναφέραμε, χρειάζεται ὁ ἅγιος
να ἀποτειχισθῆ καί ἀπό τούς «ἡμετέρους», οἱ ὁποῖοι ἀνεγνώριζαν διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας τίς πλάνες τῶν Παπικῶν. Αὐτό δέν τό ἔπραξε μόνον αὐτός ἀλλά καί
πολλοί ἄλλοι καί εἰδικά κληρικοί. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν πρεσβύτερο Γεώργιο εἰς
τήν Μεθώνη, ἀκροτελεύτια ὁ ἅγιος διά τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας ἀναφέρει:
«Ταῦτα σοι ἐκ πολλῶν ὀλίγα πρός ἀποτροπήν
τῆς ἐκείνων ἀναισχυντίας ἔγραψα. Γίνωσκε δέ ὅτι ὁ ὅρος τῆς ψευδοῦς συνόδου, μᾶλλον
δέ ἡ ματαία καινοφωνία, καθάπερ ἦν ἄξιον, οὐδαμῶς παρ’ οὐδενός προσεδέχθη· ἀλλά καί οἱ τούτῳ συνθέμενοι καί ὑπογράψαντες
ὡς ἐναγεῖς καί προδόται τῆς ἀληθείας ὑπό πάντων μισοῦνται, καί
οὐδείς αὐτοῖς οὐδέπω τῶν ἐνταῦθα συνελειτούργησε. Θεός δέ ὁ πάντα δυνάμενος οἰκονομήσειε ταῦτα πρός τό συμφέρον
καί διορθώσειε την Ἐκκλησίαν αὑτοῦ, ἥν ἐξηγοράσατο τῷ ἰδίῳ αἵματι. Φύλασσε τήν
καλήν παρακαταθήκην τῆς πίστεως, τάς βεβήλους καινοφωνίας παντελῶς ἐκτρεπόμενος»
(Τοῦ
αὑτοῦ Ἐφέσου ἐπιστολή πρός τινα πρεσβύτερον Γέωργιον τοὔνομα ἐν τῇ Μεθώνῃ σταλεῖσα,
Τόμ. Α΄, σελ. 290). Αὐτό λοιπόν πού ἔκανε ὁ
ἅγιος, τό ἔκαναν οἱ περισσότεροι κληρικοί. Δηλαδή ὅλους αὐτούς πού ὑπέγραψαν
τούς ἀντιμετώπιζον ὡς προδότες τῆς ἀληθείας «καί
οὐδείς αὐτοῖς οὐδέπω τῶν ἐνταῦθα συνελειτούργησε».
Τήν ἀποστροφή τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς
λατινόφρονες καί τήν ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως
τήν περιγράφει πολύ καθαρά στα ἀπομνημονεύματά του ὁ μέγας ἐκκλησιάρχης
Σιλβέστρος Συρόπουλος. Μετά τήν ἐπιστροφή στήν Κωνστατινούπολι ἐπιέζετο, αὐτός
πού εἶχε τό ἀξίωμα τοῦ μεγάλου Ἐκκλησιάρχου καί ὁ μέγας χαρτοφύλαξ, ὁ ὁποῖος
προφανῶς ἦτο ὁμόφρων του, ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία νά συλλειτουργήσουν μέ τόν
Πατριάρχη. Εἰς τήν λειτουργία θά ἐμνημονεύετο στά δίπτυχα καί ὁ Πάπας μαζί μέ
τούς Ὀρθοδόξους. Ὁ Συρόπουλος παρουσιάζει τόν διάλογο πού διημείφθη με τούς
πολιτικούς:
«Τότε εἶπον οἱ μεσάζοντες · Ἐπεί ὑμεῖς οὐ λέγετέ τι, λοιπόν ἐροῦμεν ἡμεῖς
ὅπερ νομίζομεν καλόν καί ἀβλαβές. Περί μέν οὖν τοῦ ὅρου οὐ λέγομέν τι· κεῖται γάρ ὡσανεί ἀργός. Περί
δέ τοῦ μνημοσύνου λέγομεν· Οὐ δοκεῖ ὑμῖν καλός τρόπος, εἰ μνημονεύεται μόνον ὁ πάπας καί
διά τοῦ μνημοσύνου ὑπάρχωμεν ἡνωμένοι; λόγος ἐστί μόνον τό μνημόσυνον καί λέγει
τοῦτον ὁ διάκονος,
καί διά τοῦ λόγου τούτου ἐσμέν καί ἡνωμένοι
καί οὐδέ παρασαλεύομέν τι τῶν δογμάτων ἤ μεταποιοῦμεν τι τῶν ἐθίμων ἡμῶν. Ἀπεκρίθημεν
ἡμεῖς· Πολύς ἐστιν ὁ περί τοῦ μνημοσύνου
λόγος· ἐκεῖνοι γάρ μνημονεύονται ἐπ’ Ἐκκλησίας,
ὅσοι εἰσίν ὁμόδοξοι καί κοινωνικοί πρός τήν αὐτήν Ἐκκλησίαν· οἱ
δέ ἀκοινώνητοι οὐδέ μνημονεύονται οὐδέ ἔχει ἄδειάν τις τῶν ἱερωμένων εὔχεσθαι ἐπ’
ἐκκλησίαις ὑπέρ ἀκοινωνήτου.
Ὁ δέ πάπας ἐστίν ἀκοινώνητος. Πῶς οὖν
μνημονευθήσεται ὁ ἀκοινώνητος μετά τῶν κοινωνικῶν; Τότε εἶπεν ὁ μεσάζων ὁ Νοταρᾶς,
ὅτι· Αὐτό
τό τοῦ πάπα οὐδέ μνημόσυνόν ἐστιν· οὐδέ γάρ εὔχονται ὑπέρ ἐκείνου, λόγον δέ λέγει μόνον ὁ διάκονος,
τό· Εὐγενίου
τοῦ μακαριωτάτου πάπα, καί οὔτε ἐκεῖνος εὔχεται οὔτε ἀπαιτεῖ παρ’ ἄλλων εὐχήν ὑπέρ τοῦ πάπα.
