Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ




ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ

Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ


    Τὸν παρελθόντα Νοέμβριο ἐκδόθηκε ἕνα μικρὸ βιβλίο ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Πειραιῶς καὶ τὸ Γραφεῖο ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν, προϊστάμενοι τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ Ἀρχιμ/της π. Παῦλος Δημητρακόπουλος καὶ ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος.

 Τὸ βιβλίο ἐπιγράφεται: «15ος Κανὼν Πρωτο-δευτέρας Συνόδου καὶ Ἀποτείχισις», καὶ ἀποτελεῖ «Κριτικὴ Μελέτη» στὸ ἀνάλογο βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ.
 Ὁ π. Εὐθύμιος μὲ κατανόηση καὶ ἀγάπη, παρουσιάζει πληθῶρα Πατερικῶν θέσεων γιὰ τὸ θέμα, ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ συγγραφεῖς ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ ὅτι διαπραγματεύονται τὸ θέμα πρόχειρα, χωρὶς Πατερικὴ τεκμηρίωση καὶ μὲ σκοπιμότητα, ἐν τέλει δέ, ἡ μελέτη τους αὐτή, συμβάλλει στὴν ἀδράνεια καὶ τὸν ἐφησυχασμὸ τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ τὴν ἀπρόσκοπτη ἐπέκταση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

  Ἔχουμε διαβάσει τὴν «Κριτικὴ Μελέτη» τοῦ «Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν» τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς καὶ ἀποροῦμε πῶς ὁ κ. Σεραφεὶμ ἐπέτρεψε νὰ κυκλοφορήσει ἕνα τέτοιο ἀστήρικτο κριτικὸ κείμενο, ποὺ μόνο Ὀρθόδοξες Πατερικὲς θέσεις δὲν περιέχει. Ἂν μάλιστα εἶναι ἀληθινὴ ἡ πληροφορία ὅτι πρωτοπρεσβύτερος καθηγητὴς τοὺς ἀπέτρεψε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα, χάριν τῆς ἑνότητος τοῦ ἀντι-οικουμενιστικοῦ ἀγῶνος, ἀλλὰ αὐτοὶ προχώρησαν στὴν δημοσιοποίησή του, τότε ἡ ἀπορία μας μεταβάλλεται σὲ θλίψη.


 Ἀπὸ σήμερα ἀρχίζουμε νὰ δημοσιεύουμε σὲ συνέχειες τὴν ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθύμιου.

  


 

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ

ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΝ ΛΑΡΙΣΗΣ

2 Φεβρουαρίου 2013


            Σεβαστοί καί ἀγαπητοί πατέρες τοῦ γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς,
Χαίρετε ἐν Κυρίῳ.
  Ἔφθασε, σχετικά προσφάτως στά χέρια μου, σέ φωτοαντίγραφο ἡ κριτική μελέτη πού ἐξεδόθη ἀπό τό ὡς ἄνω γραφεῖο, στό ὁποῖο εἶστε ὑπεύθυνοι, γιά τό ἐκδοθέν πρό τινος βιβλίο μου μέ τίτλο: «Ἡ διαχρονική Συμφωνία τῶν Πατέρων γιά τό Ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ ἐκκλησίαις αἵρεσιν». Ὡς ἐκ τούτου νομίζω ὅτι εἶμαι ὑποχρεωμένος νά ἀπαντήσω στήν κριτική αὐτή μελέτη τοῦ βιβλίου μου.
