Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Απάντηση π. Ευθ. Τρικαμηνά στον μ. Ιωσήφ, Γ΄ μέρος



 Ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνὰ
στὸν μοναχὸ Ἰωσήφ

     
  Γ΄ Μέρος
  
        ς ἔλθωμε ὅμως νά ἐξετάσωμε κατά τό δυνατόν τίς πανορθόδοξες αὐτές Συνόδους τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος καί ἀπό μία ἄλλη σκοπιά.  Τό ἄν ἔχουν δηλαδή οἱ Κανόνες αὐτοί πού ἐξέδωσαν χρονικό ἤ διαχρονικό χαρακτῆρα. Οἱ Παλαιοημερολογίτες πέραν τοῦ ὅτι ἐθεώρησαν ἐσφαλμένως ὅτι καταδικάζουν τό ἡμερολόγιο καί ὄχι τό ἑορτολόγιο τό ὁποῖο ἄλλαξαν οἱ Λατῖνοι, θεωροῦν ὅτι οἱ ἀποφάσεις των καί οἱ Κανόνες πού ἐξέδωσαν ἰσχύουν διαχρονικά γιά ὅλες τίς ἐποχές καί ὡς ἐκ τούτου αὐτοί οἱ ὁποῖοι τό 1924, ἄλλαξαν τό ἡμερολόγιο εἶναι αὐτομάτως καταδικασμένοι καί ἔκπτωτοι ἀπό τόν βαθμό των καί ἀπό τήν Ἐκκλησία.  Αὐτό ὅμως θά ἴσχυε μόνο ἄν ἐκήρυττον γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας κάποια αἵρεσι κατεγνωσμένη ὑπό τῶν Συνόδων ἤ τῶν Πατέρων. Δηλαδή λόγῳ αἱρέσεως ὁ Ἐπίσκοπος καθίσταται ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος, ἐκπίπτει τοῦ ἀξιώματός του καί πρέπει οἱ κληρικοί καί οἱ λαϊκοί νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό αὐτόν.  Δι’ ὅλους  τούς ἄλλους λόγους πρέπει ἡ Σύνοδος νά ἀποφασίσῃ τήν τιμωρία του καί οἱ λαϊκοί νά συμμορφωθοῦν μέ αὐτήν τήν ἀπόφασι.
 Στήν προκειμένη λοιπόν περίπτωσι οἱ Παλαιοημερολογίτες ἰσχυρίζονται ὅτι διά τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου ἰσχύουν οἱ ποινές τοῦ κανόνος τῆς Συνόδου τοῦ 1593, τήν στιγμή πού ὁ κανόνας ὁμιλεῖ γιά τό Πασχάλιο καί μάλιστα ἐπαναλαμβάνει τόν πρῶτο κανόνα τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στόν ὅρο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα. Σαφῶς λοιπόν ἀναφέρεται στούς Λατίνους οἱ ὁποῖοι ἐκαινοτόμησαν στό θέμα τοῦ Πασχαλίου.
Ἀλλά ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ὁ κανόνας τῆς Συνόδου ἀναφέρεται καί στό ἡμερολόγιο, θά ἔπρεπε, πέραν τοῦ ὅτι ἦταν ἀπαραίτητο αὐτό νά ἀναφέρεται σαφῶς, νά στηρίζεται ἡ ἀπόφασις σέ  ἄλλες παλαιότερες ἀποφάσεις Συνόδων Οἰκουμενικῶν ἤ ἐγκεκριμένων Τοπικῶν, οἱ ὁποῖες νά ὁμιλοῦσαν διά θέματα ἡμερολογίου καί δή τοῦ Ἰουλιανοῦ. Ὅπως δηλαδή γιά νά ἀπορρίψη ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος τήν καινοτομία τῶν Λατίνων εἰς τήν ἑορτήν τοῦ Πάσχα, ἐστηρίχθη  εἰς τόν Α΄ Κανόνα τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ἔτσι γιά νά  ἀπορρίψη τό ἡμερολόγιο θά ἔπρεπε νά στηριχθῆ σέ κάποιο ἀνάλογο Κανόνα.  Διότι μόνο ἔτσι ἡ Σύνοδος ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι συνέχεια τῶν ἐγκεκριμένων Συνόδων καί ὡς ἐκ τούτου κινεῖται στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.
     Τέτοια περίπτωσις, ὅμως, σέ ὅλο τό Πηδάλιο δέν ὑπάρχει. Ἄρα λοιπόν, ἄν ὑποθέσωμε, σύμφωνα μέ τούς Παλαιοημερολογίτες, ὅτι ἡ Σύνοδος  διά τοῦ Η΄ Κανόνος της κατεδίκασε τό ἡμερολόγιο, σημαίνει ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή ἐκαινοτόμησε καί συνεπῶς  δέν εἶναι Ὀρθόδοξος.  Ἐκτός βεβαίως ἄν τό ἔπραξε αὐτό διά λόγους ποιμαντικούς, δηλαδή γιά νά ἀπομακρυνθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τούς Λατίνους. Εἰς αὐτήν ὅμως τήν περίπτωσι ἡ καταδίκη τοῦ ἡμερολογίου ἔχει ἄλλη ἔννοια καί ὁπωσδήποτε ὁ Κανόνας αὐτός εἶναι χρονικός καί ὄχι διαχρονικός. Εἰς ὅλα αὐτά τά ἄτοπα ὁδηγούμεθα πάτερ Ἰωσήφ, ἄν ἀκολουθήσωμε τήν διδασκαλία τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
