Τρίτη στάση ἀγῶνος:
Ἡ ἀποτείχιση τῶν λαϊκῶν ἀπὸ τὴν αἵρεση
Εἴδαμε παραπάνω, πῶς οἱ λαϊκοὶ τοῦ παρελθόντος ὑπεράσπισαν μὲ κάθε τίμημα τοὺς ἀληθινοὺς ποιμένες καὶ πολέμησαν τοὺς ψευδοποιμένες ἢ τοὺς ἀνάξιους. Τώρα θὰ ἐξετασθεῖ ἡ στάση τῶν λαϊκῶν στὸ θέμα τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς ὑπεράσπισης τοῦ δόγματος. Οἱ πιστοὶ λαϊκοί, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τους καὶ μιμούμενοι τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων περὶ ψευδεπισκόπων, ἔχοντας κατηχηθεῖ καὶ ζυμωθεῖ μὲ τὸν βίο τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ὁμολογητῶν, οἱ ὁποῖοι ἀκόμα καὶ μὲ τὴν ζωή τους ἐπλήρωναν τὴν ὁμολογία καὶ τὴν ἐμμονή τους στὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀψηφοῦσαν κάθε ψευδεπίσκοπο καὶ ψευτοπατριάρχη καὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ ξεσηκώθηκαν ἐνάντια στὴν ὅποια αἵρεση (αὐτὸ φάνηκε περίτρανα καὶ στὶς προηγούμενες ἀναφορές).
Ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη, τότε ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὑπεράσπιση καὶ ἡ ὁμολογία τῆς Ἀληθείας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους πιστούς, (ταυτόχρονα μὲ τοὺς Κληρικούς, πόσο μᾶλλον, ὅταν αὐτοὶ συμβιβάζονται ἢ σιωποῦν) δὲν εἶναι ὑπόθεση λίγων ἐκλεκτῶν, δὲν εἶναι θέμα ἐπιστημονικῆς συζητήσεως κοσμικοῦ χαρακτῆρα, ἀλλὰ θέμα ὑπεράσπισης καὶ ὑπακοῆς στοὺς Πατέρες καὶ στὴν μόνη πραγματικὰ ἀσφαλῆ θεολογία τους, ποὺ μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία χωρὶς ἀλλαγὲς ὡς σήμερα.
Σήμερα οἱ κληρικοὶ δὲν θέλουν τοὺς λαϊκοὺς νὰ τοὺς ἐλέγχουν καὶ νὰ ὁμολογοῦν τὴν πίστη τους. Ἀποσιωποῦν ἐντέχνως, ὅτι εἶναι ὑποχρέωση καὶ καθῆκον ἱερὸ τοῦ κάθε Χριστιανοῦ (κληρικοῦ καὶ λαϊκοῦ) ποὺ μὲ τὸ
βάπτισμά του ἔλαβε τὴν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ μελετάει τὶς Γραφές, νὰ διδάσκεται τὴν ὀρθὴ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξετάζει καὶ νὰ ἐλέγχει, ὅποιον φαίνεται νὰ ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὴν μέχρι ἀποδείξεως τοῦ ἀντιθέτου, ὥστε αὐτὴ νὰ μείνει ἀνόθευτη, ἀσάλευτη καὶ παρακαταθήκη γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς στοὺς αἰῶνες. Ὁ ἔλεγχος σὲ θέματα πίστεως καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ ἔμπραχτη ἐφαρμογὴ τοῦ καθήκοντος τοῦ κάθε πιστοῦ νὰ διακρίνει μεταξὺ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πνεύματος τῆς πλάνης, μεταξὺ τῆς αὐθεντικῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων καὶ τῆς διαστρέβλωσης ἢ τῆς κακῆς ἐφαρμογῆς της.
βάπτισμά του ἔλαβε τὴν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ μελετάει τὶς Γραφές, νὰ διδάσκεται τὴν ὀρθὴ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξετάζει καὶ νὰ ἐλέγχει, ὅποιον φαίνεται νὰ ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὴν μέχρι ἀποδείξεως τοῦ ἀντιθέτου, ὥστε αὐτὴ νὰ μείνει ἀνόθευτη, ἀσάλευτη καὶ παρακαταθήκη γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς στοὺς αἰῶνες. Ὁ ἔλεγχος σὲ θέματα πίστεως καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ ἔμπραχτη ἐφαρμογὴ τοῦ καθήκοντος τοῦ κάθε πιστοῦ νὰ διακρίνει μεταξὺ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πνεύματος τῆς πλάνης, μεταξὺ τῆς αὐθεντικῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων καὶ τῆς διαστρέβλωσης ἢ τῆς κακῆς ἐφαρμογῆς της.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξάλλου, λέει γιὰ τοὺς λαϊκούς, ποὺ ἀγωνίζονται μεταφέροντας τὰ λόγια τῶν Πατέρων στοὺς ἀδελφούς τους καὶ ἐλέγχοντας τοὺς ὑπεύθυνους γιὰ θέματα Πίστεως: «Δὲν τοὺς κατακρίνω, τοὺς ἐπαινῶ, θὰ εὐχόμουν νὰ εἶμαι ἕνας ἀπὸ αὐτούς» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγ. Β΄, ΕΠΕ, τ. 1ος, σελ. 177). Ὄχι μόνο δὲν τοὺς καταδικάζει ὁ Ἅγιος ἀλλὰ τοὺς ἐπαινεῖ κιόλας καὶ μάλιστα δημοσίως.
Σημειωτέον μάλιστα εἶναι —ἂν καὶ πολλοὶ τὸ ξεχνοῦν αὐτό— ὅτι οἱ λαϊκοὶ ἐμφανίζονται πάντα στὴν πρώτη γραμμὴ στὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἐνῶ κανονικά, ὅπως σημειώνει ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς «οἱ λαϊκοί κινδυνεύουν περισσότερο ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, διότι ἀφ’ ἑνός μέν λόγῳ τῆς θέσεώς των γίνονται εὐκολώτερα ἀποδέκτες τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας, ἀφ’ ἑτέρου λόγῳ τῆς ἐλλείψεως γνώσεως –κατά γενικό κανόνα– πείθονται εὐκολώτερα στούς αἱρετικούς καί ἐκλαμβάνουν τήν αἵρεσι ὡς Ὀρθοδοξία. Αὐτό τό παρατηροῦμε καί στίς σύγχρονες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες συνήθως θηρεύουν τούς ὀπαδούς των ἀπό καλοπροαιρέτους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἔχουν ἄγνοια εἰς τά θέματα τῆς πίστεως καί πείθονται εὔκολα σέ κάθε αἱρετική διδασκαλία, ὅπως π.χ. συμβάνει μέ τούς Οὐνίτες, τούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ κλπ.». Ἂν συγκρίνει κανεὶς σήμερα τὸν ἀριθμὸ τῶν λαϊκῶν καὶ τῶν κληρικῶν ποὺ ἀντιδροῦν στὴν αἵρεση, τότε θὰ διαπιστώσει τὸ ἀληθὲς τῶν παραπάνω λόγων.
Ἡ πρώτη καὶ λόγῳ τοῦ κύρους τοῦ μαρτυροῦντος ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία εἶναι αὐτὴ τοῦ Μ. Βασιλείου:
«Τρισκαιδέκατον γάρ ἔτος ἐστίν, ἀφ՚ οὗ ὁ αἱρετικός ἡμῖν πόλεμος ἐπανέστη, καθ՚ ὃν οἱ ἀνατολικοί Ὀρθόδοξοι τά πάνδεινα πάσχουσι διά τό τῆς πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μή καταδέχεσθαι» (Ἐπιστολή τοῖς Δυτικοῖς 2, PG 32, 901).
