Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

ΑΔΙΑΝΟΗΤΟΝ, ΠΛΕΟΝ, ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ! Και πάλι περί της "μη κοινωνίας" με αιρετικούς.




σον κι ἂν φαίνεται ἀδιανόητο, εἶναι τόσο μεγάλη ἡ διάβρωση τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ προπαγάνδα δεκαετιῶν, ὥστε ἀδελφοί μας μὲ γνήσιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας, νὰ ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν, νὰ προσλάβουν, νὰ παραδεχθοῦν, νὰ «χωνέψουν» τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, εἰδικὰ ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, τῆς «μὴ κοινωνίας» μετ’ αὐτῶν, εἴτε οἱ αἱρετικοὶ εἶναι Παπικοί, εἴτε εἶναι Οἰκουμενιστές.
Ἔχουμε δημοσιεύσει δεκάδες ἁγιοπατερικὰ χωρία, στὰ ὁποῖα ξεκάθαρα παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων ὡς πρὸς τὴν σχέση μας μὲ τοὺς αἱρετικούς: πὼς δηλαδή, δὲν νοεῖται κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων μὲ αἱρετικούς, σὲ ἐκκλησιαστικὸ κυρίως ἐπίπεδο. Ἀλλὰ παρόλα αὐτά, οἱ πιστοί (καί τινες Ἐπίσκοποι), ἐνῶ ἀναγνωρίζουν ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς εἶναι αἱρετικοί, ἀδυνατοῦν νὰ ἐφαρμόσουν τὶς Ἐντολὲς τῶν Πατέρων, ψελλίζοντες τὶς δικαιολογίες ποὺ ἐπὶ χρόνια «ὑποβάλλουν» οἱ Οἰκουμενιστές!
Ἄλλη μιὰ φορά, λοιπόν, παρουσιάζουμε κάποια μικρὰ κείμενα, μὲ ἀφορμὴ παρόμοιες ἀπορίες, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπισήμανση ἑνὸς κειμένου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.


κούσατε, τί λέγουσιν οἱ ἐπικατάρατοι Μανιχαῖοι, οἱ ἐσκοτισμένοι περὶ τὸ φῶς, τὸ στόμα τοῦ διαβόλου. ...Τούτοις ὁμιλήσομεν; Τούτους εἰς κοινωνίαν δεξόμεθα;  κοινωνῶν αὐτοῖς ὅμοιος αὐτοῖς ἐστι καὶ τῆς μερίδος αὐτῶν ἔσται καὶ ἐν τῷ νῦν καὶ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι. Ἀδελφοί, κοινωνία λέγεται· ἀποθάνωμεν καὶ μὴ δεξώμεθα εἰς κοινωνίαν τοὺς Μανιχαίους. Ἀποθάνωμεν, ἵνα ζήσωμεν· ὁ δεχόμενος αὐτοὺς εἰς κοινωνίαν Μανιχαῖός ἐστιν, ὅμοιος αὐτοῖς. Κρεῖττόν ἐστιν ἰουδαΐσαι καὶ Ἰουδαῖον ἀποθανεῖν ἤπερ κοινωνῆσαι τοῖς Μανιχαίοις... Ἀκούσατε δὴ πρὸς θεοῦ, ὦ ἄνδρες, ἀκούσατε, τί φησιν ὁ θεώλεστος Μάνης. Οὐκ ἔστι, φησίν, ὁ κόσμος τοῦ θεοῦ, ἀλλὰ τοῦ διαβόλου. Ἀπαλλοτριῶσαι ἡμᾶς βούλονται τοῦ θεοῦ ἡμῶν.
(Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων).

ΤΙΤΛ. ΝΑʹ. —Περὶ ἀμίκτων, καὶ τῶν ἀκοινωνήτως ἐχόντων πρὸς ἄλληλα.
«Τί τὸ ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον;». «Τί κοινωνήσει λύκος ἀμνῷ; οὕτως ἁμαρτωλὸς πρὸς εὐσεβῆ. Τί κοινωνήσει χύτρα πρὸς λέβητα; αὕτη προσκρούσει, αὕτη συντριβήσεται». «Οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν, καὶ τραπέζης δαιμονίων. Τίς μετοχὴ δικαιοσύνης καὶ ἀνομίας; ἢ τίς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου; τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων;»
(Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Εἰς τὰ ἱερὰ Παράλληλα).

