Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018

Κυριακή Ι΄ Λουκά: Διδαχή στο Ευαγγέλιο της ημέρας

 (Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)


«Ην δε διδάσκων εν μια των συναγωγών εν τοις σάββασι»

Είναι παρηγορητικό, αγαπητοί αδελφοί, ν’ ακούμε ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός την ημέρα του Σαββάτου -που στην παλαιοδιαθηκική Εκκλησία ήταν ό,τι η ημέρα της Κυριακής στην καινοδιαθηκική— δίδασκε τον λαό. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς τώρα συγκεντρωμένοι εδώ, στον ιερό ναό, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δεκαεπτά αιώνες μετά την αναχώρησή Του από τη γη. Με τα σωματικά μας μάτια δεν Τον βλέπουμε. Τον βλέπουμε, όμως, με τα μάτια της πίστεως. Ακούμε τη διδασκαλία Του να εξαγγέλλεται μέσ’ από το ιερό Ευαγγέλιο. Τα γεγονότα που συνδέονται με την επίγεια παρουσία Του, καταγραμμένα με αγία απλότητα και ασυνήθιστη σαφήνεια από τους ιερούς ευαγγελιστές, ξετυλίγονται παραστατικά μπροστά μας. Μέσω των θείων Μυστηρίων αποκτούμε αδιάλειπτη κοινωνία με τον Κύριο. Μπορούμε να ενισχύουμε και να επεκτείνουμε αυτή την κοινωνία με τη διαρκή μνήμη Του, με διαγωγή σύμφωνη με τις αγίες εντολές Του, με τη συνεχή προσευχητική επίκλησή Του. Είναι αλήθεια: Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός βρίσκεται ανάμεσά μας. Δεν βρίσκεται μόνο για όποιον Τον αρνείται. Δεν πρόκειται για επινόηση τολμηρής φαντασίας. Δεν πρόκειται για πλάνη. Το είπε ο Ίδιος στους μαθητές Του: «Εγώ θα είμαι μαζί σας παντοτινά, ως τη συντέλεια του κόσμου». Όποιος δεν βλέπει τον Κύριο ανάμεσά μας, αυτός δεν είναι μαθητής Του.
Σε τίποτα δεν ωφελεί το να βλέπουμε τον Κύριο με τα σωματικά μας μάτια, όταν ο νους μας είναι τυφλωμένος, όταν η πίστη -αυτή η δύναμη της πνευματικής οράσεως— δεν ενεργεί. Απεναντίας, όταν

Ομιλία περί της σταθερότητος την οποίαν χρεωστούμε να έχωμεν εις την ευσέβειαν της Αγίας μας Πίστεως

(Προκόπιος ο Μεγαλοσπηλαιώτης)



Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.

Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Κεφ. ιγ. 10 – 17.
Τω καιρώ εκείνω, Ήν διδάσκων ο Ιησούς εν μιά των συναγωγών εν τοις σάββασι. και ιδού γυνή ήν πνεύμα έχουσα ασθενείας έτη δέκα και οκτώ, και ήν συγκύπτουσα, και μή δυναμένη ανακύψαι εις το παντελές. ιδών δέ αυτήν ο Ιησούς, προσεφώνησε και είπεν αυτή, γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου, και επέθηκεν αυτή τας χείρας, και παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν. αποκριθείς δέ ο αρχισυνάγωγος, αγανακτών ότι τω σαββάτω εθεράπευσεν ο Ιησούς, έλεγε τω όχλω, έξ ημέραι εισίν εν αις δεί εργάζεσθαι, εν ταύταις ούν ερχόμενοι θεραπεύεσθε, και μή τη ημέρα του σαββάτου. απεκρίθη ούν αυτώ ο Κύριος και είπεν, υποκριτά, έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει τον βούν αυτού η τον όνον απο της φάτνης, και απαγαγών ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, ήν έδησεν ο σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη, ουκ έδει λυθήναι απο του δεσμού τούτου τη ημέρα του σαββάτου; και ταύτα λέγοντος αυτού, κατησχύνοντο πάντες οι αντικείμενοι αυτώ, και πάς ο όχλος έχαιρεν επι πάσι τοις ενδόξοις τοις γινομένοις υπ’ αυτού.


