Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Αυγουστίνου Καντιώτη: Να ετοιμαζώμεθα για Εκκλησία Κατακομβών!



, φεύγουμε κ᾿ ἐμεῖς ἀπὸ τὸ σχῆμα αὐτὸ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀπελαμβάναμε ὡρισμένα προνόμια σὲ ὡρισμένες ἐποχὲς καὶ εἴχαμε μερικὴ ἐλευθερία. Φεύγουμε πλέον ἀπὸ τὸ σχῆμα αὐτὸ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μπαίνομε στὸ σχῆμα τῶν κατακομβῶν.
     

Tότε πλέον, ὄχι μόνο τροπικῶς, ἀλλὰ καὶ τοπικῶς θὰ χωριστοῦμε. Καὶ ἡ Ἐκκλησία θὰ διωχθῇ· καὶ οἱ ναοὶ θὰ κλείσουν, ὃν τρόπον ἔχουν κλείσει στὴν Ἀλβανία καὶ σὲ ἄλλα μέρη.
Διωγμός. Φαίνονται αὐτὰ ἀπίστευτα· ἀλλὰ ὅλες οἱ ἐνδείξεις φανερώνουν, ὅτι ἐκεῖ βαίνομε. Λοιπόν, πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νὰ προετοιμάσωμε τὸν ἑαυτό μας διὰ Ἐκκλησίαν κατακομβῶν.
Ἀλλὰ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα. Ἔχομε ἐμεῖς τὴν διάθεσιν αὐτήν; Τί λέτε; Μήπως συμβῇ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν Πέτρο· «Σίμων Σίμων, ἰδοὺ ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον» (ὁ σατανᾶς, λέει, ζητάει νὰ σᾶς κοσκινίσῃ)· «ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου» (Λουκ. 22,31). Ὁ Κύριος ἐγνώριζε τὴν ἀδυναμία τοῦ Πέτρου καὶ ὅτι, ναὶ μὲν εἶχε πόθο εἰλικρινῆ νὰ μείνῃ κοντὰ στὸ Χριστό, ἀλλὰ ἦταν τὸ πνεῦμα του ἀσθενές
Ὁ Πέτρος ἀπήντησε· «Ἐγώ, Κύριε, μαζί σου θὰ εἶμαι». Κ᾿ ἐσεῖς τώρα εἶστε ἐδῶ πέρα, μαζί μου. Ἀλλὰ θὰ εἶστε πάντα;
Θὰ περάσετε κόσκινο. Δὲν θέλω νὰ σᾶς ἀπογοητεύσω. Ὡραῖα εἶστε τώρα ὅλες ἐδῶ. Δὲν σᾶς πειράζει κανείς, δὲν σᾶς καταδιώκει κανείς. Ἐλεύθερο κατηχητικὸ σχολεῖο ἔχετε, ἐλεύθερες συγκεντρώσεις κάνετε, ἐλεύθερα εἶνε ὅλα. Ζῆτε πάνω σ᾿ ἕνα ὄρος Θαβώρ. «Kαλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (Mατθ. 17,4). Ἔχετε τὴ συντροφιά σας, τὸ φαγητό σας, τὸν ὕπνο σας, τὰ κέντρο σας, τὶς εὐκολίας σας. Ὅλα αὐτὰ εἶνε καλὰ καὶ εὐχάριστα. Ἀλλὰ μετὰ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς δώσῃ μιὰ κλωτσιά, ὅπως λέει καὶ ὁ Χότζνερ, καὶ θὰ μᾶς πετάξῃ ἀπὸ τὸ ὄρος Θαβώρ· θὰ μᾶς ῥίξῃ κάτω, στὴν σκληρὰν πεδιάδα, στὸ σχῆμα αὐτό.
Γεννᾶται λοιπὸν τὸ ἐρώτημα·
Ἐμεῖς εἴμεθα προετοιμασμένοι γιὰ ἕνα τέτοιο διωγμό; Ἔχομε ἐμεῖς τὸ θάρρος καὶ τὴν αὐταπάρνησιν τοῦ μάρτυρος ἐκείνου, ποὺ ἄκουε νὰ πλησιάζῃ τὸ μούγκρισμα τῶν λεόντων καὶ ἔλεγε· «Nά, ἀκούεται ἡ σάλπιγξ, ἀκούεται ἡ σάλπιγγα ποὺ μὲ καλεῖ»; Ἔχομε ἐμεῖς τέτοια αὐταπάρνησι καὶ θυσία; Ἐμεῖς οἱ ὑλικοί, οἱ γήινοι ἄνθρωποι, μποροῦμε νὰ φτάσουμε σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ποὺ ἔφτασαν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἥρωες; Ἔχουμε τὴν αὐταπάρνησιν αὐτὴ τῆς Μαριάμ, μιᾶς ταπεινῆς ὑπηρετρίας, ἡ ὁποία κατώρθωσε νὰ κερδίσῃ τὴν Φαβιόλα;
Φοβερώτερο ἀπὸ τὸν θάνατο
Ἐσεῖς ποὺ πιστεύετε στὸ Xριστό; Θὰ ἦτο φοβερώτερο ἀπὸ τὸ θάνατο, ἂν σᾶς ἔλεγαν ὅτι κάποιος ἀπὸ σᾶς θὰ προδώσῃ τὴν πίστι του. Τὸ νὰ πεθάνουμε εἶνε φυσικὸ πρᾶγμα, τὸ νὰ προδώσουμε τὴν πίστι εἶνε ἀπαίσιο καὶ ἀποτρόπαιο. «Kάποιος ἀπὸ σᾶς», εἶπε ὁ Xριστὸς στοὺς μαθητάς, «θὰ μὲ προδώσῃ», καὶ ἐγένετο διαταραχὴ μεταξὺ τῶν μαθητῶν (Ματθ. 26,21 κ.ἑ.).

