Β΄ Μέρος
12) Ματθ. 12,33: «Ἤ ποιήσατε τό δένδρον καλόν, καί τόν καρπόν αὐτοῦ καλόν, ἤ ποιήσατε τό δένδρον σαπρόν, καί τόν καρπόν αὐτοῦ σαπρόν· ἐκ γάρ τοῦ καρποῦ τό δένδρον γινώσκεται».
Τό χωρίον αὐτό εἶναι ὄντως καταλυτικόν
γιά τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι μᾶς διδάσκει νά ἐρευνοῦμε καί νά
ἐξετάζουμε ἄν εἶναι ὑγιές καί σωστό τό δένδρο ἀπό τούς καρπούς πού παράγει.
Εἶναι δέ συναφές τό χωρίο τοῦτο τῆς Καινῆς Διαθήκης μέ τό Ματθ. 7, 17-20, καθώς
καί μέ τό Λουκ. 6, 43-44.
Ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό χωρίον αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης
ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Καί γάρ ἡ τοῦ δένδρου διάκρισις ἀπό τοῦ καρποῦ
φαίνεται, οὐχ ὁ καρπός ἀπό τοῦ δένδρου· ὑμεῖς δέ τουναντίον ποιεῖται. Εἰ
γάρ καί τό δένδρον τοῦ καρποῦ αἴτιον ἀλλ’ ὁ
καρπός τοῦ δένδρου γνωριστικός. Καί ἀκόλουθον ἦν ἤ καί τά ἔργα διαβάλλειν
ἡμᾶς αἰτιωμένους ἤ τοῦτα ἐπαινοῦντας καί ἡμᾶς τούς ἐργαζομένους τῶν ἐγκλημάτων
ἀπαλλάττειν τούτων. Νῦν δέ τουναντίον ποιεῖτε· τοῖς γάρ ἔργοις οὐδέν ἐγκαλεῖν
ἔχοντες, ὅπερ ἐστίν ὁ καρπός, τήν ἐναντίων περί τοῦ δένδρου φέρετε ψῆφον, ἐμέ
δαιμονῶντα καλοῦντες, ὅπερ ἐσχάτης ἐστί παροινίας. Καί γάρ ὅπερ ἔμπροσθεν εἶπε
τοῦτο καί νῦν κατασκευάζει, ὅτι οὐ δύναται δένδρον ἀγαθόν καρπούς πονηρούς
ποιεῖν, οὐδ’ αὖ τουναντίον πάλιν. Ὥστε παρά πᾶσαν ἀκολουθίαν καί φύσιν αὐτῶν τά
ἐγκλήματα (Ε.Π.Ε. 11, 108, 2).
Ὁ
Χρυσορρήμων λοιπόν πατήρ ἑρμηνεύοντας αὐτό τό χωρίο μᾶς διδάσκει ὅτι: «ἡ
τοῦ δένδρου διάκρισις ἀπό τοῦ καρποῦ φαίνεται, οὐχ ὁ καρπός ἀπό τοῦ δένδρου».
Δηλαδή, ἄν ὁ καρπός εἶναι καλός, σημαίνει ὅτι καί τό δένδρον εἶναι ὑγιές
καί καλό ἤ τό ἀντίθετο. Διότι, ὅπως θαυμάσια ἐξηγεῖ, «ὁ καρπός τοῦ δένδρου
γνωριστικός».
Οἱ καρποί ὡς ἐκ τούτου τῆς αἱρέσεως
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι σάπιοι καί δαιμονικοί καί τούς ἔχομε ἀναφέρει πάλιν καί
πολλάκις (π.χ. ἔνταξις στό Π.Σ.Ε, ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων, ἀναγνώρισις τῶν
μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν κ.λπ.). Αὐτοί ὅμως οἱ καρποί δέν εἶναι προσωπικοί,
δηλαδή κάποιοι Οἰκουμενιστές ἐξέπεσον εἰς αὐτές τίς αἱρέσεις, ὅπως συνέβαινε
καί παλαιότερα μέ διαφόρους αἱρετικούς, ἀλλά εἶναι ἐκκλησιαστικοί, δηλαδή εἶναι
ἡ γραμμή καί πορεία τῆς νεοεποχίτικης «Ὀρθοδόξου» Ἐκκλησίας τῶν Οἰκουμενιστῶν.
Αὐτό ἄλλωστε τό διακηρύττουν εὐκαίρως ἀκαίρως οἱ ἴδιοι, διά νά ἀπαλλαγοῦν προφανῶς τῆς προσωπικῆς
εὐθύνης, καί ἀναφέρουν ὅτι ὅ,τι κάνουν καί ἀποφασίζουν, τό κάνουν συνοδικῶς ἤ
πανορθοδόξως. Θά ἦταν ἀσυγκρίτως καλύτερο νά ἔπραττον αὐτές τίς προδοσίες σέ
προσωπικό ἐπίπεδο, διότι τότε θά ἐξέπιπτον ὡς ἄτομα, ἐνῶ τώρα συμπαρασύρουν καί
ὅλους ὅσους τούς ἀκολουθοῦν καί τούς ἀναγνωρίζουν ὡς ποιμένες καί Ἐπισκόπους.
Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ἀπό τόν καρπό γινώσκεται τό δένδρο ἀποδεικνύουν ὅτι τό δένδρο
αὐτό ἡ Ἐκκλησία τους καί ἡ Σύνοδος τους εἶναι σαπρά (σάπια) καί δι’ αὐτό
παράγει τέτοιους καρπούς.
Ἐδῶ πάλι δέν δύνανται οἱ Οἰκουμενιστές
Ἐπίσκοποι νά ἐπικαλεσθοῦν τήν ἀποστολική διαδοχή διά νά ἀποδείξουν ὅτι ἀνήκουν
στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, διότι ἔτσι βαδίζουν ἀντιθέτως στήν Γραφή καί στόν
Χρυσορρήμονα ἅγιο, προσπαθώντας νά ἀποδείξουν ἀπό τό δένδρο τόν καρπό. Κατ’
αὐτόν τόν τρόπο καί οἱ Ἑβραῖοι διαλεγόμενοι μέ
τόν Κύριο ἔλεγον ὅτι εἶναι τέκνα καί ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, ἐνῶ ὁ Χριστός
τούς ἀπεκάλεσε «γεννήματα ἐχιδνῶν»,
προφανῶς ἐπειδή οἱ καρποί των καί τά ἔργα των δέν συμφωνοῦσαν μέ τόν Ἀβραάμ.
