Ἀρκοῦμαι εἰς αὐτά στό παρόν κεφάλαιο
καί θά σχολιάσω ἐν συνεχείᾳ τό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται
«Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης».
Στό κεφάλαιο αὐτό, πατέρες, ἔχετε πέσει σέ πολλές
παρανοήσεις καί λανθασμένες τοποθετήσεις, οἱ ὁποῖες ὀφείλονται ἀφ’ ἑνός μέν
στίς πάγιες θέσεις σας –οἱ ὁποῖες θέλουν νά ἀποδείξουν ἀληθινή καί πατερική τήν
δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος–, ἀφ’ ἑτέρου ὀφείλονται στό ὅτι χρησιμοποιεῖτε ἀμάρτυρες
καί ἐσφαλμένες θέσεις συγχρόνων πατέρων, καί ἐσεῖς τίς παρουσιάζετε, ἐπειδή ἁπλῶς
σᾶς βολεύει καί ἐξυπηρετεῖ τίς θέσεις σας, χωρίς νά ἐξετάσετε τήν ἐγκυρότητά
των καί τό πόσο ἀνταποκρίνονται στήν ἀλήθεια.
Γράφετε συγκεκριμένα στήν ἀρχή τοῦ
κεφαλαίου στή σελ. 36 τά ἑξῆς: «Σχετικά
μέ τό τί εἶναι αἵρεση ἔχουμε τόν ἐπίσημο ὁρισμό, πού μᾶς δίδει ὁ Μέγας
Βασίλειος, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶναι καταχωρημένος στόν πρῶτο του Κανόνα, πού ὑπάρχει
μέσα στό Πηδάλιο (σελ. 587): “Αἱρέσεις μέν (ὀνόμασαν οἱ παλαιοί) τούς παντελῶς ἀπερρηγμένους
καί κατ' αὐτήν τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους”. Δέν ταυτίζει δηλαδή ἐδῶ ὁ Μέγας
Βασίλειος τήν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως μέ τήν ἁμαρτία καί ἀθέτηση κάθε ἄλλης εὐαγγελικῆς
ἐντολῆς».
Ἐδῶ, πατέρες, διαστρέφετε ἑρμηνευτικά
τούς Ἁγίους· ἀπομονώνετε ἕνα χωρίο καί τό ἑρμηνεύετε, ὅπως σᾶς ἐξυπηρετεῖ καί,
τό κυριώτερο, δείχνετε ἄγνοια σέ βασικά σημεῖα τῆς πίστεως, τά ὁποῖα ἔχουν
σχέσι μέ τήν αἵρεσι, ἐνῶ συγχρόνως εἶστε ὑπεύθυνοι εἰς τό ἐπί τῶν αἱρέσεων
γραφεῖο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς. Ὅταν λοιπόν ὁ ἅγιος ἀναφέρει τήν ἔκφρασι «...καί κατ’ αὐτήν τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους»
ἐννοεῖ ὅτι,