«Καὶ αἰχμαλωτεύοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ».
Λαμπρὰν καὶ περιφανῆ τὴν νίκην ποιεῖ. Οὐ γὰρ λόγοις πολεμοῦμεν, φησίν, ἀλλ' ἔργοις πρὸς λόγους. «Καὶ ἐν ἑτοίμῳ ἔχοντες ἐκδικῆσαι πᾶσαν παρακοήν, ὅταν πληρωθῇ πρότερον ὑμῶν ἡ ὑπακοή». Ὑμᾶς μὲν γάρ, φησίν, ἀναμένομεν, ἵνα ὅταν διὰ τῆς παραινέσεως καὶ τῆς ἀπειλῆς διορθώσωμεν ὑμᾶς, καὶ ἐξενέγκωμεν, καὶ ἀποστήσωμεν τῆς ἐκείνων κοινωνίας, τότε ἐκείνων ἀπολειφθέντων μόνων τῶν τὰ ἀνίατα νοσούντων, ἐπαγάγωμεν τὴν τιμωρίαν, ὅταν ὁλοκλήρους ἴδωμεν ὑμᾶς ἀποστάντας τούτων. Ὑπακούετε μὲν γὰρ καὶ νῦν, οὐ τελείως δέ. Διὸ οὐκ εἶπεν, ὅταν ὑπακούσητε, ἀλλ' ὅταν πληρωθῇ ὑμῶν ἡ ὑπακοή.
(Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Εἰς τὰς Ἐπιστολὰς τοῦ Παύλου).

«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε. Αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον ἀποδώσοντες...
Τί οὖν φησιν; ἂν πονηρὸς ᾖ, πειθώμεθα; πονηρὸς πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φύγε αὐτόν, καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών. Εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου. Ἄκουε γὰρ τοῦ Χριστοῦ λέγοντος, Ἐπὶ τῆς Μωϋσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι... Ἔχουσι, φησί, τὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ βίου εἰσὶν ἀκαθάρτου. Ἀλλὰ μὴ τῷ βίῳ, ἀλλὰ τοῖς λόγοις προσέχετε. Τῶν μὲν γὰρ ἠθῶν ἕνεκεν οὐδεὶς ἂν βλαβείη. Τί δήποτε; ὅτι καὶ δῆλα πᾶσίν ἐστιν, καὶ οὐδὲ αὐτός, κἂν μυριάκις ᾖ πονηρός, πονηρὰ διδάξει ποτέ.
Πίστεως δὲ ἕνεκεν, οὔτε δῆλόν ἐστι πᾶσιν, ὅτε πονηρὸς οὐ παραιτήσεται διδάσκειν. Ἐπεὶ καὶ τό, Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε, περὶ βίου ἐστίν, οὐ περὶ πίστεως. Τὸ γοῦν ἐπαγόμενον, τοῦτο δηλοῖ. Τί βλέπεις, φησίν, τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ δοκὸν τὴν ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖς; Πάντα οὖν ὅσα ἂν λέγωσιν ὑμῖν, ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε. Ὁρᾷς ὅτι οὐ περὶ δογμάτων ἐστίν, ἀλλὰ περὶ βίου καὶ ἔργων. Ἀλλὰ ὁ Παῦλος πρότερον συνέστησεν αὐτούς, καὶ τότε φησίν, Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε.
(Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Εἰς τὰς Ἐπιστολὰς τοῦ Παύλου –Ἀπὸ κείμενο τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου).

Μνημη αγίου Αμβροσίου, του "των αιρέσεων την πλάνην αδιαλείπτως στηλιτεύοντος".



Εἶναι γνωστή, ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου, ἡ δυναμική του στάση ἀπέναντι στὸν πανίσχυρο αὐτοκράτορα Μεγάλο Θεοδόσιο. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας θέλησε νὰ εἰσέλθει στὴν Ἐκκλησία, ὁ Ἅγιος τὸν ἐμπόδισε, θυμίζοντάς του ὅτι μὲ διαταγή του φονεύθηκαν στὴν Θεσσαλονίκη χιλιάδες ἄνθρωποι!
«Τὸν εὐσεβῆ Βασιλέα, ἡμαρτηκότα ποτέ, ὡς τὸν Δαυΐδ ὁ Νάθαν, παρρησίᾳ ἐλέγξας, Ἀμβρόσιε παμμάκαρ, τοῦτον σαφῶς, ἀφορισμῷ καθυπέβαλες, καὶ μετανοίᾳ παιδεύσας θεοπρεπῶς, συνηρίθμησας τῇ Ποίμνῃ σου» (Ὄρθρος ἑορτῆς).
Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀγνοοῦμε τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖες πῆραν μεγάλες διαστάσεις, γιατί ἡ αἵρεση αὐτὴ κατάφερε νὰ ἀποκτήσει ἀρκετοὺς ὀπαδοὺς στὰ Μεδιόλανα καὶ νὰ εἰσχωρήσει μέσα στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα.
Συγκεκριμένα, ἡ χήρα του Οὐαλεντινιανοῦ Α΄ δὲν δίσταζε νὰ ραδιουργεῖ ἐναντίον τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἔχοντας ὡς πειθήνιο ὄργανο τὸν γιό της Οὐαλεντινιανὸ Β΄. Ἡ Ἰουστίνη, λοιπόν, ζήτησε ἀρχικὰ ἕνα μικρὸ ναὸ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀμβρόσιο γιὰ νὰ τὸν χρησιμοποιοῦν οἱ Ἀρειανοί (τὸ 385 μ.Χ.), ἀλλ’ ὁ Ἅγιος ἀντιστάθηκε λέγοντας: «Στὸν αὐτοκράτορα ἀνήκουν τὰ παλάτια, στὸν ἱερέα οἱ ναοί».
Ἀργότερα ἐπανῆλθε στὸ αἴτημά της γιὰ παραχώρηση Ναοῦ στοὺς αἱρετικούς· ἑνὸς Ναοῦ ποὺ βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, θεωρώντας τὴν παραχώρηση Ναοῦ «καταπρόδοσιν τῶν καθηκόντων του καὶ τῆς ὀρθοδοξίας», ἔμεινε καὶ πάλι ἀπτόητος καὶ ἀκλόνητος. «Ὅταν ὁ ἀσεβὴς βασιλεὺς Ἀχαάβ, ἀπήντησε, ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Ναβουθᾶν νὰ παραδώση εἰς αὐτὸν τὸν ἐκ πατρικῆς κληρονομιᾶς ἀμπελῶνα, ὁ Ναβουθᾶν ἠρνήθη· ἀρνοῦμαι, προσέθηκε, νὰ παραδώσω καὶ ἐγὼ τὴν κληρονομίαν τοῦ Χριστοῦ, τὴν κληρονομίαν τῶν πατέρων μου... “τὰ τοῦ καίσαρος τῷ καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ”».
  Ἀλλ’ ὁ αὐτοκράτορας ἔστειλε στρατιῶτες, γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν «ἀπειθῆ καὶ ἀτίθασο ἐπίσκοπο καὶ νὰ καταλάβουν διὰ τῆς βίας τὸν ναό. Ὁ Ἀμβρόσιος ὅμως ἔμεινεν ἀπτόητος· καθ’  ὃν χρόνον οἱ στρατιώται περιεκύκλωναν τὸν ναόν, αὐτὸς γαληνιαῖος ἐξηκολούθει τὸ κήρυγμά του, συστήσας εἰς τὸ ἐκκλησίασμα, τὸ ἕτοιμον νὰ προστατεύση τὸν ἐπίσκοπόν του, νὰ μὴ προβάλη ἀντίστασιν πρὸς ἀποφυγὴν αἱματοχυσίας. “Δὲν ἤλθαμε στὸν ναὸ εἶπε, γιὰ νὰ πολεμήσουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε.Θὰ προσευχηθοῦμε, χωρὶς νὰ φοβηθοῦμε”.
»Τοιαύτη ὅμως ἦτο ἡ γοητεία, τοιοῦτον τὸ ἠθικόν του κῦρος καὶ ἡ ἐπιβολή, ὥστε μέρος μὲν τῶν στρατιωτῶν, ὅταν ἀντικρυσε τὸν ἐπίσκοπον, ἠρνήθη ἵνα συμμορφωθῆ πρὸς τὰς διαταγὰς τοῦ αὐτοκράτορος».
 Ἔτσι ὁ αὐτοκράτορας φοβούμενος μιὰ ἐπανά-σταση τοῦ λαοῦ, ἀνακάλεσε τὴν διαταγήν του.
