Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Ισχύει για τους συγχρονους Επισκόπους και πιστούς το "Τιμή αγίου, μίμηση αγίου";


 

Τιμὴ ἁγίου καὶ μάρτυρος, εἶναι ἡ μίμηση τῆς ζωῆς του καὶ τῆς διδασκαλίας του.
Κι ὅμως οἱ σύγχρονοι πιστοί, μὲ πρώτους τοὺς ἐπισκόπους, πανηγυρίζουν στοὺς Ναούς, καὶ λιβανίζουν τοὺς Ἁγίους, καὶ ξελαρυγγίζονται ψάλλοντας καὶ ὁμιλώντας γι’ αὐτούς, ἀλλὰ πράττουν τὰ ἀντίθετα στὴν ἀντιμετώπιση θεμάτων Πίστεως!
Ἐπειδὴ προέχει τὸ θέμα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παραθέτουμε κάποια χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ σχετικὲς μελέτες, γιὰ νὰ γνωρίσουν τὴ καθοδηγητικὴ στάση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅσοι ἀδελφοί μας ἀγωνιοῦν γιὰ τὴν τηρητέα στάση ἀπέναντι τῶν αἱρετικῶν (καὶ κυρίως τῶν διακινούντων τὸν Οἰκουμενισμὸ Πατριαρχῶν, Ἐπισκόπων καὶ ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων), ἀλλὰ οἱ πνευματικοὶ καὶ οἱ Ἐπίσκοποι τοὺς παραπλανοῦν, διδάσκοντας μιὰ ἄλλη ποιμαντικὴ στάση, ποὺ δὲν διδάσκουν οἱ Ἅγιοι καὶ ἡ διαχρονικὴ Εὐαγγελικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.


Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὑπερμάχησε τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων ἐναντίον τῶν Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου, οἱ ὁποῖοι προσεπάθησαν νά διαδώσουν στήν Ἀνατολή τίς δυτικές αἱρέσεις περί κτιστῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἐκεῖνος ἐπίσης ὁ ὁποῖος ὑπερμάχησε τοῦ μοναχισμοῦ εἰς τό θέμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τῆς συγκεντρώσεως τοῦ νοῦ καί τῆς ἀναγωγῆς διά μέσου τῆς καρδιᾶς πρός τόν Θεόν, τά ὁποῖα ὁ Βαρλαάμ προσεπάθησε νά διαστρέψη.
Οἱ ἀγῶνες τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ δέν ἐστράφησαν μόνον ἐναντίον τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου, ἀλλά καί ἐναντίον τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ ΙΔ΄ τοῦ ἐπιλεγομένου Καλέκα.  Ὁ Καλέκας, μετά τή Σύνοδο τοῦ 1341, ἡ ὁποία ἐδικαίωσε τίς θέσεις τοῦ ἁγ. Γρηγορίου καί κατεδίκασε τίς αἱρέσεις τοῦ Βαρλαάμ, ἐστράφη ἐναντίον τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, τόν ὁποῖο κατώρθωσε μέ διάφορες μηχανορραφίες καί τήν πολιτική ὑποστήριξι νά κλείση στήν φυλακή.
Ὁ Καλέκας ἐξέδωσε ἐγκύκλιον ἐπιστολή μέ τήν ὁποία ἀναθεματίζει τόν ἅγ. Γρηγόριο καί τούς ὁμόφρονάς του. Αὐτή περιεῖχε, μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς:
«Τόν Παλαμᾶν καί τούς ὁμόφρονας αὐτοῦ, ...τολμήσαντας ἀκανονίστως καί ἀκρίτως ἀποκόψαι τό μνημόσυνόν μου, τῷ ἀπό τῆς ζωαρχικῆς καί ἁγίας Τριάδος δεσμῷ καθυποβάλλομεν, καί τῷ ἀναθέματι παραπέμπομεν. Ἡ ὑπογραφή Ἰωάννης ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης καί οἰκουμενικός πατριάρχης» (P.G. 150, 863D).
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος, λόγῳ τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα, διέκοψε τό μνημόσυνό του πρό συνοδικῆς κρίσεως. Αὐτό ἦτο μία ἀπό τίς αἰτίες πού ἐξεδόθη ἐναντίον του ὁ ἀναθεματισμός «...τολμήσαντας ἀκανονίστως καί ἀκρίτως ἀποκόψαι  τό μνημόσυνόν μου...».
Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι, τότε πού  ὁ ἅγιος Γρηγόριος διέκοψε τήν μνημόνευσι τοῦ Πατριάρχου, ὁ Καλέκας δέν εἶχε καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, ὁ δέ Ἅγιος δέν εἶχε χειροτονηθῆ Ἐπίσκοπος, ἀλλά ἦτο ἁπλός ἱερομόναχος τοῦ ἁγ. Ὄρους. Φαίνεται πώς τήν ἀπόφασι αὐτή τοῦ ἀναθεματισμοῦ τοῦ ἁγίου τήν ὑπέγραψαν καί ἄλλοι Ἐπίσκοποι, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰγνάτιος, ὁ δέ ἅγιος δέν τήν ἐτήρησε, ἀλλά κατ’ ἰδίαν συνέχισε νά λειτουργῆ (P.G. 150, 880D).
Τό σπουδαῖο καί ἔχον μεγίστη σημασία εἰς τήν παροῦσα μελέτη εἶναι τό ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος δέν ἦτο ἁπλῶς ἀποτειχισμένος ἀπό τόν Πατριάρχη Καλέκα πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἀλλά ἐπί πλέον ἐθεωροῦσε (καί διεκήρυττε) ὅτι ἦτο ἀδύνατον κάποιος πού ἐπικοινωνεῖ  ἐκκλησιαστικῶς μὲ τὸν Πατριάρχη νά εἶναι Ὀρθόδοξος, ἐνῶ αὐτός, πού ἦτο ἀπό αὐτόν ἀποτειχισμένος, ἦτο ἑνωμένος συγχρόνως μέ τήν εὐσεβῆ πίστι. Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Τούτου τοίνυν οὕτω καί τοσαυτάκις παντός τοῦ τῶν ὀρθοδόξων πληρώματος ἐκκεκομμένου, λείπεται τῶν ἀδυνάτων εἶναι τελεῖν ἐν τοῖς εὐσεβέσι τόν μή ἀφωρισμένον ἐκ τούτου, τοῦ καταλόγου δ’ εἶναι χριστιανῶν ἀληθῶς καί τῷ Θεῷ ἡνωμένον κατ’ εὐσεβῆ πίστιν, ὅστις ἄν εἴη τούτων ἕνεκεν ἀφωρισμένος ἐκ τούτου» (ΕΠΕ 3, 692, Ἀναίρεσις ἐξηγήσεως τόμου Καλέκα).
Αὐτό δεικνύει καθαρά ὅτι ὁ ἅγιος τήν ἔνταξι καί τόν χωρισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία τά συνέδεε ἀπολύτως ὄχι μέ τήν ὑποταγή εἰς τά ἑκάστοτε ποιμένοντα πρόσωπα, ἀλλά μέ τήν πλήρη ἀποδοχή καί ταύτισι μέ τήν ὀρθόδοξο πίστι. Τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα τόν ἐθεωροῦσε ἀποκομμένο ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, λόγῳ πίστεως, πρό συνοδικῆς κρίσεως καί αὐτούς πού τόν ἀκολουθοῦσαν ὁμοίως τούς συγκατέλεγε μέ αὐτόν. Ἡ σκέψις δηλαδή τοῦ ἁγίου εἶναι ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά συγκαταλέγεται κάποιος μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων, ἔστω καί ἄν ἰσχυρίζεται ὅτι ἔχει ὀρθόδοξο πίστι, τήν στιγμή πού ἀκολουθεῖ καί ἐντάσσεται σέ κάποιον αἱρετικό ποιμένα καί ἀρχιποιμένα.
Ὑπάρχει εἰς τό σημεῖο αὐτό καί να ἄλλο, πλέον ἀποκαλυπτικό χωρίο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, τό ὁποῖο εἶναι τόσο διαυγές πού δέν ἀφήνει περιθώρια παρερμηνείας, οὔτε καί εἰς αὐτούς πού προσπαθοῦν νά τά ἐφεύρουν ὥστε νά καλυφθοῦν. Εἶναι ἀπό τήν ἀναίρεσι πού κάνει εἰς τό γράμμα τοῦ Ἀντιοχείας Ἰγνατίου.  Ἀναφέρει δέ τά ἑξῆς: «Ποῖος κλῆρος, ποία μερίς, τίς γνησιότης πρός τήν Χριστοῦ ἐκκλησίαν, τῷ συνηγόρῳ τοῦ ψεύδους, ἐκκλησίαν, ἥ ”στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας” κατά Παῦλόν ἐστιν, ἥ καί μένει χάριτι Χριστοῦ διηνεκῶς ἀσφαλής καί ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια; Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν και σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποίμενας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ γάρ προσώποις τόν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα» (Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ΕΠΕ 3, 606).