«Κεφάλαιον δέ τοῦ κακοῦ οἱ λαοί, τοὺς τῶν προσευχῶν καταλιπόντες οἴκους ἐν ταῖς ἐρήμοις συνάγονται θέαμα ἐλεεινόν, γυναῖκες καὶ παιδία καί γέροντες καὶ οἱ ἄλλως ἀσθενεῖς ἐν ὄμβροις λαβροτάτοις καὶ νιφετοῖς καί ἀνέμοις καὶ παγετῷ τοῦ χειμῶνος, ὁμοίως δὲ καὶ ἐν θέρει ὑπὸ τὴν φλόγα τὴν τοῦ ἡλίου, ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ταλαιπωροῦντες. Καὶ ταῦτα πάσχουσι διὰ τὸ τῆς πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μὴ καταδέχεσθαι» (Μ. Βασιλείου ἐπιστ. 242, Τοῖς Δυτικοῖς, ΕΠΕ 2, 28). Καὶ ἀλλοῦ: «ἐβεβηλώθη τὰ ἅγια, φεύγουσι τοὺς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατὰ δὲ τὰς ἐρημίας πρὸς τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετὰ στεναγμῶν καὶ δακρύων τάς χεῖρας αἴρουσιν...» (Μ. Βασιλείου, ἐπιστ. 92, Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους, ΕΠΕ 3, 86).
«Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων. Οἱ πρεσβύτεροι ὀδύρονται, τὰ παλαιά συγκρίνοντες τοῖς παροῦσιν· οἱ νέοι ἐλεεινότεροι, μή εἰδότες οἵων ἐστέρηνται. Ταῦτα ἱκανά μὲν κινῆσαι εἰς συμπάθειαν τοὺς τὴν Χριστοῦ ἀγάπην πεπαιδευμένους, συγκρινόμενος δὲ τῇ ἀληθείᾳ τῶν πραγμάτων ὁ λόγος ἀξίας πολὺ τῆς αὐτῶν ἀπολείπεται» (Μ. Βασιλείου, Τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς καί ἐπισκόποις τοῖς ἐν τῇ Δύσει, ΕΠΕ 2, 20).
Δεκατρία χρόνια ὑποφέρουν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς τῶν Ἀρειανῶν. Δεκατρία χρόνια βρίσκουν καταφύγιο στὶς ἐρημιές, στὰ ὄρη καὶ στὰ βουνά, κάτω ἀπὸ χιόνι καὶ βροχή, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὑγιεῖς καὶ ἀσθενεῖς. Παρακαλοῦν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἐλεήσει καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ ὅμως δὲν ὑποχωροῦν. Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος ἀντὶ νὰ τοὺς νουθετήσει νὰ οἰκονομήσουν, γιατὶ π.χ. ἔρχεται Πάσχα καὶ ποῦ θὰ γιορτάσουν, τοὺς ἀναφέρει ὡς παράδειγμα, γιὰ νὰ πείσει τοὺς δυτικοὺς ἀμέτοχους ἐπισκόπους. Φυσικὰ δὲν εἶχαν γεννηθεῖ ἀκόμα οἱ σημερινοὶ μεγάλοι κάτοχοι διπλωμάτων καὶ πτυχίων, ὑπερασπιστὲς τῆς Οἰκονομίας, λέοντες ἀληθινοί, “ἀνώτεροι” παρασσάγγας τοῦ Ἁγίου καὶ τῶν τότε πιστῶν! Αὐτοὶ θὰ τοὺς ἔλεγαν νὰ πηγαίνουν στοὺς ναοὺς καὶ νὰ κοινωνοῦν, διότι ἂν δὲν τὸ ἔκαναν θὰ χαρακτηρίζονταν ὑπερζηλωτές, ἀκραῖοι καὶ σχισματικοί.
Τὸ 360 ἐπίσημος Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, στὴ θέση τοῦ ἐξορισθέντος Ἁγίου Μελετίου, τοποθετήθηκε ὁ Εὐζώιος ποὺ ἦταν ἀρειανόφρονων. Μόλις συνέβη αὐτὸ οἱ Ὀρθόδοξοι «διαχωρισθέντες ἀπὸ τοὺς κακοδόξους, συνηθροίζοντο εἰς τὴν Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν κειμένην ἐν τῇ καλουμένη Παλαιᾷ» (Μελετίου Ἀθηνῶν, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμος α΄, Βιέννη, 1783, σελ. 349). Χωρίσθηκαν δηλ. ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν Εὐζώιο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅσους κοινωνοῦσαν μὲ αὐτὸν καὶ ἐκκλησιαζόντουσαν στὴν παλιὰ πόλη τῆς Ἀντιοχείας, σὲ ἕναν ναὸ ποὺ εἶχαν κτίσει οἱ Ἀπόστολοι: «χωρισθέντες ἀπὸ τὴν Ἀρειανικὴν συμμορίαν, τὰς θείας ἐτέλουν λειτουργίας ἐν τῇ καλουμένῃ Παλαιᾷ» (ὅπ. παρ., σελ. 379).
Μετὰ τὴν ἑξαετῆ πατριαρχεία τοῦ Τιμοθέου, τὸν ὁποῖο οἱ μοναχοί καὶ ὁ λαὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀποστρεφόταν, ἐπειδὴ ἀναθεμάτιζε τὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος, ἀνῆλθε στὸν θρόνο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καππαδόκης (518-520). Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας τῆς Κυριακῆς 15-7-518 ὁ νέος πατριάρχης πιέσθηκε μὲ ἐντυπωσιακὸ τρόπο ἀπὸ τὸν ἀγανακτισμένο λαό, ποὺ φώναζε (σήμερα φυσικὰ θὰ εἶχαν πετάξει τὸν λαὸ ἔξω μὲ τὶς κλωτσιὲς καὶ θὰ τὸν ὀνόμαζαν πλανεμένο. Καὶ πάλι ἀποδεικνύεται πόσο κατώτεροι τῶν ἁγίων παραδειγμάτων τῆς Ἐκκλησίας εἴμαστε):
«Ἀκοινώνητοι διατί μένονεν; ἐπί τοσαῦτα ἔτη διατί οὐ κοινωνοῦμεν; ἐκ τῶν χειρῶν σου κοινωνῆσαι θέλομεν... ὀρθόδοξος εἶ, τίνα φοβῆσαι;... Ἰουστῖνε Αὔγουστε TU VINKAS (νίκα), τήν Σύνοδον Χαλκηδόνος ἄρτι (ἀμέσως) κήρυξον... Ἀνάθεμα Σεβήρῳ τῷ Μανιχαίῳ... Τόν ἐπίβουλο τῆς Τριάδος ἔξω βάλε... Εἰ φιλεῖς τήν πίστιν, Σεβῆρον ἀναθεμάτισον... Πολλά τά ἔτη τοῦ βασιλέως, ἀδελφοί Χριστιανοί, μία ψυχή, πίστις ἐστίν, οὐκ ἔνι (ἐπιτρέπεται) ἁπλῶς. Ἡ ἁγία Μαρία, Θεοτόκος ἐστίν... Ἀνάθεμα Σεβήρῳ, φανερῶς εἰπέ... Οὐ κατέρχῃ, ἐάν μή ἀναθεματίσῃς... Οὐκ ἀναχωρῶ, ἐάν μή κηρύξῃς· ἕως ὀψέ ὧδε ἐσμέν... Τῶν ἐν Χαλκηδόνι πατέρων τήν σύναξιν αὔριον κήρυξον».
Ὁ ἱερός πατριάρχης ἀναγκάσθηκε νά ἀνταποκριθῇ στά ἐπίμονα αἰτήματα τοῦ λαοῦ. Ἀφοῦ τούς βεβαίωσε, ὅτι δέχεται ὅλες τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, κηρύχθηκε ἡ σύναξις τῶν Πατέρων διά Σαμουήλ διακόνου ὡς ἑξῆς: «Γνωστοποιοῦμε στήν ἀγάπη σας, ὅτι αὔριο ἐπιτελοῦμε τήν μνήμη τῶν ἐν ἁγίοις Πατέρων καί ἐπισκόπων γενομένων, τῶν κατά τήν Χαλκηδονέων μητρόπολιν συναχθέντων... συναγόμεθα δέ καί ἐνταῦθα». Οἱ πιστοί ὅμως ἐπέμεναν καί φώναζαν γιά πολλή ὥρα νά ἀναθεματισθῇ καί ὁ Σεβῆρος. Πράγματι, ὁ πατριάρχης καί οἱ παρόντες ἐπίσκοποι ἀναθεμάτισαν τόν Σεβῆρο, καί ἔπειτα ὁ λαός ἀνεχώρησε.