Δι’ αὐτό ὁ Χρυσόστομος πατήρ,
ἑρμηνεύοντας ὅλα αὐτά τά χωρία πού ὁμιλοῦν δι’ αὐτό τό θέμα ἀναφέρει: «Καί γάρ ὅπερ ἔμπροσθεν εἶπε, τοῦτο καί νῦν
κατασκευάζει, ὅτι οὐ δύναται δένδρον
ἀγαθόν καρπούς πονηρούς ποιεῖν, οὐδ’ αὖ τοὐναντίον πάλιν». Τό «οὐδ’ αὖ
τουναντίον πάλιν» σημαίνει ὅτι οὔτε το πονηρό δένδρο δύναται να κάνη καλούς
καρπούς. Δι’ αὐτόν τόν λόγο δέν δύνανται
οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι νά καταδικάσουν π.χ. τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
τούς αἱρετικούς ὀνομαστικῶς (Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες κλπ), τίς
συμπροσευχές καί συνιερουργίες, διότι ὡς πονηρά δένδρα δέν δύνανται νά παράγουν
ἀγαθούς καρπούς.
Δυστυχῶς οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἀντίθετα
πρός τήν Ἁγία Γραφή καί τίς ἑρμηνεῖες τῶν Ἁγίων περιμένουν ἀπό τό σαπρό δένδρο
ἀγαθούς καρπούς (π.χ. νά καταδικάσουν τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ οἱ ἴδιοι οἱ
Οἰκουμενιστές ἤ νά λάβουν Συνοδικῶς ὀρθόδοξες ἀποφάσεις). Προφανῶς ὅμως
ἀναγκάζονται νά τηροῦν αὐτή τήν στάσι, διότι δέν θέλουν ν’ ἀποδεχθοῦν ὅτι εἶναι
καί αὐτοί ἐνσωματωμένοι καί κλάδοι αὐτοῦ
τοῦ σαπροῦ δένδρου.
Ἄρα λοιπόν γιά νά παράγουν αὐτούς τούς
καρπούς οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι, καί μάλιστα ὄχι σέ προσωπικό ἀλλά σέ
ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, σημαίνει ὅτι δέν εἶναι κλάδοι τοῦ ἀποστολικοῦ δένδρου,
ἀλλά ἐξεκόπησαν διά τῆς αἱρέσεως ἤ ἀποτελοῦν πλέον ἄλλο δένδρο σαπρόν πού
παράγει ἀνάλογους καρπούς. «Ἐκ γάρ τοῦ καρποῦ τό δένδρο γινώσκεται». Ὅλοι
δέ αὐτοί πού τούς ἀκολουθοῦν καί τούς ἀναγνωρίζουν ὡς ποιμένες καί Ἐπισκόπους,
ἀνήκουν καί αὐτοί σ’ αὐτό τό δένδρο τό σαπρόν τό ὁποῖο παράγει αὐτούς τούς αἱρετικούς καρπούς.
Πρέπει ἐπίσης νά καταστήσουμε σαφές
ὅτι καί οἱ σύγχρονοι γέροντες, τούς ὁποίους ἔχουν οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ
Ἀντιοικουμενιστές ὡς βιτρίνα, δέν εἶναι καρποί αὐτοῦ τοῦ σαπροῦ Οἰκουμενιστικοῦ
δένδρου, ἄν καί τυπικά ἀνῆκαν σ’ αὐτό.
Διότι ἐδῶ ὀνομάζομε καρπούς τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ σαπροῦ δένδρου τήν
αἱρετική γραμμή καί τίς αἱρετικές διδασκαλίες καί τά ἀποτελέσματά των,
βασικώτερα τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἄμβλυνσις τοῦ κριτηρίου τῆς πίστεως καί ὁ ἐθισμός
τῶν Ὀρθοδόξων στήν αἵρεσι. Οἱ σύγχρονοι γέροντες ὅμως ὄχι μόνον δέν εἶχαν αὐτές
τίς ἀντιλήψεις, ἀλλά καί τό λάθος των στό θέμα τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τούς
αἱρετικούς δέν τό ἔκαναν πρός ἐφησυχασμό καί βόλεμα, ἀλλά κινούμενοι ἀπό ἀγαθή
προαίρεσι, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀποδεικνύει ἡ ὅλη βιοτή των, παρέμειναν δέ τυπικά
στόν Οἰκουμενισμό, φοβούμενοι προφανῶς μήν μεταπέσουν στά σχίσματα τῶν
Παλαιημερολογιτῶν. Ὁ γνήσιος καρπός
αὐτοῦ τοῦ σαπροῦ Οἰκουμενιστικοῦ δένδρου στό θέμα τῶν συγχρόνων ἁγιοποιήσεων
εἶναι ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης, διότι ἐταυτίζετο πλήρως μέ ὅλες τίς
Οἰκουμενιστικές αἱρέσεις καί μάλιστα εἶχε πολύ περισσότερες ἀπό αὐτές πού
πρεσβεύει σήμερα ὁ Οἰκουμενισμός καί ὁπωσδήποτε τίς εἶχε στόν ὑπερθετικό βαθμό.
13) Ματθ. 15,14: «Ἄφετε αὐτούς· ὁδηγοί
εἰσι τυφλοί τυφλῶν· τυφλός δέ τυφλόν ἐάν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται».
Τό χωρίον αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης
ὁμιλεῖ διά τήν πνευματική τυφλότητα καί τήν πνευματική καθοδήγησι, ἐφ’ ὅσον ὁ
Κύριος ἀναφέροντάς το, ἀπευθύνετο εἰς τούς Φαρισαίους. Ἄλλωστε, ὁ σωματικά
τυφλός, εἶναι φυσικῶς καί ἀνθρωπίνως ἀδύνατον νά ὁδηγῆ κάποιον ἄλλο τυφλό. Ἡ
πνευματική δέ τυφλότης ἤ ἡ πνευματική καθοδήγησι ἔχει δύο διαστάσεις.
Ἡ μία εἶναι ἡ ἠθική καί πνευματική,
κατά τήν ὁποία κάποιος εἶναι ἀνήθικος, φιλάργυρος, ἐγωϊστής κ.λπ. καί καθοδηγεῖ
ἄλλους, ἐπειδή π.χ. ἔχει ἕνα ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου, τοῦ Πνευματικοῦ
κ.λπ.
Ἡ
δεύτερη, ἡ σημαντικώτερη, εἶναι ἡ δογματική, κατά τήν ὁποία, κάποιος ἔχει τήν
πνευματική καθοδήγησι ἤ διαποίμανσι ἐξ’ αἰτίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ του ἀξιώματος
καί συγχρόνως εἶναι αἱρετικός, εἴτε διότι ἔπεσε σέ κάποια αἵρεσι ἐκ τῶν
ὑστέρων, εἴτε διότι ἐχειροτονήθηκε ἀπό ὁμοίους του αἱρετικούς, ἀκριβῶς διότι
συμφωνοῦσε μέ αὐτούς εἰς τήν αἵρεσι, ὅπως ἐγίνετο παλαιά μέ τούς Ἀρειανούς,
τούς Εἰκονομάχους κ.λπ. καί ὅπως γίνεται σήμερα μέ τούς Οἰκουμενιστές.