      Ἔχουμε ὅμως καί ἄλλα νά ἀναφέρωμε γιά τίς Συνόδους αὐτές τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος.  Κατ’ ἀρχάς ἀπό τά κείμενα τοῦ Μελετίου Πηγᾶ πού ἀνέφερες σοῦ διέφυγε νά ἀναφέρης (γιά νά βάλω κατά τό δή λεγόμενο καλό λογισμό) καί ἕνα χαρακτηριστικό κείμενο στό ὁποῖο ὁ Μελέτιος ἀναφέρεται σέ ἐπιστολή του ἀποκλειστικά καί μόνο στό ὅτι ἡ ἀλλαγή τοῦ Πασχαλίου ἀπό τούς Λατίνους ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἀπορρίψεως τοῦ ἡμερολογίου καί τῆς συγκροτήσεως τῶν Συνόδων τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος.  Τό κείμενο αὐτό τοῦ Μελετίου εἶναι τό ἑξῆς: «Οἱ οὖν ἀνατολικοί Πατέρες Σύνοδον ἐν Κωνσταντινουπόλει συγκροτήσαντες [ἐν ἔτει 1583], ὅτε πρῶτον ἐξεφωνήθη ἡ τοῦ Πάσχα παρά τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ἐξερευνηθεῖσα λεγομένη διόρθωσις, τόν ἐνόντα γε τρόπον, τήν τῶν Πατέρων Παράδοσιν διωρίσατο κρατεῖν. Ἐπεδήμει δέ ἐν Κωνσταντινουπόλει ὁ ἀοίδιμος πρῴην Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος ἡμᾶς τοῦ Θρόνου καταλιπών κυβερνήτας. Ἐκεῖθεν δέ εἰς ἡμᾶς ἀναζεύξας ἠξίωσε καί παρ’ ἡμῶν περί τούτου τι γραφῆναι. Ὑπήρχομεν δέ ἡμεῖς καί πρίν εἰς Ρώμην ἐπιστείλαντες, δεικνῦντες μέν ὑγιῶς ἔχειν τελούμενον τό Πάσχα κατά τό τῶν Πατέρων Κανόνιον, παρακαλοῦντες δέ μή αὔξειν τάς τῶν Ἐκκλησιῶν διαφωνίας. Ἐπειδή δέ ἀντεπέστειλαν μέν ἐκεῖθεν, ὡς οὐκ ἀσυνέτως διεσκέψαντο Ρωμαῖοι περί τοῦ Πάσχα, καί οἷον ἀπόδειξιν ἀναντίρρητον, τό, οὐκ ἀσυνέτως ἐσκέψαντο Ρωμαῖοι περί τοῦ Πάσχα προτείνοντες ὀρθῶς∙ ὁ δέ Γέρων, ἔγραφον, ἐζήτει παρ’ ἡμῶν τῆς ὑποθέσεως ἔνδειξιν, ὑπακούσαμεν εἰκότως καί Τόμον ἐγράψαμεν Ἀλεξανδρινόν ἐπωνυμίαν εἰς ἀντιδιαστολήν τοῦ ἐκ Κωνσταντινουπόλεως περί τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως συντεθέντος τόμου Συνοδικοῦ» (Μελετίου Πηγᾶ, Ἐπιστολαί, ΚΓ΄ περιοδ. «Ἐκκλησιαστικός Φάρος», τόμ. ΝΓ΄ 1971, ΙV, σελ. 611).
Ἐδῶ ὁ Μελέτιος ὅπως βλέπεις ἑστιάζει τό θέμα στό Πασχάλιο καί μόνο σ’ αὐτό, χωρίς τήν παραμικρή ἀναφορά στό ἡμερολόγιο. Ἄν τό πρόβλημα ἦταν ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου θά ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά τό ἀναφέρη, διότι ἐδῶ περιγράφει καί ἐξιστορεῖ τίς αἰτίες καί τά γεγονότα πού τόν ὁδήγησαν στήν σύνταξι τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ τόμου.
   Ἕνα ἄλλο ἀξιόλογο στοιχεῖο τό ὁποῖο πρέπει νά ἀναφερθῆ εἶναι τό ὅτι καί ἀπό τίς τρεῖς αὐτές Συνόδους τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος δέν σώζονται καί δέν ὑπάρχουν πρακτικά καί συνοδικές ἀποφάσεις, τά ὁποῖα ὀνομάζονται τόμοι. Ἐφ’ ὅσον ἦταν τόσο σημαντικές οἱ ἀποφάσεις αὐτές καί μάλιστα ἀποσκοποῦσαν στήν διαφύλαξι καί προστασία τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τήν παπική προπαγάνδα, θά ἔπρεπε ὅσο τό δυνατόν νά ἀποσταλοῦν καί νά ἀνακοινωθοῦν εἰς τούς Ὀρθοδόξους διά μέσου τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί δή τῶν Ἐπισκόπων. Διότι τί εἴδους προστασία παρέχεται εἰς τόν λαό, ποία ἐνημέρωσις περί τοῦ κινδύνου καί κυρίως τί εἴδους ὁμολογία εἶναι αὐτή, τῶν ἐν λόγῳ Συνόδων, ὅταν οἱ ἀποφάσεις των ἀποκρύπτονται καί ἐξαφανίζονται, τήν στιγμή πού ἔχουμε πρακτικά καί ἀποφάσεις ἀπό πολύ παλαιότερες Συνόδους καί μάλιστα αὐτά διεσώθησαν μέσα ἀπό θυελώδεις κοσμοϊστορικές καταστάσεις, ὅπως οἱ σταυροφορίες, οἱ τουρκικές καταλήψεις κλπ.
Τό ὅτι δέν ὑπάρχουν πρακτικά καί ἀποφάσεις τῶν Συνόδων αὐτῶν τό μαθαίνομε σήμερα ἀπό Παλαιοημερολογίτικα περιοδικά (βλ. περιοδικό «Ὀρθόδοξος Ἔνστασις καί Μαρτυρία, Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ἐνισταμένων, Δεκέμβριος 2011, σελ. 29). Αὐτά δέ πού μᾶς διασώζει ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων στόν τόμο Ἀγάπης καί εἰδικά ὁ ὄγδοος Κανόνας τῆς Συνόδου τοῦ 1593 ὁμιλοῦν ἀποκλειστικά καί μόνο διά τό Πασχάλιο, τό ὁποῖον ἄλλαξαν οἱ Λατῖνοι.
