Στην
προμετωπίδα της 1ης σελίδα του φύλλου 2184 του «Ορθόδοξου Τύπου»
δημοσιεύτηκε η επιστολή των τριών αγιορειτών π. Σάββα Λαυριώτου, π. Χαρίτωνος
Καρυώτου και π. Επιφανείου Καψαλιώτου.
Επειδή
στο εν λόγω κείμενο αναφέρονταν δύο
φορές το όνομα μου, έστειλα επιστολή απαντήσεως στον «Ο.Τ.», επικαλούμενος όχι
την δια του ποινικού και αστικού δικαίου δικαιώματος μου να απαντήσω και της εξ΄ αυτού
υποχρέωσης του «Ο.Τ.» να δημοδιεύσει την απάντηση μου, αλλά επικαλούμενος τη χριστιανική τους ηθική. Η
επιστολή μου σύμφωνα με το νόμο (άρθρα 13,14 του Συντάγματος και άρθρα 37 και
38 του α.ν. 1092/1938) έπρεπε να δημοσιευτεί στο φύλλο της 3 Νοεμβρίου 2017. Δυστυχώς
δεν δημοσιεύτηκε. Σύμφωνα με το άρθρο 37
παρ. 4, σε κάθε περίπτωση αρνήσεως προς καταχώρηση, υποχρεούται ο εκδότης ή
διευθυντής –μέσα σε προθεσμία τριών ημερών– να καταθέσει την απάντηση μαζί με
τους λόγους για τους οποίους αρνείται την καταχώρηση, στον Ειρηνοδίκη του τόπου
εκδόσεως της εφημερίδας. Η
μη αιτιολογημένη άρνηση επανορθώσεως–καταχωρίσεως της απαντήσεως, καθώς και η
πλημμελής καταχώρηση (μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης από το αρ. 38 §1
προθεσμίας, ή η καταχώριση σε άλλη στήλη από αυτή που ορίζει ο νόμος κλπ)
επισύρουν χρηματική ποινή. Δεν προτιμώ κάτι απ' αυτά.
Προτιμώ
όμως να πώ:
«Οὗτοι
ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα.
(Ψαλμ. 19).
(Παραθέτω
την μη δημοσιευθείσα απάντηση μου)
Απάντηση του Ιωάννου
Ρίζου
στο κείμενο των
τριών αγιορειτών
Το κείμενο των αγιορειτών —π.
Χαρίτωνος Καρυώτη, π. Σάββα Λαυρεώτη και π. Επιφανίου Καψαλιώτη— που
δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 20/10/2017, αρ. 2184 του «Ο.Τ», αποτελεί μια
μονομερή και υποκειμενική εκτίμηση θεμάτων που σχετίζονται με τον αγώνα κατά
της παναιρέσεως και δυστυχώς αποτελεί την συνέχεια μιας κακής πορείας
στον αγώνα της Αποτείχισης. Νομίζω πως και μια «άλλη άποψη», θα βοηθούσε
τους αναγνώστες σας να αποκτήσουν μια περισσότερο αντικειμενική εικόνα της
τρέχουσας καταστάσεως.
Η αλαζονεία αυτών που νομίζουν ότι είναι (ή που αυτοανακηρύχτηκαν σε) ηγέτες του
αντι-οικουμενιστικού αγώνα, δεν τους επέτρεψε να δουν και να κατανοήσουν τα
πράγματα, που επανειλημμένα τους επισημαίναμε ιδιωτικά, τότε που μας
γνώριζαν…, γιατί μετά δήλωσαν ότι δεν μας γνωρίζουν.
Αυτή η αλαζονεία, τους οδήγησε σε μια
σειρά αποτυχιών που έπληξαν τον ιερό αγώνα και που τις εμφανίζουν μάλιστα ως
επιτυχίες.