Ἡ
ἀντιμετώπισις αὐτῶν τῶν δύο περιπτώσεων ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ πρός τούς ποιμένες πρέπει
νά εἶναι διαφορετική. Αὐτό τό ἐξηγεῖ θαυμάσια ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
ἑρμηνεύοντας τό χωρίον τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε κ.λπ.» Στήν ἀρχή τῆς
ὁμιλίας του ἀναφέρεται στό πόσο κακό εἶναι ἡ ἀναρχία, καί μάλιστα μέσα στήν
Ἐκκλησία, καί μέ διάφορες παρομοιώσεις ἀπό τήν κοσμική ζωή ἀποδεικνύει τήν
ἀναγκαιότητα τῆς ὑπακοῆς πρός αὐτούς πού ἔχουν τήν ἐξουσία: «Κακόν μέν ἡ ἀναρχία πανταχοῦ, καὶ
πολλῶν ὑπόθεσις συμφορῶν, καὶ ἀρχὴ ἀταξίας καὶ συγχύσεως· μάλιστα δὲ ἐν
Ἐκκλησίᾳ τοσοῦτον ἐπισφαλεστέρα ἐστίν, ὅσον καὶ τὸ τῆς ἀρχῆς μεῖζον καὶ
ὑψηλότερον. Ὥσπερ γάρ, ἂν χοροῦ τὸν κορυφαῖον ἀνέλῃς, οὐχὶ κατὰ μέλος καὶ κατὰ
τάξιν ὁ χορὸς ἔσται, καὶ φάλαγγος στρατοπέδου τὸν στρατηγὸν ἂν ἀποστήσῃς, οὐκ
ἔτι ῥυθμῷ καὶ τάξει τὰ τῆς παρατάξεως ἔσται, καὶ πλοίου τὸν κυβερνήτην ἐὰν
περιέλῃς, καταδύσεις τὸ σκάφος· οὕτω καί, ποιμνίου τὸν ποιμένα ἐὰν ἀποστήσῃς, πάντα
ἀνέτρεψας καί ἠφάνισας» (Ε.Π.Ε. 25, 370).
Ἐν
συνεχείᾳ ἀναφέρεται στήν ἀπείθεια καί ἀνυπακοή τοῦ λαοῦ πρός τούς
ἐκκλησιαστικούς ἄρχοντας, καί διδάσκει ὅτι ἡ ἀνυπακοή τοῦ λαοῦ στούς
ἐκκλησιαστικούς ἄρχοντας συνεπάγεται τιμωρία καί κόλασι. «Κακόν μέν οὖν ἡ ἀναρχία καί
ἀνατροπῆς ὑπόθεσις, κακὸν δὲ οὐχ ἧττον καὶ ἡ ἀπείθεια τῶν ἀρχομένων·
τὸ αὐτὸ γὰρ γίνεται πάλιν. Λαὸς γὰρ ἄρχοντι μὴ πειθόμενος, ὅμοιός ἐστι τῷ μὴ
ἔχοντι, τάχα δὲ καὶ χείρων· ἐκεῖ μὲν γὰρ καὶ συγγνώμην ἔχουσιν ὑπὲρ τῆς
ἀταξίας, ἐνταῦθα δὲ οὐκέτι, ἀλλά καί
κολάζονται».
Κατόπιν
ὁ ἅγιος ἀναφέρεται στό τρίτο κακό τό ὁποῖο ἐπιτελεῖται στήν περίπτωσι πού ὁ
ἐκκλησιαστικός ἄρχοντας εἶναι κακός. Ἐδῶ ὁ ἅγιος δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι αὐτό
εἶναι τό χειρότερο κακό, διότι αὐτοί πού θά ἀκολουθήσουν τόν κακό ἄρχοντα
ὁπωσδήποτε θά ὑποστοῦν ναυάγια καί καταστροφή. «Ἄλλ’ ἴσως ἐρεῖ τις ἡμῖν, ὅτι ἔστι καὶ
τρίτον κακόν, ὅταν ὁ ἄρχων ᾖ κακός.
Οἶδα κἀγώ, καὶ οὐ μικρὸν τοῦτο κακόν, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναρχίας πολλῷ κάκιον· κρεῖττον γὰρ ὑπὸ μηδενὸς ἄγεσθαι ἢ ὑπὸ
κακοῦ ἄγεσθαι. Ὁ μὲν γὰρ πολλάκις μὲν ἐσώθη, πολλάκις δὲ ἐκινδύνευσεν· οὗτος δὲ πάντως κινδυνεύσει, εἰς βάραθρα ἀγόμενος».
Μετά
ἀπό ὅλη αὐτή τήν διδασκαλία περί ἀρχόντων καί ἀρχομένων ἑρμηνεύει τό χωρίο τοῦ
ἀποστόλου Παύλου «Πείθεσθε τοῖς
ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε» καί
διδάσκει τό ποῦ αὐτό ἀναφέρεται. Διδάσκει ὁ ἅγιος ὅτι, ὅταν ὁ ἐκκλησιαστικός
ἄρχοντας σφάλλει στά θέματα τῆς πίστεως, πρέπει νά φεύγωμε μακρυά ἀπό αὐτόν,
ἐνῶ ὅταν σφάλλει σέ ὅλα τά ἄλλα θέματα δέν πρέπει ὄχι μόνο νά φεύγωμε, ἀλλά
οὔτε καί νά τά ἐξετάζωμε. «Πῶς οὖν ὁ
Παῦλος φησί· ”πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ
ὑπείκετε”; Ἀνωτέρω
εἰπών, ”ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν
πίστιν”, τότε εἶπε, ”πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε”. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ
μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν
ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ
περιεργάζου. Καὶ τοῦτο οὐκ οἴκοθεν λέγω
τὸ ὑπόδειγμα, ἀλλ’ ἀπό τῆς θείας
Γραφῆς» (Ὡς
ἀνωτ. σελ. 372).
Ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά
παραδείγματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς τά ὁποῖα συνηγοροῦν σ’ αὐτήν τήν διδασκαλία,
ἀναφέρει ὅτι τό χωρίον τῆς Ἁγίας Γραφῆς «μή
κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε» ἀναφέρεται σέ ὅλα τά ἄλλα θέματα, πλήν τῶν θεμάτων
τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως «ἐπεί καί τό “μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε”
περί βίου ἐστίν, οὐ περί πίστεως». Δηλαδή, ὅταν οἱ ἐκκλησιαστικοί
ἄρχοντες σφάλλουν στά θέματα τῆς πίστεως, ὄχι μόνο θά τούς κρίνωμε, ἀλλά καί
εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό αὐτούς.