Tό ἴδιο νομίζω ὑπονοεῖ καί ὁ Μελέτιος Πηγᾶς  στήν εἰσαγωγική ὁμιλία του στήν Σύνοδο τοῦ 1593, σύμφωνα πάντα μέ τόν Δοσίθεο Ἱεροσολύμων, ὅταν ἀναφέρει: «Μελέτιος ὁ μακαριώτατος Ἀλεξανδρείας εἶπεν… Πρῶτον τοιγαροῦν, ἐπειδή Θεοῦ χάριτι ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κατηρτισμένη ὑπάρχουσα, καί κατά τῆς εὐσεβείας δόγματα, τελείαν εἴληφε κατάστασιν ἐν τοῖς ὁρισθεῖσι καί τρανωθεῖσιν ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ σωτῆρος, διά τῶν Ἀποστόλων καί Πατέρων ἁγίων. Διεπρεψάντων ἐνταῦθα, ἔν τε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ τῶν Τριακοσίων δέκα καί ὀκτώ θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ καί ταῖς καθεξῆς οἰκουμενικαῖς ἕξ συνόδοις μέχρι τήν ζ΄ τῆς τό δεύτερον ἐν Νικαίᾳ συναθροισθείσης. Ὡσαύτως καί ταῖς μεταξύ τῶν ἑπτά οἰκουμενικῶν κατά διαφόρους καιρούς συναχθείσαις τοπικαῖς τῶν ὀρθοδόξων συνόδοις. Ἐπειδή τοίνυν τό τέλειον εἴληφεν ἡ τῶν Ὀρθοδόξων ἐκκλησία, οὐ μόνον καί τά τῆς συγχύσεώς τε καί διαστάσεως» (Τόμος Ἀγάπης σελ. 542).
Δηλαδή ἐδῶ ὁ Μελέτιος Πηγᾶς ὁμολογεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Οἰκουμενικῶν καί ἐγκεκριμένων τοπικῶν Συνόδων ἔλαβε τό τέλειον, ὄχι μόνον κατά τά δόγματα ἀλλά «καί κατά τήν ἱεράν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων κατάστασιν». Φυσικά στίς Συνόδους πού ἀναφέρεται ὁ Μελέτιος οὐδέν ἔχει εἰπωθῆ περί ἡμερολογίου, ἀλλά μόνο περί Πασχαλίου. Συνεπῶς ἐάν τό ἡμερολόγιο θεωρηθῆ ὡς ἀναγκαῖον γιά τήν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων κατάστασιν, αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ Σύνοδοι πού μνημονεύει ὁ Μελέτιος δέν παρεῖχον τό τέλειον εἰς τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπεναντίας ἦσαν ἐλλιπέστατες καί μάλιστα σέ θέματα πίστεως.
     Τό ἴδιο ἀκριβῶς πρέπει νά ἀναφερθῆ καί γιά τό Πηδάλιο τό ὁποῖον συνέταξε ὁ ἅγ. Νικόδημος, διακόσια περίπου χρόνια μετά τίς τρεῖς Συνόδους τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος. Εἰς τά  προλεγόμενα ὁ ἅγιος ὁμολογεῖ τά ἑξῆς διά τό βιβλίο αὐτό: «Αὕτη ἡ βίβλος εἶναι ἡ μετά τάς Ἁγίας Γραφάς ἁγία Γραφή, ἡ μετὰ τὴν Παλαιάν καί Καινήν διαθήκη, Διαθήκη. Τά μετά τά πρῶτα καί θεόπνευστα λόγια, δεύτερα καί θεόπνευστα λόγια. Αὕτη ἐστί τά αἰώνια ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν, καί νόμοι οἱ ὑπάρχοντες εἰς τόν αἰῶνα, καί ὑπέρ πάντας τούς ἐξωτερικούς καί βασιλικούς νόμους τῶν Διγέρων, τῶν Ἰνστιτούτων, τῶν Κωδήκων, τῶν Νεαρῶν ὑπερέχοντες» (Εἰσαγωγή Πηδαλίου σελ. ιστ΄).
Ἐδῶ βλέπομε ὅτι ὁ ἅγιος μολονότι προηγουμένως ἀνέφερε ὅτι εἰς τό τέλος τοῦ βιβλίου προσέθεσε τήν περί συνοικεσίων διδασκαλία ὡς ἀναγκαίαν, δέν ἀναφέρει τίποτε γιά τήν περί ἡμερολογίων διδασκαλία καί εἰδικά γιά τίς Συνόδους τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος, ἄν καί ἦτο ἄριστος γνώστης ὅλων τῶν κανονικῶν διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπιπλέον ἐγνώριζε τά συγγράμματα τοῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, τά ὁποῖα συχνά στίς ὑποσημειώσεις ἐπικαλεῖται. Ἄρα λοιπόν καί τό Πηδάλιον εἶναι ἐλλιπές, ἐφ’ ὅσον δέν ἀναφέρει σημαντικές ἀποφάσεις πανορθοδόξων Συνόδων, ἤ, τίς ἀποφάσεις αὐτές, ὁ ἅγιος τίς ἐθεώρησε κατώτερες ἀπό τήν περί Συνοικεσίων διδασκαλία.
Τό σημαντικό πάντως πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος στήν ὑποσημείωσι τοῦ Ζ΄ Ἀποστολικοῦ κανόνος, τό ὁποῖο τεχνηέντως, πάτερ Ἰωσήφ, παρέλειψες, εἶναι αὐτό πού καταρρίπτει τίς περί εὐλογημένων καί καταραμένων ἡμερολογίων διδασκαλίες τῶν Παλαιοημερολογιτῶν καί λέγει τά ἑξῆς: «…Λέγει γάρ ἐν τῷ αὐτῷ λόγῳ (ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος) ὅτι τό νά νηστεύσῃ τινάς  καί τό νά κάμῃ Πάσχα εἰς τοῦτον τόν καιρόν, ἤ εἰς ἐκεῖνον, μετά τήν εἰκοστήν πρώτην τοῦ Μαρτίου, θετέον, ὡς κάμνομεν ἡμεῖς οἱ Γραικοί, ἤ μετά τήν ἐνδεκάτην Μαρτίου, ὡς κάμνουσιν οἱ Λατῖνοι, τοῦτο δέν εἶναι ἔγκλημα. Τό δέ νά σχίσῃ τινάς τήν Ἐκκλησίαν καί νά ἀντιστέκηται φιλονείκως, καί νά κάμνῃ διχοστασίας καί διαιρέσεις, καί νά χωρίζῃ τόν ἑαυτόν του πάντοτε ἀπό τήν κοινήν σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο εἶναι ἁμάρτημα ἀσυγχώρητον, καί κατηγορίας ἄξιον, καί πολλήν ἔχει τήν κόλασιν καί τιμωρίαν».
Ἔτσι νομίζω, στό ὑπό τήν κρίσι σου ἐκδοθέν βιβλίο μου, ἑρμήνευσα καί ἐγώ τόν λόγο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, χωρίς βεβαίως ὡς ὤφειλε νά ἐπικαλεσθῶ καί τήν μαρτυρία τοῦ ἁγ. Νικοδήμου, ἐνῶ ἐσεῖς τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο τόν ἑρμηνεύετε, ὅπως φαίνεται, σύμφωνα μέ τίς νέες περί ἡμερολογίων ἀντιλήψεις, οἱ ὁποῖες τοιουτοτρόπως καθίστανται καινοτομίες.