      Βεβαίως ὁ κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς δύναται νά διατηρῆ τίς ἀπόψεις του καί τά πιστεύω του γιά ὅλα τά σύγχρονα θέματα καί προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τήν στιγμή ὅμως πού γίνεται προσπάθεια καί ἀπό τίς δύο πλευρές νά τοποθετήσουμε τίς ἀπόψεις μας αὐτές καί νά τίς ἐντάξωμε μέσα στήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι, τά πράγματα εἶναι τελείως διαφορετικά. Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις εἶναι ὁριοθετημένη ἀπό τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, οἱ δέ δικές μας ἀπόψεις πρέπει νά συμφωνοῦν πλήρως μέ ὅλα αὐτά, εἰς τρόπον ὥστε νά εἴμεθα ἐμεῖς ἐντεταγμένοι μέσα εἰς αὐτήν. Πιστεύοντας λοιπόν ὅτι μέ τόν διάλογο αὐτόν θά συμβάλλωμε στήν ἀνίχνευσι τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως εἰς τό θέμα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν πού κινοῦνται ἐντός τοῦ χώρου τῆς Ἐκκλησίας καί βεβαίως καί τῶν ἐκτός αὐτῆς (διότι καί μέ αὐτούς ἔχει δημιουργηθῆ πρόβλημα ὡς πρός τήν ἀντιμετώπισί των) θά σᾶς παρουσιάσω τίς σκέψεις μου.
      Νομίζω ὅτι σέ παλαιότερες ἐποχές δέν ὑπῆρχε τέτοιο πρόβλημα στούς Ὀρθοδόξους, ἀλλά ἀπεναντίας ἐγνώριζον τό δέον γενέσθαι σέ κάθε δύσκολη (ἀπό πλευρᾶς αἱρέσεως) χρονική περίοδο τῆς Ἐκκλησίας. Τόν λόγο μου θά τόν ἀπευθύνω ὄχι σέ προσωπικό ἐπίπεδο, ἀλλά σέ ὑπευθύνους τοῦ γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε φυσιολογικά ὅ,τι ἐκδίδεται ἀπό τά γραφεῖα τῆς Μητροπόλεως ἀποτελεῖ καί θέσι τοῦ Μητροπολίτου καί, ὡς ἐκ τούτου, αὐτά πού πρεσβεύετε στήν κριτική μελέτη τοῦ βιβλίου μου, θά πρέπει νά τά υἱοθετῆ καί ὁ Μητροπολίτης κ. Σεραφείμ. Εἰδ’ ἄλλως θά γράφατε προσωπικές ἀπόψεις, χρησιμοποιώντας τήν ἰδιότητά σας, ὡς ὑπευθύνων δηλαδή καί συνεργατῶν τοῦ Μητροπολίτου εἰς τά θέματα τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν, προκειμένου προφανῶς νά ἔχουν οἱ ἀπόψεις σας μεγαλυτέρα ἰσχύ καί ἐμβέλεια.
      Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἀναφέρω ὅτι ἡ προσπάθειά σας, σέ ὅλη τήν κριτική μελέτη, στρέφεται εἰς τό νά στηρίξετε τόν Συνοδικό θεσμό εἰς τά θέματα τῆς ἀντιμετωπίσεων τῶν αἱρετικῶν. Ὡς ἐκ τούτου πρεσβεύετε ὅτι, γιά νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό κάποιον αἱρετικό, πρέπει ἀπαραιτήτως νά ἔχη ἡ Σύνοδος καταδικάσει τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς, ἐμεῖς δέ νά ἀναμένωμε τήν ἀπόφασι αὐτή καί καταδίκη καί μέχρι τότε, βεβαίως, νά εἴμεθα ἐκκλησιαστικά ἑνωμένοι μέ τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι κινοῦνται εἰς τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, καί μέ τούς ἐκτός Ἐκκλησίας μέ τούς ὁποίους αὐτοί ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά (στόν βαθμό πού ἐπικοινωνοῦν), προκειμένου γιά τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. 
  Ἐπίσης, πιστεύετε ὅτι ὁ ΙΕ΄ ἱερός Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου εἶναι δυνητικός καί ὄχι ὑποχρεωτικός καί, ὡς ἐκ τούτου, δέν δημιουργεῖ ὑποχρέωσι σέ κάθε ὀρθόδοξο νά ἀπομακρυνθῆ ἐκκλησιαστικά ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀλλά δύναται νά τούς ἀκολουθῆ καί νά τούς ἀναγνωρίζη ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα ἡγετικά, καί βεβαίως νά συμμετέχη σέ ὅ,τι αὐτοί πράττουν καί στόν βαθμό πού τά ἐπιτελοῦν, ἔστω καί ἄν ἔχη διαφορετική ἄποψι καί πίστι ἀπό αὐτά.