Ἐπανερχόμενοι μετά τίς ἑρμηνευτικές
διευκρινίσεις καί διδασκαλίες τοῦ Χρυσορρήμονος, στό χωρίο τοῦ Ματθαίου (15,14)
«τυφλός
δέ τυφλόν ἐάν ὁδηγῆ, ἀμφότεροι, εἰς βόθυνον πεσοῦνται» ἀναφέρομε, ὅτι αὐτό τό χωρίον καί ἡ
διδασκαλία τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ἀναφέρεται κατ’ ἐξοχήν καί πρωτίστως εἰς τά
θέματα τῆς πίστεως. Διότι, ἐάν ἀκολουθοῦμε τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές
Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται καί εἶναι τυφλοί ἐξ’ αἰτίας τῆς αἱρέσεως,
εἶναι φυσικό νά πέσωμε μαζί των στόν γκρεμό καί στό βάραθρο τῆς αἱρέσεως, ἐφ’
ὅσον αὐτοί, ὡς ἐκπρόσωποί μας, ἀποφασίζουν καί ἐπιτελοῦν τίς προδοσίες τῆς
πίστεως. Τό σημαντικό δέ, εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι, εἶναι ὅτι οἱ ἔγκριτοι
ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς διδάσκουν εἰς τό συγκεκριμένο χωρίο ὅτι ὁ Κύριος
ἀπεκάλεσε ἔτσι τούς Φαρισαίους διά νά ἀπομακρύνη τόν λαό ἀπό αὐτούς.
Εἶναι φανερό καί σαφέστατο ὅτι ὁ
Κύριος, στό χωρίο αὐτό, δέν ἀφήνει περιθώρια σωτηρίας σέ ὁποιονδήποτε ἔχει καί
ἀκολουθεῖ τυφλόν ὁδηγό. Δέν θά σωθῆ, δηλαδή κάποιος, ἔστω καί ἄν ἀπό ἄγνοια ἤ
κακή διάγνωσι ἤ ἔλλειψι διακρίσεως, ἀκολουθήσει τυφλόν ὁδηγό. Ἐδῶ διαφαίνεται ἡ
πλήρης διαφωνία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τήν Ἁγία Γραφή, διότι αὐτοί διδάσκουν
ὅτι τυφλός καθίσταται κάποιος μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἐνῶ πρίν ἀπό αὐτήν
εἶναι κανονικός Ἐπίσκοπος εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Ἐπίσης διδάσκουν (τό
κυριώτερο) ὅτι δέν βλάπτονται οὔτε μολύνονται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία
μέ αὐτόν τόν τυφλό ὁδηγό Ἐπίσκοπο, ἐφ’ ὅσον ἔχουν Ὀρθόδοξο φρόνημα.
Ὁ Μ. Βασίλειος ἀντιθέτως πρός τούς
Ἀντιοικουμενιστές διδάσκει τά ἑξῆς: «Προτρέπεται
ἡμᾶς ὁ λόγος, μή ἄγεσθαι ὑπό τῆς πιθανότητος τῶν ἑτεροδόξων· μανία γάρ σαφής, ἐξεστηκόσιν ἀκολουθεῖν.
Γνώρισον αὐτούς ὅτι ἐξέστησαν. Ἔξω εἰσί
τῆς ὁδοῦ, τῆς προς Θεόν ἀγούσης· μή χρήσῃ αὐτοῖς ὁδηγοῖς, μή ποτε ἀχθῇς ὑπ’
αὐτῶν εἰς κρημνόν καί βάραθρον. Τυφλός γάρ ἐάν τυφλόν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς
βόθυνον πεσοῦνται» (Μ. Βασιλείου, Εἰς τόν
Προφήτην Ἡσαΐαν, κεφ. ιστ΄, T.L.G., c. 16, s. 305, l. 21).
Εἶναι θαυμάσια καί καταλυτική ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἡ διδασκαλία
αὐτή τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύοντας τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἀναφέρει
σαφῶς καί ἀπεριφράστως ὅτι εἶναι μανία (τρέλα) σαφής (καθαρή) τό νά ἀκολουθῆς
τούς διεστραμμένους καί αἱρετικούς.
Αὐτήν, λοιπόν ἀκριβῶς, τήν μανία (τρέλα) τήν ἐβάπτισαν οἱ
Ἀντιοικουμενιστές διάκρισι, καί τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτούς (τούς αἱρετικούς καί
διεστραμμένους) τήν ἐβάπτισαν σχίσμα καί ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία. Τραγική ὄντως ἀντίθεσις μέ τήν Ἁγία Γραφή καί
τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἀναφέρει τά
ἑξῆς ἑρμηνεύοντας τό ἐν λόγῳ χωρίο: «Ἀπεγνωσμένων
δέ ὄντων τῶν Φαρισαίων καί ἀνιάτων εἶπε τό «Ἄφετε αὐτούς». Ἐντεῦθεν οὖν μανθάνομεν ὅτι τό σκανδαλίζεσθαι τούς
ἑκοντί σκανδαλιζομένους καί ἀνιάτους, οὐκ ἔστιν ἡμῖν βλαβερόν· διδασκάλους δέ αὐτούς λέγει τυφλούς τυφλῶν
τοῦτο δέ φησίν ὡς ἄν ἀποστήση ἀπ’ αὐτῶν
τούς ὄχλους»
(P.G. 123, 308Β). Δηλαδή ὁ λαός ἔπρεπε νά
ἀπομακρυνθῆ ἀπό τούς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι τόν ὡδηγοῦσαν διεστραμμένα.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁ
ἄριστος τῶν ἑρμηνευτῶν ἀναφέρει εἰς τήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου τά ἑξῆς: «...εἶτα
καί τό πλῆθος ἀποσχίζων αὐτῶν ὡς μέλλον εἰς βάραθρον ἐμπίπτειν δι’ αὐτούς,
φησίν “Τυφλός, τυφλόν ἐάν ὁδηγεῖ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον ἐμπεσοῦνται”. Μέγα
μέν κακόν καί τυφλόν εἶναι· τό δέ καί τοιοῦτον ὄντα μήτε ἔχει τόν χειραγωγόν,
καί ὁδηγοῦ τάξιν ἐπέχειν, διπλοῦν καί τριπλοῦν ἔγκλημα. Εἰ γάρ τό μή ἔχειν
ὁδηγόν τόν τυφλόν ἐπισφαλές, πολλῶ μᾶλλον τό καί ἑτέρῳ τοῦτο βούλεσθαι εἶναι» (Ε.Π.Ε. 11, 384,
9).