      Πρέπει ἐπίσης νά ἀναφερθῆ ὅτι τό λεγόμενο συγγίλιο τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεοσκητιώτου, τό ὁποῖο φέρεται ὡς ἀπόφασις τῆς Συνόδου τοῦ 1583 καί τό ὁποῖο ἀναθεματίζει τό νέο μηνολόγιο καί τό νεοφεύρετο Πασχάλιο, ἤδη θεωρεῖται ὡς μία πλαστογράφησις ἐκ μέρους τοῦ ἐν λόγῳ μοναχοῦ καί ἀπό τούς ἰδίους τούς Παλαιοημερολογίτες (ἴδε μελέτη εἰς τό τεῦχος τοῦ Δεκεμβρίου 2011 τοῦ περιοδικοῦ «Ὀρθόδοξος Ἔνστασις καί Μαρτυρία», ἔκδοσις Ἱ. Συνόδου Ἐνισταμένων).
      Στό ἴδιο ἐπίσης περιοδικό ὑπάρχει πολύ ἐνδιαφέρουσα τοποθέτησις ἀπό τούς ἰδίους τοῦ Παλαιημερολογίτες, οἱ ὁποῖοι ἐπικαλούμενοι καί τήν μαρτυρία τοῦ πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδη, ἤδη ἀποδέχονται ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος ἀφοροῦν εἰς τό Πασχάλιον, τό ὁποῖο ἄλλαξαν οἱ Λατῖνοι καί ὄχι  εἰς τό ἡμερολόγιο τό ὁποῖο ἄλλαξαν οἱ Ὀρθόδοξοι.
Ἐπίσης ἀποδέχονται ὅτι τό ζήτημα τοῦ ἡμερολογίου πρώτη φορά ἐμφανίζεται εἰς τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἀποδέχονται οἱ ἴδιοι οἱ Παλαιοημερολογίτες, ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες καί οἱ ἐγκεκριμένες Σύνοδοι δέν ἀσχολήθηκαν μέ τά ἡμερολόγια, ἀλλά ἐτοποθέτησαν τό ἑορτολόγιο στό ἐπικρατέστερο ἡμερολόγιο τῆς ἐποχῆς των.
Ἐπίσης οἱ ἐν λόγῳ πατέρες ἀποδέχονται ὅτι τό νέο ἡμερολόγιο κατεδικάσθη ἐξ αἰτίας τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἑορτολογίου.  Τό κείμενο αὐτό εἶναι τό ἑξῆς: «Οὕτως ἤ ἄλλως ἡ Ὀρθόδοξος Ἔνστασις καί Ἀποτείχισις δέν ἐξαρτῶνται ἀπό τό χαλκευμένο “Σιγγίλιον” τοῦ 1583, οὔτε κἄν ἀπό τίς συνοδικές ἀποφάσεις τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ., διότι ἄν καί εἶναι αὐτές ἀξιοσέβαστες καί ὁδηγητικές, δέν ἀφοροῦν ἄμεσα τήν σύγχρονη μορφή τοῦ Ἡμερολογιακοῦ Ζητήματος, ἐφαρμοσθείσης τό 1924 ἐν μέρει τῆς παπικῆς καινοτομίας τοῦ Γρηγορίου ΙΓ΄, ἐνῶ τό Ὀρθόδοξο Πασχάλιο παρέμεινε ἄθικτον. Αὐτή ἡ ἐν μέρει ἀποδοχή τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου ἀπαιτεῖ μία νέα εἰδική κρίσιν τοῦ ζητήματος ὑπό Πανορθοδόξου Συνόδου, ὡς λίαν εὐστόχως ὑπεστήριξε ὁ Ὁμολογητής Ἱεράρχης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος (Καβουρίδης, +1955), κατακρίνων αὐστηρότατα τήν ἄποψι, ὅτι δῆθεν “παρέλκει καί περιττεύει ἡ συγκρότησις Πανορθοδόξου Συνόδου ἤ Μεγάλης Τοπικῆς Συνόδου, διά τήν ἔγκυρον καί τελεσίδικον καταδίκην τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας”, “ἀφοῦ (δῆθεν) αἱ Πανορθόδοξοι Σύνοδοι 1583, 1587, 1593 κατεδίκασαν τό Γρηγοριανόν Ἡμερολόγιον”∙ ἡ Καινοτομία τοῦ 1924, ἐφαρμόσασα “τό Γρηγοριανόν Ἡμερολόγιον μόνον διά τάς ἀκινήτους ἑορτάς καί οὐχί διά τό Πάσχα, δι’ ὅ κυρίως κατεδικάσθη τό Γρηγοριανόν Ἡμερολόγιον, ὡς ἀντιπίπτον πρός τόν Ζ΄ Ἀποστολικόν Κανόνα, ἀποτελεῖ ζήτημα, ὅπερ πρώτη φοράν ἐμφανίζεται εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.  Συνεπῶς ἡ σύγκλησις Πανορθοδόξου Συνόδου οὐ μόνον δέν περιττεύει, ἀλλά καί ἐπιβάλλεται, διά τήν κανονικήν καί ἔγκυρον καταδίκην τοῦ ζητήματος τούτου”» (Ὀρθόδοξος Ἔνστασις καί Μαρτυρία, Δεκέμβριος 2011, σελ. 32, ἔκδοσις Ἱ. Συνόδου Ἐνισταμένων).