Συγχρόνως ἀναγνωρίζετε ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὄχι ἁπλῶς αἵρεσι, ἀλλά παναίρεσις καί ἄρα εστε ἐνσωματωμένοι, ὄχι ἁπλῶς μέ αἱρετικούς, ἀλλά μέ παναιρετικούς, ἀναμένοντας τήν καταδικαστική ἀπόφασι τῆς παναιρέσεως αὐτῆς ἀπό τήν Σύνοδο, δηλαδή ἀπό τούς ἰδίους τούς ἡγέτες καί ἀρχηγούς αὐτῆς.
   Σέ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ὑποστηρίζετε, πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι δέν προσκομίζετε τήν παραμικρή ἀπόδειξι ἀπό πλευρᾶς ἁγ. Γραφῆς, ἱερῶν Κανόνων καί διδασκαλίας τῶν Ἁγίων, ἀλλά προσπαθεῖτε μέ τήν λογική καί τόν ὀρθολογισμό νά στηρίξετε αὐτά πού πιστεύετε. Εἶναι βεβαίως γεγονός ὅτι μέ τήν λογική καί τόν ὀρθολογισμό ὅλα δύνανται νά καταρριφθοῦν καί νά ὑποστηριχθοῦν τά ἀντίθετα, ἔστω καί ἄν δέν ἔχωμε νά προσκομίσωμε κανένα ἀποδεικτικό στοιχεῖο δι’ αὐτά.  Καί ἡ ἴδια ἡ ἁγ. Γραφή, κρινομένη μέ τήν λογική καί τόν ὀρθολογισμό τοῦ καθενός, δύναται νά καταρριφθῆ, ἐφ’ ὅσον δέν χωράει στήν λογική καί ἀντιστρατεύεται τόν ὀρθολογισμό π.χ. ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἡ ἐνσάρκωσις  καί ἐνανθρώπισις τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ Ἀνάστασις κλπ.
       Ἀπό  τήν  στιγμή  λοιπόν,  πού θέλετε  νά  κρίνετε  τό βιβλίο κάποιου, δέν ἔπρεπε νά στηριχθῆτε στά δικά σας πιστεύω, οὔτε κἄν εἰς τοῦ Μητροπολίτου σας, ἀλλά θά ἔπρεπε, γιά νά στηρίξετε τίς ἀπόψεις σας, νά προσκομίσετε τίς ἀποδείξεις ἀπό τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων. Ποῦ, δηλαδή, ἡ ἁγ. Γραφή διδάσκει τήν συμπόρευσι μέ τούς αἱρετικούς καί τούς παναιρετικούς, ποῦ οἱ ἱεροί Κανόνες διδάσκουν ἤ ἁπλῶς ἀνέχονται τήν οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς, καί ποῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν τήν ἀναμονή καί ἐξάρτησι ἀπό αὐτούς πού, εἰς τήν διδασκαλία των ἐπί τοῦ θέματος, ὀνομάζουν λύκους καί φαρμακερά φίδια.
