Διάβασα κάποτε γιὰ ἕναν ποὺ πῆγε πάνω σ᾿ ἕνα βουνό. Τὸ βουνὸ ἦταν ὁ Βεζούβιος κ᾿ ἦταν οἱ παραμονὲς τῆς ἐκρήξεως τοῦ ἡφαιστείου. Πῆγε λοιπὸν καὶ κάθησε πάνω στὸ Βεζούβιο. Ἐδῶ, λέει, ὡραῖα εἶνε· χορταράκι ἄφθονο, δέντρα μὲ ὡραία σκιά…
Eβγαλε τὴν κάππα του, ξάπλωσε κάτω, καὶ πῆρε ἕναν θαυμάσιο ὕπνο. Ῥοχάλιζε ἐπάνω στὸ χορταράκι. Ἀπὸ κάτω ὅμως τί ἤτανε;