Απόδοση:
Εκείνο τον καιρό, ένα Σάββατο δίδασκε ο Ιησούς σε κάποια συναγωγή. Εκεί βρισκόταν και μια γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα. Ήταν κυρτωμένη, και δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της. Όταν την είδε ο Ιησούς, τη φώναξε και της είπε: «Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από την αρρώστια σου». Έβαλε επάνω της τα χέρια του, κι αμέσως εκείνη ορθώθηκε και δόξαζε το Θεό. Ο αρχισυνάγωγος όμως, αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο, γύρισε στο πλήθος και είπε: «Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς• μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο». Ο Κύριος του απάντησε: «Υποκριτή! Ο καθένας σας δε λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει; Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;» Με τα λόγια αυτά ντροπιάζονταν όλοι οι αντίπαλοί του, κι ο κόσμος χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά που έκανε ο Ιησούς.
(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη)

Λόγος Προκοπίου του Μεγαλοσπηλαιώτου, περί της σταθερότητος που χρεωστούμε να έχωμεν εις την ευσέβειαν της αγίας μας Πίστεως

    «Αποκριθείς δε ο αρχισυνάγωγος αγανακτών, ότι τω Σαββάτω εθεράπευσεν ο Ιησούς, έλεγε τω όχλω. Εξ ημέραι εισίν εν αις δει εργάζεσθαι. Εν ταύταις ουν εισερχόμενοι θεραπεύεσθε, και μη τη ημέρα του Σαββάτου».
    Αυτός, εσκοτισμένος από το πάθος του φθόνου ο οποίος του εκυρίευε την καρδίαν εναντίον του Ιησού, όχι μόνον έκλεισε τα ώτα του για να μην ακούει την απόρρητον σοφία του Ιησού, όχι μόνον εσφράγισε τους οφθαλμούς του για να μη βλέπει την θείαν εκείνην ενέργεια των θαυμάτων του, τα οποία ήσαν ικανά να στρέψουν κάθε καρδία στην πίστη και στον σεβασμό του θείου υποκειμένου του, αλλά και τον κατεδίκασε μάλιστα με μίαν τολμηράν αυθάδειαν ενώπιον του λαού ως παραβάτην του νόμου. Και αυτό διότι

Σκέψεις για έγκυρα-άκυρα μυστήρια (Δ΄ μέρος)

Η ΣΤΑΣΗ ΜΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ἔγκυρα καὶ ἄκυρα μυστήρια

Δ΄ μέρος
Νὰ προσθέσουμε ἐδῶ, διακόπτοντας τὰ γεγονότα τῶν Ἀρειανικῶν ἐρίδων, ἕνα τμῆμα ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν διαχρονικὴ ἀντιμετώπιση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς μὴ κεκριμένους αἱρετικοὺς καὶ τὰ ἑξῆς:
«Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν· ᾽Αλλὰ μὴν καὶ οἱ πλείους τῶν ἐν τῇ ἕκτῃ ἁγίᾳ συνόδῳ συνεδρευσάντων ὑπὸ Σεργίου, Πύρρου, Παύλου, Πέτρου ἐκεχειροτόνηντο τῶν καθηγητῶν τῆς αἱρέσεως τῶν μονοθελητῶν, ἐπειδὴ ἀμοιβαδὸν οὗτοι τὸν Κωνσταντινουπόλεως θρόνον ἐκληρώσαντο, καὶ ἀπὸ τοῦ ἐσχάτου αὐτῶν καθηγησαμένου τοῦ θρόνου Κωνσταντινουπόλεως Πέτρου ἕως τῆς ἕκτης συνόδου ἔτη πλέον οὐ διῆλθον ἢ δεκαπέντε· καὶ αὐτοὶ οἱ ἐν τῷ μεταξὺ χρόνῳ γενόμενοι Θωμᾶς καὶ ᾽Ιωάννης καὶ Κωνσταντῖνος ἀρχιερεῖς ἐν τῷ προδηλωθέντι χρόνῳ τῆς χειροτονίας τῶν ὀνομασθέντων αἱρετικῶν γεγόνασι καὶ ἕνεκεν τούτου οὐκ ἀπεδοκιμάσθησαν ἐπὶ πεντήκοντα γὰρ ἐνιαυτοὺς τὸ τηνικαῦτα ἡ αἵρεσις διήρκεσεν. ἀλλ' οἱ τῆς ἕκτης συνόδου πατέρες αὐτοὺς τοὺς τέσσαρας ἀνεθεμάτισαν καίπερ χειροτονία αὐτῶν ὄντες» (Πρακτικὰ Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου, Μansi 12, 1047).
Ἐπὶ πλέον, καὶ στὴν Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ποὺ κατέκρινε τὴν εἰκονομαχικὴ αἵρεσιν, ἔγιναν δεκτοὶ εἰκονομάχοι ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι εἶπαν ὅτι «ἐν ταύτῃ τῇ αἱρέσει ἡμῶν γεννηθέντες ἀνετράφημεν καὶ ηὐξήθημεν» (Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μ. 12, 1031).
Εἶναι φανερὸ ὅτι ὅλοι αὐτοὶ πραγματοποίησαν μυστήρια ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια· καὶ ἐβάπτισαν, καὶ κοινώνησαν, καὶ ἐξομολόγησαν, καὶ ἐχειροτόνησαν. Μήπως ὅλα αὐτὰ τὰ μυστήρια ἦταν ἄκυρα; Μήπως ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ ἔκανε λάθος; Μήπως τὰ λόγια τοῦ πατριάρχη Ταρασίου «ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστὶν ἡ χειροτονία» τους (ὅπ. παρ., Μ. 12, 1042) ποὺ ἔρχεται σὲ συμφωνία μὲ τὸ τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου «πάντας μὲν ὁ Θεὸς οὐ χειροτονεῖ, διὰ πάντων δὲ αὐτὸς ἐνεργεῖ» δὲν ἰσχύει;
Καὶ στὴ συνέχεια ἐξηγεῖ ὁ Πρόεδρος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Ταράσιος ὅτι ἡ Σύνοδος ἀποδέχεται τὴν ἱερωσύνη κάποιων,

«Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΛΟΓΟΥ»

Τοῦ Ν. ΣΑΚΑΛΑΚΗ
Ερωτά ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ο μεγάλος αυτός θεολόγος: «Τι είναι το κυριώτερον και το σπουδαιότερον εις την ζωήν του ανθρώπου;   -Αναμφιβόλως το να δώση νόημα εις την ζωήν του, η οποία και οντολογικά και φαινομενολογικά έχει απονοηματισθή από τον θάνατον· δηλ. από την αμαρτίαν. Διότι μόνον η αμαρτία και ο θάνατος στερούν την ζωήν και την ύπαρξιν από το νόημα, απολογοποιούν και τον άνθρωπον και την κτίσιν» (ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ, σελ. 15).
Η περατότητα του ανθρώπινου νου πολλές φορές δημιουργεί και νόθα προβλήματα και νόθους προβληματισμούς γύρω από το νόημα της ζωής. Το αλογικό, το υπέρλογο και το παράλογο, είναι ο τρισδιάστατος χώρος κινήσεως της ανθρώπινης λογικής.
Η εποχή μας, ριζικά αναθεωρητική–παγκοσμιοποιημένη, περίτρομος ανάμεσα στα κύματα των ιδεολογιών–φιλοσοφιών, αναζητά την μετέωρη ειρήνη.
Γιατί, σήμερα, πολλοί άνθρωποι βιώνουν την «ερημική γειτονιά»;