Νομίζω ὅτι μέ αὐτές τίς ἑρμηνεῖες τῶν
Πατέρων, ἄν κάποιος δέν ἔχει κακή προαίρεσι, θά πρέπει νά εἶναι ὄντως τυφλός,
ἄν ἰσχυρίζεται ὅτι πρέπει νά μήν ἀπομακρυνθοῦμε καί ἀποτειχιστοῦμε ἀπό τούς
αἱρετικούς Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους, γιά νά μήν ἐξέλθουμε τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά
μήν κάνουμε σχίσμα κ.λπ. Διότι αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι, ὄχι μόνο εἶναι τυφλοί στά
θέματα τῆς πίστεως, ὄχι μόνο ἀπαιτοῦν νά ὁδηγοῦν στήν προδοσία καί στόν γκρεμό
τούς πιστούς, ἀλλά ἔγιναν ἐπίσκοποι γιά
νά ἐπιτελέσουν αὐτόν τόν συγκεκριμένο σκοπό, καί ἐπελέγησαν ὡς κατάλληλοι ἀπό
ἄλλους ὁμοίους των, μετά ἀπό ἐξετάσεις πού ἔδωσαν, ὅτι θά εἶναι πιστοί σ’ αὐτό
πού ἐπελέγησαν νά ἐπιτελέσουν.
14) Ματθ. 16, 17-18:
«Καί ἀποκριθείς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ·
μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ πατήρ
μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. κἀγώ δέ σοι λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν, καί
πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».
Αὐτά τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν
ὁμολογία τοῦ Πέτρου φαίνονται ἐκ πρώτης ὄψεως ὅτι δέν ἔχουν κάποια σχέσι μέ τήν
παροῦσα ὑπόθεσι τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους· ἐπειδή
ὅμως γίνεται εὐρεία καί ἀπροκάλυπτος διαστροφή των, ἀπό Οἰκουμενιστές καί Ἀντιοικουμενιστές,
θά ἀναφέρωμε τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων ἐπί τοῦ θέματος τούτου, γιά νά δείξωμε
τήν ἀληθινή ἔννοια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου. Διότι διαστρέφοντάς τα, καί κατά τό δή
λεγόμενο «πλανῶντες καί πλανώμενοι», οἱ
μέν Οἰκουμενιστές θεωροῦν Ἐκκλησία τούς
ἑαυτούς των, δηλαδή τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί, στηριζόμενοι ἀποκλειστικά
καί μόνο στήν ἀποστολική διαδοχή, διακηρύττουν ὅτι στήν Ἐκκλησία (σύμφωνα μέ τά
λόγια τοῦ Κυρίου) δέν θά κατισχύσουν οἱ πύλες τοῦ ᾅδου καί, ἄρα, αὐτοί ὡς
ἐκπρόσωποί της δύνανται νά τήν ὁδηγοῦν ὁπουδήποτε, ὁ δέ λαός εἶναι ὑποχρεωμένος
νά τούς ἀκολουθῆ καί νά τούς ἀναγνωρίζη· οἱ Ἀντιοικουμενιστές δέ πάλι,
σιγοντάροντας τούς Οἰκουμενιστές καί τρόπον τινά στηρίζοντας τους στήν αἵρεσι,
θεωροῦν καί αὐτοί ὡς Ἐκκλησία τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί διδάσκουν τήν
θεωρία τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ βολέματος, ὅτι δηλαδή, ἐφ’ ὅσον τήν Ἐκκλησία,
σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου, δέν θά κατισχύσουν «οἱ πύλες τοῦ ᾅδου», δέν
πρέπει οἱ πιστοί νά ἐξέλθουν ἀπό αὐτήν
τήν αἱρετική ἐκκλησία, ἔστω δηλαδή καί ἐάν σφάλλη καί πλανηθῆ στά θέματα τῆς
πίστεως, ἀλλά ὀφείλουν ἁπλῶς καί μόνο νά διαμαρτύρωνται καί νά κάνουν ὁμολογίες
τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, κατά τά ἄλλα δέ νά ἀναμένουν ἐντός τῆς αἱρέσεως τήν
διόρθωσι τῶν πραγμάτων.
Ἐδῶ
γίνεται διαστροφή, σέ σημεῖο αἱρέσεως, δύο πραγμάτων. Ἀφ’ ἑνός μέν τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία γιά νά ὑπάρχη πρέπει νά εὑρίσκεται ἀποκλειστικῶς μόνο στόν
χῶρο τῆς ἀληθείας, ἀφ’ ἑτέρου δέ, διαστρέφεται ἡ ἔννοια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου
περί τῶν πυλῶν τοῦ ᾅδου, οἱ ὁποῖες δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τούς ἴδιους τούς
αἱρετικούς. Στήν προκειμένη δέ περίπτωσι, ἐπειδή μᾶς ἐνδιαφέρει, σύμφωνα μέ τό
ἐν λόγῳ χωρίο ἡ ἔννοια καί ἡ Ὀρθόδοξος θέσις «τῶν πυλῶν τοῦ ᾅδου» προσθέτουμε
ὅτι τίς «πύλες τοῦ ᾅδου», καί οἱ
Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, τίς θεωροῦν ἀορίστως σάν μία ἔκφρασι
τοῦ Κυρίου χωρίς συγκεκριμένο νόημα ἤ ἀντικείμενο, τήν ὁποία ἀνέφερε ὁ Κύριος
πρός τόν Πέτρο ἁπλῶς καί μόνο γιά νά δηλώση τήν ἕως ἐσχάτων ὕπαρξι τῆς Ἐκκλησίας
καί τήν διαιώνισί της μέ μόνη τήν ἀποστολική διαδοχή.
Θά
ἀναφέρωμε λοιπόν, ὡς ἐκ τούτου, τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων ἐπί τοῦ θέματος
τούτου, γιά νά δείξωμε τήν ἀληθινή ἔννοια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου και, ἀκόμη, ὅτι
μέ τήν ἔννοια αὐτή καί διάστασι πού δίδουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει
ἀμέσως νά ἀποτειχιστοῦμε ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, εἰδ’
ἄλλως τοποθετοῦμε τήν Ἐκκλησίαν ἐντός τῶν πυλῶν τοῦ ᾅδου.
Ὁ
Θεοφύλακτος Βουλγαρίας κατ’ ἀρχάς, ὡς ἔγκριτος ἑρμηνευτής τῶν Εὐαγγελίων
ἀναφέρει τά ἑξῆς: «...Εἰπών δέ τήν
Ἐκκλησίαν μου, δείκνυσιν ἑαυτόν δεσπότην τοῦ παντός. Θεοῦ γάρ δοῦλα τά
σύμπαντα. Πύλαι δέ ᾅδου, οἱ κατά
καιρούς διῶκται, οἵ εἰς ᾅδην παρέπεμπον τούς χριστιανούς. Καί οἱ αἱρετικοί δέ, πύλαι εἰς ᾅδην φέρουσαι· πολλῶν οὖν διωκτῶν καί πολλῶν αἱρετικῶν
ὑπερίσχυσεν ἡ Ἐκκλησία...» (P.G. 123, 308Β). Σύμφωνα λοιπόν
μέ τόν Θεοφύλακτον Βουλγαρίας οἱ πύλες τοῦ ᾅδου εἶναι οἱ «κατά καιρούς διῶκται καί οἱ
αἱρετικοί». Συνήθως δέ οἱ αἱρετικοί διαχρονικά ἦσαν καί διῶκτες τῶν
Ὀρθοδόξων.