Τήν ἑπομένη ἡμέρα (Δευτέρα 16-7-518) καί ἐνῶ ἐπιτελεῖτο ἡ μνήμη τῶν ἁγίων Πατέρων στήν ἐκκλησία, τά πλήθη φώναζαν πάλι πρός τόν πατριάρχη: «Τούς ἐν ἐξορίᾳ διά τήν πίστιν, τῇ ἐκκλησίᾳ... Σεβῆρον τόν Ἰούδαν ἔξω βάλε... Εὐφήμιον καί Μακεδόνιον, τῇ ἐκκλησία. Τά συνοδικά εἰς Ρώμην ἄρτι (ἀμέσως) ἀπέλθωσι... Εὐφημίου καί Μακεδονίου τά ὀνόματα ἄρτι ταγῇ (νά ταχθοῦν ἀμέσως)... Τάς τέσσαρας Συνόδους τοῖς διπτύχοις. Λέοντα τόν ἐπίσκοπον Ρώμης τοῖς διπτύχοις... Τά δίπτυχα ἄρτι φέρε... Ἐάν μή ἄρτι οὐδείς ἐκβαίνει, μαρτύρομαί σε τάς θύρας κλείω...».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης προσπάθησε νά καθησυχάσῃ τόν λαό λέγοντας, ὅτι ἡ πίστις δέν κινδυνεύει πλέον καί ὑποσχέθηκε, ὅτι γιά τά αἰτήματά τους θά ἀποφασίσῃ ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος. Οἱ πιστοί ὅμως ἔκλεισαν τίς πόρτες καί ἐπέμεναν νά φωνάζουν. Ἔτσι ὁ ἱερός Ἰωάννης ἀναγκάσθηκε νά λάβῃ τά δίπτυχα καί διέταξε νά ἐνταχθοῦν σ' αὐτά οἱ τέσσερις ἅγιες Σύνοδοι καί τά ὀνόματα τῶν ἁγίων Εὐφημίου, Μακεδονίου καί Λέοντος Ρώμης.
Τότε ὁ λαός μέ ἕνα στόμα φώναξε: «Εὐλογητός Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ ὅτι ἐπεσκέψατο καί ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ» (Λουκ. α', 68). Μετά δέ τήν ἀνάγνωσι τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου καί ἀκριβῶς κατά τήν ὥρα τῶν διπτύχων τά πλήθη πῆγαν μέ πολλή ἡσυχία γύρω ἀπό τό ἅγιο θυσιαστήριο καί ἄκουγαν. Μόλις λοιπόν ἄκουσαν τά ὀνόματα τῶν ἱερῶν Συνόδων καί τῶν ἁγίων πατριαρχῶν πού προαναφέραμε, τότε ὅλοι ζητωκραύγασαν: «Δόξα σοι Κύριε»· καί ἔπειτα συνεχίσθηκε ἡ θεία Λειτουργία μέ κάθε εὐταξία» (Νικόδ. Μήλια, Τῶν ἱερῶν Συνόδων... συλλογή, τόμος β' σελ. 302 -305).
Τὸ 342 ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος παρέδωσε τὴν Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως στὸν δυσσεβῆ Μακεδόνιο, ἀφοῦ ἐξόρισε τὸν Ὀρθόδοξο πατριάρχη Παῦλο. Ὁ δὲ Ὀρθόδοξος λαὸς ἔσπευδε στὸν Ναὸ νὰ τὸν καταλάβει, πρὶν εἰσέλθει σὲ αὐτὸν ὁ Μακεδόνιος. Ἀλλὰ ὁ ἔπαρχος ἔτρεξε καὶ μὲ στρατὸ ἐπετέθη στὸ πλῆθος (ποὺ δὲν φοβήθηκε, δὲν ὑποχωροῦσε) μὲ ἀποτέλεσμα νὰ θανατωθοῦν 3.000 πιστοὶ κατὰ τὴν σύγκρουση! Ὁ δὲ Μακεδόνιος, ὡσὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτα, «ὥσπερ τι δ’ ἀθῶος καὶ καθαρὸς» ἐξεφώνησε τὸν Ἐπιβατήριο λόγο καὶ ἐνεθρονίστη Πατριάρχης «…καὶ διὰ τοιούτων φόνων, ὅ τε Μακεδόνιος καὶ Ἀρειανοὶ τὴν ἐκκλησίαν κατέσχον» (P.G. 146, 245ΒD).
Ὅταν ὁ Νεστόριος ἦταν ὁ κανονικὸς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐξεφώνησε ἐκ τοῦ ἄμβωνος (τὸ 429) τὶς αἱρετικές του διδασκαλίες —ὅπως σήμερα κάνουν οἱ Οἰκουμενιστές—, τότε, ἕνας ἐκ τῶν πρώτων ποὺ ἀντέδρασαν δυναμικὰ κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ (ἀλλὰ μὴ καταδικασθέντος ἀκόμα) πατριάρχη Νεστορίου, ἦταν ὁ Εὐσέβιος, μετέπειτα ἐπίσκοπος Δορυλαίου. Ὁ Εὐσέβιος (ἂν καὶ λαϊκός) ἀντέδρασε ἀμέσως πρὶν κάποια Ἐπισκοπικὴ Σύνοδος ἀποφανθεῖ, ἀντικρούοντας τὸν πατριάρχη Νεστόριο ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Κύριλλο ὁ Εὐσέβιος:
«ἔχοντας συγκεντρώσει μέσα του θαυμαστὴ παιδεία, κινημένος ἀπὸ θερμὸ καὶ φιλόθεο ζῆλο, φωνάζοντας ἐντόνως εἶπε, ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ προαιώνιος Λόγος ὑπέμεινε καὶ δεύτερη γέννηση, δηλαδή, κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ ἀπὸ γυναῖκα· καὶ ἐνὼ στὰ πλήθη γινόταν θόρυβος γι΄ αὐτὰ καὶ οἱ μὲν περισσότεροι καὶ συνετοί τὸν τιμοῦσαν μὲ μεγάλους ἐπαίνους, ὡς εὐσεβῆ καὶ συνετώτατο καὶ γνώστην τῆς ὀρθότητος τῶν δογμάτων... αὐτός [ὁ Νεστόριος] διακόπτει καὶ ἀμέσως ἀποδέχεται ἐκείνους τοὺς ὁποίους καὶ κατέστρεψε μὲ τὴ διδασκαλία του, στρέφει δὲ τὴν γλώσσα του ἐναντίον ἐκείνου [τοῦ Εὐσεβίου], ποὺ δὲν ἀνέχθηκε τὰ λόγια του» (Πεντάβιβλος Ἀντίρρησις κατὰ τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν 1, 5, PG 76, 41ε. μετάφραση).
Στὴ συνέχεια ὁ Εὐσέβιος, τοιχοκόλλησε στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας δημόσιο γραπτὸ ἔλεγχο κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ πατριάρχου μὲ τὴν παρακίνηση: «Ὁρκίζω στὴν Ἁγία Τριάδα αὐτὸν ποὺ λαμβάνει αὐτὸ τὸ χαρτί, νὰ τὸ παρουσιάση σὲ ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους, ἀναγνῶστες, λαϊκοὺς ποὺ κατοικοῦν στὴν Κωνσταντινούπολι, κι ἀκόμα νὰ τοὺς δώση καὶ ἀντίγραφο, πρὸς ἔλεγχο τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου».
Μάλιστα ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ Πάπα Ρώμης Κελεστίνου πρὸς τὸν Νεστόριο πληροφορούμαστε, ὅτι πολλοὶ Κωνσταντινουπολῖτες, ὑπέστησαν διωγμοὺς καὶ ἀφορισμοὺς ἀπὸ τὸν αἱρετικό Πατριάρχη γιὰ τὴν ἀντίδρασή τους. Γράφει ὁ Πάπας πρὸς τὸν Νεστόριο: «Ἀκούω, ὅτι οἱ κληρικοὶ ἐκεῖνοι ποὺ φρονοῦν ὅπως ἡ Καθολική [Ὀρθόδοξος] Ἐκκλησία, μὲ τοὺς ὁποίους ἐμεῖς κοινωνοῦμε [ἄρα μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ὄχι], ὑπομένουν βία μεγίστη, τόσον ὥστε νὰ λέγεται ὅτι ἔχουν ἀποκλεισθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν Πόλη. Χαίρομεν, διότι κέρδισαν τὸ ἔπαθλο τῆς ὁμολογίας, ἀλλὰ λυπούμεθα ποὺ ὁ διώκτης εἶναι Επίσκοπος. Ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος ἀπὸ διώκτης μεταλλάγη σὲ κήρυκα· τώρα εἶναι μέγιστο ἀσέβημα ἀπὸ κήρυκα νὰ μεταλλαγεῖ κανεὶς σὲ διώκτη» (Ἐπιστολὴ Κελεστίνου Νεστορίῳ ACO 1,1,1,81, μεταγλώττιση).
Ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐπίσης, μᾶς περιγράφει ἐξ ἴσου ὡραῖα καὶ μὲ σαφήνεια τὴν ἀντίδραση, δηλ. τὴν ἀποτείχισι τῶν λαϊκῶν: «καὶ γέγονε μὲν κραυγὴ μεγάλη παρὰ παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ ἐκδρομή· οὐ γὰρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς τοιαῦτα φρονοῦσιν, ὥστε καὶ νῦν ἀποσυνάκτους εἶναι τοὺς λαοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πλὴν ὀλίγων ἐλαφροτέρων καὶ τῶν κολακευόντων αὐτόν» (PG 77, 81Β). Ἀξιοσημείωτο ἐδῶ εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι στὴν αἵρεση τοῦ Νεστορίου, ἀμέσως μετὰ τὴν ἐκδήλωσή της, πρῶτοι ἀποτειχίστηκαν οἱ λαϊκοί, χωρὶς νὰ περιμένουν ὁδηγούς τοὺς ὅποιους ποιμένες, χωρὶς προσυνεννόηση καὶ ὀργάνωση, χωρὶς εὐλογίες ἀπὸ τοὺς πνευματικούς, χωρὶς ἡμερῖδες καὶ συνέδρια. Οἱ δὲ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς αἱρετικούς, δὲν ὀνομάζονται ἀπὸ τὸν Ἅγιο εὐσεβεῖς ἀλλὰ ἀνόητοι καὶ κόλακες. Τί ἔχουν νὰ ποῦν γιὰ τοὺς χαρακτηρισμοὺς αὐτοὺς τοῦ Ἁγίου οἱ σημερινοὶ «ἀχρικαιριστές»;
Ἡ ἐποχὴ τῆς Εἰκονομαχίας ὑπῆρξε μία λαμπρὴ ἐποχὴ ὁμολογίας γιὰ τὴν Ἐκκλησία στὴν ὁποία οἱ λαϊκοὶ δὲν ὑστέρησαν.
Τὸ Συναξάρι τῆς 9ης Αὐγούστου, μνημονεύει τὴν ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Δέκα Μαρτύρων ἐπὶ Λέοντος Γ΄ τοῦ Ἰσαύρου (730), οἱ ὁποῖοι ὑπέστησαν Μαρτύριο χάριν τῆς Εἰκόνας τοῦ Σωτήρος Χριστοῦ, ποὺ ἦταν τοποθετημένη στὴν Χαλκὴ Πύλη τῆς Κων/πόλεως. Οἱ ἐννέα πρῶτοι ἀπὸ τοὺς δέκα, Ἰουλιανός, Μαρκιανός, Ἰωάννης, Ἰάκωβος, Ἀλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος καὶ Μαρία ἡ Πατρικία, συμμετεῖχαν στὴν ἀντίσταση τοῦ πλήθους ἐναντίον τοῦ Στρατοῦ, ὅταν ἕνας «σπαθαροκανδιδᾶτος» προσπάθησε νὰ κατεβάσει τὴν ἱερὰ Εἰκόνα (Θεοφάνης 623): «τινας βασιλικοὺς ἀνθρώπους ἀνεῖλον καθελόντας τὴν τοῦ κυρίου εἰκόνα τὴν ἐπὶ τῆς μεγάλης Χαλκῆς πύλης». Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ μῆνες φυλάκιση καὶ φρικτὰ βασανιστήρια οἱ Ἅγιοι ἐκτελέστηκαν (Μηνιαῖον Αὐγούστου, ἐκδ. «ΦΩΣ», Ἀθήνα, 1972, σελ. 101).
Σήμερα οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ θὰ χαρακτηρίζονταν ὑπερζηλωτὲς καὶ ἀκραῖοι ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ φεῦ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ὀρθόδοξους.
Ὁ Ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γράφει παρηγορητικὰ γιὰ νὰ στηρίξει καὶ νὰ προστατεύσει ἀπὸ σκανδαλισμοὺς μία λαϊκή, τὴν Πατρικία Εἰρήνη (Ἀλήθεια πόσοι, σήμερα, Πατέρες ἀφιερώνοντας χρόνο καὶ πόνο, παρηγοροῦν τοὺς λαϊκούς;): «Ποιός δὲν γνωρίζει ἀπὸ τοὺς ὁμολογητὲς ὅτι καὶ σὺ συνομολόγησες; Ποῦ δὲν ἀκούστηκε, ὅτι ὑπάρχει καὶ μία συγκλητικὴ μεταξὺ τῶν μαρτύρων; Σὲ ἐθαύμασαν τὰ τάγματα τῶν Μοναχῶν καὶ σὲ ἐπήνεσαν οἱ συνάξεις τῶν λαϊκῶν...» (Επιστολή (156) Εἰρήνη Πατρικία, ἐν Theodori Studitae Epistulae, τόμ. Β΄, ἐκδ. De Gruyter, Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Series Berolinensis 31, Berlin 1992, σελ. 276). Σήμερα οἱ συνάξεις τῶν λαϊκῶν μὲ τὴν εὐλογία τῶν πνευματικῶν τους ἀντὶ νὰ ἐπαινοῦν, πολεμάει ἡ μία τὴν ἄλλη.
Σὲ ἐπιστολή του, ἡ ὁποία ἐστάλη εἰς τὸν Δομέστικο Πολιτιανό, ὁ ὅσιος πάλι δίδει τὶς ἴδιες συμβουλὲς καὶ τὸν ἐπαινεῖ, διότι δὲν ἐπικοινωνοῦν οἰκογενειακῶς μὲ τοὺς εἰκονομάχους: «διὰ τοῦτο, ὡς μανθάνω, καὶ φυλάττεις ἑαυτὸν ἐκ τῆς κοινωνίας τῶν ἀνόμων, καὶ φυλαχθείης ἔτι ὑπὸ Κυρίου σὺν τῇ καλλίστῃ σου ὁμοζύγῳ καὶ τέκνοις εὐγενεστάτοις· τῶν γὰρ εὐγενῶν σύ, Χριστὸν φιλῶν καὶ ὑπὸ Χριστοῦ καταγόμενος» (Φατ. 95, 216, 10).
Ἄλλη μία περίοδο ποὺ ὁμοιάζει μὲ τὴν δική μας σὲ πολλὰ πράγματα εἶναι ἡ περίοδος τῶν φιλενωτικῶν προσπαθειῶν τῶν Ὀρθοδόξων.
Τὰ λόγια τοῦ Πατριάρχου ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου Κ/πόλεως πρὸς τοὺς Κυπρίους λαϊκοὺς γιὰ τὴν ἀποτείχιση ἀπὸ τοὺς κληρικούς των, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑποταχτεῖ στοὺς Λατίνους κατακτητὲς τὸν 12ο καὶ 13ο αἰῶνα. «...Ὅσοι τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐστὲ τέκνα γνήσια, φεύγειν ὅλῳ ποδὶ ἀπὸ τῶν ὑποπεσόντων ἱερέων τῇ λατινικῇ ὑποταγῇ, καὶ μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν τούτοις συνάγεσθαι, μηδὲ εὐλογίαν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν λαμβάνειν τὴν τυχοῦσαν· κρεῖσσον γάρ ἐστιν ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν τῷ θεῷ προσεύχεσθαι κατὰ μόνας, ἢ ἐπ’ ἐκκλησίαις συνάγεσθαι μετὰ τῶν λατινοφρόνων· εἰ δ’ οὖν, τὴν αὐτὴν αὐτοῖς ὑφέξετε κόλασιν» (Ἰωσὴφ Βρυεννίου, Τὰ Εὑρεθέντα, τόμ. Β΄, σελ. 26).