Μέ λίγα λόγια ἡ ἀληθινή καί ὀρθόδοξος πίστις εἶναι τό κριτήριο εἰσόδου ἤ ἐξόδου ἀπό τήν Ἐκκλησία· εἶναι δέ τό μεγαλύτερο ψεῦδος νά λέγωνται κάποιοι ποιμένες καί ἀρχιποιμένες, ὅταν ἔχουν αἱρετικά φρονήματα καί, ἐπί πλέον, τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι τά πρόσωπα, ἀλλά ἡ ἀληθινή καί ἀκριβής πίστις.
Οἱ σημερινοί βεβαίως ποιμένες καί ἀρχιποιμένες πιστεύουν τά ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπό τόν ἅγιο, ἐπειδή θεωροῦν ὅτι μέ τήν χειροτονία των κατεστάθησαν ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί δύνανται νά τήν ὁδηγοῦν στήν ἱστορική της πορεία ὅπου βούλονται, ἀπαιτώντας συγχρόνως ἀπόλυτον ὑπακοή ἀπό ὅλους. Αὐτοί ὅλοι, οἱ σημερινοί ποιμένες καί ἀρχιποιμένες, εἶναι ἀκόλουθοι ὄχι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἀλλά τοῦ Πατριάρχου Καλέκα, διότι ἄν ἦταν ἀκόλουθοι τοῦ ἁγίου δέν θά ἀκολουθοῦσαν τόν Καλέκα εἰς τήν δυσσέβεια καί τήν αἵρεσι, ὅπως ὁ ἅγιος δέν  τόν ἀκολουθοῦσε καί δι’ αὐτό ὁ Καλέκας τόν εἶχε ἀποκομμένο ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Τό ἑωσφορικό πνεῦμα καί τήν ἀποκοπή του ἀπό τόν Καλέκα ἀναφέρει στήν ἴδια πραγματεία ὁ ἅγιος ὡς ἑξῆς: «Ἀλλ’ οἶμαι τόν οὕτως ἀνερυθριάστως τοσαῦτα ψεύδη γράφοντα καί περιαγγέλλοντα πᾶσιν ἀνέδην, ρᾳδίως καί τοῦτ’ ἄν εἰπεῖν, ὡς μόνος αὐτός ὑπῆρχεν ἡ σύνοδος, ἐπεί καί μόνον ἑαυτόν πολλάκις καί τήν ἐκκλησίαν εἶναί φησι καί ὅ,τι ἄν αὐτῷ δόξῃ καί ὅ,τι ἄν αὐτός εἴπῃ τῇ ἐκκλησίᾳ φησί δοκεῖν καί τήν ἐκκλησίαν ἀποφαίνεσθαι πᾶσαν. Κἄν τις μή ταχύ κατανεύσῃ πρός ὁ,τιοῦν καί τό λίαν ἀλυσιτελές αὐτῷ καί ἀπίθανον, οὗτος εὐθύς ὁ τῇ ἐκκλησίᾳ πάσῃ παντάπασιν ἀπειθής καί ἀνήκοος.
»Οὕτω γάρ καί ἡμᾶς ἀνυποτάκτους καί ἀλλοτρίους τῆς ἐκκλησίας ἀξιοῖ καλεῖν, ὡς ἀπαναινομένους τό δυσσεβεῖν, αὐτοῦ τοῦτο λέγοντος, καί παρεξηγεῖσθαι τόν προβάντα τόμον ὑπέρ ἡμῶν καί ἡμῖν εἰς δικαίωμα καί γεγενημένον καί δεδομένον, ὅτι τοῦτ’ αὐτό λέγομεν, ὡς ὑπέρ ἡμῶν ἐγεγόνει, ταῦτ’ ἄρα καί ἡμῖν δεδομένος ἐστίν. Ὁ τοιοῦτος τοίνυν, πῶς οὐκ ἄν ρᾳδίως εἴποι μόνον αὐτόν εἶναι καί τήν μεγίστην ἐκείνην σύνοδον, ὡς ἀνεξέλεγκτος εἶναι, ὅ,τι ἄν ὡς ἀπ’ ἐκείνης πλάττηταί τε καί συγγράφηται καθ’ ἡμῶν;» (ΕΠΕ 3, Ἀναίρεσις Γράμματος Καλέκα, σελ. 590).