Ὁ
μέγας Φώτιος ἀπαντώντας σέ σχετική ἐρώτησι ἀναφέρει τά ἑξῆς: «...Υἱόν γάρ ἀνθρώπου ἑαυτόν ἀνειπών καί
παρά τοῦ κορυφαίου Πέτρου, Υἱός τοῦ ζῶντος Θεοῦ ἀναρρηθείς· τό μέν οἷς αὐτός
εἶπε, τό δέ οἷς ἀπεδέξατο ἐβεβαίωσε· διό καί μισθόν τῷ Πέτρῳ τῆς ὀρθῆς
ὁμολογίας, τάς τε κλεῖς τῆς βασιλείας ἐνεχείρισε, καί ἐπί τῇ αὐτοῦ ὁμολογίᾳ
ἐστηρίχθαι τήν ἐκκλησίαν καί κατά πυλῶν
ᾅδου καί πάσης αἱρετικῆς ἀθυροστομίας, λαμπρά φέρειν τά νικητήρια ἐκραιταίωσεν»
(Ε.Π.Ε. 3, 224, 18). Καί ὁ μέγας Φώτιος λοιπόν τίς πύλες τοῦ ᾅδου τίς
ἀποδίδει ἀποκλειστικῶς καί μόνο στούς αἱρετικούς.
Ὁ
ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἐπίσης σέ ἐπιστολή του ἑρμηνεύει τήν συγκεκριμένη
ἔκφρασι τοῦ Κυρίου «πύλας ᾅδου» ὡς
ἑξῆς: «πύλας ᾅδου» ὁ Θεῖος λόγος ἐκάλεσε τάς τῶν ἀθέων
τιμωρίας, τάς τῶν αἱρετικῶν βλασφημίας, αἷστισι πάσαις ἀνθεστῶσα ἡ τοῦ θεοῦ
ἐκκλησία, τάς μέν καταγωνίζεται, ὑπό δέ τῶν οὐ κατακυριεύεται» (Ε.Π.Ε. 1, 242, 15). Καί ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος
λοιπόν ὁ Πηλουσιώτης τίς πύλες τοῦ ᾅδου τίς ταυτίζει μέ τίς τιμωρίες τῶν ἀθέων
καί τίς αἱρέσεις (βλασφημίες) τῶν αἱρετικῶν. Μάλιστα στό σημεῖο αὐτό διδάσκει
ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν καταλαμβάνεται (κατακυριεύεται) ἀπό τίς πύλες αὐτές τοῦ
ᾅδου, δηλαδή τίς αἱρέσεις.
Ὁ
ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης τέλος συνομολογῶν τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας, σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο ἀναφέρει ἐπί τοῦ θέματος
τούτου τά ἑξῆς: «...ᾖσα ὁ ταπεινός
χαριστήρια, ὡς οὐ καταλέλοιπεν τέλεον
Κύριος τήν ἐκκλησίαν αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἔδειξεν ἔτι ἔχειν τήν ἰσχύν αὐτῆς,
κινήσας τούς ἀπό Δύσεως ἀδελφούς ἡμῶν ἔλεγχον τῆς παροινίας τῶν τῇδε καί
φωτισμόν τῶν νυκτομαχούντων τῇ αἱρέσει. Κἄν ἀπεσείσαντο οἱ ἀτεράμονες, κἄν
ὀφθαλμούς καρδίας οὐκ ἤνοιξαν (μαρτυριῶ ἄρτι κατενώπιον θεοῦ καί ἀνθρώπων), ἑαυτούς ἀπέρρηξαν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ,
τοῦ κορυφιακοῦ θρόνου, ἐν ᾧ Χριστός ἔθετο τάς κλεῖς τῆς πίστεως, ἧς
οὐ κατίσχυσαν ἀπ' αἰῶνος οὐδ᾿ ἄν κατισχύσωσι μέχρι συντελείας πύλαι ᾃδου, τά
τῶν αἱρετικῶν δηλαδή στόματα, ὡς ἡ
τοῦ ἀψευδοῦς ὑπόσχεσις» (Φατ. 407, 564, 4).
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λοιπόν διδάσκει καί αὐτός ἀπερίφραστα ὅτι οἱ πύλες
τοῦ ᾅδου εἶναι οἱ αἱρετικοί.
Ἐπίσης
ὁ Ὅσιος, ἐπί τοῦ ἰδίου θέματος, ἀναφερόμενος μάλιστα στήν μοιχειανική αἵρεσι,
ἀναφέρει τά ἑξῆς σέ ἐπιστολή του πρός τον μάγιστρο Θεόκτιστο:
«Πολλοί τοίνυν καί ἄλλοι, ἐπειδή
τό βούλεσθαι καί αὐτοῖς νόμος ἐστίν οὐ θεῖος, ἀλλά ἀνθρώπινος καί
κατηγορούμενος, δεδράκασι καί δράσωσι τυχόν ἕως τοῦ αἰῶνος. ἀλλ᾿ ἡ τοῦ θεοῦ
ἐκκλησία μεμένηκεν ἀπήμαντος, κἄν πολλοῖς ἐβλήθη τοξεύμασι, καί πύλαι ᾅδου κατισχῦσαι αὐτῆς οὐ
δεδύνηνται. Οὐδέ παρά τούς κειμένους ὅρους καί νόμους πράττειν τι καί λέγειν
ἀνέχεται, κἄν πολλοί πολλαχῶς ποιμένες ἠφρονεύσαντο· ἐπεί καί συνόδους
συνεκρότησαν μεγάλας καί παμπληθεῖς καί ἐκκλησίας θεοῦ ἑαυτούς ὠνομάκασιν καί
ὑπέρ κανόνων ἐφρόντισαν τό δοκεῖν, κατά κανόνων τό ἀληθές κινούμενοι» (Φατ. 24, 66, 57). Ὁ Ὅσιος λοιπόν διδάσκει ὅτι οἱ
πύλες τοῦ ᾅδου, δηλαδή οἱ αἱρετικοί, δέν ἠδυνήθησαν νά καταβάλλουν τήν
Ἐκκλησία, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία δέν ἀνέχεται «παρά τούς κειμένους ὅρους καί νόμους πράτειν
τι καί λέγειν».