»Ἔφην δέ ἐγώ, ὅτι· Τό τῶν διπτύχων μεῖζόν ἐστι παντός
μνημοσύνου· τά
μέν γάρ ἄλλα ἀπαιτοῦσιν εὐχήν παρά τῶν ἀκροωμένων καί τῶν ἔξω τοῦ βήματος · τά δίπτυχα δέ οὐκ ἀπαιτοῦσιν εὐχήν παρά
τῶν ἐξωτερικῶν, ἀλλ’ αὐτός πρῶτος ὁ πατριάρχης λέγει· “Μνήσθητι Κύριε πάσης ἐπισκοπῆς ὀρθοδόξων
τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς σῆς Ἀληθείας”, ὥστε εὔχεται πρῶτον ὁ πατριάρχης
ὑπέρ τῶν ὀρθοτομούντων.
Εὐθύς δέ διαδεξάμενος ὁ διάκονος τόν λόγον,
κηρύττει διαπρυσίως τίνες εἰσίν οἱ ὀρθοτομοῦντες. Ἀπαριθμεῖ οὖν τόν ἡμέτερον
πατριάρχην καί τούς τῆς Ἀνατολῆς ὡς ὀρθοτομοῦντας. Ὀρθοτομεῖν
δέ ἐστι τό τέμνειν τά νόθα, ὥς φησιν ὁ θεῖος Χρυσόστομος. Ὁ δέ πάπας οὐ τέμνει,
ἀλλ’ εἰσάγει μᾶλλον τά νόθα.
Εἰ οὖν κηρύττοιτο τό ὄνομα τοῦ πάπα μετά
τῶν τῆς Ἀνατολῆς πατριαρχῶν, ἕν ἐκ τῶν δύο ἐξ ἀνάγκης συναχθήσεται, ἤ ὅτι ὀρθοτομεῖ
ὁ πάπας, καί οἱ Ἀνατολικοί οὐκ ὀρθοτομοῦσιν, ἐπεί διαφέρονται εἰς τό περί τῆς ἐκπορεύσεως
τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἄρθρον, ὅπερ ἐστίν ἕν τῶν ἄρθρων τῆς πίστεως, καί οὐ
συμφωνοῦσι μετά τοῦ πάπα εἰς τήν δόξαν ἥν δοξάζει περί τούτου ὁ πάπας, ἤ ὀρθοτομοῦσιν
οἱ Ἀνατολικοί, καί ὁ πάπας οὐκ ὀρθοτομεῖ. Πῶς οὖν ἐστιν εὐσεβές ἤ ἄλλως εὔλογον,
ἐπί τῆς θείας μυσταγωγίας μνημονεύειν καί συνάπτειν καί ἑνοῦν τούς ἀντιφάσκοντας
ὡς συμφωνοῦντας;
Τό δέ μεῖζον καί φοβερώτερον, ὅτι καί ὁ
δέκατος κανών τῶν ἁγίων Ἀποστόλων φησίν · Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, καί οὗτος ἀφοριζέσθω.
Ὁ οὖν πατριάρχης οὐ συνεύχεται, ἀλλ’ ὑπερεύχεται τοῦ πάπα. Καί σκοπεῖτε ὅσον
διαφέρει τό ὑπερεύχεσθαι τοῦ συνεύχεσθαι· μέγα
ἐστί τοῦτο καί πάντη ἀλλότριον τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας.
»Εἶπεν οὖν ὁ Νοταρᾶς· Μακάριον ἄν ἦν εἰ προείδημεν ταῦτα καί ἠργοῦμεν
παντελῶς τά δίπτυχα ἀπό τῆς λειτουργίας πρό τοῦ ἑτοιμασθῆναι ὑμᾶς ἀπαίρειν πρός
τήν Ἰταλίαν. Εἶτα καί ἄλλα πολλά εἰπόντες ἡμῖν παρακινητικά πρός τό συνέρχεσθαι
εἰς τήν προτέραν τάξιν ἡμῶν καί εὑρίσκεσθαι μετά τοῦ πατριάρχου, τελευταῖον
προσέθηκαν· Ἀξιοῦμεν
ἵνα σκέψησθε καί εὕρητε τρόπον καλόν, δι’ οὗ ἐσόμεθα ἡνωμένοι· διαμηνυθήσεσθε γάρ καί ἐλεύσεσθε πάλιν ἐνταῦθα.
Καί ἐπί τούτοις διελύθημεν» (Τά ἀπομνημονεύματα Σ. Συρόπουλου, ΧII, σελ. 562).
Πόσο ὡραῖα, θεολογικά καί πατερικά
τοποθετοῦν τά πράγματα οἱ δύο αὐτοί ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι
κἄν ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὡσάν νά διαβάζωμε τήν ἐπιστολή τῶν ἐπί Βέκκου ἁγιορειτῶν
ὁσιομαρτύρων πρός τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η΄ τόν Παλαιολόγο. Καί νά σημειωθῆ
ὅτι δέν πρόκειται περί τῆς κυρίας μνημονεύσεως τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, ἀλλά περί
τῆς μνημονεύσεως τῶν διπτύχων, δηλαδή τῶν προκαθημένων τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Αὐτή ἡ μνημόνευσις, ἀναφέρουν, εἶναι ἀνώτερη ἀπό ὅλες τίς μνημονεύσεις: «Τό
τῶν διπτύχων μεῖζον ἐστί παντός μνημοσύνου».
Ἐν συνεχείᾳ ἑρμηνεύουν θαυμάσια, ἐπικαλούμενοι
ὡς ὁδηγό τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος ἑρμηνεύοντας τό χωρίον
τοῦ ἀπ. Παύλου: «Ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς ἀληθείας.