      Ἐν κατακλεῖδι, πάτερ Ἰωσήφ, πρέπει νά ἀναφερθῆ καί τό ἑξῆς. Οἱ Παλαιοημερολογίτες ἀποδέχονται καί διδάσκουν ὅτι ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος πέραν τοῦ ὅτι ἐθέσπισε τό Πασχάλιο  καί γενικῶς τίς κινητές ἑορτές, ἐθέσπισε καί τό Ἰουλιανό ἡμερολόγιο, τό ὁποῖο ὑποχρεωτικῶς εἰς τό ἑξῆς ἔπρεπε νά ἀκολουθῆ ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό μάλιστα ὡς γνωστόν τό θεωροῦν θέμα πίστεως καί σωτηρίας.  Σοῦ ἀνέφερα λοιπόν περιπτώσεις εἰς τό ἐκδοθέν βιβλίο μου κατά τίς ὁποῖες οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἐχρησιμοποιοῦσαν ἄλλα ἡμερολόγια. Ἐσύ στήν ἔνστασί σου εἰς τό σημεῖο αὐτό, στήν σελίδα 31 τῆς μελέτης σου, δίδεις τήν ἑξῆς ἀπάντησι:
«Σαθρόν εἶναι βεβαίως καί τό ἐπιχείρημά του, ὅτι οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦσαν ἐκτός τοῦ Ἰουλιανοῦ καί ἕτερα ἡμερολόγια (σελ. 237), φέρων ὡς παράδειγμα τόν ἅγιον Κύριλλον Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος ἀπευθυνόμενος πρός τούς Αἰγυπτιῶτας πρεσβυτέρους ἐχρησιμοποίησεν τό ἐντόπιον τῆς Αἰγύπτου ἡμερολόγιον. Σημασίαν πάντως ἔχει ὄχι ἡ χρῆσις διαφορετικῶν ἡμερολογίων ἀλλά ἡ συμφωνία τῶν ἑορτῶν, ὡς καί τό Ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας μας ὁρίζει».
Κατ’ ἀρχάς δέν ἐξηγεῖς γιατί εἶναι σαθρόν τό ἐπιχείρημα αὐτό, ἀλλά τό βαπτίζεις «σαθρόν» προφανῶς ἐπειδή δέν συμφωνεῖ μέ τά ὅσα διδάσκουν οἱ Παλαιοημερολογίτες. Στήν ἀμηχανία σου δέ, καί συγχρόνως ἀδυναμία σου νά αἰτιολογήσης τόν χαρακτηρισμό σου αὐτόν, ἀναφέρεις κάτι πολύ σωστό τό ὁποῖο ὅμως καταρρίπτει ἀπό μόνο του ὅσα ἰσχυρίζονται οἱ Παλαιοημερολογίτες περί εὐλογημένων καί καταραμένων ἡμερολογίων: «Σημασίαν πάντως ἔχει ὄχι ἡ χρῆσις διαφορετικῶν ἡμερολογίων ἀλλά ἡ συμφωνία τῶν ἑορτῶν, ὡς καί τό Ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας μας ὁρίζει». Δηλαδή, πάτερ, τό ἡμερολόγιο δέν ἔχει καμμία σημασία γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά τό ἑορτολόγιο.
Γιατί λοιπόν οἱ Παλαιοημερολογίτες τό ἀνήγαγον σέ θέμα πίστεως, ἀποτειχίσθηκαν γι’ αὐτό, διδάσκουν ὅτι ὅποιος δέν τό ἀκολουθεῖ δέν σώζεται, δέν δέχονται καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ ὅποιον δέν τό ἀκολουθεῖ, ἔστω κι ἄν εἶναι ἀποτειχισμένος ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, ἐδημιούργησαν γιά χάρι του σχίσματα ἐπί σχισμάτων καί παρατάξεις κλπ. Ἄν δέν ἔχει σημασία ἡ χρῆσις διαφορετικῶν ἡμερολογίων τότε καλῶς ἔπραξαν τό 1924 ὁ Μελέτιος Μεταξάκης καί ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος πού τό ἄλλαξαν, ἁπλῶς θά ἔπρεπε νά ἀλλάξουν καί τό ἑορτολόγιο κατά τίς ἀκίνητες ἑορτές, ὥστε νά ὑπάρχη πλήρης συμφωνία τῶν ἑορτῶν καί μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο, ἤ νά τό ἀκολουθήσουν ὅλες οἱ τοπικές Ἐκκλησίες, ὁπότε οὔτε αὐτό θά ἐχρειάζετο, διότι θά ἐπήρχετο μόνη της ἡ συμφωνία.
   Τελειώνοντας θά σοῦ παραθέσω καί κάποια ἄλλα στοιχεῖα τά ὁποῖα καταδεικνύουν ὅτι μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο οἱ Αἰγύπτιοι Πατέρες καί φυσικά καί ὁ λαός ἀκολουθοῦσε τό Αἰγυπτιακό ἡμερολόγιο.
       Κατ’ ἀρχάς ὁ Μ. Ἀθανάσιος εἰς τήν ἐπιστολή του περί τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καί Σελευκείᾳ Συνόδων γράφει τά ἑξῆς: «Τά δέ ἐν Σελευκείᾳ τῇ Τραλείᾳ γενόμενα ταῦτά ἐστι. Μήν μέν ἦν ὁ κατά Ρωμαίους καλούμενος Σεπτέμβριος, κατά δέ τούς Αἰγυπτίους Θώθ καί κατά Μακεδόνας Γορπιαῖος καί ἡμέρα ις΄ τοῦ μηνός κατ’ Αἰγυπτίους, εἰς ἥν συνέδραμον πάντες οἱ κληθέντες συνελθεῖν∙ ἦσαν δέ κἀκεῖ που ρξ΄» (ΕΠΕ 10,176). Ἐδῶ ὁ ἅγιος τοποθετεῖ τά γεγονότα τῆς Συνόδου τῆς Σελευκείας χρονικῶς ἀναφέροντας τρία ἡμερολόγια, τήν δέ ἡμέρα τῆς ἐνάρξεως τῆς Συνόδου τήν ἀναφέρει κατά τό Αἰγυπτιακό ἡμερολόγιο.
   Εἰς τήν 39η δέ ἑορταστική ἐπιστολή του ὁ ἅγιος ἁναφερόμενος εἰς τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα λέγει τά ἑξῆς: «Ἐν τούτῳ γάρ τῷ τύπῳ νῦν ἑορτάσωμεν καθώς πρέπει, “μή ἐν ζύμῃ παλαιᾷ μηδέ ἐν ζύμῃ κακίας καί πονηρίας, ἀλλ’ ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καί ἀληθείας», ἀρχόμενοι μέν τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς ἀπό εἰκοστῆς καί πέμπτης τοῦ Μεχίρ, τῆς δέ ἁγίας ἑβδομάδος τῆς πρός τό ἅγιον Πάσχα ἀπό τῆς τελευταίας τοῦ Φαμενώθ, περαίνοντες δέ τήν ἁγίαν νηστείαν τῇ πέμπτῃ τοῦ Φαρμοῦθι, κατά τό εἰρημένον ὑπό τοῦ μακαρίου εὐαγγελιστοῦ Μάρκου» (ΕΠΕ 10, 348).