Ἡ
διδασκαλία, ὡς ἐκ τούτου, τῶν Ἁγίων Πατέρων καταρρίπτει τήν διδασκαλία τῶν
Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι σήμερα ἡ
Ἐκκλησία ὁριοθετεῖται μέσα στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δηλαδή μέσα στίς
πύλες τοῦ ᾅδου. Ἐπίσης καταρρίπτει τήν διδασκαλία ὅτι, ὅσοι εὑρίσκονται ἐκτός
τῆς αἱρέσεως, δηλαδή οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, εἶναι
ἐκτός Ἐκκλησίας, κάνουν σχίσμα κ.λπ.
Κατ’ οὐσίαν σήμερα ὁμοθυμαδόν οἱ
Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές διδάσκουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κατά
τόν ἀπόστολο Παῦλο «στῦλος καί ἑδραίωμα
τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμόθ. 3, 15), ἀλλά
στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς αἱρέσεως, τῆς πλάνης καί τῆς ἀπάτης, ἐφ’ ὅσον τήν
ὁριοθετοῦν ἀβασάνιστα, ἀντιπατερικῶς καί ἀντιευαγγελικῶς στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἐπίσης, ἄν ὑποθέσωμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία
ὁριοθετεῖται μέσα στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁμολογοῦμε ἀπερίφραστα ὅτι οἱ
πύλες τοῦ ᾅδου ὑπερίσχυσαν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία ἡττήθηκε καί κατ’ οὐσίαν
ἔπαυσε νά ὑπάρχη. Διότι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος πέραν
τῶν ἄλλων εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Αὐτοαλήθεια, ἡ δέ αἵρεσις εἶναι τό ψεῦδος καί ἡ
πλάνη καί δέν δύναται αὐτά τά δύο νά συνυπάρχουν, νά συμπορεύωνται καί νά
ἀλληλοπεριχωροῦνται.
Εἶναι φανερό ὅτι ἡ διαστροφή τῆς
διδασκαλίας τοῦ Κυρίου περί τῶν πυλῶν τοῦ ᾅδου, γίνεται ἀπό τούς Οἰκουμενιστές
καί τούς Ἀντιοικουμενιστές ἐσκεμμένα, διότι οἱ μέν Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι δέν
ἔχουν τήν αὐτοσυνειδησία καί τήν ἐντιμότητα νά ὁμολογήσουν ὅτι οἱ πύλες τοῦ
ᾅδου εἶναι οἱ ἴδιοι, οἱ δέ Ἀντιοικουμενιστές τό θάρρος νά ὁμολογήσουν ὅτι, γιά
νά ἀνήκουν στήν ἀληθινή Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, πρέπει νά φύγουν ἀπό τίς πύλες τοῦ
ᾅδου, δηλαδή νά ἀποτειχιστοῦν πάραυτα ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους.
Γίνεται ὡς ἐκ τούτου φανερό πώς τό
χωρίο αὐτό, ὀρθοδόξως ἑρμηνευόμενο, ὁδηγεῖ ἀβίαστα στήν ἀποτείχισι,
διεστραμμένα δέ καί αἱρετικά ἑρμηνευόμενο, ὁδηγεῖ στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ
Κανόνος, στόν ἐφησυχασμό καί στό βόλεμα, στήν τοποθέτησι καί ὁριοθέτησι δικῶν
μας ὅρων καί ὁρίων (κοινό ποτήριο, ἄχρι καιροῦ μνημόνευσι κ.λπ.). Δι’ αὐτό,
ὅπως προαναφέραμε, καί καταλήγοντας ἐπαναλαμβάνομε τόν λόγο τοῦ Κυρίου περί τῶν
πυλῶν τοῦ ᾅδου, καί οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές τόν ἐκλαμβάνουν
ἀόριστα καί ἀπρόσωπα καί χωρίς συγκεκριμένο νόημα καί ἀντικείμενο, ὥστε νά μήν
δυνηθοῦν οἱ ἔχοντες ἀγαθήν προαίρεσι νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό αὐτές.
15) Ματθ. 18, 8-9:
«εἰ δέ ἡ χείρ
σου ἤ ὁ ποῦς σου σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτά καί βάλε ἀπό σοῦ· καλόν σοί ἐστιν
εἰσελθεῖν εἰς τήν ζωήν χωλόν ἤ κυλλόν, ἤ δύο χεῖρας ἤ δύο πόδας ἔχοντα βληθῆναι
εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον. καί εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν καί
βάλε ἀπό σοῦ· καλόν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰς τήν ζωήν εἰσελθεῖν, ἤ δύο
ὀφθαλμούς ἔχοντα βληθῆναι εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός».
Στό χωρίο αὐτό τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὁ
Κύριος, σύμφωνα μέ τίς ἑρμηνεῖες τῶν Ἁγίων, ὁμιλεῖ ἀλληγορικῶς καί διδάσκει τήν
ἀπομάκρυνσι ἀποκοπή καί ἀποτείχισι ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι
μέν κοντά μας, ὅπως τά μέλη τοῦ σώματός μας, καί χρήσιμοι, ὅπως τά μέλη μας,
πλήν ὅμως ἡ συναναστροφή μας μέ αὐτούς, καί ἡ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἐπικοινωνία
μας, γίνονται ἀφορμή νά παρασυρώμεθα στήν ἁμαρτία καί νά βλαπτώμεθα ψυχικά.
Αὐτή τήν ἀλληγορική ἑρμηνεία δίδουν στό συγκεκριμένο ἁγιογραφικό χωρίο ἅπαντες
οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ δέ ἱεροί Κανόνες ἀπαγορεύουν τόν ἀκρωτηριασμό τοῦ σώματός
μας.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό ἀναφέρει τά ἑξῆς: «....οὐ περί μελῶν ταῦτα λέγων
ἄπαγε· ἀλλά περί φίλων, περί τῶν
προσηκόντων, οὕς ἐν τάξει μελῶν ἔχομεν ἀναγκαίων. Τοῦτο καί ἀνωτέρῳ εἴρηκε,
καί νῦν λέγει. Οὐδέν γάρ οὕτω βλαβερόν,
ὡς συνουσία πονηρά. Ὅσα γάρ ἀνάγκη μή δύναται, δύναται φιλία πολλάκις καί
εἰς βλάβην καί εἰς ὠφέλειαν. Διό μετά
πολλῆς τῆς σφοδρότητος τούς βλάπτοντας ἐκκόπτειν κελεύει, τούτους
αἰνιττόμενος τούς τά σκάνδαλα φέροντας» (Ε.Π.Ε 11Α
94, 25). Ὀλίγον δέ κατωτέρω ὁ ἅγιος ἀναφέρει καί τά ἑξῆς: «Τούς
πονηρούς φησί, κἄν σφόδρα σοι φίλοι ὦσιν, ἀπότεμνε τῆς φιλίας. Καί λέγει
λογισμόν ἀναντίρρητον. Ἄν μέν γάρ μένωσι φίλοι, οὔτε αὐτούς κερδανεῖς, καί σαυτόν προσαπολεῖς· ἄν δέ ἀποτέμνῃς,
τήν γοῦν σαυτοῦ σωτηρίαν καρπώσῃ. Ὥστε εἴ τινός σέ φιλία βλάπτει, ἔκκοπτε
ἀπό σοῦ. Εἰ γάρ τῶν ἡμετέρων μελῶν πολλά πολλάκις ἀποτέμνομεν, ὅταν αὐτά τε
ἀνιάτως ἔχῃ, καί τοῖς λοιποῖς λυμαίνεται, πολλῷ μᾶλλον ἐπί φίλων τοῦτο ποιεῖν
χρή».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐπίσης στηριζόμενος στό
ἴδιο χωρίο διδάσκει τήν ἀναγκαία ἀπομάκρυνσι ἀπό οἱονδήποτε μᾶς βλάπτει ψυχικά:
«Ἐὰν
οὖν, φησίν, ἔχῃς φίλον καὶ συγγενῆ ἀναγκαῖόν σοι ὄντα, ὡς δεξιόν ὀφθαλμόν ἤ
χεῖρα… και ἴδοις ἑαυτόν βλαπτόμενον τήν ψυχήν ὑπ’ αὐτοῦ, ἔκκοψον αὐτόν ἀπό σοῦ·
οὐδεμία γάρ κοινωνία φωτί πρός σκότος, μάλιστα ἐάν ὑποκρίσεώς τινος καί δόλου μετέχωσι» (Μ. Ἀθανασίου, Ρήσεις καί ἑρμηνεῖαι Παραβολῶν τοῦ Ἁγίου
Εὐαγγελίου, Ἐρώτ. λε΄, T.L.G., v. 28, p. 721, l. 31).
Σαφῶς
λοιπόν οἱ Ἅγιοι διδάσκουν, ὅτι ὁ Κύριος στό συγκεκριμένο χωρίο διδάσκει, νά
ἀποκοπτώμεθα ἀπό φίλους καί γνωστούς, οἱ ὁποῖοι μᾶς βλάπτουν ψυχικά. Ἄν
ἀποκοποῦμε ἀπό αὐτούς σωζόμεθα, ἐπειδή ἀποφεύγομε τήν βλάβη πού προέρχεται ἀπό
αὐτήν τήν φιλία καί σχέσι, ἐνῶ ἄν δέν ἀποκοποῦμε καταστρεφόμεθα μαζί μέ
ἐκείνους.
Ἐδῶ
ὅμως γεννᾶται τό ἐρώτημα καί δημιουργεῖται ἡ εὔλογος ἀπορία. Πῶς εἶναι δυνατόν
γιά τήν ψυχική βλάβη πού προέρχεται ἀπό φίλους καί γνωστούς ὁ Κύριος νά
ἐπιτάσση τήν ἄμεση ἀποκοπή μας ἀπό αὐτούς, προκειμένου νά σωθοῦμε, καί γιά τήν
βλάβη τήν ἀσυγκρίτως μεγαλυτέρα, ἡ ὁποία ὑπάρχει καί ὑφίσταται, ὅταν ὁ ποιμένας
ἤ Ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, νά ὀφείλωμε ὑπακοή καί ἀναγνώρισι εἰς τύπον καί
τόπον Χριστοῦ μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ἤ μέχρι τοῦ κοινοῦ ποτηρίου, ἤ ἄχρι
καιροῦ, ἤ τέλος πάντων μέχρι τότε πού ὁ καθένας θέσει ὅριο σ’ αὐτήν την κατά
τόν Χρυσόστομο «πονηρά συνουσία»; Πῶς
δηλαδή εἶναι δυνατόν, γιά τήν μικρότερη ψυχική βλάβη νά ὑπάρχη αὐστηρότερη καί
ἄμεση ἐντολή ἀποκοπῆς, καί γιά τήν μεγαλύτερη ψυχική βλάβη νά ὑπάρχη ἀνοχή καί
ἐπιείκεια, συγχρωτισμός καί συνοδοιπορία, συναγελασμός καί ἀλληλοπαραχώρησι και,
κοντολογίς, νά ὑπάρχη ἀδιαφορία γιά τήν ψυχική μας σωτηρία, δηλαδή νά μήν
ὑπάρχη κἄν ἐντολή, ἡ ὁποία νά καθοδηγῆ τούς πιστούς εἰς τό δέον γενέσθαι, εἰς
τρόπον ὥστε ὁ καθένας νά καθορίζη τά ὅρια, τά ὁποῖα τόν ἐξυπηρετοῦν διά νά
ἀποτειχισθῆ.
Στό σημεῖο αὐτό οἱ Οἰκουμενιστές καί
οἱ Ἀντιοικουμενιστές παρουσιάζουν τήν Ἁγία Γραφή νά ἀντιμάχεται πρός τόν ἑαυτόν
της, νά χρησιμοποιῆ δύο μέτρα καί δύο σταθμά, καί νά εἶναι αὐστηρή στά μικρά
καί ἐπιεικής (μᾶλλον τελείως ἀδιάφορη) στά σοβαρά καί μεγάλα. Δηλαδή μᾶς
λέγουν, καί οἱ μέν καί οἱ δέ, νά ἀποκόπτωμε αὐτούς πού μᾶς βλάπτουν καί νά
εἴμεθα ἑνωμένοι καί ἐνσωματωμένοι μέ αὐτούς πού μᾶς ὁδηγοῦν στόν αἱρετικό
γκρεμό, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ ἴδιοι τυφλοί καί οἱ προσωποποιημένες «πῦλες τοῦ ᾅδου».
Οἱ
Ἅγιοι, ἐπί πλέον, μᾶς διδάσκουν νά ἑρμηνεύωμε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τά διάφορα
χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὥστε νά τά φέρωμε σέ ἀπόλυτο συμφωνία, νά λύωμε κάθε
ἐναντιοφάνεια καί κυρίως νά μήν τά ἑρμηνεύωμε ὅπως μᾶς ἐξηπηρετεῖ ἤ ὅπως
βολεύει τά πάθη μας. Κατ’ αὐτόν λοιπόν τόν τρόπο ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου, γιά τήν
ἀποκοπή μας ἀπό ὅσους μᾶς βλάπτουν, σημαίνει καί τήν ἴδια ἀποκοπή μας ἀπό τούς
αἱρετικούς ποιμένες ἤ ἐπισκόπους, οἱ
ὁποῖοι μᾶς βλάπτουν ἀσυγκρίτως περισσότερο.