Η πρώτη τους «επιτυχία» λοιπόν ήταν να
υπονομεύσουν και να διαλύσουν την «Σύναξη της Λάρισας» (Οκτ. 2016) που
αποσκοπούσε στην, μέσω διαλόγου και έρευνας, επίτευξη κοινής πορείας και
ομοφωνίας όλων όσων είχαν αποτειχιστεί πρόσφατα ή στο παρελθόν. Αιτία αυτής της
αρνητικής στάσης τους ήταν κυρίως ότι αυτή η σύναξη είχε δομηθεί με συλλογικό
πνεύμα (συμμετοχή κληρικών-μοναχών-λαϊκών) κάτι που κατά την εκτίμηση των εν
λόγω αγιορειτών, δυσκόλευε την αρχηγική τους αναγνώριση.
Η δεύτερη «επιτυχία» τους ήταν το
ρήγμα που δημιούργησαν με τους Πατέρες Θεόδωρο Ζήση, Νικόλαο Μανώλη και
Φώτιο Βεζύνια και, κατ΄ επέκταση, με τα ποίμνια τους. Αιτία αυτού του ρήγματος
ήταν η επιπολαιότητα και προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν σοβαρούς
ανθρώπους και σοβαρά ζητήματα.
Η τρίτη «επιτυχία» τους ήταν ότι το
ψήφισμα της Ημερίδας του Ωραιοκάστρου που τέθηκε στο ηλεκτρονικό σύστημα
συλλογής υπογραφών από όλoν των κόσμο (AVAAZ), συνέλεξε περίπου 300 υπογραφές
(μέχρι σήμερα). Τη στιγμή που μόνο οι παριστάμενοι στην Ημερίδα ήταν περίπου
1400!
Η τέταρτη και χειρότερη «επιτυχία» τους
ήταν ότι θεώρησαν πως το ημερολογιακό σχίσμα του 1924 μπορούσε να ξεπεραστεί με
προχειρότητες, άγνοια, ιδιωτικά τηλεφωνήματα, ψέματα και κουκουλώματα,
χωρίς την επιστημονική και θεολογική βάσανο των ιστορικών και εκκλησιολογικών
τεκμηρίων. Άρχισαν επιπόλαια να κατευθύνονται και να κατευθύνουν τους
νέο-αποτειχισμένους σε ένα επικίνδυνο συνοικέσιο.
Αποκορύφωση της σύγχυσης και αγνωσίας τους
είναι η επιστολή που δημοσίευσε στο φύλλο 2184 του ο «Ορθόδοξος Τύπος».
Σε αυτή τους την επιστολή εμφανίζονται ως φυσικοί ηγέτες του αγώνα της
Αποτείχισης, μόνοι αρμόδιοι να καθορίσουν επιτελικά την πορεία της και οι
μόνοι που νομιμοποιούνται να διασαφήσουν τα θεολογικά της ζητήματα, εμφανίζοντας εαυτούς «κεκαθαρμένους» που πληρούν τις προϋποθέσεις του
θεολογείν(!), ενώ όλοι οι άλλοι έπρεπε να τους δεχθούν ως αναμφισβήτητους
αρχηγούς και αναντίρρητα να τους υπακούουν.
Ποιός, πού και πότε όμως τους έδωσε το χρίσμα του αρχηγού;
Ποιός, πού και πότε τους διαβεβαίωσε ότι είναι «κεκαθαρμένοι»;
1.
Στο
κείμενο τους κρατούν περιέργως υπερασπιστική στάση για το σημερινό
Άγιο Όρος που «σιωπά εμφρόνως και διακριτικώς» το οποίο μιλά «όταν
και εφόσον χρειάζεται», «ποιμαίνοντας (συμβουλευτικά) παγκοσμίως». Αυτό
μοιάζει πιο πολύ με ανακοίνωση της Ιεράς Επιστασίας και των
οικουμενιστικών μοναστηριών παρά με θέση αποτειχισμένων!
Κι
αν η Μοναχική Πολιτεία του Άθωνα έχει τόση σωφροσύνη, σοφή διάκριση και
ποιμαντική αξιοπιστία, τότε γιατί τους διώκει;
Πολύ
παράξενα μας τα λένε!
Αν
πάλι, στα λεγόμενα τους δεν εννοούν το επίσημο Άγιο Όρος αλλά τους διωκόμενους
Μοναχούς, κι εκεί ψευδείς εικόνες παράγουν, γιατί δεν γνωρίζουμε να τους
απέδωσαν τον τίτλο του επιτελάρχη όλοι οι αποτειχισμένοι αγιορείτες
Μοναχοί! Συγκεκριμένα, αυτοί που τους εξουσιοδότησαν δεν είναι πάνω
από πέντε-έξι!
