Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Ο ΜΟΛΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ



 Τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τόν τελευταῖο καιρό ἔχουν γραφῆ πολλά διά τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους. Ἐκεῖνο πού κατενόησα ἀπό ὅλα αὐτά εἶναι ὅτι οἱ συνειδητοί καί, κατά τό δή λεγόμενο, ψαγμένοι Ὀρθόδοξοι δέν ἔχουν πρόβλημα ἐλλείψεως γνώσεως ἐπί τοῦ θέματος τούτου, δηλαδή διά τό τί πρέπει νά πράξη κάθε Ὀρθόδοξος ἐν καιρῷ αἱρέσεως, διότι αὐτό εἶναι κατατεθειμένο καί στήν Ἁγ. Γραφή καί στήν Πατερική διδασκαλία· ἀλλά πιστεύω ὅτι τό πρόβλημά των ἑστιάζεται, ἔστω κι ἄν δέν θέλουν νά τό ἀποδεχθοῦν, εἰς τό κόστος καί τό τίμημα πού πρέπει νά καταβάλλουν ἐάν ἀκολουθήσουν ἐν προκειμένῳ τήν ἁγιογραφική καί Πατερική διδασκαλία.
Δι’ αὐτό προβάλλουν προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις καί εἴτε στηρίζονται εἰς τό πλῆθος καί τήν ἐξουσία, ὑπερτονίζοντας κατά τά παπικά πρότυπα τήν Ἀποστολική Διαδοχή εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὁπότε τοποθετοῦν τήν Ἐκκλησία καί τόν ἑαυτόν τους μέσα στήν αἵρεσι, εἴτε προσπαθοῦν νά δικαιολογήσουν, ἀναμασώντας κάποιες ἀπόψεις, ὅτι δῆθεν ὁ ΙΕ’ Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας ἐπί Ἁγ. Φωτίου Συνόδου δέν εἶναι ὑποχρεωτικός, ἀλλά δυνητικός, ὁπότε εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως, ὁ κάθε Ὀρθόδοξος κάνει ὅ,τι θέλει. Ἄλλος δηλαδή ἀποτειχίζεται ἐκκλησιαστικῶς ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές καί ἐπαινεῖται καί ἄλλος παραμένει στό στόμα τοῦ λύκου καί θά ἐξέλθῃ (ἄν δέν ἔχη καταβρωθῆ) ὅταν ἀποφασίσει ἡ Σύνοδος, καί δέν κατακρίνεται οὔτε βεβαίως τιμωρεῖται.
Εἴτε ἀκόμη προβάλλουν ἄλλες δικαιολογίες, ὅτι δῆθεν πρέπει πρῶτα νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις καί μετά νά γίνη ἡ ἀποτείχισις, ἐκλαμβάνοντας τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὀνομαστικῶς. Ὅμως ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ὀνομασία περιεκτικὴ πολλῶν αἱρέσεων καὶ αὐτὲς οἱ ἐπὶ μέρους αἱρέσεις πού περιλαμβάνει αὐτή ἡ παναίρεσις (π.χ. ἀναγνωρίσεις μυστηρίων, συμμετοχή μας στο Π.Σ.Ε, συμπροσευχές και συνιερουργίες, ἀποδοχή της βαπτισματικῆς θεολογίας, τῆς θεωρίας τῶν κλάδων καί τῶν δύο πνευμόνων, περί πρωτείου κλπ), ἔχουν καταδικασθῆ ἀπό πάμπολλες Συνόδους καί Ἱ. Κανόνες.
 Ἀκόμη, προβάλλουν ὡς δικαιολογία τό ὅτι ἡ ἀποτείχισις θά γίνη, ὅταν ἑνωθοῦμε ἐπισήμως μέ τούς αἱρετικούς (στό κοινό ποτήριο) καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, μεταθέτουν  αὐτοβούλως  τά ὅρια τῆς ἀποτειχίσεως. Ὅμως ἡ Ἁγ. Γραφή καί οἱ Ἅγ. Πατέρες ἀναφέρουν πάντοτε ὅτι ἀπομακρυνόμεθα ἐκκλησιαστικῶς ἀπό οἱονδήποτε Ἐπίσκοπο ἤ κληρικό πού ἔχει αἱρετικά φρονήματα καί μάλιστα, ὅταν αὐτά κηρύττονται δημοσίως καί Συνοδικῶς.
Ἀναφέρουν ἀκόμη καί ἄλλες δικαιολογίες, ὅτι δῆθεν ὁ σχετικός Κανόνας ὁμιλεῖ μόνο γιά κληρικούς καί ἄρα οἱ λαϊκοί δέν ἀποτειχίζονται, ἄν δέν ὑπάρχουν κληρικοί, ἀλλά παραμένουν στό στόμα τοῦ λύκου, ὅτι πρέπει νά κοινωνοῦμε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, γιατί χωρίς Θ. Κοινωνία δέν σωζόμεθα καί ἄρα πρέπει νά παίρνωμε τά Μυστήρια ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές κλπ. Ὅλες αὐτές οἱ δικαιολογίες πού προβάλλονται ἀπό πολλούς Ὀρθοδόξους, ὁδηγοῦν ἀβίαστα τήν σκέψι μας στήν παροιμία τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ πολύ συχνά ὁ λαός μας «ὅποιος δέν θέλει νά ζυμώση δέκα μέρες κοσκινίζει».
Ὑπάρχουν, πέραν τῶν ἄλλων, καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι, μή ἔχοντας κανένα ἐπιχείρημα ἁγιογραφικό καί πατερικό νά προσάψουν, ἀρκοῦνται εἰς τό νά πετροβολοῦν μέ ὕβρεις τούς ἀποτειχισμένους, ἀποκαλώντας τους σχισματικούς, ψυχοπαθολογικούς, τύπους, δημιουργούς σεκτῶν καί φατριῶν κλπ. Αὐτοί βεβαίως εἶναι ἐκεῖνοι πού, ἄθελά τους οὐσιαστικά, κάνουν καλό στούς ἀποτειχισμένους καί τούς ἀξιώνουν τοῦ Μακαρισμοῦ τῶν ὀνειδιζομένων γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 5,11· Λουκ. 6,22· Α΄ Πετρ. 4,14). Εἶναι ὅμως λίγο εἰλικρινέστεροι τῶν ἄλλων, διότι μή ἔχοντας κανένα, ἀπολύτως κανένα, ἁγιογραφικό ἤ πατερικό ἐπιχείρημα, ἀρκοῦνται στόν ὀρθολογισμό καί στίς ὕβρεις, ἐνῶ οἱ ἄλλοι προβάλλουν αὐτές τίς ἀστήρικτες δικαιολογίες μέ σκοπό, ἀφ’ ἑνός μέν νά νομιμοποιήσουν τήν παρανομία καί τήν προδοσία καί ἀφ’ ἑτέρου νά ἔχουν τήν συνείδησί των ἥσυχη ὅτι πέραν τῶν ἄλλων ἔχουν καί τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως.
Εἶναι ἴσως πρωτοφανές καί πρωτάκουστο, καί μᾶλλον γέννημα τῆς Ν. Ἐποχῆς καί τῶν ἐσχάτων, τό νά ἐπικρατῆ καί νά ἐπιβιώνη σήμερα μία θεωρία μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία, ὄχι μόνον δέν στηρίζεται πουθενά (μᾶλλον στηρίζεται στό πουθενά καί στό τίποτα), ἀλλά ἀπεναντίας ἔχει πάμπολλες ἁγιογραφικές καί πατερικές διακελεύσεις, οἱ ὁποῖες τήν ἀπαγορεύουν καί τήν ἀποκλείουν ὡς ὀρθόδοξο ὁδό καί πορεία ἐν καιρῷ αἱρέσεως.
Ζητήσαμε πρός τοῦτο, στήν πρόσφατη ἀντιπαράθεσι μέ τούς πατέρες τοῦ ἐπί τῶν αἱρέσεων γραφείου τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, νά μᾶς παρουσιάσουν τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ περί ἀποτειχίσεως Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί μᾶς ἀπήντησαν ὅτι αὐτό θά τό πράξουν μετά τήν Ἡμερίδα πού σκοπεύουν νά διοργανώσουν δι’ αὐτό τό θέμα. Δηλαδή κατά τό δή λεγόμενο, ὅπως κάποιοι ἔγραψαν χαρακτηριστικά, «ἔστριψαν διά τοῦ ἀρραβῶνος»!
Ἐδῶ καταφαίνεται καί ἡ σκοπιμότης καί ἡ ἀποφυγή καί ἡ ἀπάτη τῶν πατέρων αὐτῶν καί γενικῶς τῆς Μητροπόλεως, διότι τί ἐστοίχιζε τό νά μᾶς παρουσιάσουν δύο τρία ἁγιογραφικά χωρία καί ἄλλα τόσα ἐνδεικτικά πατερικά, τήν στιγμή πού συνέγραψαν πολυσέλιδη μελέτη, προσπαθώντας νά ἀποδείξουν παράνομη καί ἀστήρικτη τήν ἀποτείχισι;
Ἐμεῖς ἐζητήσαμε αὐτήν τήν ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι τῆς θεωρίας των, διότι διά τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως δέν διδαχθήκαμε, οὔτε παρελάβαμε ἀπό τούς Ἁγίους νά ὑπακούωμε σέ πρόσωπα, ἔστω ὑψηλά ἱστάμενα καί ἀξιωματοῦχα, ἀλλά στήν Ἁγ. Γραφή, τούς Ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Αὐτοί ἀπεναντίας, μέ τίς νεόκοπες αὐτές θεωρίες μᾶς ὠθοῦν νά ὑπακούωμε καί νά ὑποτασσώμεθα σέ Ἐπισκόπους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μέν τήν ἐξουσία (Ἀποστολική Διαδοχή), ἀλλά δέν ἔχουν τήν Ὀρθόδοξο πίστι. Ὡς ἐκ τούτου, χρησιμοποιώντας τήν ἐξουσία, ὁδηγοῦν τούς Ὀρθοδόξους στήν αἵρεσι, διότι