Εἶναι ἄξιον προσοχῆς καί πρέπει νά τό ἀναφέρωμε, ὅτι ἀποτειχισμένοι ἀπό τόν Πατριάρχη Καλέκα καί τούς ὁμόφρονάς του δέν ἦτο μόνο ὁ ἅγ. Γρηγόριος ἀλλά καί οἱ ἀκολουθοῦντες τόν ἅγιο κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί. Ὅταν  ἐπίσης ὁ ἅγ. Γρηγόριος  τό ἔτος 1340 συνέταξε καί προσυπέγραψε πρῶτος  τόν λεγόμενον «Ἁγιορειτικόν τόμον» ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, ὁ ὁποῖος κατέλαβε δεσπόζουσα θέσι στήν μεταγενεστέρα Σύνοδο τοῦ 1341 καί ἐξέφραζε τήν πίστι ὅλων τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων πού ὁ ἴδιος ὑπερασπίζετο εἰς τούς ἀγῶνας του κατά τοῦ Βαρλαάμ, τόν προσυπέγραψαν καί  ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες.
Οἱ Ἁγιορεῖτες φαίνεται ὅτι πρό συνοδικῆς διαγνώσεως καί κρίσεως τοῦ αἱρετικοῦ Βαρλαάμ καί τῶν μαθητῶν του διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ κάθε ἕνα πού εἶχε ἀντίθετο φρόνημα ἀπό αὐτά πού ἐδίδασκε ὁ ἅγ. Γρηγόριος καί συμφωνοῦσαν κατά πάντα μέ τίς παραδόσεις τῶν ἁγίων «ἀποδεχθέντες ὡς συμφωνοῦντα ἀκριβῶς πρός τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων»,  διέκοψαν δηλαδή τό μνημόσυνο  τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Ἰωάννου Καλέκα, γι’ αὐτό καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος θεωροῦσε τόν Τόμον αὐτό ὡς σπουδαιότατο ὅπλο κατά τῆς αἱρέσεως πού παρουσιάσθηκε στήν ἐποχή του.
...Τόν Ἁγιορείτικο Τόμο, τόν ὁποῖο συνέταξαν οἱ Πατέρες, δέν τόν ἀπέστειλαν στήν Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως πρός ἔγκρισι, διά νά διαπιστώσουν δηλαδή, ἄν ὀρθά φρονοῦν ἤ ὄχι, ἤ γιά νά ἔχουν τήν ἔγκρισι καί τό ἀξιόπιστον τῆς δογματικῆς των τοποθετήσεως, ἀλλά τόν ἐξέδωσαν πρό συνοδικῆς κρίσεως καί ἐπισήμου τοποθετήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος τούτου, διά τήν καταπολέμησι τῆς αἱρέσεως καί διά νά διακηρύξουν ὅτι, ὅποιος δέν ἔχει αὐτό τό φρόνημα τῶν Πατέρων, δέν θά ἔχει μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία ὡς αἱρετικός.
Διά νά δείξουν δέ οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι πεπεισμένοι περί τῆς ὀρθότητος τῆς πίστεώς των, μετά ἀπό πλῆθος πατερικῶν χωρίων πού ἀναφέρουν πρός ἀπόδειξι καί κατοχύρωσι, εἰς τό τέλος, πρό τῶν ὑπογραφῶν των, καταλήγουν τόν Τόμο ὡς ἑξῆς: «Ταῦτα ὑπό τῶν γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρά τῶν ἡμετέρων πατέρων παρελάβομεν, ταῦτα διά τῆς μικρᾶς ἐγνώκαμεν πείρας, ταῦτα καί τόν ἐν ἱερομονάχοις τιμιώτατον καί ἀδελφόν ἡμέτερον κύρ Γρηγόριον ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων συγγραψάμενον ἰδόντες καί ἀποδεξάμενοι ὡς ταῖς τῶν ἁγίων ἀκριβῶς ἐχόμενα παραδόσεσι, πρός πληροφορίαν τῶν ἐντυχανόντων ὑπεγράψαμεν» (ΕΠΕ Γρ. Παλαμᾶ, Τόμ. Γ΄, σελ. 510). Ὅταν λοιπόν εἰς τό τέλος ὑπογράφει καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί ἁγ. Ὄρους Ἰάκωβος, δηλώνει ἐν κατακλεῖδι καί τά ἑξῆς:
«Ὁ ταπεινός Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί Ἁγίου Ὄρους Ἰάκωβος, ταῖς ἁγιορειτικαῖς καί πατερικαῖς ἐντεθραμμένος παραδόσεσι καί μαρτυρῶν ὅτι διά τῶν ἐνταῦθα ὑπογραψάντων λογάδων, ἅπαν τό Ἅγιον Ὄρος συμφωνοῦντες ὑπέγραψαν, καί αὐτός συμφωνῶν καί ἐπισφραγίζων ὑπέγραψα, καί τοῦτο μετά πάντων προσγράφων, ὅτι τόν μή συμφωνοῦντα τοῖς ἁγίοις καθώς καί ἡμείς καί οἱ μικρῷ πρό ἡμῶν πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τήν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα» (Ε.Π.Ε. Γρ. Παλαμᾶ, Τόμος Γ', σελ. 514)...