2.
Οι
κακεντρεχείς χαρακτηρισμοί τους για τους «θεολόγους του πληκτρολογίου» είναι
άλλη μια απόδειξη του τύφου τους.
Όταν
ο ένας εκ των συγγραφέων της εν λόγω επιστολής βρίσκονταν στην Μονή Εσφιγμένου
θεωρώντας ότι η μόνη αληθινή Εκκλησία του Χριστού επι γής ήταν οι Γ.Ο.Χ.
Εσφιγμενίτες, κι όταν ο άλλος εκ των συγγραφέων της επιστολής μνημόνευε μέρα
και νύχτα Δημήτριο και Βαρθολομαίο στη Σιμωνόπετρα, κι όταν ο τρίτος εκ των
συγγραφέων μάλλον ήταν φαντάρος, κάποιοι από τους «θεολόγους του πληκτρολογίου»
όπως αλαζονικά γράφουν, πάλευαν μόνοι
τους να κατηχήσουν τον κόσμο για την αίρεση, λοιδορούμενοι και απειλούμενοι.
Και αυτούς τώρα, οι εν λόγω τρείς, κακολογούν και διαβάλλουν παρασκηνιακά, ως
θεολόγους του πληκτρολογίου, παρότι αυτοί οι τρείς, όταν έστελναν τα κείμενά
τους και τις ανακοινώσεις τους μετά χαράς, στηριγμού και επαίνων τα δημοσίευαν οι…θεολόγοι του πληκτρολογίου.
Σε
ότι αφορά το Μέρος Β΄ της επιστολής τους που αναφέρεται στο «παλαιό»
ημερολόγιο:
1.
Αναφέρουν
ότι το πρόβλημα είναι ότι η ημερολογιακή καινοτομία διέσπασε την λειτουργική
ενότητα της Εκκλησίας.
Όμως
αλίμονο! Δεν έχουν καταλάβει ποιο είναι το πρόβλημα! Και το ότι δεν το
έχουν καταλάβει φαίνεται από το ότι επέλεξαν να το λύσουν με βάση τον 15ο
Κανόνα της Α΄-Β΄ Συνόδου και όχι με την Παρακαταθήκη που αφορά την γένεση και
επίλυση παρόμοιων ημερολογιακών/εορτολογικών προβλημάτων στην Ανατολική
Ορθόδοξη Εκκλησία.
Γράφουν:
«Η θέση μας είναι ότι ως το 1935 (έτος δημιουργίας της πρώτης συνόδου των
Γ.Ο.Χ.) η αποτείχισις των ορθοδόξων πιστών ήταν κανονικώς ορθή και πρέπουσα και
εντός του πλαισίου που ορίζει ο 15ος της Α΄-Β΄.»
Εδώ
είναι η αβλεψία τους.
Τα
χρόνια 1924-1935, δηλαδή πρίν την σύσταση της 1ης συνόδου των Γ.Ο.Χ.
από την οποία θεωρούν ότι αρχίζει το κακό, οι παλαιοημερολογίτες δεν
είχαν κοινό Ποτήριο με τους νεοημερολογίτες, ούτε με τους πιστούς
(Κληρικούς και Λαϊκούς), τους ακολουθούντας το Παλαιό Ημερολόγιο των
άλλων Πατριαρχείων και τοπικών Εκκλησιών. Όμως δεν τολμούν να ερευνήσουν αν
αυτή η διακοπή κοινωνίας των ετών 1924-1935 έχει Αγιοπατερική βάση και
νομιμοποίηση γιατί, αν το ερευνήσουν, θα καταλήξουν στα ίδια συμπεράσματα που
κατέληξα κι εγώ και θα καταρρεύσουν πολλά μέσα τους και γύρω τους.
Εδώ είναι το πρόβλημα!
Πώς
αντιδρούσαν λοιπόν οι άγιοι Πατέρες και οι Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι της Ορθοδοξίας όταν συνέβαινε να διασπάται η λειτουργική ενότητα ανάμεσα
στις τοπικές Εκκλησίες λόγω ημερολογικών/εορτολογικών ασυμφωνιών;
Απέδειξα
με ιστορικά στοιχεία στη μελέτη υπο τον τίτλο «Ού βουλόμεθα ζήν
ψευδολογούντες» —διαθέσιμη στο blog «Πατερική
Παράδοση» ετικέτα «Ρίζος Ι.»— και με την βοήθεια του Ιστορικού κ. Α.
Τσακίρογλου ότι, ενώ η επίτευξη της λειτουργικής ενότητας ήταν πάντα στόχος της
Εκκλησίας, όταν όμως αυτή δεν συνέβαινε, ειδικά από το 326 μ.Χ. έως το 800 μ.Χ., οι άγιοι Πατέρες, οι Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι ποτέ δεν
νομιμοποίησαν μια διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας και ένα σχίσμα για αυτό τον
λόγο. Αντιθέτως συνέχιζαν την εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ τους και ποτέ
δεν έγειραν θέμα ακοινωνησίας.
Λέει ο ιερός
Χρυσόστομος: «Κι αν ακόμα σε κάποιο θέμα θα έκανε λάθος η Εκκλησία [όπως
στην ημερολογιακή μεταβολή] δεν μπορεί να συγκριθεί ο αγώνας για την
ακρίβεια γύρω από ημερομηνίες με το έγκλημα που λέγεται διαίρεση και σχίσμα
στην εκκλησία».
«Εί και εσφάλλετο η Εκκλησία, ού τοσούτον
κατόρθωμα από της των χρόνων της ακριβείας ήν, όσον το έγκλημα από της
διαιρέσεως και του σχίσματος τούτου» (Ε.Π.Ε 34.188).
Αυτό
συνέβη (παρά την μονομερή αλλαγή) και το 1924. Τα άλλα ορθόδοξα Πατριαρχεία κι
οι άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, παρά την αλλαγή, κοινωνούσαν, όχι με τους Ζηλωτές
του ημερολογίου, μετά των οποίων είχαν το ίδιο ημερολόγιο, αλλά μετά των
νεοημερολογιτών! Αυτοί όμως αντί να δούν αυτό που τους δείχνουμε, κάνουν έναν
δόλιο αποπροσανατολιστικό ελιγμό και,
κατηγορούν τις τότε Εκκλησίες αναδρομικά και ετεροχρονισμένα ως
Οικουμενιστικές. Όμως τότε (και οι τότε Ζηλωτές του ημερολογιακού ζητήματος)
δεν είχαν ιδέα από οικουμενισμό. Ο αναλφαβητισμός εκείνη την περίοδο στην
Ελλάδα άγγιζε το 80%, με το υπόλοιπο σχεδόν ποσοστό να αφορά αυτούς που είχαν
τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Τους τότε λίγους εγγράμματους «ευσεβείς» όμως,
ούτε η πρωτοεμφανιζόμενη «θεωρία των
αναδενδράδων» —δηλ. της «θεωρίας των
κλάδων» της εγκυκλίου του 1907 του Ιωακείμ Γ΄— τους ενόχλησε, ούτε την
εγκύκλιο του 1920 γνώριζαν, όπως
ομολόγησε ο π. Θεοδώρητος Μαύρος. Το
Σχίσμα λοιπόν έγινε μόνο χάριν της μεταβολής του «αγίου» Ιουλιανού ημερολογίου
και της εορτολογικής αταξίας που επέφερε αυτή.
Το
Σχίσμα έγινε γιατί πιστέψαν ότι το
εορτολόγιο, με τον ημερολογιακό του δεσμό, είναι μια αιώνια «ιερά παράδοση» η μεταβολή
της οποίας επιφέρει την Κόλαση.
Τις δε περι οικουμενισμού αιτιάσεις τις βρήκαν
πολλά χρόνια αργότερα και φυσικά τις
χρησιμοποιήσαν για να επικαλύψουν και να κλείσουν τρύπες του παρελθόντος, για
να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα του τότε Σχίσματος.