     Ἐπειδή λοιπόν δέν εἴχατε προφανῶς τέτοια στοιχεῖα, τά ὁποῖα ὄντως θά ἀπεδείκνυαν ὅτι, αὐτά πού πρεσβεύετε, ἀποτελοῦν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καταφύγατε στήν λογική καί τόν ὀρθολογισμό γιά νά ἀποδείξετε ὅτι εἶναι λάθος, ὄχι φυσικά τό βιβλίο αὐτό πού ἐξέδωσα, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἁγ. Γραφή καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Διότι μέ τήν πνευματική μέθοδο, ὅταν ἑρμηνεύετε ἕνα χωρίο π.χ. τῆς ἁγ. Γραφῆς, τό ὁποῖο ἐγώ προφανῶς παρερμήνευσα, πρέπει, προκειμένου νά στηρίξετε τίς ἀπόψεις σας, νά προσκομίσετε ἄλλα ἀνάλογα χωρία ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί ἀπό τήν ἑρμηνεία πού δίδουν εἰς αὐτά οἱ Ἅγιοι. Καί ὅταν σχολιάζετε ἕνα κείμενο ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, τό ὁποῖο ἐγώ διαστρέβλωσα, πρέπει ἀπαραιτήτως νά προσάγετε ἄλλα ἀνάλογα ἐπί τοῦ θέματος κείμενα, τά ὁποῖα νά ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου σας τό ἀσφαλές. Καί ὅταν, τέλος, θέλετε νά ἀποδείξετε ὡς ἀληθῆ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, πρέπει νά ἔχετε πάλι ὡς βάσι τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων ἐπί τοῦ θέματος τούτου, διότι μόνον ἔτσι εἶναι δυνατόν νά πεισθῆ κάποιος ὅτι ἡ μέθοδος αὐτή πού διδάσκετε μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία ἀποτελεῖ τήν, ἐν καιρῷ αἱρέσεως, γραμμή καί στάσι τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
     Δι’ αὐτό σᾶς ἀνέφερα ὅτι, μέ τήν μέθοδο αὐτή πού ἐχρησιμοποιήσατε, ἀλλάζετε κατ’ οὐσίαν ὁλόκληρη τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἰσάγετε ἄλλη διδασκαλία γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι καί γραμμή τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, βοηθᾶτε τά μέγιστα στόν ἐφησυχασμό, τήν ἀπραξία καί τήν ἀνάπαυσι τῆς συνειδήσεως ἑνός ἑκάστου καί ὅλων γενικῶς, παρουσιάζετε ὡς σύνεσι, διάκρισι καί ἀποφυγή σχίσματος τήν μετά τῶν αἱρετικῶν συμπόρευσι καί συνταύτησι καί, κυρίως, ἀποδεικνύετε, ὄχι μόνο γιατί μέχρι σήμερα –ἐπί ἑκατόν σχεδόν χρόνια– δέν καταδικάσθηκε αὐτή ἡ παναίρεσις, ἀλλά καί γιατί καί στό μέλλον δέν θά καταδικασθῆ.
Ἐπειδή βεβαίως, γιά νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις τῆς ἐποχῆς μας, χρειάζεται ἀπαραιτήτως νά ἀλλάξουν –κατά τό δή λεγόμενο– μυαλά, ὄχι φυσικά οἱ Οἰκουμενιστές ὡς ἀρχηγοί τῆς αἱρέσεως, ἀλλά οἱ λεγόμενοι ἀντι-οικουμενιστές καί πολέμιοι τῆς αἱρέσεως καί νά καταλάβουν ὅτι, μέ χαρτοπόλεμο καί ἄσφαιρα πυρά, δέν θανατώνονται ποτέ οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως, ἀλλά χρειάζεται μαρτυρικό φρόνημα καί ὁμολογία ἐν τῇ πράξει.
      Ἄλλωστε, πατέρες, ὅπως ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ὁμολογεῖτε, ἡ  παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μετρᾶ ἤδη μιά ἑκατονταετία. Κατ’ αὐτήν λοιπόν τὴν ἑκατονταετία χρησιμοποιεῖται ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, μέ ἀποτέλεσμα οἱ ἀντιοικουμενιστές νά μή ἀποτειχίζωνται ἀπό τούς οἰκουμενιστές, ἀναμένοντας τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἀπό Σύνοδο. Ἡ αἵρεσις ὅμως προοδεύει, βάσει –ὅπως ἀναφέρετε– προκαθορισμένου σχεδίου.  Εἶναι γι’ αὐτό ἀπορίας ἄξιον τό πῶς δέν σᾶς ἔπεισε ὅλη αὐτή ἡ χρονική διάρκεια τῆς αἱρέσεως, ὅτι ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι κατά τό ἁγιογραφικόν “βέλη νηπίων” καί ὄχι μόνον δέν καταπολεμᾶ τήν αἵρεσι, ἀλλά ἀπεναντίας  βοηθᾶ εἰς τήν ἐξάπλωσί της.