Πηγή: "Αυγουστίνος καντιώτης"

Σήμερα ενθυμούμαστε το φοβερό λόγο «Πλην ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;»



μεγάλη γιορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ θυμηθοῦμε τὰ λόγια του Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι; Τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ, ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα. Πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί. εἰ δὲ μή, διὰ τὰ ἔργα αὐτὰ πιστεύετέ μοι» (Ἰωάν. 14, 10-11).

Μεγάλα καὶ ἀμέτρητα ἦταν τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: μὲ ἕνα μόνο λόγο του ἀνέστησε τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου, τοῦ ἀρχισυναγώγου, τὸν γιὸ τῆς χήρας τῆς Ναΐν, ἀκόμα καὶ τὸν Λάζαρο, ὁ ὁποῖος ἦταν στὸν τάφο τέσσερεις ὁλόκληρες ἡμέρες. Μὲ ἕνα λόγο του μόνο ἐπιτίμησε τοὺς ἀνέμους καὶ τὰ κύματα τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ καὶ ἔγινε ἀπόλυτη γαλήνη. Μὲ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια χόρτασε πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους, χωρὶς γυναῖκες καὶ παιδιά, καὶ μὲ τέσσερα ψωμιὰ τέσσερεις χιλιάδες.

Ἂς θυμηθοῦμε πὼς κάθε μέρα θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς, γιατρεύοντας κάθε εἴδους ἀσθένεια, ἔδιωχνε τὰ πονηρὰ πνεύματα ἀπὸ τοὺς δαιμονιζομένους. Πώς ξαναέδινε τὴν ὅραση στοὺς τυφλοὺς καὶ τὴν ἀκοὴ στοὺς κουφοὺς μὲ ἕνα μόνο ἄγγιγμά του. Δὲν φτάνουν αὐτά;

Ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν ἦταν ἀρκετὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι τὸν ζήλευαν, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ μέγας προφήτης Ἠσαΐας εἶπε: «Ἀκοὴ ἀκούσετε καὶ οὐ συνῆτε, καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε. ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶ βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τὴ καρδία συνῶσι καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτοὺς» (Ματθ. 13, 14-15).