Ὁ Ἅγιος ἔχοντας ὁ ἴδιος τὴν ἐμπειρία τῆς καθαρότητας ποὺ προκαλεῖ στὴν καρδία τῶν πιστῶν ἡ παρουσία σ’ αὐτὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γνώριζε τὰ ἀποτελέσματα ποὺ θὰ εἶχε ἡ παραχώρηση τοῦ μικροῦ ναοῦ στοὺς Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν τὰ ἀποκεκαλυμμένα δόγματα. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν καὶ ἀντιστάθηκε θαρραλέα. Ἀκόμα καὶ ὅταν τοῦ ἐσύστησαν νὰ φύγει ἀπάντησε ὅτι δὲν συνηθίζει νὰ ἐγκαταλείπει τὸ ποίμνιό του. Τέλος ὁ αὐτοκράτορας ὑποχώρησε καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ὑπερίσχυσε.
•••
Διαβάζοντας τὰ τροπάρια τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ὄρθρου διαπιστώνουμε ὅτι μία ἀπὸ τὶς προτεραιότητες τοῦ Ἁγίου ἦταν ὁ σθεναρὸς ἀγώνας κατὰ τῶν αἱρετικῶν. Δὲν ἔμεινε ἀπαθής, δίβουλος ἢ ὑποχωρητικὸς ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, ὅπως δυστυχῶς κάνουν σήμερα (σχεδὸν στὸ σύνολό τους)  οἱ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ γέροντες, ἀλλὰ ἐνημέρωνε τοὺς πιστοὺς γιὰ τὴν αἵρεση καὶ ἀνέτρεπε μὲ τὴν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος τὰ αἱρετικὰ φληναφήματα.
Ἔτσι ὁ ἅγιος «ἱερωσύνης, τοῖς ὅπλοις στομούμενος, καὶ θείᾳ δόξῃ τὸν νοῦν ἐλλαμπόμενος, ὡς μάχαιρα πιστῶν ἐστιλβωμένη τὰ θράση τῶν αἱρέσεων, τμητικῶς συνέκοπτε, τῶν αἱρετιζόντων δέ, κατέκλυζε τὰς φρένας. Ὅθεν τὴν βλάσφημον Ἀρείου γλωσσαλγίαν, ἐναπεμώρανε, τοῦ Πνεύματος δυνάμει..., Ἀρείου τὴν πλάνην, πᾶσαν ἀπημαύρωσε, τῷ φέγγει τῶν λόγων του».
Σὲ ἄλλα τροπάρια διαβάζουμε:
«Πανσόφοις καὶ ἱεροῖς σου δόγμασι, τὴν ἀρειόφρονα, ἀποδιώξας λύμην ὡς ποιμήν, ἐπὶ χλόην ἐποίμανας, Ὀρθοδοξίας Πάνσοφε, τὰ λογικά σου πίστει θρέμματα» καὶ ἔτσι «τὰς διανοίας τῶν πιστῶν καταρδεύεις..., πιστοὺς ἐπεστήριξας καὶ ἀπίστους ἐπέστρεψας». Σὺ δέ, πάτερ Ἀμβρόσιε, ἐδείχθης «Ἐκκλησίας φωταγωγὸς καὶ στήλη τῶν δογμάτων, αἱρέσεων τὴν πλάνην, ἀδιαλείπτως στηλιτεύουσα».
•••
Τέλος, νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος συνέταξε καὶ τὸν ὕμνον “Σὲ ὑμνοῦμεν, Σὲ εὐλογοῦμεν, Σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά σου ὁ Θεὸς ἡμῶν”, ὁ ὁποῖος ἐψάλει γιὰ πρώτη φορὰ κατὰ τὴν βάπτισιν τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου.  Πρόκειται γιὰ ἕνα μεγαλούργημα ὀλιγόλογον “χωρὶς φιλολογικὰ στολίδια καὶ πτωχὸν εἰς λέξεις μεγαλοπρεπεῖς, ἀλλ’ ἐν τῇ ἀφελείᾳ του ὡς ἄλλη ἑπτάχρους ἴρις ἅπαντα περιλαμβάνον τὰ εἴδη τῶν προσευχῶν –αἶνον, εὐλογίαν, εὐχαριστίαν, δέησιν– καὶ ἁπάσας ἐξεικονίζον τὰς στάσεις τῆς ψυχῆς ἐνώπιον τοῦ Ποιητοῦ αὐτῆς”».
Νά κλείσουμε μὲ τὸ Κοντάκιον τῆς ἑορτῆς:
«Θείοις δόγμασι περιαστράπτων, ἀπημαύρωσας Ἀρείου πλάνην, ἱερομύστα καὶ ποιμὴν Ἀμβρόσιε· θαυματουργῶν δὲ δυνάμει τοῦ Πνεύματος, πάθη ποικίλα σαφῶς ἐθεράπευσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος».

________________________________ 
impantokratoros.gr/agios_ambrosios.el.aspx
users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/agiologion/agios_ambrosios_mediolanwn.htm