Ὡς
γνωστὸν στὶς ἀρχὲς Ὀκτωβρίου συνῆλθε ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος. Κατ’ αὐτὴν (ἐκτὸς ἀπὸ τὶς «στημένες» καὶ πάλι ἐκλογὲς Ἀρχιερέων,
ἀπόδειξη τοῦ πόσο ὑπολογίζουν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα οἱ Ἐπίσκοποι) ἔγιναν καὶ
Εἰσηγήσεις γιὰ κρίσιμα θέματα τῆς Πίστεως.
Ἡ
Εἰσήγηση τοῦ μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου Σαββάτου στὴν Ἱεραρχία (ὅπως
συνηθίζουν οἱ διοικοῦντες) δὲν δημοσιεύτηκε, παρὰ τὶς ἐκκλήσεις νὰ ἐνημερώνεται
ὁ Λαός, παρόλο ποὺ δὲν κόστιζε τίποτα νὰ ἀναρτηθεῖ στὸ ecclesia.gr ἢ στὸ
ἀντίστοιχο τῆς Ἱ. Μ. Μεσσηνίας, παρόλο ποὺ οἱ μακροσκελεῖς καὶ ξύλινες Οἰκουμενιστικὲς ὁμιλίες (τοῦ
περιοδεύοντος πατριαρχικοῦ θίασου ἀνὰ τὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια) δημοσιεύονται
ἐπιμελῶς. Ἀπὸ τὴν Εἰσήγηση τοῦ Μεσσηνίας δημοσιεύτηκαν μόνο κάποια σπαράγματα
στὰ ἐκκλησιαστικὰ ἱστολόγια.
Συνεχίζεται
ἔτσι ἡ διεύρυνση τοῦ χάσματος -ποὺ ἔχει ἀνοίξει ἡ δεσποτοκρατία μεταξὺ Λαοῦ καὶ τοῦ ἀνωτέρου, κυρίως,
κλήρου- κατὰ τὰ Παπικὰ πρότυπα. Ὁ Λαὸς
μένει χωρὶς ἐνημέρωση, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ἔλλειψη συνοδικότητος (πέρα
ἀπὸ τὴν ἐσωτερική –καὶ μεταξὺ τῶν Ἐπισκόπων– ἔλλειψη Συνοδικότητος), ἀφοῦ πλέον ἡ
Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων δὲν ἀφουγκράζεται τὶς ἀνησυχίες καὶ τὶς ἀντιδράσεις τοῦ
Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, δὲν ἐκφράζει αὐτὸν τὸν Λαό, τὸν ὑποτιμᾶ, καὶ φυσικά, δὲν
συνταυτίζεται μὲ τὴν ἁγιοπνευματικὴ Σύνοδο
πάντων τῶν Ἁγίων σὲ θέματα Πίστεως καὶ ποιμαντικῆς πρακτικῆς.
Παρὰ
τὴν ἐλλειπῆ ἐνημέρωση, ὅμως, διέρευσαν κάποια στοιχεῖα τῆς εἰσηγήσεως τοῦ
μητροπολίτη Μεσσηνίας. Εἴχαμε κάποια σχόλια ἀπὸ διάφορους θεολόγους καί,
ἐπίσης, εἴχαμε καὶ μιὰ τοποθέτηση τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς καὶ τῆς Ἀδελφότητος τοῦ
«Σωτῆρος». Οἱ τελευταῖες μᾶς ἐξέπληξαν δυσάρεστα, καὶ ἀπορῶ, πῶς ἡ Ἱ. Μ.
Πειραιῶς διὰ τοῦ Ἀντιαιρετικοῦ Γραφείου της, ἐπαίνεσε τὸν κ. Σαββᾶτο γι’ αὐτή
του τὴν Εἰσήγηση. Δὲν ἦταν παρὼν ἐκεῖ, στὴν Ἱεραρχία, ὁ μητροπολίτης Πειραιῶς;
Δὲν ἄκουσε τί ἐλέχθη; Πῶς ἐπέτρεψε νὰ βγεῖ αὐτὴ ἡ –ἐν μέρει ἔστω– ἐπαινετικὴ γιὰ τὸν Μητροπολίτη Μεσσηνίας
ἀναφορά; Γιατί καὶ ἡ μητρόπολη τοῦ Πειραιᾶ, συντελεῖ στὴν παραπληροφόρηση τοῦ
Λαοῦ τοῦ Θεοῦ; Διαβάζουμε στὴν Ἀνακοίνωση τοῦ Γραφείου: «Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος είναι
αξιέπαινος, διότι τόλμησε να πει την αλήθεια, με όποιο προσωπικό κόστος, ότι οι
διάλογοι όντως εδώ και χρόνια έχουν βαλτώσει»!
Ἐνδιαφερθήκαμε
νὰ μάθουμε κάποια περισσότερα στοιχεῖα γιὰ τὴν Εἰσήγηση τοῦ κ. Σαββάτου, γιατὶ
ἡ παροιμία λέγει, πὼς ὁ κάθε «λύκος» δὲν ἀλλάζει εὔκολα. Ἀπ’ ὅ,τι
πληροφορηθήκαμε, λοιπόν, ἡ Εἰσήγηση τοῦ Μεσσηνίας δὲν ἐκφεύγει ἀπὸ τὴν
Οἰκουμενιστικὴ ἰδεολογία καὶ γραμμή, τὴν ὁποία εὐκαίρως-ἀκαίρως ἐκφράζει ὁ κ.