Ἰδιαίτερη ἐντύπωση προκαλοῦν οἱ ἀντιδράσεις, τὸ φρόνημα καὶ τὸ ἀκλόνητο τῶν λαϊκῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ βιαιότητα τῶν διωκτῶν μετὰ τὶς ψευτοσυνόδους τῆς Λυών (1274) καὶ τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-9) ἀντίστοιχα, ἔτσι ὅπως περιγράφουν τὰ γεγονότα ὁ Κάλλιστος Βλαστὸς καὶ ὁ Σιλβέστρος Συρόπουλος:
«Μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τῶν πρέσβεων, ὄντων ἔτι ἐν τῇ ὁδῷ, ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαὴλ συλλαβών τινας, τῶν ἑδραίως τοῖς δόγμασι τῶν Πατέρων αὐτῶν ἐμμενόντων, ἀπηνῶς ἐβασάνιζε, δημεύων τὰς περιουσίας αὐτῶν, ἐξορίζων καὶ κακῶν παντοίοις τρόποις: “Πάντα ἦσαν ἐνεργὰ τῷ βασιλεῖ, λέγει ὁ Γρηγορᾶς, δημεύσεις, ἐξορίαι, φυλακαί, ὀφθαλμῶν ἀφαιρέσεις, μάστιγες, χειρῶν ἐκτομαί“. Τότε ἐξώρισε τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ Εὐλογίαν, ἥτις τὸν ἀνέθρεψε μικρὸν ὄντα, καὶ πρὸ τῆς βασιλείας καὶ μετὰ τὴν βασιλείαν ἔδειξε πρὸς αὐτὸν πόθον θερμότατον καὶ ἀδελφικὴν ἀγάπην, ὡς καὶ αὐτὴν ἀποδοκιμάζουσαν τὴν ἕνωσιν. Τότε διὰ βαρυτάτων σιδηρῶν ἁλύσεων δεθέντες, ἐρρίφθησαν εἰς τὰς φυλακὰς πάντες οἱ ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς ἀντιστάντες αὐτῷ διὰ τὴν εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν καινοτομίαν συγκλητικοί, ὡς καί τινες τῶν πρώτων ἀρχόντων καὶ συγγενῶν αὐτοῦ, ὁ Πρωτοστράτωρ Παλαιολόγος Ἀνδρόνικος, ὁ Πιγκέρνης Ραοὺλ Μανουήλ, ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Ἰσαάκιος, καὶ ὁ τοῦ Πρωτοστράτορος ἀνεψιὸς Ἰωάννης. Τότε τὸν ρήτορα τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας Ὁλόβωλον (οὗ πρότερον τὴν ρῖνα καὶ τὰ χείλη ἐξέκοψε) πρῶτον μὲν ἐδέσμευσε καὶ ἀπηνῶς καὶ ἀπανθρώπως ᾔκισε, ἔπειτα δὲ μακρῷ σχοινίῳ ἐκ τοῦ τραχήλου αὐτόν τε καὶ τὸν Ἰασίτην καὶ τὴν ἀνεψιὰν τοῦ Ὁλοβώλου καὶ ἑξῆς ἄλλους δέκα τὸν ἀριθμὸν ἔδεσε, καὶ τοὺς μὲν δύο πρώτους ἐπεφόρτισε προβάτων ἐντέροις, ἅπερ τῆς κόπρου εἰσέτι γέμοντα περὶ τὸν λαιμὸν αὐτῶν ἐτυλίσσοντο, τὸν δὲ ρήτορα τῆς Ἐκκλησίας Ὁλόβωλον διαφερόντως καὶ ἥπασι προβάτων κατὰ στόμα ἐκέλευσε τύπτεσθαι, καὶ οὕτως ἀνὰ τὴν πόλιν ἅπασαν πρὸς χλεύην ἐνετείλατο νὰ περιαγάγωσι. Τὰς νήσους Λῆμνον, Σκῦρον, Κέω καὶ τὴν πόλιν Νίκαιαν ἐξορίστων ἐπλήρωσεν. Ἐξέκοψε τὴν ρῖνα τοῦ ἰατροῦ Περδίκκα. Ἐτύφλωσε Παχώμιόν τινα ἄνδρα σεμνόν, καθὼς καὶ τὸν περίφημον μοναχὸν Γαλακτίωνα τὸν Γαλησιώτην, καὶ τὸν σεβάσμιον Λάζαρον τὸν Γοριανίτην. Ἀπέκοψε τὴν γλῶσσαν τοῦ κατὰ Λατίνων ἐν στίχοις πολιτικοῖς συγγράψαντος Μοναχοῦ Μελετίου καὶ τοὺς ὀδόντας αὐταῖς ρίζαις ἀνέσπασεν. Τὸν Μακάριον τὸν Περιστέρην ἀπανθρώπως ἐξώρισε. Τοὺς Μοναχοὺς τοὺς Κόκκους διαφόροις τιμωρίαις ἐβασάνισε. Τοῦ Καλοειδοῦς τὴν κεφαλὴν διὰ κεκαυμένων μεμβρανῶν ἀπέτιλε, καὶ τὴν ρῖνα αὐτοῦ ἀτίμῳ πληγῇ ἀπέκοψε. Τὸν Ραιδεστινὸν Θεόδωρον ἐμαστίγωσε, καὶ εἰς τάφον ἀπέκλεισε, καὶ ἄλλα πολλὰ θηριώδη ἔργα εἰργάσατο... Τῶν δὲ εἰς τὴν φυλακὴν Συγκλητικῶν εὐγενῶν ἐκείνων ἀνδρῶν καὶ συγγενῶν τοῦ αὐτοκράτορος, ὧν καὶ πρώην ἐμνήσθημεν, ὁ μὲν Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος ὁ Πρωτοστράτωρ ἀπέθανεν ἐν ταῖς φυλακαῖς λαβὼν τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου· τοὺς δ᾿ ἄλλους τρεῖς πέμψας ἐξήγαγε τῆς φυλακῆς καὶ ἔφερεν ὁ Μιχαὴλ ἔμπροσθεν αὐτοῦ, καὶ τοῦ μὲν Μανουὴλ καὶ Ἰσαακίου ἐξορύττει τοὺς ὀφθαλμούς, διότι πικρῶς ἤλεγξαν αὐτὸν διὰ τὴν παρατροπὴν τῆς πίστεως, μεθ᾿ ὃ ἐξώρισε χωρίσας ἀπ᾿ ἀλλήλων. Καὶ δὴ καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Δεσπότου Μιχαὴλ ἐτύφλωσε, καὶ τὸν Μουζάλωνα καὶ τοὺς Συγκλητικοὺς καὶ οἰκείους ἀπώσατο...
Κατὰ τὴν ἄφιξιν τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου εἰς Κωνσταντινούπολιν, ὁ λαὸς ἔσπευσεν εἰς προϋπάντησιν τοῦ Ἱεροῦ Μάρκου, μᾶλλον ἢ τοῦ αὐτοκράτορος, διότι ἡ φήμη εἶχε σαλπίσει τοὺς καλλινίκους ἀγῶνας αὐτοῦ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ οἱ μὲν ἐκάλουν αὐτὸν στῦλον ἀκλόνητον τῆς Ἐκκλησίας, οἱ δὲ Ἀθανάσιον, ἕτεροι Κύριλλον, καὶ ἄλλοι τέλος νέον Ἰωάννην Θεολόγον, οὗ καὶ τὸν ἱερώτατον θρόνον ἤτοι τὴν Ἔφεσον ἐκληρώσατο... Οἱ δὲ ἐν Κωνσταντινουπόλει τὴν ἕνωσιν ἀποστρεφόμενοι ἔπαυσαν μνημονεύοντες καὶ τοῦ αὐτοκράτορος τὸ ὄνομα... Ὁ μέγας Χαρτοφύλαξ Μιχαὴλ ὁ Βαλσαμὼν καὶ ὁ μέγας Ἐκκλησιάρχης Σίλβεστρος ὁ Συρόπουλος, καίτοι ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ ὑπ᾿ αὐτοῦ του Βασιλέως κολακευθέντες καὶ βιασθέντες, δὲν ἐκοινώνησαν τῷ ἀνόμῳ Πατριάρχῃ, ἀλλὰ παραιτηθέντες τοῦ ἀξιώματος αὐτῶν ἀπέστησαν ἀπ᾿ αὐτοῦ» (Κάλλιστου Βλαστοῦ, Δοκίμιον ἱστορικόν, κεφ. 5 καὶ 9).