Ἐδῶ ὅπως βλέπομε ὅλες τίς χρονολογίες τῆς κινητῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα τοῦ ἔτους αὐτοῦ τίς ἀναφέρει ὁ ἅγιος χρησιμοποιῶντας τό Αἰγυπτιακό ἡμερολόγιο. Ἐφ’ ὅσον ὅμως πρόκειται γιά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα, ἡ ὁποία ἐθεσπίσθη κατά τό Ἰουλιανό ἡμερολόγιο καί δεδομένου ὅτι ὁ ἅγιος ἦτο παρών κατά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, πῶς χρησιμοποιεῖ ἄλλο ἡμερολόγιο ἀπό αὐτό πού ἐθέσπισε ἡ Σύνοδος αὐτή; Αὐτό τό πρόβλημα πρέπει π. Ἰωσήφ νά μᾶς τό λύσετε καί ὄχι ἁπλῶς νά τό χαρακτηρίσετε ὡς «σαθρόν».
      Οἱ Αἰγύπτιοι, ἐπίσης, στήν γραπτή διαμαρτυρία των ὑπέρ τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου εἰς τό τέλος ἀναφέρουν τά ἑξῆς: «Τοῖς μετά τήν ὑπατείαν  Ἀρβαιθίωνος καί Κολλιανοῦ  τῶν λαμπροτάτων ἀποδειχθησομένοις ὑπάτοις Μεχίρ ιζ΄, ἥτις ἐστί τῇ πρό μιᾶς Φεβρουαρίου» (ΕΠΕ 9,380). Προφανῶς ἐδῶ τήν χρονολόγησι κατά τό Αἰγυπτιακό ἡμερολόγιο τήν μεταφέρουν καί εἰς τό Ἰουλιανό ἐπειδή ἀπευθύνετο εἰς τούς Ρωμαίους ἄρχοντες καί ἔπρεπε νά γίνη κατανοητή.
      Καί κάτι τελευταῖο τό ὁποῖο ἀφορᾶ στούς Αἰγυπτίους. Εἰς τόν βίο τῆς ἁγ. Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, τόν ὁποῖον συνέγραψε ὁ ἅγ. Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων διαβάζομε ὅτι ἡ ἴδια ἡ ὁσία Μαρία ἔγραψε τήν ἡμερομηνία τῆς κοιμήσεώς της διά νά τό πληροφορηθῆ ὁ ἅγ. Ζωσιμᾶς χρησιμοποιῶντας πάλι τό ἰδικό της Αἰγυπτιακό ἡμερολόγιο. Ἀναφέρει τά ἑξῆς ἀφηγηματικά ὁ ἅγ. Σωφρόνιος ὅταν ὁ ἅγ. Ζωσιμᾶς εἶδε νεκρή τήν ἁγία:
«Δακρύσας οὖν ἐφ’ ἱκανόν, καί ψαλμούς εἰπών τῷ καιρῷ καί τῷ πράγματι πρεπόντως, ἐποίησεν εὐχήν ἐπιτάφιον, καί φησίν ἐν ἑαυτῷ∙ Ἆρα θάψαι προσήκει τῆς Ὁσίας τό λείψανον; ἆρα μή καί τοῦτο ἀπαρέσκει τῇ Ὁσίᾳ γιγνόμενον; καί ταῦτα λέγων, ὁρᾷ πρός τῇ κεφαλῇ αὐτῆς ἐκτετυπωμένην γραφήν ἐν τῇ γῇ, δι’ ἧς ταῦτα ἐγέγραπτο∙ Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπεινῆς Μαρίας τό λείψανον, ἀπόδος τόν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπέρ ἐμοῦ διά παντός πρός τόν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνί Φαρμουθί [κατ’ Αἰγυπτίους, ὅς ἐστι κατά Ῥωμαίους Ἀπρίλιος], ἐν αὐτῇ δέ τῇ νυκτί τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετά τήν τοῦ θείου καί μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν. Ταῦτα τοίνυν ἀναγνούς ὁ γέρων τά γράμματα, ἐχάρη ὅτι τό ὄνομα τῆς Ὁσίας μεμάθηκεν∙ ἐπέγνω δέ ὅτι ἅμα τῶν θείων μυστηρίων ἐπί τοῦ Ἰορδάνου μετέβαλεν, εὐθύς ἐν τῷ τόπῳ γέγονεν, ἐν ᾦ τετελείωται∙ καί ἥνπερ ὥδευσεν ὁδόν Ζωσιμᾶς διά εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν, καί εὐθύς πρός Θεόν ἐξεδήμησεν» (ΡG 87Γ,3724 Β). Ἡ διασάφησις ἐντός εἰσαγωγικῶν περί τοῦ ποιός εἶναι ὁ μήνας τῶν Αἰγυπτίων «Φαρμουθί», εἶναι φυσικά τοῦ βιογράφου προκειμένου νά γίνη κατανοητός καί δι’ αὐτό τό θέτει ἐντός εἰσαγωγικῶν.
   Βλέπομε λοιπόν, πάτερ Ἰωσήφ, ὅτι μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἐνῶ κατά τήν γνώμη τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἐθεσπίσθη τό Ἰουλιανό ἡμερολόγιο, οἱ Αἰγύπτιοι φωστῆρες τῆς Οἰκουμένης καί ὅλος ὁ λαός ἐσυνέχιζε ἐπί πολλούς αἰῶνες νά ἀκολουθῆ τό ἰδικό τους Αἰγυπτιακό ἡμερολόγιο. Γιατί ἄραγε νά συμβαίνη αὐτό, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία, σύμφωνα πάντα μέ τούς Παλαιοημερολογίτες, τό ἡμερολόγιο εἶναι θέμα σωτηρίας;
        Συνεπῶς συμβαίνουν δύο τινά, ἤ δηλαδή οἱ ἅγιοι αὐτοί ἔσφαλλαν σέ βασικά σημεῖα τῆς πίστεως, ἤ οἱ Παλαιοημερολογίτες ἐξετράπησαν τῆς εὐθείας ὁδοῦ καί ὄντως εἶναι χρονολάτρες. Εἰλικρινά θά θέλαμε τήν ἄποψί σου ἐπί τοῦ θέματος.
   Πρίν ὁλοκληρώσω τίς σκέψεις μου, θά ἤθελα νά ἐπισημάνω, π. Ἰωσήφ, καί ἕνα ἄλλο θέμα, τό ὁποῖο ἔχει σχέσι μέ τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας εἰς τό ὁποῖο φαίνεται ὅτι ὑπάρχει ἄλυτο πρόβλημα εἰς τό Παλαιό Ἡμερολόγιο, ἐνῶ εἰς τό νέο τό πρόβλημα αὐτό δέν ὑφίσταται.  Πρόκειται γιά τίς ἑορτές τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καί τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Σωτῆρος. Εἶναι κατἀρχάς γνωστόν ὅτι οἱ ἑορτές αὐτές δέν μετατίθενται ἐξαιτίας τοῦ ὅτι δεικνύεται διαὐτῶν πραγματικότης τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Κυρίου καί καταπολεμεῖται αἵρεσις τοῦ δοκιτισμοῦ, δηλαδή τῆς κατά φαντασία καί κατά τό φαινόμενο ἐνανθρωπίσεως. Ἐνῶ δηλαδή ἄλλες μεγάλες ἑορτές μετετέθησαν ἐπειδή δέν προσηρμόζοντο εἰς τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος ὁποία χρονικῶς ἔπρεπε νά ἑορτάζεται τήν μεγάλη Σαρακοστή, ἑορτή τῆς μνήμης τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁποία συνέπιπτε μέ τήν ἡμέρα τῆς ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κλπ., οἱ δύο αὐτές μεγάλες δεσποτικές ἑορτές πρέπει νά ἑορτάζωνται αὐτήν τήν ἡμερομηνία, διότι δεικνύεται, διά μέν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἐννεαμηνιαία κύησις κατά τούς φυσικούς νόμους, καί διά τῆς Ὑπαπαντῆς, τεσσακονθήμερος, κατά τόν Μωσαϊκό νόμο, ἀπό τῆς κυήσεως παρουσία εἰς τόν ναόΔηλαδή καί οἱ δύο αὐτές ἑορτές ἀποδεικνύουν τήν πραγματική ἐνανθρώπησι τοῦ Χριστοῦ.
      Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τό Παλαιό Ἡμερολόγιο ἡ μέν ἑορτή τοῦ Ὑπαπαντῆς δύναται νά συμπέση μέ τήν Καθαρά Δευτέρα ἡ δέ ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μέ τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα καί ἀκόμη καί μετά τό Πάσχα, μέχρι τήν Τετάρτη τῆς Διακαινησίμου. Ὅταν λοιπόν τύχῃ ἡ ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τήν Καθαρά Δευτέρα ὑπάρχει σύγχυσις εἰς τό τυπικόν, διότι τά φαιδρά καί χαρμόσυνα μέ τά πένθιμα συνεορτάζονται, ἐπί πλέον δέ καταλιμπάνονται τά μεθέορτα, ἐφ’ ὅσον ἡ ἑορτή ἀποδίδεται τήν ἴδια ἡμέρα, τό Μεγ. Ἀπόδειπνο μέ τόν Μεγ. Κανόνα τοῦ ἁγ. Ἀνδρέου καί καταλύεται ἡ νηστεία καί τό λεγόμενο τριήμερο, μιά καί γίνεται κατάλυσις εἰς τιμήν τῆς δεσποτικῆς ἑορτῆς.  Διά τήν τυπική δέ διάταξι τῆς ἀκολουθίας, ὅταν ἡ ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς συμπέση Καθαρά Δευτέρα φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε διχογνωμία, διότι τό τυπικόν τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας  γράφει, ὅταν ἀναφέρεται εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι: «Αὕτη ἐστίν ἡ γνώμη τῶν ἀοιδίμων Πατριαρχῶν Κωνσταντίου τοῦ Βυζαντίου καί Γρηγορίου τοῦ ΣΤ΄». Δεδομένου δέ ὅτι αὐτοί οἱ Πατριάρχαι ἐπατριάρχευσαν μετά τό 1830, καθίσταται ἐμφανές ὅτι μέχρι τότε ὑπῆρχες σύγχυσις ὡς πρός τήν διάταξι τῆς ἀκολουθίας. Τά δέ ἁγιορείτικα τυπικά ἔχουν μεγάλες διαφορές ἀπό αὐτό τῆς Κων/πόλεως ὡς πρός τήν διάταξιν τῆς ἀκολουθίας εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν.
     Μεγαλύτερο ὅμως ἀσυγκρίτως εἶναι τό πρόβλημα τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὅταν συμπέση τήν Μεγ. Ἑβδομάδα καί δή τήν Μεγ. Παρασκευή. Τότε τά χαρμόσυνα μέ τά πένθιμα συνάδονται στόν μέγιστο βαθμό καί ὁπωσδήποτε ἐπισκιάζει ἡ μία ἑορτή τήν ἄλλη. Εἶναι δέ τέτοια ἡ φύσις τῆς ἀκολουθίας τῶν ἁγ. Παθῶν, ὥστε νά μή χωράη καμμία πρόσμιξις καί συνεορτασμός. Νά συλλογισθοῦμε δέ ὅτι σύμφωνα μέ τό τυπικό τῆς Μονῆς Διονυσίου τοῦ ἁγ. Ὄρους, τά εὐαγγέλια πού ἀναγιγνώσκονται γίνονται δέκα τρία, διότι παρεμβάλλεται μετά τό ἕκτο εὐαγγέλιο τῶν παθῶν τό εὐαγγέλιο τῆς ἑορτῆς τοῦ ὄρθρου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.  Νά ἀφήσωμε δέ τίς παρελάσεις, καταθέσεις στεφάνων κλπ. τά ὁποῖα παρεμβάλλονται λόγῳ καί τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς, καθόσον ὅλα αὐτά γίνονται τήν ὥρα πού διαβάζονται οἱ Μεγάλες Ὧρες καί ἡ Ἀποκαθήλωσις.