       Διότι, ἄν δέν σᾶς ἔπειθε ἡ ἀπουσία ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν ἐρεισμάτων πρός στήριξι τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, θά ἔπρεπε νά σᾶς πείση ἡ μέχρι τώρα ἐφαρμογή της, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ὁμολογεῖτε ὅτι ἡ αἵρεσις αὐτή προχωρᾶ καί προοδεύει βάσει προκαθορισμένου σχεδίου, τό ὁποῖο ἀκολουθοῦν κατά γράμμα οἱ Οἰκουμενιστές.
       Σαφῶς βεβαίως, σκοπός τῶν Οἰκουμενιστῶν, δέν εἶναι μόνον νά ἐφαρμόσουν τὰ στάδια τοῦ προδιαγεγραμμένου σχεδίου, προκειμένου νά μήν κάνουν μία βιαστική καί ἐξ ἀνάγκης ἕνωσι τύπου Φλωρεντίας–Φερράρας πού θά προκαλoῦσε ἀντιδράσεις καί θά ματαίωνε τό σχέδιο, ἀλλά ἐξίσου στόχος τους εἶναι, κατά τήν πορεία ἐφαρμογῆς τοῦ σχεδίου, νά ἀλλοιώσουν τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων –καί δή τῶν ἀντιοικουμενιστῶν– καί νά τούς ὑποτάξουν διά τῆς ἀναμονῆς καί συνοδοιπορίας, μέχρι δῆθεν συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως, ὥστε στὸ τελικό στάδιο οἱ ἀντιδράσεις νά εἶναι μηδαμινές, καί το σχέδιό τους νὰ στεφθῆ ἀπὸ πλήρη ἐπιτυχία.
      Ὅλα αὐτά, πατέρες, τά ἀνέφερα προλογικῶς κρίνοντας τήν μελέτη σας καί ἤδη εἰσέρχομαι σέ λεπτομερέστερη κριτική, προκειμένου, νά ἀποδειχθοῦν καί νά γίνουν κατανοητά  καί ἀπό αὐτούς πού πιθανῶς θά μελετήσουν τίς θέσεις καί τῶν δύο πλευρῶν καί φυσικά νά τοποθετηθοῦν ἀναλόγως.
      Στήν εἰσαγωγή τῆς μελέτης σας (σελ. 2) γράφετε τά ἑξῆς: «Οἱ ἅγιοι καί Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, θεοπνεύστου κύρους καὶ διαχρονικῆς ἰσχύος, πάντοτε ἀποτελοῦσαν καὶ ἀποτελοῦν μαζί μέ τήν Ἁγία Γραφή τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Θεσπισθέντες δέ ἀπό Θεοφόρους καί Ἁγίους Πατέρες καί ἐπικυρωθέντες ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀφ’ ἑνός μέν ἐκφράζουν τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ τονίζουν τήν ἀξία τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ της».
Σωστά εἶναι, πατέρες, αὐτά σάν λόγια, ἀλλά πῶς μεταφράζονται αὐτά στήν πρᾶξι; Ἐφ’ ὅσον δηλαδή, οἱ ἱεροί Κανόνες μαζί μέ τήν ἁγ. Γραφή ἀποτελοῦν τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει, στήν προκειμένη περίπτωσι, ἡ ἑρμηνεία πού θά δώσουμε στόν ἐν λόγῳ Κανόνα νά συμφωνῆ πλήρως μέ τήν ἁγ. Γραφή.
