Ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πώς, κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν
μεγάλων ἑορτῶν τῶν Ἰουδαίων, ὁ Χριστὸς βρισκόταν συστηματικὰ ἀνάμεσα στοὺς
Ἰουδαίους ποὺ συνέρρεαν στὰ Ἱεροσολύμα, γιὰ νὰ γιορτάσει μαζί τους καί, διὰ τῶν
θαυμάτων καὶ τῆς διδασκαλίας Του, νὰ ἑλκύσει
τὸν ἄδολο καὶ ἁπλὸ λαό. Διότι ὁ Χριστὸς εἶχε μεγαλύτερο
ἐνδιαφέρον νὰ τοὺς ἰατρεύσει καὶ νὰ τοὺς προσφέρει τὴν σωτηρία, ἀπ’ ὅσο οἱ
ἴδιοι ἐπιθυμοῦσαν τὴν θεραπεία.
«Τίνος οὖν ἕνεκεν τὰ Ἱεροσόλυμα συνεχῶς ὁ Χριστὸς
καταλαμβάνει, καὶ ἐν ταῖς ἑορταῖς ἐπιχωριάζει τοῖς Ἰουδαίοις; ὥστε ἐπιλαβέσθαι
τῶν ἀσθενούντων, ἵνα τὸ πλῆθος ἐπισπάσηται τὸ ἄδολον. Οὐ γὰρ τοσαύτην οἱ
κάμνοντες εἶχον ἐπιθυμίαν ἀπαλλαγῆναι τῶν νοσημάτων, ὅσην ὁ ἰατρὸς ἐπεποίητο
σπουδὴν ἀπαλλάξαι αὐτοὺς τῆς ἀρρωστίας. Ὅτε τοίνυν πλήρης ὁ σύλλογος αὐτῶν ἦν,
τότε εἰς μέσον ἐρχόμενος τὰ πρὸς τὴν σωτηρίαν τῆς ἐκείνων ψυχῆς ἐπεδείκνυτο». (Χρυσοστόμου
Ἰω., Πρὸς Ἀνόμοιους, ὁμιλ. 12, καὶ Ὑπόμνημα εἰς Ἰωάννην).
Ὑπάρχουν
καὶ σήμερα ἄνθρωποι ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ βροῦν τὴν Μία Ἀλήθεια, ἀναζητοῦν νὰ
θεραπευθοῦν ἀπὸ τὴν παράλυση τῆς κάθε ἁμαρτίας καὶ κακοδοξίας. Μὰ τὸ δυστύχημα
εἶναι πὼς δὲν ὑπάρχουν οἱ θεραπευτές! Ἡ πλειονότης τῶν συγχρόνων «εἰς τύπον καὶ
τύπον Χριστοῦ» ποιμένων ἔχουν καταντήσει ἀπὸ μαθητὲς Χριστοῦ, διεκπεραιωτὲς
ἱεροπραξιῶν ἢ ἕνα εἶδος κοινωνικῆς πρόνοιας μὲ θρησκευτικὸ ἐπίχρυσμα,
ἐκκοσμικευμένοι καὶ ἀδιάφοροι γιὰ τὴν οὐσία αὐτοῦ ποὺ ἦρθε νὰ προσφέρει ὁ
Χριστὸς στὸν ἄνθρωπο.
Ὑπάρχουν,
ἀσφαλῶς, καὶ ἐκεῖνοι οἱ πνευματικοὶ πατέρες ποὺ δίνουν ὅλες τους τὶς δυνάμεις
γιὰ τὴν καθοδήγηση τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἀλλὰ περιπίπτουν σὲ ἕνα ἄλλο «ἐκ
δεξιῶν» πειρασμό: δείχνουν νὰ «ἀδιαφοροῦν» γιὰ τοὺς σύγχρονους «ἐντὸς τῶν
τειχῶν» αἱρετικούς, τὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν
αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν στὴν Μία, Ἁγία, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τὸ δυστύχημα, ὅμως, εἶναι, πὼς
αὐτὴ ἡ φαινομενικὴ «ἀδιαφορία», δὲν εἶναι πραγματικὰ ἀδιαφορία, ἀλλὰ μιὰ δειλία
νὰ ἀντιπαρατεθοῦν μὲ τὴν ὀλιγομελῆ, ἀλλὰ καλὰ ὀργανωμένη οἰκουμενιστικὴ φατρία·
καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεῖ ἀποδοχὴ τῆς συνωμοσίας σιωπῆς ποὺ ἔχει ἐπιβάλει
πρωτίστως τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ὥστε νὰ μὴν ἐνημερώνονται οἱ
πιστοὶ γιὰ τὴν αἱρετίζουσα πολιτικὴ τοῦ Φαναρίου!!! Ἀρνοῦνται, δηλαδή, οἱ
πνευματικοὶ πατέρες, ἐπικαλούμενοι τὴν «διάκριση», νὰ προσεγγίσουν, νὰ κηρύξουν
καὶ νὰ θεραπεύσουν, ὅσους ἔχουν προσβληθεῖ ἀπὸ τὴν παραλυσία τῆς αἱρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν Πανορθόδοξο Σύνοδο στὴν Κρήτη, οὐσιαστικὰ ἐπεκύρωσε ΣΥΝΟΔΙΚΑ τὴν αἵρεση!
Παρὰ τὴν ἁγιοπατερικὴ ἐνημέρωση (ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι δὲν γνώριζαν) ποὺ γίνεται τὰ τελευταῖα, γιὰ τὴν Ἁγιογραφικὴ Ἐντολὴ ἀπομάκρυνσης ἀπὸ κάθε αἱρετικό, ὅτι ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ μολυσματικὴ καὶ
δυσθεράπευτη ἀσθένεια, παραμένουν σὲ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, θεωρῶντας ἐγωϊστικὰ τὸν ἑαυτό τους ἄτρωτι ἀπὸ τὰ βέλη τοῦ ἐχθροῦ! Κι ὅμως ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ διδάσκει: «Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ
συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ...ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου,
Περὶ μετανοίας καὶ κατανύξεως). «Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς
σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ
κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους
ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;» (Μ.
Βασιλείου, Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν, Ἐρώτησις κʹ). Καί: «Τῶν αἱρετικῶν ἡ κακοδοξία,
πάντοτε πηγαίνει εἰς τὸ χειρότερον καὶ γίνεται μεγαλυτέρα πληγή... Διὰ τοῦτο
πρέπουν νὰ ἀποφεύγουν οἱ Χριστιανοὶ
τούτους καὶ πάντας τοὺς αἱρετικοὺς ὡσὰν λοιμοὺς καὶ πανούκλας, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ μὲ αὐτούς... ἀπωλεσθοῦν» (Νικοδήμου
Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ΄ Ἐπιστολὰς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. 3ος, σελ.
318-319).
Πῶς
εἶναι, λοιπόν, δυνατόν, στρουθοκαμηλίζοντας, νὰ ἀντιπαρέρχονται οἱ ποιμένες τὴν
ζημίαν ποὺ ὑφίστανται οἱ πιστοί, ἐπικοινωνοῦντες μὲ ἐγχώριους αἱρετικοὺς
οἰκουμενιστές, ἀλλὰ καὶ τὴν
«βλασφημία» ποὺ ἔγκειται στὴν διαστρέβλωση τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως
καὶ τῆς δογματικῆς ἀλήθειας ποὺ διαπράττουν οἱ Οἰκουμενιστές; Πῶς ἀνέχονται τὴν
ἐπίκληση φτηνῶν δικαιολογιῶν, ὥστε νὰ μὴ κατονομάζουν τοὺς αἱρετικούς,