Χρυσόστομος Σαββᾶτος· καὶ ἡ γραμμὴ αὐτὴ γίνεται σιγά-σιγὰ ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν
Ἱεραρχία, ἀποκτᾶ συνειδητὰ κάλυψη Συνοδική, ἀφοῦ ἡ πενιχρὴ Ἀνακοίνωση τῆς ἴδιας
τῆς Ἱεραρχίας δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ Μεσσηνίας ὀρθοδοξεῖ.
Ὅμως
ἡ Εἰσήγηση τοῦ κ. Σαββάτου ἀκολουθεῖ τὴν γραμμὴ ποὺ χάραξαν οἱ πρῶτες κατὰ τὸν
20ον αἰῶνα Ἐγκύκλιοι τοῦ πατριάρχη Ἰωακεὶμ Γ΄, τοῦ Προύσης Δωροθέου (1902-4 καὶ
1920) καί, βέβαια οἱ Ἀποφάσεις τοῦ Πανορθοδόξου Συνεδρίου τῆς Κων/πόλεως
(1923). Θεωρεῖ (ὁ κ. Σαββᾶτος) τὶς ἔκτοτε κινήσεις τοῦ Πατριαρχείου ὡς συνετές,
ὀρθόδοξες, διορατικὲς καί, μάλιστα, ὡς διεπόμενες ἀπὸ συνοδικότητα! Ὅλο αὐτὸ τὸ
ἀντι-συνοδικὸ θέατρο (τῆς ἐπιβολῆς
τῶν θελήσεων τῶν τελευταίων ἐνοίκων τοῦ Φαναρίου καὶ τῶν πατρώνων τους Παπικῶν
καὶ Προτεσταντῶν) τὶς ἐκλαμβάνει ὡς πράξεις ...σύμφωνες μὲ τὸ συνοδικὸ πνεῦμα τῆς
Ἐκκλησίας!
Ξέχασε
ὡς φαίνεται ὁ κ. Χρυσόστομος ὅτι ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, γιὰ τὴν ἔνταξη καὶ
παραμονή μας στὸ Π.Σ.Ε. χρησιμοποίησε βαρεῖς χαρακτηρισμούς. «Έως πότε (ἔγραφε) θα
εξευτελίζωμεν δουλικώς την Αγίαν μας Εκκλησίαν δια
της οικτρώς και φρικωδώς αντιαγιοπαραδοσιακής στάσεώς μας έναντι του
Οικουμενισμού και του λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλιου Εκκλησιών; Εντροπή μας
καταλαμβάνει. Αυτή η απόφασις είναι κατά την ανορθοδοξίαν και αντιορθοδοξίαν
της αποκαλυπτικώς φρικαλέα, ἀφοῦ τὸ Π.Σ.Ε. γένεται μιὰ ”νέα Εκκλησία” υπεράνω
των Εκκλησιών, της οποίας οι Ορθόδοξοι και μη Ορθόδοξοι εκκλησίαι αποτελούν
μόνο “μέλη” (“οργανικώς μεταξύ των συνδεδεμένα”!); Αλοίμονον, ανήκουστος
προδοσία!».
Ξέχασε,
ἐπίσης, τὸν φασιστικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἐπέβαλε τὶς
θελήσεις του στὶς Πανορθόδοξες Διασκέψεις τῆς Ρόδου. Ξέχασε καὶ πολλὰ ἄλλα. Θὰ
μποῦμε στὸν κόπο νὰ τοῦ τὰ θυμήσουμε, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς δολοπλοκίες, τοὺς
ἐκβιασμούς, τὶς ἀπάτες καὶ τὶς προδοσίες τοῦ πατριάρχη Ἀθηναγόρα.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ Βατικανὸ κάλεσε (κατὰ τὴν σύγκληση τὴ δεκαετία τοῦ 1960 τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου) καὶ ὀρθόδοξους Παρατηρητές, πρόσκληση ποὺ συνάντησε τὴν ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς ἀντιβαίνουσα στὴν Παράδοση. Ἡ πρόθεση τοῦ πάπα Ἰωάννη ΚΓ´ γιὰ
τὴ σύγκληση τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου, συνοδεύτηκε ἀπὸ «ἔντονες διαβουλεύσεις
μεταξὺ τῆς Ἁγ. Ἕδρας καὶ τοῦ Οἰκουμ. Πατριαρχείου μὲ ἀντικείμενο τὴν ἐξεύρεση
τρόπων παρουσίας τῶν ὀρθοδόξων στὴν ἀνωτέρω σύνοδο», οἱ ὁποῖες μάλιστα ἔγιναν
«μὲ κάθε μυστικότητα» (Μανίκα Κ., Διάλογος Ὀρθοδόξου
καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, "ΘΕΟΛΟΓΙΑ", 1991, τεῦχ. 3ο, σελ. 378,
καὶ ὑποσ. 23).
«Τόσο
οἱ ἐπισκέψεις, ὅσο καὶ ἡ ἀλληλογραφία τῶν δύο θρόνων καθ' ὅλο τὸ χρονικὸ
διάστημα ποὺ διαδραματίζονταν τὰ σημαντικότητα αὐτὰ γεγονότα μεταξὺ τῶν δύο
Ἐκκλησιῶν, παρέμειναν σχεδὸν στὸ σύνολό τους ἄγνωστες (καθότι μυστικές) ἀπὸ τὸ εὐρύτερο κοινό, καὶ φυσικὰ ἀπὸ
τὶς ἡγεσίες τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν» (Μανίκα Κ., ὅπ. παρ., σελ. 379, ὑποσ. 23).