Σὲ ὅλα αὐτά, τὰ ὁποία ὅμως δὲν ἦταν ἀρκετὰ γιὰ τοὺς βαρήκοους ἀνθρώπους καὶ μὲ τὰ συσκοτισμένα μάτια, πρόσθεσε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς τὸ μέγα θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεώς Του στὸ ὅρος Θαβώρ. Σ’ αὐτόν, ποὺ ἔλαμψε μὲ ἕνα ἐκθαμβωτικὸ θεῖο φῶς, ἐμφανίστηκαν οἱ προφῆτες τῆς Π. Διαθήκης, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας καὶ προσκύνησαν τὸν δημιουργό τοῦ νόμου. Μὲ φόβο καὶ τρόμο ἔβλεπαν τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ θέαμα οἱ ἐκλεκτοὶ ἀπόστολοι Πέτρος, Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης. Καὶ μετὰ ἀπὸ τὴ νεφέλη, ποὺ τοὺς σκέπασε, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ: «Οὗτος ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα. αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17, 5).

Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι κήρυξαν σ’ ὅλο τὸν κόσμο, ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «ἀληθῶς, τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα».

Ὁ κόσμος ὁλόκληρος, ὅταν τὸ ἄκουσε, θὰ ἔπρεπε νὰ γονατίσει μπροστὰ στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνήσει τὸν Ἀληθινὸ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ.

Θὰ ἔπρεπε ἡ ἐμφάνιση στὸ Θαβὼρ τῶν δύο πιὸ μεγάλων προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἡ προσκύνηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν μεταμόρφωσή του, νὰ κλείσει γιὰ πάντα τὰ βδελυρὰ χείλη τῶν Γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι μισοῦσαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ τὸν θεωροῦσαν παραβάτη τοῦ νόμου τοῦ Μωυσῆ. Ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερα δὲν πιστεύουν οἱ Ἑβραῖοι ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας.

Ὄχι μόνο οἱ Ἑβραῖοι δὲν τὸν πιστεύουν, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλοὺς χριστιανοὺς ὅλο καὶ περισσότερο θαμπώνει τὸ θεῖο φῶς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμα μικρότερο γίνεται τὸ μικρὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ ὁποῖο τὸ θεῖο φῶς τοῦ Χριστοῦ λάμπει μὲ τὴν ἴδια δύναμη μὲ τὴν ὁποίαν ἔλαμψε στοὺς ἀποστόλους Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη τότε στὸ ὄρος Θαβώρ.

Ὅμως νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε, ἐπειδὴ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε: «Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον. ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν» (Λουκ. 12, 32).

Ἡ ἀπιστία μεταξὺ τῶν λαῶν ἔλαβε ἀνησυχητικὲς διαστάσεις καὶ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ἐπισκιάστηκε ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ νέφος τῆς ἀθεΐας. Σήμερα πιὸ συχνὰ ἀπὸ ποτὲ ἐνθυμούμαστε τὸ φοβερὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Πλὴν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἄρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;» (Λουκ. 18, 8).

Νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε ὅμως, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος, λέγοντας γιὰ τὰ σημεῖα τῆς Δευτέρας Παρουσίας του, εἶπε: «Ἀρχομένων δὲ τούτων γίνεσθαι ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφάλας ὑμῶν, διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν» (Λουκ. 21, 28).

Νὰ εἶναι, λοιπόν, ἡ ζωὴ σας τέτοια ὥστε τὴν φοβερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως νὰ μπορέσουμε νὰ σηκώσουμε τὸ κεφάλι μας καὶ ὄχι νὰ τὸ σκύψουμε βαθειὰ ἀπελπισμένοι. Ἀμήν.

(«Λόγοι καὶ ὁμιλίες», τ. Α΄, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»)