Θά ἔπρεπε λοιπόν γιά νά ἀποδείξετε στήν πρᾶξι, αὐτά τά ὁποῖα ἰσχυρίζεσθε θεωρητικῶς, νά παρουσιάσετε ἀνάλογα ἁγιογραφικά χωρία, τά ὁποῖα νά διδάσκουν τήν παραμονή  στούς αἱρετικούς ποιμένες μέχρι καταδίκης τῆς αἱρέσεως ἀπό τήν Σύνοδο, τήν ἀναγνώρισί των ὡς εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, τήν μνημόνευσί των καί, κυρίως, νά ἀποδείξετε ἁγιογραφικῶς ὅτι, ἐφ’ ὅσον τούς ἀκολουθεῖτε καί τούς ἀναγνωρίζετε μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, δέν συμμετέχετε στήν αἵρεσι πού αὐτοί διά λόγων καί ἔργων κηρύττουν, ἐπειδή προφανῶς ἔχετε ὀρθόδοξο φρόνημα. Γιά νά τό κάνωμε πιό κατανοητό τό θέμα, θά ἀναφέρωμε ἕνα σύγχρονο παράδειγμα.
     Ἡ τοπική Ἐκκλησία τοῦ Πειραιῶς στήν ὁποία ἀνήκετε εἶναι ἐντεταγμένη ὡς ἰσότιμο μέλος στό Π.Σ.Ε. Ἐσεῖς τώρα, πού προφανῶς ἔχετε ὀρθόδοξο φρόνημα, δέν ἀναγνωρίζετε  τόν ἐκκλησιαστικό αὐτό θεσμό. Ὁ δέ Μητροπολίτης σας ἐμάθαμε (ὅπως εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστόν), ὅτι τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναθεμάτισε τούς Προτεστάντες. Ἐσεῖς λοιπόν πατέρες, μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημά σας εἶστε μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., ἐφ’ ὅσον μάλιστα ὑπεραμύνεσθε τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ. Διότι συνοδικῶς ἔχει ἀποφασισθῆ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά ἀνήκη στό Π.Σ.Ε.
Ἄν ἰσχυρισθῆτε ὅτι δέν ἀνήκετε στό παναιρετικό αὐτό συνονθύλευμα, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν σέβεσθε τόν συνοδικό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, τόν ὁποῖο ὑπερασπίζεσθε ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος τῆς κριτικῆς σας μελέτης καί, ἀκόμη, σημαίνει ὅτι εἶστε ἀποτειχισμένοι ἀπό τήν τοπική αὐτή Ἐκκλησία γιά θέματα πίστεως. Διότι μόνον τότε κανείς δέν συμμετέχει στήν αἱρετική γραμμή καί πορεία τοῦ Ἐπισκόπου, ὅταν ἀποκόπτεται ἀπό τόν αἱρετικό ἤ τόν κοινωνοῦντα μέ τούς αἱρετικούς Ἐπίσκοπο, σύμφωνα μέ τήν Πατερική μας Παράδοσι καί διδασκαλία.
Ἄν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἰσχυρισθῆτε ὅτι κατ’ ἀνάγκην ἀνήκετε καί ἐσεῖς, ἐφ’ ὅσον ἡ τοπική Ἐκκλησία στήν ὁποία ὑπάγεσθε εἶναι ὀργανικό μέλος τοῦ Π.Σ.Ε., τότε αὐτό πρέπει νά τό ἐναρμονίσετε μέ τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν ἁγ. Γραφή, διότι ἀναφέρατε πιό πάνω ὅτι αὐτά ἀποτελοῦν τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως εἰς τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκτός ἄν ὁ συνοδικός θεσμός εἶναι ἀνώτερος ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες, εἰδικά στά θέματα τῆς πίστεως, ὁπότε ψευδῶς ἀναφέρατε αὐτά γιά τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν ἁγ. Γραφή, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά πῆτε ὅτι ὁ ὑπέρτατος ὁδηγός καί κανόνας πλεύσεως εἰς τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ συνοδικός θεσμός.