Καλῶς τοῦτο εἶπε· πολλοί
γάρ αὐτόν παρασπῶσι πάντοθεν καί παρέλκουσι·
πολλά ἔχει τά ἐπιφυόμενα. Καί οὐκ εἶπεν,
Ἀπευθύνοντα, ἀλλ’, Ὀρθοτομοῦντα· τουτέστι, Τέμνε
τά νόθα, καί τά τοιαῦτα μετά πολλῆς τῆς σφοδρότητος ἐφίστασο καί ἔκκοπτε· καθάπερ ἐπί ἱμάντος τῇ μαχαίρᾳ τοῦ πνεύματος πάντοθεν τό
περιττόν καί ἀλλότριον τοῦ κηρύγματος ἔκτεμνε» (P.G. 62, 626). Τί σημαίνει λοιπόν ἡ λέξις «ὀρθοτομῶ». «Ὀρθοτομεῖν
δέ ἐστι τό τέμνειν τά νόθα, ὥς φησιν ὁ θεῖος Χρυσόστομος». Ἄρα δέν πρόκειται περί εὐχῆς, ὅπως ἐξυπηρετοῦνται νά πιστεύουν
ἀφελῶς σήμερα πολλοί. Πρόκειται περί ὁμολογίας, με τήν ὁποία ὁμολογία δημοσίως
καί ἐκκλησιαστικῶς ἀκυρώνεις οἱαδήποτε ἄλλη ὀρθόδοξο ὁμολογία, ἐφ’ ὅσον κατά τήν
μνημόνευσι συντάσσεις μετά τῶν Ὀρθοδόξων τους αἱρετικούς, τούς πολεμίους τῶν
Πατέρων ὡς ὑπερμάχους τῶν Πατέρων, τούς ἀντιφάσκοντας ὡς συμφωνοῦντας: «Πῶς οὐκ ἐστιν εὐσεβές ἤ ἄλλως εὔλογον,
ἐπί τῆς θείας μυσταγωγίας μνημονεύειν καί συνάπτειν καί ἑνοῦν τους ἀντιφάσκοντας
ὡς συμφωνοῦντας».
Τελικῶς ἀφοῦ ἐκάλεσαν πάλι οἱ πολιτικοί
τούς Πατέρες εἰς τά βασίλεια καί δέν ἠδυνήθησαν νά τούς πείσουν τους ἄφησαν. Αὐτοί
δέ ἔμειναν ἀποτειχισμένοι καί ὑπέβαλον τον ἑαυτόν τους σέ ἀργία, προκειμένου νά
μήν ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες ἑνωτικούς: «Ὡς δε οὐχ εὗρον ἀφ’ ἡμῶν τινα συγκατάβασιν, ἀφῆκαν ἡμᾶς και ἀπήλθομεν
εἰς τά ἴδια. Καθήμεθα δέ ἔκτοτε σχολάσαντες ἐκ
πάντων καί ἀργίᾳ συζῶντες καί παρά τοῦ Θεοῦ διόρθωσιν τῆς Ἐκκλησίας αὐτοῦ αἰτοῦντες
καί ἐκδεχόμενοι» (ὅπ. ἀν., σελ. 566).
Ὁ μέγας ἐκκλησιάρχης Σίλβεστρος Συρόπουλος
μᾶς περιγράφει στά ἀπομνημονεύματά του καί μία θαυμάσια ἀντίδρασι καί ἀποτείχισι
τοῦ λαοῦ ἀπό τόν ἱερέα τῆς ἐνορίας των. Ὁ ἱερεύς αὐτός, ἀπό ἁπλή, θά λέγαμε,
περιέργεια, ἠθέλησε νά ἰδῆ πῶς γίνεται ἡ ἐνθρόνισις τοῦ νέου Πατριάρχου. Ὅταν
λοιπόν, κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας ἀπεβίωσε ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ,
ἐξελέγη μέ τήν προτροπή τοῦ αὐτοκράτορος ὁ Λατινόφρων και ἑνωτικός Κυζίκου
Μητροφάνης. Κατά τήν πομπή αὐτή και τελετή ἦτο παρών καί ὁ Λατίνος Ἐπίσκοπος
Χριστοφόρος. Ὁ Συρόπουλος περιγράφει τά γεγονότα καί τά σχετικά με τόν ἱερέα
Θεοφύλακτο ὡς ἑξῆς:
«Ἡτοιμάσθη τοίνυν ὁ Κυζίκου καί ἐδέξατο
τό μήνυμα· προσεκαλέσατο
δέ καί τόν Τραπεζοῦντος καί τόν Ἡρακλείας παραγενέσθαι ἐν τῷ μηνύματι, καί οὐκ ἦλθον.
Τῇ τετράδι οὖν, καθ’ ἥν ἀποδίδοται ἡ ἑορτή τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως, ἥτις
ἥν καί τετάρτη τοῦ Μαΐου, ἦλθεν εἰς τά βασίλεια καί προεβλήθη παρά τοῦ βασιλέως
πατριάρχης. Παρῆμεν δέ καί ἡμεῖς καί ἐν τῷ μηνύματι καί ἐν τῇ προβλήσει καί
προεπέμπομεν αὐτόν εἰς τό πατριαρχεῖον · παρῆν δε καί ὁ τοῦ πάπα λατινεπίσκοπος ὁ Χριστοφόρος παρ’ ὅλην
τήν ὁδόν πλησιάζων τῷ δεξιῷ μέρει τοῦ πατριάρχου και μηδόλως αὐτοῦ ἀφιστάμενος.
Τοῦτο δέ καί πλείονα μέμψιν ἀπό τοῦ λαοῦ καί ἀποστροφήν
προὐξένει τῷ πατριάρχῃ, ὡς ἀποδεχομένῳ τόν λατινισμόν, καί ἐδέχετο ὁ λαός τήν εὐλογίαν
τοῦ πατριάρχου λίαν ἀηδῶς, τινές δέ καί ὑπεχώρουν ἵνα μή θεωρῶσι τήν εὐλογίαν αὐτοῦ. Προσθήσω δέ καί τι μικρόν ἀφήγημα πρός παράστασιν τοῦ πρός
τήν ὀρθοδοξίαν θερμοῦ ζήλου τοῦ εὐσεβοῦς καί χριστιανικωτάτου τοῦδε λαοῦ καί ἄλλως
χαρίεν.
»Ἱερεύς τις ἠθέλησεν ἰδεῖν ὅπως γίνεται ἡ
τοῦ πατριάρχου πρόβλησις · ὄνομα τῷ ἱερεῖ Θεοφύλακτος. Ἐδανείσατο οὖν ἵππον (οὐδέ γάρ ἐκέκτητο)
καί ἦλθεν εἰς τά βασίλεια, καί ἰδών τήν πρόβλησιν, ἦλθε μεθ’ ἡμῶν μέχρι καί τοῦ
πατριαρχείου. Εἶτα ὑπέστρεψεν εἰς τό ἴδιον οἴκημα, καί κατά τήν ὥραν τοῦ ἑσπερινοῦ
ἐσήμανεν (ἦν γάρ ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως),
καί οὐδείς ἦλθεν εἰς τόν ναόν αὐτοῦ· ὡσαύτως καί εἰς τόν ὄρθρον, καί
οὐδείς ἦλθε· ἐξεδέχετο
δέ καί εἰς τήν ὥραν τῆς λειτουργίας, ἵνα φέρῃ τις αὐτῷ λειτουργίαν, καί οὐκ ἔφερε· διό οὐδέ ἐλειτούργησεν· Ἀγανακτήσας προσῆλθε τοῖς εἰωθόσιν ἐκκλησιάζεσθαι
ἐν τῷ ναῷ καί ἠρώτα τίνος χάριν οὐκ ἦλθον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἑορτῆς οὔσης; Οἱ δέ ἔλεγον
αὐτῷ· Διότι ἠκολούθησας καί σύ τῷ
πατριάρχῃ καί ἐλατίνισας.
Ἔλεγεν οὖν ὁ ἱερεύς· Καί πῶς ἐλατίνισα; ἐγώ ἀπῆλθον ἁπλῶς ἵνα
ἴδω τήν τάξιν μόνον ἥν οὐδέποτε εἶδον, καί οὔτε ἐφόρεσα οὔτε ἔψαλα οὔτε τι ἱερατικόν
ἐποίησα. Πῶς οὖν ἐλατίνισα; Οἱ δέ εἶπον· Ἀλλ’
ἀνεμίχθης καί συνοδοιπόρεις μετά τῶν λατινισάντων ἔμπροσθεν τοῦ λατινόφρονος πατριάρχου
καί ἔφθανέ σοι ἡ εὐλογία αὐτοῦ.
Τότε ἠγανάκτησεν, ἵνα δυσωπῇ αὐτούς μεθ’
ὑποσχέσεων ἐνόρκων, ὡς οὐκέτι ἀπελεύσεται εἰς τόν πατριάρχην ἤ εἰς τούς πλησιάζοντας αὐτῷ, καί
μόλις ἠδυνήθη καταπεῖσαι αὐτούς συνέρχεσθαι πάλιν εἰς τήν ἐκκλησίαν. Εἰ οὖν ὥσπερ ἥδυσμά τι προσετέθη τοῦτο τῷ λόγῳ, ἀλλ’ οὖν καί ἐκ
τοῦτου ἔξεστι τοῖς βουλομένοις τεκμαίρεσθαι ὁποίαν τινά διάθεσιν ἔχει Θεοῦ χάριτι
περί τά ὑγιῆ τῆς Ἐκκλησίας δόγματα ὁ χριστιανικώτατος ὅδε λαός καί ὅπως ἀποστρέφεται
καί μισεῖ τά νόθα τε καί ἀλλότρια»
(ὅπ. ἀν., σελ. 554).
Ἀπό τήν περιγραφή αὐτή φαίνεται ἡ στάσις
τοῦ λαοῦ καί ἡ συμβολή του εἰς τήν ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ λαός ὄχι μόνο
ἐγνώριζε τήν πίστι του, ἀλλά καί την στάσι πού ἔπρεπε νά κρατήση ὅταν αὐτή ἐπροδίδετο.
Και ἡ στάσις αὐτή ἦτο ἡ ἀποτείχισις. Ὁ λαός της Κωνσταντινουπόλεως ἐξ αἰτίας τοῦ
ὅτι ἦτο πλησίον στόν Πατριάρχη ὁ λατινοεπίσκοπος, ἐπίστευσε ὅτι ὁ Πατριάρχης ἀποδέχεται
τόν Λατινισμό καί τήν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου τήν ἐδέχετο μέ ἀπέχθεια. «Τοῦτο δέ (τό
γεγονός τῆς παρουσίας τοῦ λατινεπισκόπου) καί
πλείονα μέμψιν ἀπό τοῦ λαοῦ και ἀποστροφήν προὐξένει
τῷ πατριάρχῃ, ὡς ἀποδεχομένῳ τόν λατινισμόν, καί ἐδέχετο ὁ λαός τήν εὐλογίαν τοῦ
πατριάρχου λίαν ἀηδῶς, τινές δέ καί ὑπεχώρουν ἵνα μή θεωρῶσι τήν εὐλογίαν αὐτοῦ». Ἡ ἀξιοθαύμαστη ἐπιπλέον ἀντιμετώπισις τῶν ἐνοριτῶν
τοῦ ἱερέως Θεοφυλάκτου, οἱ ὁποῖοι αὐθόρμητα, χωρίς συνεννόησι, χωρίς
προετοιμασία, χωρίς νά ἐρωτήσουν τόν πνευματικό καί νά πάρουν εὐλογία, χωρίς νά
ὑπολογίσουν ἄν θά μείνουν μία τέτοια ἑορτάσιμο ἡμέρα ἀλειτούργητοι κλπ. ἀποδεικνύει
ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες πρέπει νά λειτουργῆ μέσα μας ὡς ὀρθόδοξο
ἔνστικτο, κάτι δηλαδή σάν τό τίναγμα τοῦ χεριοῦ μας, ὅταν ἔλθη σέ ἐπαφή μέ τή
φωτιά.
Ὁ Συρόπουλος ἀναφερόμενος στήν διαδικασία
διά την ἐκλογή τοῦ νέου Πατριάρχου, μᾶς λέγει τά ἑξῆς: «Ὁ δε βασιλεύς ἀναγκασθείς ἠβουλήθη ποιῆσαι πατριάρχην· και πρῶτον μέν παρήγγειλέ τισι τῶν ἀρχόντων
καί εἶδον τον Ἐφέσου καί ἠξίωσαν καί ἠνάγκασαν αὐτόν, ἵνα κατανεύσῃ γενέσθαι
πατριάρχης. Ὡς δέ εὗρον αὐτόν μηδόλως παραδεχόμενον τοῦτο, ὥρισε γενέσθαι
ψήφους. Καί περί μέν τοῦ Ἐφέσου οὐκ ἐποιήσαντο
λόγον ὅπως παραγένοιτο ἐν ταῖς ψήφοις, ἐπεί εὕρισκον αὐτόν διϊστάμενον ἐκ
πάντων τῶν ἐν τῇ συνόδῳ· τόν δέ Ἡρακλείας ἠνάγκασαν, ἐπεί οὐδέ αὐτός ἐβούλετο παραγενέσθαι· ἔλεγε γάρ πρός τινας τῶν ὁμιλούντων αὐτῷ,
ὅτι· Τό
γεγονός ἐν τῇ Φλωρεντίᾳ κακόν ἐστι καί ὀλέθριον καί φθορά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως
και ἐγένετο βιαίως· ἐποίησα
δέ καί ἐγώ κακῶς ὅτι ὑπέγραψα, ἀναγκασθείς δέ ὅμως, καί χρή ἵν’ ἐκκοπῇ αὕτη ἡ
χείρ ἡ ὑπογράψασα. Καί ἕτερα τοιαῦτα ἔλεγε πρός τούς φίλους αὐτοῦ · διό οὐδέ εἰς τάς ψήφους ἤθελεν ἀφικέσθαι»
(ὅπ. ἀν., σελ. 548). Ἀναφέρεται ἐδῶ, ὅτι
τόν ἅγ. Μᾶρκο οὔτε κἄν τόν εἰδοποίησαν νά παρευρεθῆ στή Σύνοδο διά την ἐκλογή «ἐπεί εὕρισκον αὐτόν διϊστάμενον ἐκ
πάντων τῶν ἐν τῇ συνόδῳ».
Δηλαδή ὁ ἅγιος οὔτε ἠθέλησε νά γίνη Πατριάρχης,
οὔτε νά ἔχη καμμία ἐκκλησιαστική σχέσι μέ τη Σύνοδο. Ἐμεῖς σήμερα θά λέγαμε, μέ
τόν ὀρθολογισμό πού μᾶς κυβερνᾶ, ὅτι κακῶς ἔπραξε ὁ ἅγιος, διότι ἄν ἐπήγαινε στή
Σύνοδο θά ἐβοηθοῦσε νά ἐκλεγῆ κάποιος καλός.
Πρίν ἀφήσουμε τόν Συρόπουλο, θά ἀναφέρουμε
ἀπό τά ἀπομνημονεύματά του καί ἕνα διάλογο τοῦ ἁγίου μέ τους συνεπισκόπους του
εἰς τήν Φλωρεντία, σέ κάποια σύναξι πού ἔκαναν διά νά πάρουν κατευθύνσεις στήν ἀντιμετώπισι
τῶν Λατίνων: «Πάλιν μετά παραδρομήν ἡμερῶν δύο, συνελθόντων
ἡμῶν εἰς τόν πατριάρχην ὡς ἔθος, λόγοι πολλοί περί τῆς ἑνώσεως ἐκινήθησαν καί
παρεκίνουν καί ἠξίουν τόν Ἐφέσου χρήσασθαι οἰκονομίᾳ τινί καί συγκαταβάσει. Ὁ
δέ ἔλεγεν· οὐκ ἐγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά
περί τῆς πίστεως.
Μετά γοῦν τάς πολλάς ἀπαιτήσεις τάς περί
τῆς συγκαταβάσεως καί τάς ἀπολογίας τοῦ Ἐφέσου καί ἀπαγορεύσεις, λεγόντων τῶν
τήν ἕνωσιν σπουδαζόντων, ὅτι· Ὀλίγη τόν Γραπτόν. Εἶπε γάρ αὐτῷ, ὅτι· Μίαν μόνον κοινωνήσατε καί ἕτερον οὐκ ἀπαιτοῦμεν,
πορεύεσθε δέ ὅποι φίλον ὑμῖν, καί ὁ ἅγιος ἔφη πρός αὐτόν· Ὅμοιόν τι λέγεις, ὥσπερ ἄν εἴ τις ἀξιῶν ἕτερον
λέγοι· Οὐδέν
αἰτοῦμαί σε ἀλλ’ ἤ τήν σήν ἅπαξ ἀποτεμεῖν κεφαλήν, καί μετά ταῦτα πορεύου ὅπου
θέλεις. Οὐ γάρ ἐστι μικρόν ἐν τοῖς
τοιούτοις καί τό δοκοῦν μικρόν.
Ἀπό τῆς εἰρηνικῆς οὖν δῆθεν αἰτήσεως καί
ἀξιώσεως ἀνεφύη φιλονεικία, καί ὁ Νικαίας ἀναίδην ἔσκωπτε τόν Ἐφέσου· καί μετά τήν πολλήν φιλονεικίαν ἀναστάς ὁ
Νικαίας ἔφη· Περισσόν
ποιῶ καί φιλονεικῶ μετά ἀνθρώπου δαιμονιαρίου· αὐτός γάρ ἔνι μαινόμενος, καί οὐ θέλω ἵνα
φιλονεικῶ μετ’ αὐτοῦ, καί ἐξῆλθε μετά θυμοῦ. Εἶπε δέ καί ὁ Ἐφέσου, ὅτι· Σύ ὑπάρχεις κοπέλιν καί ἐποίησας ὡς κοπέλιν.
Καί ἐπί τούτοις ἐξήλθομεν. Ὁ δέ πατριάρχης ὁρῶν ταῦτα, οὐκ ἔσκωψεν οὐδέ ἐκώλυσε
τήν ὄχλησιν, οὔτε αὐτήν οὔτε τήν πρό αὐτῆς ·
ἐκάθητο δέ μόνον ὁρῶν καί μηδέν τι φθεγγόμενος»
(ὅπ. ἀν., σελ. 444).
Ἐδῶ βλέπομε ὅτι ὁ ἅγιος ἦτο κατ’ οὐσίαν ἀποτειχισμένος
ἀπό τήν Φλωρεντία, καθ’ ἥν στιγμή αὐτός ἤθελε νά παραμείνη στά ὅρια τῶν Πατέρων
καί οἱ ὑπόλοιποι προτιμοῦσαν τόν συμβιβασμό καί τό βόλεμα. Ἡ βασική διδασκαλία
τοῦ ἁγίου, ἡ ὁποία στό σημεῖο αὐτό διακρίνεται, εἶναι ὅτι στά θέματα τῆς
πίστεως δέν ὑπάρχουν μικρά και μεγάλα, ἀλλά ὅλα εἶναι μεγάλα καί σημαντικά: «οὐ γάρ ἐστι μικρόν ἐν τοῖς
τοιούτοις καί τό δοκοῦν μικρόν».
Το ὅτι ὁ Νικαίας Βησσαρίων τόν ἀπεκάλεσε
μανιασμένο και δαιμονισμένο δέν εἶναι παράξενο, διότι ἔτσι ἀπεκάλεσαν οἱ Ἑβραῖοι
καί τόν Χριστό. «Περισσόν ποιῶ καί φιλονεικῶ μετά
ἀνθρώπου δαιμονιαρίου· αὐτός γάρ ἔνι μαινόμενος».
Τελικῶς τήν ἑπομένη ἡμέρα πού ἐσυνεχίσθη
τό συμβούλιο τῶν ἀρχιερέων καί τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων ὁ Συρόπουλος περιγράφει τά ἑξῆς:
«Ἀρξαμένου δέ τοῦ Ἐφέσου ἀναγνῶναί τι ἐκ
τῶν τοῦ Καβάσιλα περί τοῦ προτεθέντος ζητήματος, εὐθύς εἶπεν ὁ Ρωσίας· Ἡμεῖς διά ἕνωσιν και εἰρήνην ἤλθομεν ἐνταῦθα
οὐχί διά σχίσμα καί διάστασιν. Θέλωμεν οὖν ἵνα ἀναγιγνώσκωμεν καί τούς ἑνωτικούς,
οὐ τούς σχισματικούς καί διϊστῶντας. Ὁ οὖν Καβάσιλας σχισματικός ἐστι καί οὐ
θέλομεν ἀναγινώσκεσθαι. Διεδέξαντο τοῦτον ὁ Λακεδαιμονίας εἰπών · Καί τί ἔχομεν τον Καβάσιλαν; ἡμεῖς οὐκ ἔχομεν
αὐτόν ἅγιον · ἀρχιερεύς
ἦν, καί ἔχομεν κἀκεῖνον ὡς ἕνα τῶν νῦν ὄντων ἀρχιερέων, ὡς τόν Μονεμβασίας
τυχόν ἤ ἄλλον τινά, οὐδέ ἀνάγκην ἔχομεν στέργειν τά ἐκείνου συγγράμματα. Τότε εἶπεν
ὁ Ἐφέσου· Λοιπόν ἄς ἀναγιγνώσκωμεν τόν
Βέκκον. Καί ἀγανακτήσας τήν ἰταμότητα καί τό θράσος αὐτῶν καί καταλαβών ὅτι πάντες
σχεδόν προδεδομένοι καί ἕτοιμοί εἰσι πρός τήν τοῦ λατινισμοῦ συγκατάθεσιν ἐσιώπησε» (ὅπ. ἀν., σελ. 446).
Ὄντως ὁ Βέκκος ἦτο κατάλληλος νά ἀναγνωσθῆ
σέ μία τέτοια σύναξι, στήν ὁποία ἐζητοῦντο ἐρείσματα διά τον συμβιβασμό μέ τούς
Λατίνους. Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει και σήμερα πού πολλοί, προκειμένου νά μείνουν
στήν σιωπή καί στήν ἀπραξία, ζητοῦν ἐρείσματα καί Πατέρες πού να ταιριάζουν στά
μέτρα των, ἐπειδή δέν προαιρούμεθα να ἀρθοῦμε εἰς τό ὕψος τῶν περιστάσεων.
Δέν πρέπει νά παραλείψωμε καί τό ἔχον ἄμεσο
σχέσι μέ τήν ἀποτείχισι ἀκροτελεύτιο τμῆμα τῆς ὁμολογίας τοῦ ἁγίου, τήν ὁποία ἔκανε
ἐνώπιον τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας «Καί
τί δεῖ πολλά λέγειν; Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι,
πᾶσαι αἱ σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ θεῖαι γραφαί φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι
καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι. Τούτων
οὖν ἐγώ πάντων καταφρονήσας, ἀκολουθήσω τοῖς ἐν προσχήματι πεπλασμένης εἰρήνης ἑνωθῆναι
κελεύουσι; τοῖς τό ἱερόν καί θεῖον σύμβολον κιβδηλεύσασι καί τόν Υἱόν ἐπεισάγουσι
δεύτερον αἴτιον τοῦ ἁγίου Πνεύματος; Τά γάρ λοιπά τῶν ἀτοπημάτων ἐῶ τό γε νῦν ἔχον,
ὧν καί ἕν μόνον ἱκανόν ἦν ἡμᾶς ἐξ αὐτῶν διαστῆσαι. Μή πάθοιμι τοῦτό ποτε, Παράκλητε ἀγαθέ, μηδ’ οὕτως ἐμαυτοῦ καί
τῶν καθηκόντων λογισμῶν ἀποπέσοιμι· τῆς δέ σῆς διδασκαλίας καί τῶν ὑπό σοῦ ἐμπνευσθέντων μακαρίων
ἀνδρῶν ἐχόμενος, προστεθείην πρός τούς ἐμούς πατέρας, τοῦτο,
εἰ μή τι ἄλλο, ἐντεῦθεν ἀποφερόμενος, τήν εὐσέβειαν» (Τά
εὑρισκόμενα ἅπαντα, Τόμ. Α΄, σελ. 424).
Τό χαρακτηριστικό στήν διδασκαλία τῶν
Πατέρων, τήν ὁποία ἀκολουθεῖ πιστά καί ὁ ἅγ. Μᾶρκος, εἶναι ὅτι, στά θέματα τῆς
πίστεως καί μία ἐκτροπή εἶναι ἀρκετή διά νά δημιουργήση τήν ἀποτείχισι: «Τά γάρ λοιπά τῶν ἀτοπημάτων ἐῶ τό
γε νῦν ἔχον, ὧν καί ἕν μόνον ἱκανόν ἦν ἡμᾶς ἐξ αὐτῶν διαστῆσαι».
Ἀπευθυνόμενος πρός τόν Γεννάδιο Σχολάριο, τον
μαθητή καί διάδοχό του εἰς τούς ἀγῶνες τῆς πίστεως και ἐπισημαίνων τήν ἀναγκαιότητα
τῆς ὀρθοδόξου πίστεως διά τήν σωτηρία μας, ὁ ἅγιος ἀναφέρει: «Πάντως οὐκ ἀγνοεῖ, σοφός ὤν, ὡς ἡ
τῆς καθολικῆς πίστεως ἀνατροπή κοινή ἐστιν ἀπώλεια» (Σπ. Λάμπρου, ὅπ. ἀν., Ἐπιτελεύτιοι ὁμιλίαι, σελ.
37).
Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος δέ στόν ἀπολογητικό
του λόγο πρός τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ἀναφέρει: «Εἴτε γοῦν ἐν μείζονι εἴτε ἐν ἐλάττονι διαμαρτάνοι τις τῆς ἀληθείας
τῆς πίστεως, αἱρετικός ἐστιν, καί εἴτε ἐν μείζονι εἴτε ἐν ἐλάττονι πράγματι ἤ ὅ ἀποτίθεται ἤ
ὅ προσλαμβάνει ἁμαρτάνοι τις θεοῦ καταφρόνησιν, ἀνθρωπίνας ἐλπίδας ἤ χρείας ἤ
φόβους τοῦ ἐν συνειδήσει θείου δικαίου προτιμῶν, τῷ
θεῷ πολέμιος κρίνεται»
(ὅπ. ἀν., σελ. 100).
Ἀπό ὅλα αὐτά γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ ἀποτείχισις
θεσπίστηκε ὡς Παράδοσις διά τά θέματα τῆς πίστεως, ἐπειδή ἀκριβῶς αὐτά ἔχουν
τήν ὑψίστη σημασία διά τήν σωτηρία μας, εἶναι δέ ὁ μόνος τρόπος διατηρήσεως τῆς
ἀληθινῆς πίστεως, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως.
Ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός ἔχει θά λέγαμε εἰς
τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως κάτι τό μοναδικό, τό ὁποῖο ἀφ’ ἑνός μέν θά εἶναι
μεγίστη ἀπώλεια ἄν δέν σημειωθῆ, ἀφ’ ἑτέρου δέ δεικνύει τήν βεβαιότητα καί τήν ἀσφάλεια
πού ἔνοιωθε ἀπομακρυνόμενος ἀπό τούς φορεῖς τῆς αἱρέσεως. Αὐτό τό μοναδικό εἶναι
ὅτι ἤθελε νά διατηρήση τήν ἀποτείχισι καί τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας
ὄχι μόνο ἐν ὅσῳ ζοῦσε ἀλλά καί μετά θάνατον.
Ὅταν λοιπόν, ἐπλησίασε τό τέλος τοῦ ἁγίου
καί εὑρίσκοντο πλησίον του οἱ Ὀρθόδοξοι συναγωνιστές του, καθώς ἐπίσης καί
πολλοί ἄλλοι ἐπίσημοι καί μή, ἄφησε τίς τελευταῖες ὁδηγίες οἱ ὁποῖες ὁμιλοῦν
διά τήν μετά θάνατον ἀποτείχισί του. Τό κείμενο αὐτό εἶναι ἕνα ὁμολογιακό
κειμήλιο, τό ὁποῖο καί μόνο του χαρακτηρίζει τόν ἅγιο, δεικνύει ὅτι ἐνῶ εὑρίσκεται
στό τέλος τῆς ζωῆς του ἔχει νεανικό παλμό καί δύναμι, δεικνύει τό πόσο εἶχε
κατανοήσει ὁ ἅγιος τήν ἀξία τῆς ἀποτειχίσεως καί τήν ἀσφάλεια πού ἔνοιωθε εἰς αὐτήν
καί ἐπί πλέον ὅτι, ἀναχωρῶντας ὁ ἴδιος ἀπό τήν ἐδῶ ζωή, εἶχε τήν καθαρή καί ἀνόθευτο
πίστι ὡς τό μεγαλύτερο ἐφόδιο πρός συνάντησι τοῦ Κυρίου· εἶχε τήν συναίσθησι ὅτι,
ὡς ἀποτειχισμένος ἀπό ἐδῶ θά συναντοῦσε τούς ἀποτειχισμένους ἁγίους, τούς
δεδιωγμένους διά τήν πίστι, τούς μάρτυρες τῆς ἀληθείας καί ὅλους ὅσους ἀγάπησαν
τήν καθαρότητα καί ἀκεραιότητα τῆς πίστεως καί ὅσους ἔπαθαν δι’ αὐτήν. Μέ ὅλους
αὐτούς εἶχε ταυτισθῆ εἰς τήν παροῦσα ζωή καί δι αὐτό καί μετά θάνατο ἤθελε νά
γνωρίζουν ὅτι παραμένει εἰς αὐτήν τήν πίστι. Παραθέτουμε ὅλα τά τελευταῖα λόγια,
ὅπως ἀκριβῶς διετηρήθησαν ἀπό τούς μαθητές του.
«Βούλομαι πλατύτερον τήν ἐμήν γνώμην εἰπεῖν,
εἴπερ ποτέ καί νῦν, ἐν τῷ ἐγγίζειν τήν τελευτήν μου, ἵνα σύμφωνος ὦ ἐμαυτῷ ἀπ’ ἀρχῆς
μέχρι τέλους καί μή δόξῃ τισίν, ὅτι ἄλλα μέν ἔλεγον, ἄλλα δέ ἔκρυπτον ἐν τῇ
διανοίᾳ, ἅ εἰκός ἦν ἐλεγχθῆναι τῇ ὥρᾳ ταύτῃ τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως. Λέγω
δέ περί τοῦ πατριάρχου,
μήπως δόξῃ αὐτῷ προφάσει τάχα τιμῆς τῆς
πρός ἐμέ ἐν τῇ κηδείᾳ τοῦ ταπεινοῦ μου τούτου σώματος ἤ καί ἐν τοῖς μνημοσύνοις
μου στεῖλαί τινας τῶν ἀρχιερέων αὐτοῦ
ἤ τοῦ κλήρου αὐτοῦ ἤ ὅλως τῶν κοινωνούντων αὐτῷ τινα συνεύξασθαι ἤ συμφορέσαι
τοῖς ἐκ τοῦ ἡμετέρου μέρους ἱερεῦσι τοῖς
πρός τά τοιαῦτα προσκληθεῖσι, δοξάσας ὡς οἱῳδήποτε τρόπῳ προσίεμαι,
κἄν ἐν τῷ κρυπτῷ τήν αὐτοῦ κοινωνίαν.
»Καί ἵνα μή ἡ σιωπή μου συγκατάβασιν
τινα ὑπονοῆσαι παρέξῃ τοῖς μή καλῶς καί εἰς βάθος εἰδόσι τόν ἐμόν σκοπόν, λέγω
καί διαμαρτύρομαι ἐνώπιον τῶν παρατυχόντων πολλῶν καί ἀξιολόγων ἀνδρῶν, ὡς
οὔτε βούλομαι οὔτε δέχομαι τήν αὐτοῦ ἤ τήν τῶν μετ’ αὐτοῦ κοινωνίαν τό παράπαν,
οὐδαμῶς, οὔτε ἐπί τῆς ζωῆς μου, οὔτε μετά θάνατον, ὥσπερ οὐδέ τήν γεγονυῖαν ἕνωσιν καί τά δόγματα τά λατινικά, ἅπερ
ἐδέξατο αὐτός τε καί οἱ μετ’ αὐτοῦ, καί ὑπέρ τοῦ δεφενδεύειν ταῦτα καί τήν
προστασίαν ταύτην ἐμνηστεύσατο ἐπί καταστροφῇ τῶν ὀρθῶν τῆς ἐκκλησίας δογμάτων.
»Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταμαι
τούτου καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῷ Θεῷ καί πᾶσι τοῖς ἁγίοις, καί ὥσπερ τούτων
χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καί τοῖς ἁγίοις πατράσι, τοῖς θεολόγοις τῆς
ἐκκλησίας· ὥσπερ
αὖ πείθομαι τούς συντιθεμένους τούτοις ἀποδιΐστασθαι τῆς ἀληθείας καί τῶν μακαρίων
τῆς ἐκκλησίας διδασκάλων. Καί διά τοῦτο λέγω, ὥσπερ παρά πᾶσάν μου τήν ζωήν ἤμην
κεχωρισμένος ἀπ’ αὐτῶν,
οὕτω καί ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου μου, καί
ἔτι καί μετά τήν ἐμήν ἀποβίωσιν ἀποστρέφομαι τήν αὐτῶν κοινωνίαν
καί ἕνωσιν, καί ἐξορκῶν ἐντέλλομαι, ἵνα μηδείς ἐξ αὐτῶν προσεγγίσῃ ἤ ἐν τῇ ἐμῇ κηδείᾳ ἤ τοῖς μνημοσύνοις
μου, ἀλλ’ οὐδέ ἄλλου τινός τῶν τοῦ μέρους ἡμῶν,
ὥστε συμφορένειν ἐπιχειρῆσαι καί συλλειτουργεῖν τοῖς ἡμετέροις· τοῦτο γάρ ἐστι τό τά ἄμικτα μίγνυσθαι. Δεῖ
δέ παντάπασιν ἐκείνους εἶναι κεχωρισμένους ἡμῶν, μέχρις ἄν δῷ ὁ Θεός τήν καλήν
διόρθωσιν καί εἰρήνην τῆς ἐκκλησίας αὐτοῦ» (Λόγοι τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μάρκου ἀρχιεπισκόπου
Ἐφέσου, οὕς εἶπε πολλοῖς τῶν ἀρχιερέων καί ἱερομονάχων καί μοναχῶν καί
κοσμικῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐν ᾗ μετέστη πρός τόν Θεόν, Patrologia Orientalis, Τοme XV, Αu Concile de Florence, σελ.
346 καί Σπ. Λάμπρου, ὅπ. ἀν., σελ. 35).
Τά βασικά σημεῖα τῆς ὁμιλίας εἶναι τά ἑξῆς:
Μέ ὅλους ὅσους εἶχε διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, διά τά θέματα τῆς
πίστεως, δέν θέλει οὔτε στήν κηδεία του νά παρευρεθοῦν, οὔτε πολύ περισσότερο
νά φορέσουν ἄμφια, τάχα διά νά τόν τιμήσουν, ὁ Πατριάρχης δηλαδή καί οἱ Ἀρχιερεῖς
του. Δέν θέλει νά νομισθῆ ἀπό τούς πολλούς, ἔστω καί ὡς ὑπόνοια, ὅτι κρυφά εἶχε
ἐπικοινωνία ἐκκλησιαστική μαζί των. Δέν ἐπιθυμεῖ μέ τούς λατινόφρονες Πατριάρχη
καί Ἀρχιερεῖς καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία, οὔτε καί μετά θάνατον. Δηλώνει ὅτι
εἶναι πεπεισμένος ὅτι, ὅσο ἀπομακρύνεται ἀπό αὐτούς ἐκκλησιαστικά, προσεγγίζει
τόν Θεό, ἑνώνεται μέ τήν ἀλήθεια καί τούς ἁγίους. Ὅσο ἀπεναντίας πλησιάζει αὐτούς,
ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό καί τούς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας. Δέν θέλει, ἀναφέρει
τελειώνοντας, καμμία ἐπικοινωνία ἐκκλησιαστική, διά νά μήν ἀναμικτοῦν εἰς τήν
πίστι τά ἄμικτα.
Αὐτός ἦταν ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ ἄτλας
τῆς Ὀρθοδοξίας μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Εἶναι ἀναγκαῖο νά εἰπωθῆ ὅτι σήμερα
ὁ Οἰκουμενισμός αὐτό ἀκριβῶς διδάσκει καί ἔχει σημαία του, τήν μίξι τῶν ἀμίκτων,
δηλαδή ὅ,τι δέν ἤθελε ἀκριβῶς ὁ ἅγιος. Δι’ αὐτό διδάσκει την συνύπαρξι σέ ἐκκλησιαστικό
ἐπίπεδο μέ τούς αἱρετικούς, τήν ἀλληλοπεριχώρησι, τήν θεωρία τῶν δύο πνευμόνων,
τήν ἀλληλοαναγνώρισι, κλπ.
Καί ὁ διάδοχος τοῦ ἁγ. Μάρκου, Γεννάδιος ὁ
Σχολάριος ἀγωνίσθηκε στό ἴδιο πνεῦμα τοῦ διδασκάλου του, διά νά ἀποκατασταθῆ ἡ
εὐσέβεια. Αὐτός, ὡς Πατριάρχης, καθιέρωσε νά τελῆται ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Μάρκου τήν
19ην Ἰανουαρίου, σύμφωνα μέ τόν Μ. Γεδεών (Πατριαρχικοί Πίνακες, σελ.
357). Μετά ἄλλωστε τήν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Τούρκους ἦταν εὔκολη
ἡ ἐπαναφορά εἰς τήν εὐσέβεια, ἐφ’ ὅσον διεψεύσθησαν οἱ ἐλπίδες περί βοηθείας ἐκ
μέρους τοῦ Πάπα.
(Ἀπὸ τὴν μελέτη τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ,
Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου
Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου
Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν», σελ. 198-220).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.