ΟΤΑΝ ΟΙ ΛΑΪΚΟΙ ΕΔΙΝΑΝ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ



Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἐπικρατοῦσε μιὰ αἵρεση (ὅπως σήμερα ἡ Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ) καὶ ἀσχέτως ἂν αὐτὴ εἶχε καταδικασθεῖ ἀκόμα, ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ —ἀδιάφορο ἂν αὐτοὶ ἦσαν λαϊκοί, μοναχοὶ ἢ ἱερωμένοι— ἀντιδροῦσε δυναμικά διαμαρτυρόμενος, ἀπομακρυνόμενος καὶ ἀποτειχιζόμενος ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Αὐτὸ συνέβη π.χ. μὲ τὶς αἱρέσεις τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Νεστοριανισμοῦ, τοῦ Μονοθελητισμοῦ, τοῦ Μοιχειανισμοῦ, στὴν περίπτωση τοῦ αἱρετιζόντων Πατριαρχῶν Καλέκα, Βέκκου κ. ἄ.

Συγκλονιστικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ διασώζεται στὴν «Ἔκθεσι πίστεως κατὰ ἀποκάλυψιν Γρηγορίου ἐπισκόπου Νεοκαισαρείας».
Ἐπὶ Πατριάρχου, δηλαδή, Κων/πόλεως Τιμοθέου τοῦ Α΄ (511–518) ὁ λαὸς τῆς Κων/πόλεως ἀποτειχίστηκε καὶ ἔμενε ἀκοινώνητος τῶν Θ. μυστηρίων γιὰ πολλὰ χρόνια, διότι ὁ Πατριάρχης Τιμόθεος δὲν ἤθελε νὰ ἀποδεχθῆ τὴν Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Ὅταν ἀνῆλθε στὸν θρόνο ὁ διάδοχός του, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καππαδόκης (518–520), ὁ λαὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπαίτησε κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θ. Λατρείας νὰ ἀναγνωσθεῖ στὰ δίπτυχα ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ κατόπιν νὰ μεταλάβει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ νέου Πατριάρχη.
Ὁ νέος Ὀρθόδοξος Πατριάρχης γιὰ κάποιους λόγους ἐδίσταζε νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἀπαίτηση τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ οἱ πιστοὶ ἔμεναν ἀνένδοτοι καὶ ἀπαιτοῦσαν τὸ θέμα νὰ τακτοποιηθεῖ ἀμέσως. Στὴν προσπάθεια τοῦ Πατριάρχη νὰ ἀναβληθεῖ γιὰ λίγο αὐτὴ ἡ ἀναγνώριση, ὁ λαὸς τὸ ἀπαίτησε καὶ πάλι δυναμικὰ καὶ πολλάκις.
Tελικά, μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν σταθερὴ στάση τοῦ λαοῦ καὶ τὴν ἔντονη διαμαρτυρία, ὑποχρεώθηκε ὁ Πατριάρχης, τὴν ὥρα τῆς μνημονεύσεως κατὰ τὴν Θ. Λειτουργία, νὰ ἀναγνώσει στὰ δίπτυχα τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Τότε σταμάτησε ἡ ἀποτείχιση τοῦ λαοῦ καὶ ἡ ἀκοινωνησία τῶν Θ. Μυστηρίων, ἀφοῦ, μὲ τὴν ἀνάγνωση τῶν Διπτύχων, ἀποκαταστάθηκε ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη.
Τὸ περιστατικὸ ἔχει (μὲ κάποιες περικοπές) ὡς ἑξῆς:

«Εἰσόδου γενομένης κατὰ τὸ σύνηθες ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ ἡμῶν μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ ἐν ἡμέρᾳ κυριακῇ... τοῦ ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου καὶ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Ἰωάννου, ...ἐν τῷ γενέσθαι αὐτὸν σὺν τῷ εὐαγεῖ κλήρῳ περὶ τὸν ἄμβωνα φωναὶ γεγόνασιν ἀπὸ τοῦ λαοῦ λέγουσαι·
Πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ πατριάρχου, πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ βασιλέως, πολλὰ τὰ ἔτη τῆς αὐγούστας, πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ πατριάρχου· ἀκοινώνητοι διὰ τί μένομεν ἐπὶ τοσαῦτα ἔτη; διὰ τί οὐ κοινωνοῦμεν; ἐκ τῶν χειρῶν σου κοινωνῆσαι θέλομεν. ἐὲς ἄνελθε εἰς τὸν ἄμβωνα, ἐὲς πεῖσον τὸν λαόν σου. διὰ πολλῶν ἐτῶν κοινωνῆσαι θέλομεν. ὀρθόδοξος εἶ, τίνα φοβῆσαι; ἄξιε τῆς τριάδος· ἡ ἁγία