Στὴν πρώτη περίοδο τῆς Β΄ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ (1962-1963) τὸ Πατριαρχεῖο Κων/λεως «ἠρνήθη κατ' ἀρχὴν τὴν ἀποστολὴν παρατηρητῶν... ἀπὸ συμφώνου μετὰ τῶν κατὰ τόπους ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» (Μπιλάλη Σπ.,
Μπιλάλη Σπ., Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, τόμ. Α΄, 1971, σ. 309).
Ὅμως τοῦτο δυσαρέστησε τὸ Βατικανό, ποὺ συνέχισε νὰ πιέζει γιὰ τὴν ἀποστολὴ Παρατηρητῶν. Οἱ πιέσεις αὐτὲς ὤθησαν τὸν Ἀθηναγόρα νὰ ὑπαναχωρήσει στὸ ζήτημα τῶν Παρατηρητῶν». Ἔτσι «πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ συγκαλέσει μιὰ νέα Πανορθόδοξο Διάσκεψη στὴ Ρόδο» (Μανίκα Κ., ὅπ. π., σ.
479), μὲ
μοναδικὸ θέμα (ὡς
ἐφαίνετο) τὴν
ἀποστολὴ ὀρθόδοξων Παρατηρητῶν.
Στὴν αἰφνίδια καὶ παράδοξη αὐτὴ πατριαρχικὴ πρωτοβουλία ἀπάντησαν ἀρνητικὰ
τὰ
τρία
Πατριαρχεῖα
καὶ
ἡ
ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία, ἀφοῦ γιὰ τὸ θέμα τῶν Παρατηρητῶν εἶχε ἐκφρασθεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μόλις τὸ προηγούμενο χρόνο «συνοδικῶς» καὶ εἶχαν ἀπορρίψει τὴν ἀποστολὴ Παρατηρητῶν, κατοχυρώνοντας
μάλιστα
τὴν
ἀπόφαση «σὲ ἀμετακίνητα κανονικὰ καὶ θεολογικὰ κριτήρια τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας» (Μανίκα Κ., ὅπ. π., σ.
482). Μὲ
αὐτὴ τὴν «παλινωδία τοῦ Ἀθηναγόρα ἡ Ὀρθόδ. Ἐκκλησία ἐμφανίστηκε διῃρεμένη» (Μπιλάλη Σπ., ὅπ. π., σ.
308-311).
Τοῦτο ὅμως δὲν πτόησε τὸν Πατριάρχης, ὁ ὁποῖος ἀναιτιολόγητα, ἐπέμενε γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς Διασκέψεως καὶ ἐπέτυχε νὰ μεταπείσει τὰ τρία Πατριαρχεῖα, ὥστε νὰ συμμετάσχουν, χρησιμοποιώντας καὶ πολιτικὰ μέσα καὶ οἰκονομικοὺς ἐκβιασμούς. «Ὁ μητρ. Ἀργολίδος Χρυσόστομος ἀπεκάλυψε στὴ συνεδρία τῆς 15ης Ὀκτωβρίου 1963 τῆς Ἱ. Συνόδου ὅτι αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ στάσεως τῶν τριῶν Πατριαρχείων ὀφειλόταν στὴν παρέμβαση τῆς ἑλληνικῆς πολιτείας, ἀπὸ τὴν ὁποία αὐτὰ ἐξαρτῶνται οἰκονομικά», ὁ δὲ μητροπολίτης Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος ἔκαμε τὴ διαπίστωση ὅτι «ἡ ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος "ἐξηπατήθη" ἀπὸ τὶς πολιτικὲς ἀρχές, καί, ἐμμέσως, ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη» (Μανίκα Κ., ὅπ. π., σ.
480, 486, ὑποσ. 85).
Ἐδῶ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε, ὄχι μόνο τὴν «ἐπιδειχθεῖσα ἀνεξήγητη βιασύνη τοῦ Πατριάρχη», ἀλλὰ καὶ τὴν «σχεδὸν τέλεια ἔλλειψη
ἐπισήμου ἐνημερώσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς πρὸς τὸν πραγματικὸ σκοπὸ
συγκλήσεως
τῆς
Διασκέψεως».
Ὁ
Πατριάρχης
ἐκάλυπτε μὲ «ἀπόλυτη μυστικότητα» τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα: «Τί πρόκειται ἀκριβῶς νὰ συζητηθῆ στὴ Ρόδο;» (Μανίκα Κ., ὅπ. π., σ.
488).
Τοῦτο συνέβαινε, γιατί, παρ' ὅλο ποὺ ὁ Πατριάρχης προκάλεσε τὴ σύγκληση τῆς Διασκέψεως μὲ μοναδικὸ
σκοπὸ
καὶ
«θέμα
τῆς
ἡμερησίας διατάξεως» τὴν ἀποστολὴ Παρατηρητῶν, ἄλλος ἦταν ὁ πραγματικὸς σκοπός. Αὐτὸ μάλιστα «εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ διαφαίνεται –καὶ νὰ ἀναγράφεται στὸν τύπο– ὅτι ὁ πραγματικὸς σκοπὸς συγκλήσεως τῆς Διασκέψεως ἦταν νὰ συζητηθῆ πατριαρχικὴ πρωτοβουλία γιὰ πρόταση ἐνάρξεως τοῦ διαλόγου μὲ τὴ ΡΚαθολικὴ Ἐκκλησία» (Μανίκα Κ., ὅπ. π., σ.
489).
Ἂν λοιπόν, τὰ τρία Πατριαρχεῖα καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀρνοῦνταν νὰ συμμετάσχουν σὲ μιὰ Διάσκεψη χωρὶς ἐνημέρωση καὶ συζήτηση στὸ μικρότερης μὲν σημασίας, ἀλλὰ σημαντικὸ θέμα τῆς ἀποστολῆς Παρατηρητῶν, πόσο μᾶλλον θὰ ἐδυσκολεύοντο νὰ παραστοῦν στὴν Διάσκεψη, ἐξ ἴσου ἀπαράσκευοι καὶ παραπληροφορημένοι, σ' ἕνα σημαντικότερο θέμα καὶ μάλιστα τὴ στιγμὴ ποὺ ἀνεκάλυπταν ὅτι ἐξηπατοῦντο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Πατριάρχη, ἀφοῦ διὰ τοῦ προσκλητηρίου τηλεγραφήματος τοὺς παραπλανοῦσε ὡς πρὸς τὸ θέμα καὶ τὸν σκοπὸ συγκλήσεως τῆς Διασκέψεως;
Χαρακτηριστικὴ ἐν προκειμένῳ στιγμὴ εἶναι ἡ παρατεταμένη τηλεφωνικὴ συνομιλία τοῦ Πατριάρχη μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν (λίγες μόλις μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ Διάσκεψη), κατὰ τὴν ὁποία, σὲ ἐρώτηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου γιὰ τὸ ποιός εἶναι ὁ σκοπός της, ὁ Πατριάρχης ἀπάντησε: «Ζητεῖτε νὰ μάθετε λεπτομερείας, εἶναι μυστικαί,
καὶ
οὔτε
προφορικῶς
οὔτε
γραπτῶς
δύναμαι
νὰ
σᾶς
ἀναπτύξω...»! (Μανίκα Κ., ὅπ. π., σ. 490).
Παρ'
ὅλα
αὐτά, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (ἱκανοποιώντας τὴν παράκληση τοῦ Πατριάρχη) «ἀποφάσισε τὴν ἀποστολὴ στὴν Κων/πολη ἀντιπροσωπίας ἐκ τριῶν μητροπολιτῶν» (Μανίκα Κ., ὅπ. π., σ.
491).
Ὅταν ὅμως ἔφθασαν οἱ τρεῖς ἕλληνες Ἱεράρχες στὴν Κων/πολη «ἔμειναν ἐμβρόντητοι» καὶ αἰσθάνθηκαν «δυσφορίαν δικαίαν, διότι ἐνῶ ὁ Πατριάρχης εἶχεν ἐπιμόνως παρακαλέσει τὴν Ἱ. Σύνοδον... νὰ ἀποστείλῃ ἐκπροσώπους της εἰς τὴν Κων/πολιν, διὰ νὰ συζητήσουν μετ' Ἐκείνου τὸ θέμα τῆς ἐν Ρόδῳ διασκέψεως... ὁ Παναγιώτατος, παρὰ πᾶσαν δεοντολογίαν, εἶχε σπεύσει δυὸ ἡμέρας –πρὶν ἢ φθάσῃ εἰς Κων/πολιν ἡ Συνοδικὴ Ἐπιτροπή»– νὰ ἀποφασίσει τὴν ἡμερομηνία ἐνάρξεως καὶ νὰ «ἀποστείλῃ τὰ προσκλητήρια τηλεγραφήματα εἰς τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας»! (Μανίκα Κ., ὅπ. παρ.,
σ. 492-493).
Ὁ Πατριάρχης λοιπὸν "ἐπείγεται". Γι' αὐτὸ καὶ κατηγορεῖται ἀπὸ τὴν Δ. Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅτι ἐπιδιώκει νὰ ἐφαρμόσει "μονοκρατορία" στὴν Ἐκκλησία, ἐρχόμενος σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Ἱ. Κανόνες (Μανίκα Κ.,
ὅπ. π. σ. 491).
Ἡ ἀπόφαση γιὰ τὴν ὁριστικὴ ἔναρξη τῆς Διασκέψεως τὴν 26η Σεπτεμβρίου, ἐλήφθη στὶς 19 Σεπτεμβρίου «ἔπειτα ἀπὸ πρόταση τοῦ πατριάρχη... καὶ ὑπαγορεύτηκε πιθανότατα ἀπὸ τὴν πρόθεση τοῦ Πατριάρχου νὰ ρυθμισθῆ ἀμετάκλητα τὸ θέμα αὐτό, ὥστε νὰ μὴ ἀποτελέσει ἀντικείμενο συζητήσεων μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἀντιπροσωπία». Μάλιστα, «ἡ πατριαρχικὴ πρόταση γιὰ τὴ Διάσκεψη εἶχε ἤδη συναντήσει ἰσχυρότατες ἀντιδράσεις καὶ ἀπὸ τοὺς ἱεράρχες τοῦ Οἰκουμ. Πατριαρχείου, τελικῶς (ὅμως) ἐνεκρίθη διὰ μικρᾶς πλειοψηφίας» (Μανίκα Κ., ὅπ. π., σ.
486- 487).
Ὁ Πατριάρχης φοβόταν πώς, μιὰ τέτοια συζήτηση, ἦταν δυνατὸν νὰ ὁδηγήσει σὲ ἀναβολῆς τῆς Διασκέψεως, ἐξέλιξη ποὺ ἀνέτρεπε τὸ σχέδιό του, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἔχει στὰ χέρια του τὶς ἀποφάσεις τῆς Διασκέψεως τῆς Ρόδου «πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς δευτέρας περιόδου τῆς Β΄
Συνόδου
τοῦ
Βατικανοῦ
(29 Σεπτεμβρίου)»
(Μανίκας Κ., ὅπ. π., σ.
492 καὶ ὑποσ. 98).
Ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὴν παρουσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Β΄ Διάσκεψη τῆς Ρόδου, «εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἐκδηλώθηκε σοβαρὴ διαφωνία μεταξὺ Πατριαρχείου καὶ ἄλλων Ἐκκλησιῶν», ὅταν ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀπάτη,
καὶ
οἱ
Πατριαρχικοὶ
ἀντιπρόσωποι δὲν ἤθελαν νὰ γίνει καμία συζήτηση γιὰ τὸ θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχε συγκληθεῖ ἡ Διάσκεψη, δηλ. γιὰ τὴν ἀποστολὴ ἀντιπροσώπων στὸ Βατικανό! Ἀντίθετα, ἐπεχείρησαν νὰ περιορίσουν τὶς συζητήσεις μόνο στὸ "καινούργιο" θέμα ποὺ ἐκτὸς ἡμηρεσίας διατάξεως ἐπρότεινε ὁ Πατριάρχης», δηλ. τὴν ἔναρξη
Διαλόγου
μὲ
τὴν
ΡΚαθολικὴ
Ἐκκλησία!!! Τὴν τελευταία στιγμὴ ἀπεφεύχθη ὁριστικὴ ρήξη, (ἀφοῦ οἱ Πατριαρχικοὶ ὑποχώρησαν, κάνοντας μιὰ συμβιβαστικὴ πρόταση) καὶ ἔτσι δὲν ὁδηγήθηκε ἡ Διάσκεψη σὲ πλήρη ἀποτυχία (Μανίκα Κ., ὅπ. π., σ.
494).
Ἡ αἰφνίδια ἀνάληψη ἀπὸ τὸν Ἀθηναγόρα μιᾶς τόσο σημαντικῆς πρωτοβουλίας, ἡ ἀνεξήγητη–ἐκ πρώτης ὄψεως– βιασύνη του καὶ οἱ ἀντιεκκλησιαστικὲς μεθοδεύσεις γιὰ τὴν ἐπιβολὴ μιᾶς προσωπικῆς ἐπιλογῆς, ἡ χρησιμοποίηση πολιτικῶν μέσων, ἡ μυστικότης, ἡ ἐξαπάτηση, ἡ μὴ τήρηση τῶν Κανόνων καὶ τῆς Συνοδικότητος, ὅλα αὐτά, δημιουργοῦσαν μεγάλα ἐρωτήματα γενικά. Καὶ εἰδικὰ αὐτὴ ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἀθηναγόρα «καθιστοῦσε γιὰ τὴν ἡγεσία καὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας... ἀναπάντητα μιὰ σειρὰ ἀπὸ οὐσιώδη ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὴν ὕπαρξη τῶν ἀναγκαίων θεολογικῶν, κανονικῶν, ἀλλὰ καὶ σοβαρῶν πρακτικῶν προϋποθέσεων γιὰ τὴν διεξαγωγὴ καὶ ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ διαλόγου» (Μανίκα Κ., ὅπ. π., σ.
495).
Ἐκεῖνο, πάντως, ποὺ φαινόταν καὶ διὰ γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ, ἦταν ὅτι ὁ Ἀθηναγόρας ἐπειγόταν γιὰ τὴν ἔναρξη τῆς Διασκέψεως τῆς Ρόδου πρὶν τὴν ἔναρξη τής δευτέρας περιόδου τῆς Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ. Καὶ τοῦτο, γιατὶ «ἡ ἐντύπωση ποὺ δημιουργήθηκε στὴν Ἑλλάδα, μετὰ τὸ τέλος τῶν ἐργασιῶν τῆς πρώτης περιόδου (τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου), δὲν ὑπῆρξε εὐνοϊκὴ ὡς πρὸς τὶς προοπτικὲς δημιουργίας κλίματος κάποιας οὐσιαστικῆς ἀλλαγῆς στάσεως τῆς ΡΚαθολικῆς Ἐκκλησίας ἔναντι
τῆς
Ὀρθοδόξου» (Μανίκα Κ., ὅπ. π., σ. 496). Καὶ ὁ Ἀθηναγόρας γνώριζε
καλά, ὅτι
τὰ
βασικὰ
λατινικὰ
δόγματα δὲν θὰ ἄλλαζαν,
καὶ
ἄρα
μετά,
θὰ
ἦταν
πολὺ
δύσκολο
νὰ
ὑφαρπάσει
μιὰ
ἀπόφαση γιὰ τὴν ἔναρξη διαλόγου μὲ τοὺς ΡΚαθολικούς.
Ἀκόμη ὁ Πατριάρχης, μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐνέργειες δὲν δίστασε νὰ θέσει σὲ κίνδυνο τὴν ἑνότητα τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων καὶ Ἐκκλησιῶν, χάριν μιᾶς ἀβεβαίας –ὅπως ἐκτιμᾶτο– ἐλπίδος γιὰ ἕνωση ὅλων τῶν χριστιανῶν, ὁμοδόξων καὶ ἑτεροδόξων. «Ὁ τρόπος ὅμως μετὰ τοῦ ὁποίου ἤρχισεν ὁ διάλογος τῆς ἀγάπης... ἐδημιούργησε μεγάλα ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεολογικὰ προβλήματα».
Γι'
αὐτὸ ὁ τότε Μητρ. Ἀργολίδος Χρυσόστομος ἔγραφε τὴν 13η Δεκεμβρίου 1963 στὸν Πατριάρχη, πρὶν ἀπὸ τὸ ταξίδι του στὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς συνάντηση τοῦ Πάπα: «Ἔχετε παροξυσμὸν ἐνδιαφέροντος διὰ τὴν ἕνωσιν ἢ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν... ἀδιαφοροῦντες διὰ τὰ μέσα, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιεῖτε διὰ τὴν ἐπίτευξιν τοῦ θεοφιλοῦς μὲν τούτου ἰδανικοῦ, ἀκατορθώτου ὅμως σήμερον καὶ διὰ πολλοὺς εἰσέτι αἰῶνας, ἐνῶ δὲν θὰ ἐπιτύχητε οὐδὲν εἰς τὸ θέμα τῆς Ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, θὰ ἐπιτύχητε
ἀντιθέτως νὰ διασπάσητε τὴν ἑνότητα
τῆς
Ὀρθοδοξίας καὶ τῶν ποιμένων της» (Μπιλάλη Σπ., Ὀρθοδ. καὶ Παπισμός, τ. Β´, σ.
345).
Γράφει συγκεκριμένα σὲ ἐπιστολή της ἡ Δ. Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (17-9-1963): «Αἱ τοιαῦται πρωτοβουλίαι, οὖσαι ἐξουθενωτικαὶ τοῦ κύρους τῶν ἐπὶ μέρους Αὐτοκεφάλων Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν ἐν Χριστῷ Συνεπισκόπων ἀδελφῶν, κατεργάζονται, παρὰ βραχύ, τὴν διάβρωσιν Αὐτῶν, ὡς συντελοῦσαι εἰς τὴν ἀπίσχανσιν τῆς μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων συμψυχίας. Καὶ ἐνῶ ἐξ ἑνὸς ὁμιλοῦμεν ἀσκόπως περὶ ἑνώσεως τῶν ἁπανταχοῦ τῆς Οἰκουμένης χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐξ ἑτέρου δρέπομεν βέβαιον καρπόν, τῶν τοιούτων ἀβασανίστων καὶ ἀκαταστρώτων ἐνεργειῶν τὴν χαλάρωσιν τῆς μεταξὺ τῶν ὁμοδόξων Ἐκκλησιῶν ἑνότητος, καὶ τὸ δεινότερον πάντων, τὸν θανάσιμον σκανδαλισμὸν τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῶν ἐπὶ μέρους Ἐκκλησιῶν» (Μανίκα
Κ., ὅπ. π., σελ. 491).
Ὅλα αὐτὰ ἐδῶ ἀναφέρονται, γιατὶ δίνουν τὸ στίγμα καὶ φωτίζουν τὶς προθέσεις τοῦ Ἀθηναγόρα. Καὶ μᾶς ἀναγκάζουν νὰ διερωτηθοῦμε, πόσο θεοφιλῆς εἶναι ἕνας διάλογος ποὺ ξεκινάει κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες καὶ μὲ τέτοιες μεθοδεύσεις, στοὺς ἀντίποδες ἀκριβῶς τῶν Πατερικῶν Παραδόσεων;
Μὲ τὶς ἐνέργειες αὐτὲς τοῦ Ἀθηναγόρα ἡ Ὀρθοδοξία ἐμφανίστηκε διῃρεμένη (Μπιλάλη Σπ., ὅπ. π., τ.
Α΄, σ. 308-311), ἡ
δὲ
περαιτέρω παρέμβαση του, ἀτυχῶς, συνετέλεσε στὴν εὐόδωση τῶν σχεδίων τοῦ Πάπα γιὰ τὴν ὑποταγὴ τῆς Ὀρθοξίας στὴ Ρώμη ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς Ἑνώσεως. Τὸ Βατικανό, ἐκείνη τὴ περίοδο, ξεκίνησε «ἐπίθεσιν διὰ λόγων ἀγάπης καὶ ταπεινοφροσύνης» μὲ τὴν ἐλπίδα «ὅτι ἡ τακτικὴ αὐτὴ θὰ φέρῃ περισσοτέρους καρποὺς» ἀπὸ ὅσους ἔφερε ἡ «σκληρὰ γραμμὴ» ποὺ μέχρι τότε εἶχε ἀκολουθηθεῖ (Μπιλάλη Σπ., ὅπ. π., τ.
Β', σ. 413).
Ἔτσι, «συνεπαρμένος ὁ Ἀθηναγόρας ἀπὸ τὸ ὅραμα τῆς ἑνώσεως τῶν “Ἐκκλησιῶν”, ἐνόμισε ὅτι θὰ ἠδύνατο νὰ παρακάμψη… τὰ ἐμπόδια καὶ νὰ καταλύση τοὺς φραγμοὺς ἐπικαλούμενος ὡς πανάκειαν τὴν ἀγάπη», τὰ δὲ δόγματα ὡς ἐκπληρώσαντα πλέον τὴν ἀποστολή τους, νὰ θέσει στὸ «θησαυροφυλάκιο»! (Μουρατίδου Κ., Οἰκουμενικὴ Κίνησις,
σ. 47).
Ὅτι τὰ Δόγματα δὲν εἶναι γιὰ τὸ χρονοντούλαπο τῆς ἱστορίας, μᾶς τὸ ἐξηγεῖ ὁ π. Ἰ. Ρωμανίδης· τὰ δόγματα λέγει, εἶναι καθημερινῆς χρήσεως καὶ ὄχι γιὰ τὸ χρονοντούλαπο τῆς ἱστορίας καὶ ἐπισημαίνει τὴν θεραπευτικὴ ἀξία τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Γράφει: “Τὸ βασικὸ ἐρώτημα ἐνώπιόν μας εἶναι σαφές: Εἶναι τὸ δόγμα ἡ προστασία τῶν πιστῶν ἀπὸ κομπογιαννίτες στοχαστὲς ποὺ δὲν γνωρίζουν...τὴν νόσον τῆς καρδίας καὶ τὴν θεραπείαν της...ἢ ὄχι; Ὁ μόνος σκοπὸς τῆς διατυπώσεως τῶν δογμάτων ἀπὸ Οἰκουμενικὰς καὶ Τοπικὰς Συνόδους ἦτο καὶ εἶναι ἡ διαφύλαξις τῶν πιστῶν ἐντὸς τῆς θεραπευτικῆς αὐτῆς ἀγωγῆς τῆς καθάρσεως… Αἱ διατυπώσεις τῶν δογμάτων οὐδεμίαν σχέσιν ἔχουν μὲ θεολογικὸν ἢ φιλοσοφικὸν στοχασμόν” (Ρωμανίδη
Ἰ., Ὀρθόδοξος καὶ Βατικάνιος Συμφωνία περὶ Οὐνίας,
Μπαλαμάντ, Λίβανος 1993).
«Πῶς τώρα, μιὰ σύνοδος» ποὺ τὸ ἔργο καὶ οἱ ἀποφάσεις της ἀποτιμήθηκαν ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους ὡς οὐνιτικά, κατόρθωσε νὰ δημιουργήση» τέτοιο ἐνθουσιασμὸ στὸν Ἀθηναγόρα, «αὐτὸ ἀποτελεῖ, πράγματι, διὰ τὰς συνειδήσεις τῶν ὀρθοδόξων μυστήριον ἀνεξιχνίαστον!» ἔγραφε τότε ὁ π. Σπυρίδων Μπιλάλης (ὅπ. παρ., σ. 320), γιὰ τοὺς σημερινοὺς πιστοὺς ὅμως, πλήρως ἐξιχνιασμένο!
Στὶς Πανορθόδοξες Διασκέψεις τῆς Ρόδου
ἐτίθετο ὡς προϋπόθεση τοῦ Διαλόγου ἡ διεξαγωγή του «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» (Μεθοδίου Φούγια, Μητρ. Πισιδίας,
Ὀρθοδοξία, ΡΚαθολικισμὸς καὶ Ἀγγλικανισμός, 1996, σ. 368).
Ἀλλά,
παρόλο ποὺ
«οὐδέποτε οἱ Πατέρες τής Ἐκκλησίας συνδιελέγοντο..."ἐπὶ ἴσοις ὅροις" πρὸς τὴν αἵρεσιν» (Μπιλάλη Σπ., ὅπ. π., τ. Β',
σ. 430), αὐτὴ ἡ προϋπόθεση σήμαινε, πὼς ἡ Ρώμη θὰ ἔπρεπε, τουλάχιστον,
νὰ
παραιτηθεῖ
«ἀπὸ τὴν ἀξίωση τοῦ Πρωτείου» (Μεθοδίου Φούγια, ὅπ. π., σ. 379).
Τοῦτο ἦταν αὐτονόητο καὶ γιὰ τοὺς Παπικοὺς θεολόγους. Ἔτσι, καὶ ὁ θεολόγος Maurice Villain ὁμιλοῦσε «περὶ οὐσιαστικῆς ἀρνήσεως ἐκ μέρους τῆς Ρώμης νὰ δεχθῇ μίαν συνάντησιν κορυφῆς μὲ τοὺς ἀνατολικοὺς Πατριάρχας ἐπὶ ἴσοις ὅροις» (Μπιλάλη Σπ., ὅπ. π., τ. Β', σ. 431), γιατί, σ' ἕνα τέτοιο διάλογο θἄπρεπε ὁ πάπας νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ Πρωτεῖο καὶ ν' ἀποβάλλει ὅλα ὅσα προσέθεσε ὁ Παπισμὸς στὴ μετὰ τὸ Σχίσμα ἐποχή. Γι’ αὐτὸ ἐφεῦραν τὸν Διάλογο τῆς Ἀγάπης, ἀφοῦ ἦταν γιὰ τὸ Βατικανὸ ὁδὸς ἀνώδυνος, ὀδυνηρὸς ὅμως γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σ' αὐτὸ βοήθησε τὰ μέγιστα ἡ ὅλη δραστηριότητα τοῦ Ἀθηναγόρα.
Μέχρι σήμερα ὁ Πάπας διατηρεῖ ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, κυρίως, τὸ ἀντιχριστιανικό του Πρωτεῖο, σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε πολλοὶ νὰ λέγουν, ὅτι πολὺ πιὸ εὔκολα ὁ Πάπας θὰ ὑποχωρήσει σὲ δογματικὰ θέματα, ὅπως τὸ Filioque, παρὰ στὸ παπικὸ Πρωτεῖο.
Ἐδῶ, τέλος, νὰ ἐπισημάνουμε καὶ μιὰ ἄλλη ἀπροσδόκητη ἐνέργεια τοῦ Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος «ἄνευ οὐδεμιᾶς προετοιμασίας... καὶ σχετικῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὰς ἄλλας Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, ἐπρογραμμάτισε μὲ τρόπους προσωπικῶν συνεννοήσεων μὲ τὸν Πάπαν,
νὰ
τὸν
συναντήση εἰς Ἱεροσόλυμα» (Καβαρνοῦ Κ., Μελέτη περὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σ. 32). Τὴν συνάντηση αὐτὴ πραγματοποίησε ὁ Πάπας μετὰ ἀπὸ ἐπίμονες
αἰτήσεις
τοῦ
οὐνίτη πατριάρχη
Μαξίμου Δ΄, δηλ. «χάριν τῆς
ἐξυπηρετήσεως
τῶν
σκοπῶν τῆς Οὐνίας», καὶ ἔγινε στὰ Ἱεροσόλυμα τὴν 5/1/1964 (Μπιλάλη
Σπ., ὅπ. π., τ. Β΄, σ. 343).
Οἱ Ἐπίσκοποι
τῶν
ἄλλων
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀπεδοκίμασαν αὐτὴν τὴν ἐνέργειαν τοῦ Ἀθηναγόρα, ὁ δὲ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων «ἠνέχθη» τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ Ἀθηναγόρα «ὡς ἁπλοῦ προσκυνητοῦ τῶν ἱερῶν προσκυνημάτων» (στὸ ἴδιο, σ.
344). Καὶ
ὁ
Πάπας, ἀνταποδίδοντας
εὐγενικὰ τὴν ἀναγνώριση ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ Ἀθηναγόρας, μετὰ δυὸ μέρες, δὲν ἔθεσε κι' αὐτὸς τὰ καινοφανῆ παπικὰ δόγματα «στὸ θησαυροφυλάκιο», ἀλλά, χωρὶς νὰ κρατήσει κἂν «τὰ προσχήματα τῆς εὐγένειας ἔναντι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου» τὰ διακήρυξε δημόσια, ἀπὸ τὸ ναὸ μάλιστα τῆς Γεννήσεως στὴ Βηθλεέμ, ἀπ' ὅπου καὶ «ἐκάλεσε τοὺς Ὀρθοδόξους, νὰ ἐπανέλθουν εἰς τὴν ΡΚαθολικὴν ποίμνην» (Μπιλάλη Σπ., ὅπ. π.,
τ. Β΄, σ. 345).
Μὲ τὴν συνάντηση
στὰ
Ἱεροσόλυμα,
τὰ
ὅσα
συζητήθηκαν καὶ
μυστικὰ
συμφωνήθηκαν ἐκεῖ, μετὰ μυστικῶν συμπροσευχῶν(!), παγιώνεται ἡ ἐπὶ νέων βάσεων σχέση Ρώμης καὶ Κων/πόλεως. Ὁ Ρωμανίδης μιλώντας κάπου γιὰ κοινὰ μυστήρια καὶ προοπτικὴ διακοινωνίας Φαναρίου καὶ Βατικανοῦ ἐκτιμᾶ ὅτι αὐτὴ «ἡ ‘‘Εὐχαριστιακὴ
Εἰδωλολατρία’’ ἔγινε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ μυστικὸ θεμέλιο τοῦ διαλόγου
μεταξὺ Βατικανοῦ καὶ Φαναρίου» (Παπαδόπουλου
Ἀντ., Θεολογικὸς
Διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, 1996, σ.
233-234).
Αὐτά, ὅμως, τὰ ἀρχικὰ στάδια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν εἶχαν συνοδικὴ κάλυψη.
Γι’ αὐτὸ «αἱ Οἰκουμενιστικαὶ πρωτοβουλίαι τοῦ Πατρ. Ἀθηναγόρου… προεκάλεσαν ἰσχυρὰν ἀντίδρασιν… Γρήγορα (ὅμως)
διῄρεσαν
τοὺς
Ὀρθοδόξους
εἰς
δύο ἀντίθετα στρατόπεδα: τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ τῶν Ἀντι-Οἰκουμενιστῶν» (Κόντογλου Φ., Ἀντιπαπικά,
σ. 92).
* * *
Αὐτὴν
τὴν προδοτικὴ πολιτικὴ προπαγανδίζουν σήμερα οἱ Οἰκουμενιστὲς καὶ ὁ Μεσσηνίας ἐν μέσῳ
τῆς Ἱεραρχίας τῆς Συνόδου, καὶ συνεχίζει ἡ Ἱεραρχία, ἐπιτρέποντας (Συνοδικά)
στοὺς Οἰκουμενιστὲς νὰ ἁλωνίζουν στὴν Ἐκκλησία καὶ διὰ τῆς «σαλαμοποιήσεως» νὰ
τὴν παραδίδουν καὶ νὰ τὴν μεταλλάσσουν σὲ Παπισμό. Κι ἂν ὑπῆρξαν ἀντιδράσεις στὴν συγκεκριμένη Εἰσηγήση τοῦ μητροπ. Μεσσηνίας
(ποὺ νὰ ἅπτονται αὐτοῦ τοῦ προβληματισμοῦ, τῆς ἐξ ἀρχῆς δηλαδή, δόλιας καὶ
προδοτικῆς τακτικῆς τοῦ Ἀθηναγόρα, ποὺ συνεχίζεται ἐπιδεινούμενη ἔτι καὶ ἔτι), ὄχι μόνο δὲν βγαίνει πρὸς τὰ ἔξω, δὲν
κοινοποιεῖται στὸ Λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀντίθετα (ὅπως προαναφέραμε) τὸ
δημοσιογραφικὸ ὄργανο μιᾶς Ἀδελφότητας καὶ μιᾶς Μητροπόλεως, ἐπαινοῦν τὸν
συνεχιστῆ τοῦ Ἀθηναγόρα!
Ἀλλὰ θὰ ἐπανέλθουμε.
Σημάτης Παναγιώτης