Βλέποντας λοιπόν ὅλες αὐτές τίς δυσκολίες πού δημιουργοῦνται εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἄλλαξε τό τυπικό, πολύ πρίν τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου καί ὅταν ἡ ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ συμπέση τήν Μεγ. Παρασκευή ἤ τό Μεγ. Σάββατο, τήν μεταθέτει καί τήν ἑορτάζει τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα. Αὐτό στό τυπικό τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀναφέρεται ὡς ἑξῆς:
«Περί τῶν αἰτιῶν, δι’ ἅς μετατίθεται ἡ ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα. Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μ. Ἐκκλησία ἀπό ἑνός αἰῶνος καί ἐντεῦθεν, παρά Πατριαρχῶν καί Ἀρχιερέων ὡς παρελάβομεν, κατιδοῦσα τήν διαφωνίαν καί σύγχυσιν τήν συμβαίνουσαν ἀνά πάσας τάς ἐν πόλεσι καί κώμαις ἐκκλησίας, μέριμναν καί περί τῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μεγάλης πανηγύρεως ἀνελάβετο.  Καί δή, πρός παῦσιν τῆς δοκούσης ἀνωμαλίας, μάλιστα ἐν ταῖς τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ ἀκοαῖς τοῦ μή κατά βάθος τά τοῦ Πνεύματος ἐννοοῦντος, διετάξατο τήν τῆς ἑορτῆς μετάθεσιν, ἐάν τύχῃ ἐν ταῖς δυσί πενθίμοις ταύταις ἡμέραις, εἰς τήν κυριώνυμον τοῦ Πάσχα ἡμέραν∙ ἵνα τά χαρμόσυνα τοῖς χαρμοσύνοις συνᾴδωνται καί συμμελῳδῶνται, οἰκονομικῶς ἀποκλείουσα τήν ἀνάμιξιν τῶν φαιδρῶν μετά τῶν πενθίμων, καί ἵνα μή ἀσυμφωνία δεικνύηται μεταξύ τοῦ “Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου” καί τοῦ “Σήμερον χαρᾶς Εὐαγγέλια”, καί τοῦ “Δακρυρρόους θρήνους ἐπί σέ Ἁγνή” μετά τοῦ “Ὁ Γαβριήλ τῇ Παρθένῳ τό Εὐαγγέλιον”.  Ταῦτα δέ, ὡς εἵρηται, διά τάς ἐν πόλεσι καί κώμαις μόνον ἐκκλησίας, τῶν μοναστηριακῶν Τυπικῶν ἀμεταβλήτων, ἀνεπάφων καί ἀμετακινήτων διαμενόντων διά τε τό πρός τούς ἀρχαίους Κτήτορας αὐτῶν καί Πατέρας σέβας, καί διά τό διάφορον τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος καί  τῆς ὑψηλοτέρας διαγωγῆς» (σελ. 234).
    Βεβαίως τά μοναστήρια, καί εἰδικά τό ἅγ. Ὄρος, δέν κάνουν μετάθεσι τῆς ἑορτῆς, ὁπότε ἔχομε αὐτό πού κατά κόρον ἐπικαλοῦνται οἱ παλαιοημερολογίτες, δηλαδή λειτουργική σύγχυσι τῶν ἑορτῶν, εἰς τρόπον ὥστε ἄλλοτε νά ἑορτάζη τόν Εὐαγγελισμό ὁ ἕνας καί ἄλλοτε ὁ ἄλλος. Ἔχομε δέ καί κατάλυσι τῆς νηστείας λόγῳ τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τό ὁποῖον ὅμως δέν ταιριάζει γιά τήν Μεγ. Παρασκευή.
   Ὅλα αὐτά τά λειτουργικά προβλήματα τά ὁποῖα ὑπάρχουν εἰς τό Παλαιό Ἡμερολόγιο αὐτομάτως λύονται εἰς τό Νέο, διότι κατ’ αὐτό, οὔτε ἡ ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς συμπίπτει μέ τήν Καθαρά Δευτέρα, οὔτε πολύ περισσότερο ἡ ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ συμπίπτει κατά τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Εἶναι δέ εὐνόητο διατί δέν ἀναφέρονται οἱ Παλαιοημερολογίτες εἰς αὐτά τά λειτουργικά προβλήματα τά ὁποῖα δημιουργοῦνται εἰς τό Παλαιό Ἡμερολόγιο, ἀλλά ἀπεναντίας σέ ὅσα δημιουργεῖ τό Νέο, ὅπως τήν ἐλάττωσι τῆς νηστείας τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων κλπ. Αὐτό ἀποδεικνύει τήν ἐμπαθῆ καί μονόπλευρη θεώρησι τῶν πραγμάτων καί τήν προσκόλλησι σέ πράγματα δευτερεύοντα τά ὁποῖα τά ἀνηγάγαμε σέ θέματα πίστεως καί σωτηρίας.
     Τελειώνοντας θέλω νά ἀναφέρω ὅτι μπορεῖ νά γίνη γόνιμος καί ἐποικοδομητικός διάλογος ἐπί τοῦ θέματος, δεδομένης τῆς ἀγαθῆς προαιρέσεως ἀμφοτέρων τῶν μερῶν. Δι’ αὐτό σέ παρακαλῶ νά σχολιάσης τά γραφόμενά μου δημοσίως καί νά θέσης οἱασδήποτε ἐρωτήσεις. Ἔτσι θά ὠφεληθοῦν καί ὅσοι ἐνδιαφέρονται δι’ αὐτό τό θέμα. Ὅσα ἔγραψα θά τά ἀποστείλω καί στόν π. Νικόλαο Δημαρᾶ, διότι ἐδημοσίευσε σέ πρόσφατο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ του «Κολλυβᾶδες» κάποιους σχετικούς, μέ τό ἐκδοθέν βιβλίο μου, σχολιασμούς σου. Ἴσως καί ἐκεῖνος σχολιάσει τά γραφόμενά μου πρός ἐσένα, παρ’ ὅτι σέ πρόσφατη ἀλληλογραφία μας ἔδειξε ὅτι ἀρέσκεται στόν μονόλογο καί ὄχι στόν διάλογο. Ἄν πάλι σέ κάτι βασικό ἀπό τά γραφόμενα τά δικά σου δέν ἀπάντησα, μπορεῖς νά μοῦ τό ἐπισημάνης.
      Σέ χαιρετῶ μέ τήν ἐν Κυρίῳ ἀγάπῃ, αἰτούμενος τίς ὑπέρ τῆς σωτηρίας μου εὐχές σου καί ζητῶ συγνώμη ἄν κάπου στήν μελέτη σου δέν σέ κατενόησα καί σέ παρεξήγησα.
                                            Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικανηνᾶς