Όταν ακόμη ζούσε ο Άγιος έλεγε εις ένα χωροφύλακα άπιστον, να πιστέψει. Ότι υπάρχει δηλαδή Θεός, να μετανοήσει, να εξομολογηθεί, να εκκλησιάζεται, να κοινωνεί. Ο χωροφύλαξ όμως δεν επίστευε σε τίποτα. Πάντως ήλθεν εποχήν που ο χωροφύλαξ μετετέθη επί 12 χρόνια, από την Αίγιναν εις την Μακεδονίαν.
     Μετά όμως ξαναγύρισε εις την Αίγιναν, εις την παραλίαν της Αιγίνης, συνήντησε τον Άγιον Νεκτάριον, ο οποίος του επανέλαβε τα ίδια περί πίστεως λόγια. Εις την συνέχειαν ο χωροφύλαξ επήγε εις το καφενείον και ευρήκε τους παλαιούς του φίλους και συν τοις άλλοις τους είπε:
      «Εντύπωση μεγάλη μου κάνει πως αυτός ο Ηγούμενος της Αγίας Τριάδος (της Μονής του Αγίου) ζει ακόμη».
      «Ποιος Ηγούμενος;» τον ρωτούν.
      «Ο Ηγούμενος της Αγίας Τριάδος».
     «Μα ο Ηγούμενος της Αγίας Τριάδος, έχει πεθάνει τρία χρόνια τώρα».
     «Πώς είπατε, έχει πεθάνει τρία χρόνια; Μα εγώ τώρα τον συνάντησα στο δρόμο και τα είπαμε!».
   Ιερά συγκίνησις κατέλαβε πάντας, ως και τον χωροφύλακα όταν διαπίστωσε ότι ο Άγιος παρουσιάσθηκε για να τον συνετίσει και τρέμοντας επήγε εις το Μοναστήρι και προσεκύνησε μετανοημένος, τον Χριστόν και τον Άγιον Νεκτάριον.