Ἐδῶ, δηλώνει ὁ Ἐπίσκοπος ὅτι ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες συμφωνοῦν εἰς τό ὅτι δέν θά ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ οἱονδήποτε δέν ἔχει αὐτήν τήν Ἀποστολική καί Πατερική πίστι, τήν ὁποία ἀνωτέρω ἐξέθεσαν.
Μέ αὐτά πού διακηρύττουν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες σημαίνει ὅτι δέν περιμένουν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου (θετική ἤ ἀρνητική ὡς πρός τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως) γιά νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό ὁποιονδήποτε ἔχει στό σημεῖο αὐτό διεστραμμένη πίστι. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο εἶχαν ἀποτειχισθῆ ἀπό τόν Βαρλαάμ καί τούς ὁμόφρονές του πρό συνοδικῆς κρίσεως, καί βεβαίως ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, τόν Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο καί τούς ὁμόφρονές των, ὅταν κατόπιν συνοδικῶς ἐτάχθησαν ὑπέρ τῆς αἱρέσεως. Δηλαδή, γιά τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων δέν ἐξαρτᾶτο ἀπό τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἀλλά ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διαχρονική διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Ἐδῶ θά ἐπικαλεσθοῦμε καί τήν μαρτυρία τοῦ μοναχοῦ Ἰωσήφ τοῦ Καλοθέτου, ὁ ὁποῖος ἦτο σύμψυχος καί ὁμόφρων καί συναγωνιστής τοῦ ἁγίου στούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς εὐσεβείας. Τοῦτο μόνο λέγομε διά τόν Ἰωσήφ τόν Καλόθετον, ὅτι ἦτο τόσο κατηρτισμένος εἰς τά τῆς πίστεως καί εἰδικά διά τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς του, ὥστε ὅταν μελετοῦμε σήμερα τά συγγράμματά του, νομίζομε ὅτι εἶναι ἕνας δεύτερος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἤ ἕνα ἀκριβές ἀντίγραφό του.
Λέγει λοιπόν ὁ Ἰωσήφ στήν ὀγδόη ὁμιλία του, ἡ ὁποία ἐπιγράφεται «Κατά Ἰωάννου Καλέκα», ὑπεραμυνόμενος ὅλων τῶν ἀποτειχισμένων ἀπό τόν Πατριάρχη Καλεκα: «Λέγει γοῦν ὁ χρηστὸς ποιμὴν οὗτος, ὅτι ἀποβλήτους ἡμᾶς πεποίηκεν ἑαυτῆς ἡ ἐκκλησία, ὡς μὴ θελήσαντας δοῦναι ὁμολογίαν ἔγγραφον. Ποίαν ἐκκλησίαν φάσκει ἀποβλήτους ἡμᾶς πεποιηκέναι; Τὴν τῶν ἀποστόλων; Καὶ μὴν παντάπασιν ἡμεῖς ἐκείνη σύμφωνοι καὶ σπουδασταὶ καὶ ὑπὲρ ἐκείνης πάντα παθεῖν εἱλόμεθα... Ὥστ’ οὐχί ἐκείνην φάσκει ἀποβεβληκέναι ἡμᾶς –πῶς γάρ;– ἀλλ’ ἥν αὐτός ὑπεστήσατο νεοφανῆ ἐκκλησίαν καί νεοφανῆ δόγματα... Πόθεν σύ ἐκκλησία εὐσεβῶν; Ἀπό τοῦ λόγου; Ἀπό τοῦ τρόπου; Ἀπό τῶν πράξεων; Ἀπό τῶν ὑγιῶν δογμάτων; Ἐργαστήριον τοίνυν γενόμενος παντός ψεύδους, πάσης διαβολῆς, παντός οὑτινοσοῦν φαύλου, παντός στασιαστικοῦ φρονήματος, πάσης ἀδικίας, πλεονεξίας, ἱεροσυλίας, ἁρπαγῆς, καπηλείας, εἶτα καί ἐκκλησίαν σεαυτόν –ὤ τοῦ θράσους!– χειροτονεῖς, οὐκ εἰδώς ὅτι καί Νεστόριος καί Μακεδόνιος τάχ’ ἄν τοῦτ’ ἰσχυρίσαιντο, ὅ καί αὐτός ἰσχυρίζεσαι.  Ἔσχον γάρ καί αὐτοί τήν αὐτήν αὐτῷ σοι καθέδραν.
»Πόθεν σύ ἐκκλησία; Ἀπό τοῦ δωροδοκεῖν; Ἀπό τοῦ ἐξαργυρίζειν τάς δίκας; Ἀπό τοῦ μή διαστέλλειν ἀναμέσον βεβήλων καί ἁγίων; Ἀπό τοῦ ἀνεῖσθαι τό ἱερόν πᾶσιν ἀνάγνοις καί βεβήλοις; Ἀπό τοῦ ἀναπεῖσαι τούς ἀνθρώπους ὁμογνίου αἵματος ἐμπίμπλασθαι; Ἀπό τοῦ πιπράσκειν τήν χάριν τοῦ πνεύματος; Ἀπό τοῦ πληρῶσαι τήν ἐκκλησίαν πάσης αἱρέσεως –εἶμι δ’ ἐπ’ αὐτόν τόν κολοφῶνα τῶν κακῶν– ἤ ἀπό τοῦ ἐξαργυρίσαι τήν σήν εὐσέβειαν καί τῶν ἐπισκόπων σου καί τῶν συνεπομένων σοι, οὕς καί ἐκκλησίαν αὐχεῖς; Τοιαύτη μέν ἡ κατά σέ ἐκκλησία, ἥν πρῴην ὀλίγου ἀποστατήσας τῆς ἡμετέρας, ὑπεστήσω.
»Ἡ δ’ ἡμετέρα ἐκκλησία, ἄνωθεν, ἁγνή, καθαρά, εἰρηνική, ἀπεχομένη  παντός οὑτινοσοῦν φαύλου καί πονηροῦ καί πάσης ἡστινοσοῦν κακίας ἐλευθέρα καί ἀνεπίμικτος παντός ρύπου καί σπίλου, πρεσβεύουσα τά ὑγιᾶ καί καθαρά καί ἀπειλικρινημένα δόγματα τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν. Κεφαλή δέ τῆς ἐκκλησίας ὁ κύριος ἡμῶν, μέλη δέ καί μέρη τῆς τοιαύτης ἐκκλησίας τό σύστημα καί σύνταγμα τῶν εὐσεβῶν, οἵ καί ἀναλόγως ἔχουσι καθάρσεως πρός τήν ἑαυτῶν κεφαλήν, οὐχ ὁ δεῖνα οὕτως ἀνάγνως ἔχων καί μεμιασμένως» (Ἰωσήφ Καλοθέτου Συγγράμματα, παρά Δημητρίου Τσάμη, τόμος 1, σελ. 294-296).
Τά βασικά σημεῖα τοῦ θαυμασίου καί ὁμολογιακοῦ αὐτοῦ χωρίου εἶναι τά ἑξῆς. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ «Ἐκκλησία» πού προΐσταται ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας εἶναι διαφορετικές. Ὅταν λοιπόν ὑπάρχει αἵρεσις, αὐτοί πού τήν ἀκολουθοῦν, κληρικοί καί λαϊκοί,  δημιουργοῦν ἄλλη «Ἐκκλησία». Ἡ μία δηλαδή, εἶναι ἡ διαχρονική τῶν ἁγ. Ἀποστόλων, καί ἡ ἄλλη, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἰωσήφ (Καλόθετος) γιά τόν Καλέκα, «ἡ κατά σέ ἐκκλησία, ἥν πρό ὀλίγου ἀποστατήσας τῆς ἡμετέρας, ὑπεστήσω». Ὡς ἐκ τούτου διά τῆς ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως ἀποστατεῖ κάποιος τῆς διαχρονικῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί ἐντάσσεται στήν νεοΐδρυτο κατασκευασθεῖσα. Ὅ,τι δέ κάνουν οἱ Ἐπίσκοποι τῆς νεοϊδρύτου «Ἐκκλησίας» λέγουν ὅτι τό ἔκανε καί τό ἀπεφάσισε ἡ Ἐκκλησία: «εἶτα καί ἐκκλησίαν σεαυτόν –ὤ τοῦ θράσους!– χειροτονεῖς, οὐκ εἰδώς ὅτι καί Νεστόριος καί Μακεδόνιος τάχ’ ἄν τοῦτ’ ἰσχυρίσαιντο, ὅ καί αὐτός ἰσχυρίζεσαι».
Ὅλα αὐτά πού ἀναφέρει ὁ Ἰωσήφ διά τόν Καλέκα εἶναι σά νά τά λέγη διά τούς σημερινούς οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι πάσχουν ἀπό τήν ἴδια νόσο. Στό τέλος δέ τοῦ ἐν λόγῳ χωρίου μέ πολλή σαφήνεια ἀναφέρει τά γνωρίσματα τῆς διαχρονικῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τό κυριώτερο τῶν ὁποίων εἶναι ὅτι αὐτή εἶναι «ἐλευθέρα καί ἀνεπίμικτος παντός ρύπου καί σπίλου, πρεσβεύουσα τά ὑγιᾶ καί καθαρά καί ἀπειλικρινημένα δόγματα τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν».
   Εἶναι φανερό, ἀπό ὅλα ὅσα ἀναφέρει ὁ Ἰωσήφ ὁ Καλόθετος, ὅτι ἡ ἀποτείχισις γίνεται ἀπό τήν νεοΐδρυτο «Ἐκκλησία» καί ἀπό ὅσους ἀνήκουν εἰς αὐτήν, προκειμένου νά ἀνήκη κάποιος στήν διαχρονική Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ὄχι, ὅπως ἐσφαλμένως πολλοί σύγχρονοι κληρικοί ἰσχυρίζονται, ὅτι ἡ ἀποτείχισις γίνεται μόνο ὡς διαμαρτυρία, προκειμένου νά ἐπισπευθοῦν οἱ διαδικασίες διά τήν συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως.
    Κλείνοντας ἀναφέρομε ὅτι ἡ ἀποτείχισις τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ὁμοφρόνων του ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα ἔγινε ὅπως ἀκριβῶς ἐντέλλεται ὁ ΙΕ΄ ἱερός Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, δεδομένου τοῦ ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Βαρλαάμ, τήν ὁποία ἐστερνίσθηκε ὁ Πατριάρχης, ἦτο κατεγνωσμένη ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 1341, ἀλλά ὁ Καλέκας δέν εἶχε κριθῆ συνοδικά. Ἡ συνοδική κρίσις καί καθαίρεσίς του ἔγινε τό 1347 (Θ.Η.Ε. τόμ. Ζ΄, σελ. 28).
Ἐκεῖνο τό ὁποῖο θέλομε νά τονίσωμε ἤ ἴσως δέν τό διεσαφήσαμε ἐπαρκῶς, εἶναι ὅτι τόν Ἁγιορείτικο Τόμο, τόν ὁποῖο συνέταξαν οἱ Πατέρες, δέν τόν ἀπέστειλαν στήν Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως πρός ἔγκρισι, διά νά διαπιστώσουν δηλαδή, ἄν ὀρθά φρονοῦν ἤ ὄχι, ἤ γιά νά ἔχουν τήν ἔγκρισι καί τό ἀξιόπιστον τῆς δογματικῆς των τοποθετήσεως, ἀλλά τόν ἐξέδωσαν πρό συνοδικῆς κρίσεως καί ἐπισήμου τοποθετήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος τούτου, διά τήν καταπολέμησι τῆς αἱρέσεως καί διά νά διακηρύξουν ὅτι, ὅποιος δέν ἔχει αὐτό τό φρόνημα τῶν Πατέρων, δέν θά ἔχει μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία ὡς αἱρετικός.
Διά νά δείξουν δέ οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι πεπεισμένοι περί τῆς ὀρθότητος τῆς πίστεώς των, μετά ἀπό πλῆθος πατερικῶν χωρίων πού ἀναφέρουν πρός ἀπόδειξι καί κατοχύρωσι, εἰς τό τέλος, πρό τῶν ὑπογραφῶν των, καταλήγουν τόν Τόμο ὡς ἑξῆς: «Ταῦτα ὑπό τῶν γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρά τῶν ἡμετέρων πατέρων παρελάβομεν, ταῦτα διά τῆς μικρᾶς ἐγνώκαμεν πείρας, ταῦτα καί τόν ἐν ἱερομονάχοις τιμιώτατον καί ἀδελφόν ἡμέτερον κύρ Γρηγόριον ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων συγγραψάμενον ἰδόντες καί ἀποδεξάμενοι ὡς ταῖς τῶν ἁγίων ἀκριβῶς ἐχόμενα παραδόσεσι, πρός πληροφορίαν τῶν ἐντυχανόντων ὑπεγράψαμεν» (ΕΠΕ Γρ. Παλαμᾶ, Τόμ. Γ΄, σελ. 510). Ὅταν λοιπόν εἰς τό τέλος ὑπογράφει καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί ἁγ. Ὄρους Ἰάκωβος, δηλώνει ἐν κατακλεῖδι καί τά ἑξῆς: «καί τοῦτο μετά πάντων προσγράφων, ὅτι τόν μή συμφωνοῦντα τοῖς ἁγίοις καθώς καί ἡμείς καί οἱ μικρῷ πρό ἡμῶν πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τήν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα» (Ε.Π.Ε. Γρ. Παλαμᾶ, Τόμος Γ΄, σελ. 514).
Ἐδῶ, δηλώνει ὁ Ἐπίσκοπος ὅτι ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες συμφωνοῦν εἰς τό ὅτι δέν θά ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ οἱονδήποτε δέν ἔχει αὐτήν τήν Ἀποστολική καί Πατερική πίστι, τήν ὁποία ἀνωτέρω ἐξέθεσαν.
Μέ αὐτά πού διακηρύττουν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες σημαίνει ὅτι δέν περιμένουν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου (θετική ἤ ἀρνητική ὡς πρός τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως) γιά νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό ὁποιονδήποτε ἔχει στό σημεῖο αὐτό διεστραμμένη πίστι. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο εἶχαν ἀποτειχισθῆ ἀπό τόν Βαρλαάμ καί τούς ὁμόφρονές του πρό συνοδικῆς κρίσεως, καί βεβαίως ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, τόν Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο καί τούς ὁμόφρονές των, ὅταν κατόπιν συνοδικῶς ἐτάχθησαν ὑπέρ τῆς αἱρέσεως. Δηλαδή, γιά τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων δέν ἐξαρτᾶτο ἀπό τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἀλλά ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διαχρονική διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Γιά τήν ἐξ ἐνστίκτου ἀπομάκρυνσι ἀναφέρει καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος παρομοιάζει τούς  αἱρετικούς μέ φίδια. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Φύγωμεν οὖν τούς τάς πατρικάς ἐξηγήσεις μή παραδεχομένους, ἀλλά παρ’ ἑαυτῶν πειρωμένους εἰσάγειν τά ἐναντία, καί τάς μέν ἐν τῷ γράμματι λέξεις περιέπειν ὑποκρινομένους, τήν δέ εὐσεβῆ διάνοιαν ἀπωθουμένους· καί φύγωμεν μᾶλλον ἤ φεύγει τις ἀπό ὄφεως. Ὁ μέν γάρ ἐνδακών τό σῶμα θανατοῖ πρόσκαιρα, τῆς ἀθανάτου ψυχῆς χωρίσας· οἱ δέ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὀδοῦσι χωρίζουσιν αὐτήν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς. Φεύγωμεν οὖν τούς τοιούτους πάσῃ δυνάμει, καί προσφεύγωμεν τοῖς ὑποτιθεμένοις τά εὐσεβῆ καί σωτήρια, ὡς συνάδοντα ταῖς πατρικαῖς παραδόσεσι» (ΕΠΕ, 10,356).
 Οἱ ἐκφράσεις τοῦ ἁγίου «...καί φύγωμεν μᾶλλον ἤ φεύγει τις ἀπό ὄφεως» καί ἐπίσης «Φεύγωμεν οὖν τούς τοιούτους πάσῃ δυνάμει», τί ἄλλο μπορεῖ νά σημαίνουν παρά τήν ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισι; Πῶς ἀπομακρύνεται κάποιος ἀπό ἕνα φίδι; Περιμένει ἄραγε τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου ἤ μήπως κυττάζει, ὅπως ἀναφέρετε, νά μήν κρίνη τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τοῦ κάθε Ἐπισκόπου; Καί ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος τονίζει ὅτι ἡ παραμονή μας κοντά στούς αἱρετικούς μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό «οἱ δέ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὁδοῦσι χωρίζουσιν αὐτήν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς».
(Ἀποσπασματα ἀπὸ βιβλία τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ)