Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Ἀναφορικὰ μὲ τοὺς
ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν Της καὶ κυρίως τῶν αἱρέσεων ἔχουν
γραφτεῖ πολλὰ βιβλία καὶ κείμενα. Τὰ βιβλία καὶ κείμενα αὐτὰ προβάλλουν ἰδίως
τοὺς ἀγῶνες τῶν κληρικῶν, ἱερέων καὶ μοναχῶν, δὲν ἀναφέρονται ὅμως τὸ ἴδιο συγκεκριμένα
καὶ ἐκτεταμένα στοὺς ἀγῶνες τῶν λαϊκῶν. Ἡ παράλειψη αὐτὴ ποὺ παρατηρήθηκε δεκαετίες
ὁλόκληρες μαζὶ μὲ τὴν ἐλλειπὴ κατήχηση εἶχε σὰν τραγικὸ ἀποτέλεσμα, οἱ περισσότεροι
σημερινοὶ λαϊκοί, τὸ ποίμνιο, νὰ ἀγνοοῦν τὴν βαριὰ κληρονομιὰ καὶ τὸν ρόλο ποὺ ἔχουν
καὶ πρέπει νὰ διαδραματίζουν καὶ ἀκολούθως νὰ μὴν διακατέχονται ἀπὸ τὴν ἴδια ἀγωνιστικότητα,
αὐτοθυσία καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο πνεῦμα εὐθύνης, ὅπως παλαιότερα. Ἐφ’ ὅσον ὁ ἀγώνας εἶναι
γιὰ τὸ «σπίτι» μας, τὴν Ἐκκλησία, καὶ ἐφ’ ὅσον ὁ ἀγώνας αὐτὸς ἀποτελεῖ καὶ Ὁμολογία
Πίστεως, ἡ εὐθύνη καταμερίζεται σὲ κάθε Χριστιανὸ ἐξίσου, χωρὶς νὰ παραβλέπεται
βέβαια ὁ καθοδηγητικὸς ρόλος τῶν ἱερωμένων καὶ τῶν μοναχῶν.
Ἔτσι λοιπόν, διὰ
τῆς καταλυτικῆς ἐπιδράσεως τῆς ἐκκοσμίκευσης, τῆς κατάπτωσης τῶν κληρικῶν καὶ τῆς
ἀλλοιώσεως τῆς ἁγιοπατερικῆς μας Παραδόσεως διὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἄλλαξε καὶ
συνεχῶς μεταβάλλεται τὸ φρόνημα καὶ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ (τοῦ φύλακος τῆς
Πίστεως), σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ νὰ μὴν ἀντιδρᾶ σὲ καμιὰ ἀπὸ τὶς οἰκουμενιστικὲς
καινοτομίες ἀλλοιώσεως καὶ προδοσίας τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀλήθειας. Ἔχουν ἀλλοιωθεῖ,
δηλαδή, σὲ τόσο μεγάλο βαθμὸ ὡς πρὸς τὴν πίστη οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, ὥστε ὄχι
μόνο δὲν ἔχουν διάθεση νὰ ἀντισταθοῦν στοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ
δυσκολεύονται νὰ κατανοήσουν γιατί μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι, γιατί οἱ Πατέρες
πολέμησαν μέχρις αἵματος τὶς αἱρέσεις καὶ γιατί οἱ Ὁμολογητὲς μὲ παρρησία καὶ αὐθορμήτως
προσήρχοντο καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς ἀναγκάσει γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν Πίστη,
γιατὶ ἀντιστάθηκαν ἐναντίον βασιλέων καὶ ἡγεμόνων (κοσμικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν)
ὑπερασπιζόμενοι μὲ πάθος τὸν θησαυρὸ τῆς ἀληθινῆς Πίστεως.
Οἱ ἀγῶνες τῶν
λαϊκῶν ἔχουν ὡς θεμέλιο καὶ ἐκφράζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ Ἱ. Παράδοση. Ἡ Παράδοση
αὐτὴ ἐκφράζεται περίφημα στὸ γνωστὸ χωρίο τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου:
«Ἐντολή γάρ Κυρίου μή σιωπᾶν ἐν καιρῷ
κινδυνευούσης πίστεως... Ὥστε, ὅτε περὶ πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, ἐγὼ
τίς εἰμι; Ἱερεὺς, ἄρχων, στρατιώτης, γεωργός, πένης;… Οὐά οἱ λίθοι κράξουσι, καὶ
σὺ σιωπηλὸς καὶ ἄφροντις;» (P.G. 99, 1321 B).
Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν λαμβάνει
ὑπ΄ ὄψιν του καὶ δὲν θεωρεῖ ἐμπόδιο τὸν συμβατικὸ χωρισμὸ σὲ κοινωνικὲς τάξεις,
γιὰ τὴν ἐνεργῆ συμμετοχὴ στοὺς ἀγῶνες τῆς Πίστεως. Στοὺς ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας ὅλοι