   Ἕνα δεύτερο σύγχρονο παράδειγμα. Γνωρίζετε ἀσφαλῶς, λόγῳ καί τῆς ἰδιότητός σας, ὡς ὑπευθύνων τοῦ γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων καί παραθρησκειῶν, ὅτι ὁ κ. Νικόλαος Σωτηρόπουλος, θεολόγος καί ἀγωνιστής κατά τῶν συγχρόνων αἱρέσεων, ἤλεγξε κατά πρόσωπον τόν Ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας Στυλιανό Χαλκιανάκη, διότι αὐτός ἰσχυρίσθηκε προφορικῶς καί γραπτῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπό τόν πίθηκο, ὅτι ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι ἕνα μεγάλο παραμύθι, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν ἀναμάρτητος “ἐξ ἄκρας συλλήψεως”, ἀλλά ἀπέκτησε τήν ἀναμαρτησία μετά ἀπό ἀγῶνα ἐπάνω στόν σταυρό, καί διάφορα ἄλλα παρόμοια αἱρετικά καί βλάσφημα. Ἔγινε  ἐπισήμως γραπτή καταγγελία περί τῶν βλασφημιῶν αὐτῶν τοῦ Αὐστραλίας Στυλιανοῦ ἀπό πενήντα Ὀρθοδόξους τῆς Αὐστραλίας στό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως. Σέ κάποια λοιπόν Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία ὀνομάσθηκε «Μείζων καί Ὑπερτελής», διότι συμμετεῖχαν καί οἱ ἄλλοι Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καί Ἀρχιεπίσκοποι, συζητήθηκε καί αὐτό τό θέμα. Ἡ ἀπόφασις τοῦ συνοδικοῦ αὐτοῦ θεσμοῦ ἦταν νά δικαιωθῆ ὁ Αὐστραλίας Στυλιανός καί νά ἀφορισθῆ ὁ κ. Σωτηρόπουλος.
Ἐσεῖς τώρα, πατέρες, πού παρουσιάζεσθε ὡς ὑπερασπιστές καί ὑπέρμαχοι τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, θά πρέπει προφανῶς νά ἀναγνωρίσετε τήν ἀπόφασι αὐτή τῆς Μείζονος καί Ὑπερτελοῦς Συνόδου· καί τόν μέν Αὐστραλίας Στυλιανό νά ἐκλαμβάνετε ὡς Ὀρθόδοξο, τόν δέ κ. Σωτηρόπουλο ὡς ἀφορισμένο.
Ἄν ἔχετε ἀντίθετο γνώμη, προφανῶς δέν σέβεσθε τόν συνοδικό θεσμό, τόν ὁποῖο εἰς τήν μελέτη σας ὑπερασπίζεσθε. Ἄν δέ στήν πρᾶξι ἐπιδείξετε τήν ἀντίθεσί σας καί κοινωνεῖτε ἐκκλησιαστικῶς μέ τόν ἀφορισμένο κ. Σωτηρόπουλο, πρέπει σύμφωνα μέ τούς ἱερούς Κανόνες, νά εἶστε ὑπό τό ἐπιτίμιόν των, διότι «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω».
       Τελικῶς, διά νά τά συνοψίσωμε τά θέματα, ἔχει ὅρια ἡ ὑπακοή μας στόν συνοδικό θεσμό ἤ εἶναι ἀπεριόριστη; Ποῖα εἶναι αὐτά τά ὅρια καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα τί γίνεται; Πρέπει νά μᾶς ἀπαντήσετε μέ βάσι τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως, δηλαδή τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες.