Καὶ ἄλλο ἕνα περιστατικό «ὥσπερ ἥδυσμά τι» ποὺ δείχνει, ὅτι οἱ πιστοὶ τότε δὲν ἔπαιζαν μὲ τὴν πίστη καὶ ὅτι ἀπὸ τὸν αὐστηρό τους ἔλεγχο δὲν γλύτωναν οὔτε κἂν οἱ ἱερεῖς ποὺ ἦταν εὐσεβεῖς. Παρατηρητέον δὲ ὅτι οἱ ἱερεῖς, ἀντὶ νὰ ἀγανακτοῦν, ἐπαινοῦσαν μία τέτοια στάση καὶ ὑπεράσπιζαν τὸν ἐαυτό τους μὲ ἐπιχειρήματα, ποὺ ἔπειθαν τὸ ποίμνιο. Σήμερα φυσικά, τὸ ξανατονίζω, μία τέτοια στάση, θὰ καταδικαζόταν ἀπὸ τὸ ἱερατεῖο ὡς ἔνδειξη ἔπαρσης καὶ ἀνυπακοῆς. Ὅσοι τολμοῦν νὰ ἐλέγχουν (πάντα μὲ ἐπιχειρήματα) καταδικάζονται στὴ νῆσο τῶν πλανεμένων ἄνευ ὅμως ἐπιχειρημάτων. Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν εὐσεβῶν!
«Ἱερεύς τις ἠθέλησεν ἰδεῖν ὅπως γίνεται ἡ τοῦ πατριάρχου πρόβλησις· ὄνομα τῷ ἱερεῖ Θεοφύλακτος. Ἐδανείσατο οὖν ἵππον, οὐδέ γάρ ἐκέκτητο, καί ἦλθεν εἰς τά βασίλεια, καί ἰδών τήν πρόβλησιν, ἦλθε μεθ' ἡμῶν μέχρι καί τοῦ πατριαρχείου. Εἶτα ὑπέστρεψεν εἰς τό ἴδιον οἴκημα, καί κατά τήν ὥραν τοῦ ἑσπερινοῦ ἐσήμανεν (ἦν γάρ ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως), καί οὐδείς ἦλθεν εἰς τόν ναόν αὐτοῦ· ὡσαύτως καί εἰς τόν ὄρθρον, καί οὐδείς ἦλθε· ἐξεδέχετο δέ καί εἰς τήν ὥραν τῆς λειτουργίας, ἵνα φέρῃ τις αὐτῷ λειτουργίαν, καί οὐκ ἔφερε· διό οὐδέ ἐλειτούργησεν. Ἀγανακτήσας προσῆλθε τοῖς εἰωθόσιν ἐκκλησιάζεσθαι ἐν τῷ ναῷ καί ἠρώτα τίνος χάριν οὐκ ἦλθον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἑορτῆς οὔσης; Οἱ δέ ἔλεγον αὐτῷ· Διότι ἠκολούθησας καί σύ τῷ πατριάρχῃ καί ἐλατίνισας. Ἔλεγεν οὖν ὁ ἱερεύς· Καί πῶς ἐλατίνισα; ἐγώ ἀπῆλθον ἁπλῶς ἵνα ἴδω τήν τάξιν μόνον ἥν οὐδέποτε εἶδον, καί οὔτε ἐφόρεσα οὔτε ἔψαλα οὔτε τι ἱερατικόν ἐποίησα. Πῶς οὖν ἐλατίνισα; Οἱ δέ εἶπον· Ἀλλ' ἀνεμίχθης καί συνωδοιπόρεις μετά τῶν λατινισάντων ἔμπροσθεν τοῦ λατινόφρονος πατριάρχου καί ἔφθανέ σοι ἡ εὐλογία αὐτοῦ. Τότε ἠγανάκτησεν, ἵνα δυσωπῇ αὐτούς μεθ' ὑποσχέσεων ἐνόρκων, ὡς οὐκέτι ἀπελεύσεται εἰς τόν πατριάρχην ἤ εἰς τούς πλησιάζοντας αὐτῷ, καί μόλις ἠδυνήθη καταπεῖσαι αὐτούς συνέρχεσθαι πάλιν εἰς τήν ἐκκλησίαν. Εἰ οὖν ὥσπερ ἥδυσμά τι προσετέθη τοῦτο τῷ λόγῳ, ἀλλ' οὖν καί ἐκ τούτου ἔξεστι τοῖς βουλομένοις τεκμαίρεσθαι ὁποίαν τινά διάθεσιν ἔχει Θεοῦ χάριτι περί τά ὑγιῆ τῆς Ἐκκλησίας δόγματα ὁ χριστιανικώτατος ὅδε λαός καί ὅπως ἀποστρέφεται καί μισεῖ τά νόθα τε καί ἀλλότρια». (Ἀπομνημονεύματα Σιλβέστρου Συρόπουλου, σελ. 556).
Διαβάζοντας τὰ παραπάνω ἀνακαλύπτουμε ποιό μέγα χάσμα χωρίζει τοὺς τότε χριστιανοὺς ἀπὸ ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι φέρουμε τὸ ὄνομα ἀλλὰ ὄχι τὸ φρόνημα. Μάλιστα ἐδῶ πρέπει νὰ ἀναφέρουμε, ὅτι ἂν εἴχαμε τὴν ἴδια στάση μὲ τοὺς τότε πιστούς, τότε εἶναι σίγουρο μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια, ὅτι κανεὶς κληρικὸς δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ διαστρεβλώνει τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι καὶ ἐμεῖς φέρουμε τρομερὴ εὐθύνη γιὰ τὴν σημερινὴ κατάντια στοὺς χώρους τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως.
Ἄς προχωρήσουμε ὅμως κάποιους αἰῶνες καὶ ἂς φτάσουμε στὸν 18ο, στὰ χρόνια τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Παρίου. Ὁ Ἅγιος, πολυτάλαντος διδάσκαλος τοῦ Γένους καὶ ἐκ τῶν πρωτεργατῶν τοῦ Φιλοκαλικοῦ κινήματος τῶν «Κολλυβάδων», στὸ βιβλίο του «Ἀπολογία Χριστιανική» (ἐκδ. Γρηγόρη, 2015) στηλιτεύει τὴν δυτικὴ ἐπιρροὴ στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἐδῶ εἰδικώτερα τοὺς Χριστιανούς, ποὺ δωρίζουν ἄθεα βιβλία ἢ κοράνια (ἀκοῦτε κ. Ἀλεξανδρουπόλεως καὶ ἐσεῖς κ. Πειραιῶς ποὺ συλλειτουργεῖτε μαζί του;) ἢ ἄλλα ἀλλόδοξα βιβλία. Σχετικὰ μὲ αὐτὸ τὸ θέμα ὁ ἅγιος μᾶς μεταφέρει ἕνα παράδειγμα ἀντιμετώπισής του ἀπὸ τοὺς πιστούς:
«Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε φοιτήσει στὴν Ἀκαδημία τῆς Βιέννης, Ἠπειρώτης τὴν καταγωγή, μπάρκαρε στὴν Τεργέστη σὲ ἕνα Πατμιώτικο καράβι γιὰ νὰ πάει στὴν πατρίδα του. Ἀνέπτυξε, ὅπως ἦταν φυσικό, μία φιλικὴ σχέση μὲ τὸν καπετάνιο. Καὶ τί δῶρο, λέτε, ὅτι ἔσπευσε νὰ χαρίσει στὸν φίλο του;.. Τί φαντάζεσθε, ὅτι τοῦ χάρισε; Ἔ, λοιπὸν Χριστιανοί, τοῦ χάρισε ἕνα χειρόγραφο τετράδιο ποὺ περιεῖχε ὅλες τὶς ὀλέθριες ἀπόψεις τῆς ἀθεΐας, ἕνα δῶρο ἐξ ὁλοκλήρου ἀπόβρασμα τοῦ Ἅδη, θανάσιμο. Ἕνα δῶρο μὲ τὸ ὁποῖο δίδασκε τὸν φίλο του νὰ βλασφημεῖ τὴν Ἁγία Τριάδα, νὰ προσβάλει τὴν Κυρία Θεοτόκο καὶ Δέσποινα τοῦ κόσμου, νὰ ἀπορρίπτει Προφῆτες, Ἀπόστολους, Εὐαγγέλια, Ἁγίους μὲ δύο λόγια ὅλην τὴν Χριστιανικὴ Πίστη. Μόλις κοινοποιήθηκαν δύο τρία ἀπὸ τὰ βλάσφημα ἐκεῖνα λόγια στὴν θεοσεβῆ νῆσο τῆς Πάτμου, ἀμέσως σηκώθηκε ταραχὴ καὶ ἀναστάτωση, γιατὶ χάθηκε ἡ Πίστη. Ταυτοχρόνως ὅλο τὸ μοναστῆρι καὶ ὅλος ὁ λαὸς τῆς χώρας, μαζὶ ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἀφοῦ ἔκαναν λιτανεία καὶ στάθηκαν στὸν καθορισμένο τόπο, ἀναθεμάτισαν κι ἐκεῖνον ποὺ χάρισε τὸ βιβλίο κι ἐκεῖνον ποὺ τὸ ἔφερε στὸν τόπο τους».
Τί ἄλλαξε σήμερα; Πῶς ἀνεχόμαστε ὄχι ἕνα βιβλίο ἀλλὰ μία ὁλόκληρη βιβλιοθήκη καὶ μάλιστα τιμώντας τοὺς συγγραφεῖς ἢ ἐκλέγοντάς τους ὡς πολιτικοὺς ἀντιπροσώπους μας; Τὸ τραγικὸ σήμερα εἶναι ὅτι ὑπάρχουν καὶ ρασοφόροι ἀνάμεσά τους, ὑποτιθέμενοι ποιμένες, ἀστέρες τῶν τηλεοράσεων ἀλλὰ ὄχι τῆς Ἐκκλησίας. Φυσικὰ ἂν συνέβαινε ἡ ἴδια ἀντίδραση ἀπὸ τὸ σημερινὸ ποίμνιο, οἱ χαρακτηρισμοί, φασίστας, σκοταδιστής, μουτζαχεντίν κλπ. θὰ πήγαιναν σύννεφο καὶ πάλι τονίζω ὄχι μόνο ἀπὸ ἄθεους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κληρικούς καὶ λαϊκούς χριστιανούς.
Φυσικὰ δὲν πρέπει νὰ ξεχάσουμε τοὺς διωγμοὺς τοῦ 1924 ἐπὶ ἀλλαγῆς ἡμερολογίου, ἀλλὰ καὶ τοὺς τρομεροὺς διωγμοὺς ἐπὶ Κομμουνισμοῦ μὲ τὰ ἑκατομύρια θύματα καὶ ποιά στάση κράτησαν καὶ τότε, πριν δηλ. 80 περίπου χρόνια οἱ λαϊκοί.
Ὅμως ἤδη φαινόταν ὅτι τὸ φρόνημα τῶν πιστῶν ἄρχιζε νὰ ἀλλάζει. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατὴρ Ἀρσένιος» τῆς Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου. Ὁ ἱερομόναχος Ἀρσένιος (1894-1975), διάσημος κριτικὸς τέχνης πρὶν μονάσει, καταδικάστηκε ἔγκλειστος σὲ σταλινικὸ στρατόπεδο. Κάποια στιγμὴ καλέστηκε ἀπὸ συγκρατουμένους του, ποὺ συνεργάστηκαν μὲ τοὺς Γερμανούς, νὰ τοποθετηθεῖ ἐπὶ τῶν δεινῶν, ποὺ ἐπέφερε στὴ χώρα του ὁ Κομμουνισμός. Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια:
«Σας άκουσα να κατηγορείτε την εξουσία, το σύστημα, τους ανθρώπους. Κι εμένα με κουβαλήσατε εδώ μόνο και μόνο για να βρείτε έναν σύμμαχο, που θα σας βοηθήσει να ενοχοποιήσετε την άλλη πλευρά. Λέτε, λοιπόν, πως ο Κομμουνισμός γκρέμισε εκκλησίες, φυλάκισε πιστούς, πολέμησε την Εκκλησία. Ναι, έτσι είναι. Ας εξετάσουμε όμως τα πράγματα συνολικότερα και βαθύτερα. Ας ανατρέξουμε σε όσα προηγήθηκαν. Πολύ πρωτύτερα ο λαός μας είχε χάσει την πίστη του, είχε περιφρονήσει την παράδοσή του, είχε λησμονήσει την ιστορία του, είχε αρνηθεί τα ιερά και τα όσιά του. Ποιος φταίει γι’ αυτό; Η τωρινή εξουσία; Εμείς φταίμε. Και τώρα θερίζουμε ό,τι σπείραμε. Ας θυμηθούμε, τι παράδειγμα έδιναν στον λαό οι διανοούμενοι, οι ευγενείς, οι έμποροι, οι δημόσιοι υπάλληλοι και προπαντός τί παράδειγμα δίναμε εμείς, οι κληρικοί. Ήμασταν οι χειρότεροι απ’ όλους! Γι’ αυτό και τα παιδιά των παπάδων, βλέποντας μέσα στις οικογένειές τους την ανηθικότητα και τη φιλοχρηματία, γίνονταν οι πιο φανατικοί άθεοι, οι πιο μαχητικοί επαναστάτες».
Ἡ πτώση αὐτὴ τῶν σημερινῶν λαϊκῶν ἀλλὰ κυρίως κληρικῶν φαίνεται σὲ μία τελευταῖα ἀναλαμπὴ ἁγιοπατερικῆς ἀντίδρασης ἀπὸ ἕναν λαϊκό, καὶ μάλιστα, εὑρείας ἀναγνωρίσεως, τὸν Φώτη Κόντογλου:
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ
Τοῦ Φώτη Κόντογλου (Ἀπρίλιος 1965)
«Ἡ ἐπιθυμία τῆς ὑμ. Παναγιότητος καὶ τῶν σὺν ὑμῖν νὰ ὑποταχθῆ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τὸν Πάπαν καὶ ἡ ἐκ μέρους σας ἀνεξήγητος σπουδή, ἐπλήρωσε τὴν καρδίαν μας ἀφάτου θλίψεως καὶ ἀθυμίας. Τὰ ὦτα μας ἀκόμη συρίζουν ἀπὸ τὸ φρικτὸν τοῦτο ἄκουσμα.
Ἡ Ὀρθόδοξος ποίμνη ἐδιχάσθη. Οἱ μὲν σᾶς ἠκολούθησαν εἰς τὸν ὀλισθηρὸν δρόμον τὸν ἀπάγοντα εἰς τὴν ἀπώλειαν, οἱ δὲ παρέμειναν ἑδραῖοι καὶ ἀσάλευτοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν τῶν πατέρων των, ἀποτροπιαζόμενοι καὶ εἰς μόνην τὴν σκέψιν ὅτι ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης ἐνηγκαλίσθη τὸν Πάπαν καὶ ἐμολύνθη ἀπὸ τὸ βδέλυγμα τοῦτο τῆς ἀσεβείας.
Ἐκεῖνοι, οἵτινες σᾶς ἠκολούθησαν, ἦσαν ἐκ τῶν προτέρων προδικασμένοι νὰ σᾶς ἀκολουθήσουν, ὄντες ὑλόφρονες, ματαιόδοξοι, ἄπιστοι, καὶ ξενόδουλοι κόλακες καὶ κολακευόμενοι. (σσ. εἶναι ἀξιοπρόσεκτο, πῶς ὁ κυρ-Φώτης ἐκφράζει τόσο ξεκάθαρα τὴν ἁγιοπατερικὴ ὁρολογία γιὰ ὅσους συμβαδίζουν μὲ τὴν αἵρεση). Ἔσπευσαν λοιπὸν νὰ συνταχθῶσι μὲ τὸν “κόσμον”,μὲ τὸν ἁμαρτωλὸν κόσμον τῆς ἐπιγείου ἀνέσεως, τῆς ἄνευ ταλαιπωριῶν καὶ ἀγῶνος ζωῆς, “εἰς τὴν ὧδε μένουσαν πόλιν”, μὴ ἐπιζητοῦντες “τὴν μέλλουσαν”, ὡς ἀνύπαρκτον καὶ μὴ πιστευτὴν εἰς αὐτούς.
Οἱ ἄλλοι ὅμως, οἱ πιστοί, παρέμειναν ἀσάλευτοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, εἰς τὴν χώραν τῆς πενίας, τῶν στερήσεων, τῶν πειρασμῶν, τῶν διωγμῶν, βέβαιοι ὄντες ὅτι ἐν μέσῳ αὐτῶν παρίσταται ὁ Κύριος, ὁ εἰπῶν ὅτι ἡ Ἐκκλησία Αὐτοῦ θὰ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸ μαρτύριον, τὴν περιφρόνησιν, τὴν πτωχείαν, τὸν ἐμπαιγμόν, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι ἡ ἀντιμισθία τῆς σθεναρᾶς ὁμολογίας των εἰς τοῦτον τὸν κόσμον.
Εἰς τὰ ὦτα των ἠχοῦν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οἱ παρήγοροι λόγοι τοῦ Χριστοῦ. “Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν”. Ὁ διωγμός, ἡ κακοπάθησις καὶ ὁ θάνατος εἶναι ὁ εὐλογημένος κλῆρος τῶν γνησίων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πανάγιον στόμα του εἶπεν ἀκόμη: “Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν”. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν βιασταὶ εἰς τὴν παράταξιν τῶν ἀμάχων, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νὰ συνθηκολογήσουν μὲ τὸ ψεῦδος, διὰ νὰ ζήσουν ἐν ἡσυχία καὶ ἀπολαύσει τῶν ἐγκοσμίων ἀγαθῶν;
Καὶ σεῖς οἱ ποιμένες τοῦ λαοῦ τί εἴδους ποιμένες εἶσθε; Τὰ πρόβατα τὰ ὁποῖα σᾶς ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστὸς τὰ παραδίδετε εἰς τοὺς λύκους. Συναυλίζεσθε μὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου τοῦ παρερχομένου, διότι ἐζηλώσατε τὴν δόξαν αὐτῶν καὶ οὐχὶ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Ὑπετάξατε τὴν πίστιν εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν, οἵτινες ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸν σατανᾶν.
Παρεδόθητε καὶ παρεδώσατε τὰ πρόβατα εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, εἰς τὸν κατέχοντα τὴν ὕλην, τὸν χρυσόν, τὰς ἐφευρέσεις καὶ τὰς μηχανάς, αἱ ὁποῖαι καταπλήττουν τὰ πλήθη, ὡς θαύματα τοῦ ἀντιχρίστου.
Παρεδόθητε καὶ παρεδώσατε τὰ πρόβατα εἰς τὴν ψευδώνυμον γνῶσιν, “τὴν κενὴν ἀπάτην”, τὴν διδασκομένην εἰς τὰς χώρας τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς ἀπογνώσεως, ὅπου οὐκ ἔστιν οὐδὲ ὀσμὴ τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ τῆς ἀληθοῦς γνώσεως, τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ταῦτα, διότι δὲν εἶσθε οἱ ποιμένες οἱ καλοί, οἱ θυσιάζοντες τὴν ζωὴν αὐτῶν ὑπὲρ τῶν προβάτων καὶ ὁδηγοῦντες αὐτὰ εἰς τοὺς εὐώδεις λειμώνας τῆς ἀθανάτου ζωῆς. Σεῖς εἶσθε οἱ μισθωτοὶ ποιμένες, καὶ κατὰ τὸ πανάγιον στόμα τοῦ Κυρίου “ὁ μισθωτὸς ποιμὴν οὐκ ἔστι ποιμὴν“ (Ἰω. ι’, 12). Εἶσθε μισθωτοὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου, διὰ τὴν δόξαν καὶ τὸν πλοῦτον τῶν ὁποίων ἐργάζεσθε. Καὶ ἅπαξ εἶσθε οἱ δοῦλοι τοιούτων κυρίων, εἶσθε ὡπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα τῆς βίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἀπειλεῖτε τὰ πιστὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ τὰ ἀναγκάσητε νὰ σᾶς ἀκολουθήσουν.
Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ μακάρια πρόβατα ἀπεκδέχονται τὸ μαρτύριον ὡς λύτρωσιν καὶ ὡς ἀψευδὲς σημεῖον, ὅτι θὰ λάβουν τὸν ἀμάραντον στέφανον ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτην Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
Ναί! Εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ μαρτυρήσωμεν μετὰ χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τὴν ὁποίαν κρατοῦμεν ὡς τὸν μέγιστον θησαυρόν. Μακαρίζομεν τοὺς ἑαυτούς μας, διότι θὰ διωχθῶμεν καὶ θὰ ἀποθάνωμεν ὑπὲρ πίστεως καὶ ἀληθείας.
Ἀκονίσατε τὴν μάχαιραν τῆς αἰσχύνης. Ἀποστείλατε τὰ ὄργανα τῆς βίας, τὰ ὁποῖα σᾶς δορυφοροῦν καὶ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι πάντοτε πάνοπλος ἡ ἀποστασία. Ἀποστείλατέ τα ἐναντίον μας. Ἤδη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐνεφανίσθη τὸ αἱματωμένον καὶ ἀποτρόπαιον φάσγανον τῆς βίας, διὰ νὰ ἐνσπείρη τὸν τρόμον εἰς τὰς ἁγίας καρδίας τῶν γερόντων, τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν ἐρημιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἐν δοκιμασίαις, ἐν στερήσει, ἐν τελείᾳ ἀπαρνήσει τοῦ σαρκίου των, διὰ νὰ εὐαρεστήσουν τὸν Κύριον.
Τὸ φρικτὸν πρόσωπον τῆς βίας ἐμφανίζεται ὡς τὸ τῆς μυθικῆς κεφαλῆς τῆς Μεδούσης εἰς τὸν ἁγιασμένον κῆπον τῆς Παναγίας. Καὶ ὄπισθεν αὐτοῦ τοῦ βδελύγματος τῆς βίας εὑρίσκεσθε σεῖς, οἱ “ποιμένες οἱ μισθωτοί“, οἱ τρίδουλοι τῶν ἀρχόντων τοῦ σκοτεινοῦ κόσμου τοῦ χρήματος, τῆς ἀθεΐας, τοῦ ἐκφυλισμοῦ καὶ πάσης ἀκολασίας.
Σπαράξατε τοὺς ἀθώους, τοὺς ἁγίους ὁμολογητάς, ἀφοῦ ἐγίνατε λύκοι σεῖς οἱ ἴδιοι οἱ ποιμένες. Σπαράξατε τὴν Ὀρθοδοξίαν μέσα εἰς τὸ Κολοσσαῖον εἰς τὸ ὁποῖον παρίστανται οἱ Καίσαρες τῆς σημερινῆς κακούργου ἀθεΐας.
Εἶναι καιρὸς ὅμως ν’ ἀποβάλετε τὴν δορὰν τοῦ προβάτου, καθ’ ὅσον αὕτη δὲν ἀπατᾶ πλέον κανένα.
"Ὁ ποιεῖτε, ποιήσατε τάχιον!"».
Δὲν εἴμαστε λοιπὸν «εὐσεβεῖς βόες», ἱκανοὶ καὶ ἄξιοι μόνο γιὰ νὰ γεμίζουμε τοὺς Ναούς, νὰ γεμίζουμε τὰ παγγάρια τῶν Ἐπισκοπῶν καὶ νὰ φωνάζουμε «ἄξιος», ἂν μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν. Ἔχουμε εὐθύνη καὶ ἱερὸ καθῆκον, ὅπως εὐθύνη καὶ ἱερὸ καθῆκον εἶχαν οἱ πρόγονοί μας, οἱ ὁποῖοι ἀψηφώντας τὰ πάντα, ἔδιωξαν τὸν Ἄρειο, τὸν Νεστόριο, τὸν Μακεδόνιο, τὸν Βέκκο, τὸν Καλέκα καὶ ὅλους τοὺς ἀσεβεῖς ἀπὸ τὴν Ἁγία, Μία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική Ἐκκλησία μας νὰ φανοῦμε ἀντάξιοι, τιμώντας τὸν ἔλαιο καὶ τὸ χρίσμα, ποὺ λάβαμε στὴν βαπτισή μας, τιμώντας τὸ ἅγιο καὶ τρομερὸ ὄνομα ποὺ φέρουμε: Χριστιανοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.