     Πρέπει ἐπίσης, ἐφ΄ ὅσον Ὀρθόδοξα θέτετε τήν ἁγ. Γραφή εἰς αὐτήν τήν θέσι, νά μᾶς ἑρμηνεύσετε πρακτικά τό χωρίο: «τυφλός δέ τυφλόν ἐάν ὁδηγῆ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ. 15,14)· ἀλλά καί τό παρεμφερές ἐπίσης: «Εἶπε δέ παραβολήν αὐτοῖς∙ μή τι δύναται τυφλός τυφλόν ὁδηγεῖν; οὐχί ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται;» (Λουκ. 6,39). Δηλαδή θέλουμε νά μᾶς ἀναφέρετε, ἄν ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος συγκαταλέγεται στούς τυφλούς πού ἀναφέρουν τά ἀνωτέρω χωρία ἤ, ἄν πρέπει νά τόν ἐντάξωμε στούς  τυφλούς, μετά ἀπό ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Ἐπίσης νά μᾶς πληροφορήσετε: ἄν ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος εἶναι ὁδηγός τοῦ ποιμνίου μέχρι ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, τότε τί γίνεται σύμφωνα μέ τήν ἁγ. Γραφή εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι;  Ὁδηγεῖ δηλαδή καί τούς ὑπολοίπους στόν βόθυνο ἤ αὐτό γίνεται μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου;
Πρέπει ἐπίσης, νά μᾶς ἀπαντήσετε, ἄν τά λογικά πρόβατα, ἐφ’ ὅσον γνωρίζουν ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι τυφλός, εἶναι ὑποχρεωμένα εἰς ὑπακοή καί συνοδοιπορία μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, δηλαδή μέχρις ἐσχάτων. Καί ἐάν ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου ἑκατό χρόνια δέν εὐδοκεῖ νά παρθῆ, τότε τί γίνεται; Καί ἄν ἐπίσης ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου εἶναι ὑπέρ τοῦ τυφλοῦ, ὅπως εἰς τήν περίπτωσι τοῦ κ. Σωτηρόπουλου, τότε τί γίνεται; Τήν ἀποδεχόμαστε καί τήν ἀκολουθοῦμε;
    Κοντολογίς, πρέπει πατέρες, νά ἐναρμονίσετε τήν δυνητική ἑρμηνεία τήν ὁποία δίδετε εἰς τόν ΙΕ΄ ἱερό Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου μέ τήν ἁγ. Γραφή, τήν ὁποία θεωρεῖτε ὑπέρτατο ὁδηγό, εἰδάλλως ὁ Κανόνας αὐτός, μέ τήν ἑρμηνεία πού ἐσεῖς τοῦ δίδετε, εἶναι ὡς μία μούμια σέ ὅλη τήν διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν ἱερῶν Κανόνων ἤ ὡσάν τά σκιάχτρα πού τοποθετοῦμε στά χωράφια τό καλοκαίρι γιά νά διώχνουμε τά πουλιά.
Τελικῶς εἶναι ἀδιανόητο, πατέρες, ἀφ’ ἑνός μέν νά θεωρῆτε ὀρθοδόξως τήν ἁγ. Γραφή ὡς ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως, ἀφ’ ἑτέρου δέ, στήν κριτική μελέτη σας νά μήν ἀναφέρετε τίποτε ἀπό αὐτήν, γιά νά στηρίξετε τίς ἀπόψεις σας, ἀλλά ἀπεναντίας νά στηρίζεσθε ἀποκλειστικῶς καί μόνον στόν ὀρθολογισμό.
      Στή συνέχεια τῆς εἰσαγωγῆς ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ἀλλ’ ὅπως στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ παρερμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς ὑπῆρξε αἰτία νά ἐμφανισθοῦν πάμπολλες αἱρέσεις, πού προκάλεσαν σάλο, ταραχή καί ἀναστάτωση στό ἐκκλησιαστικό Σῶμα καί ὁδήγησαν στήν ἀπώλεια πολλές ψυχές, ἔτσι καί προκειμένου περί τῶν ἱερῶν κανόνων, ἐνδεχομένη παρερμηνεία τους εἶναι δυνατόν νά ὁδηγήσει σέ περέκκληση τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἀσφαλῆ πορεία της καί διασάλευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί ἑνότητά της».
Ὥστε λοιπόν πατέρες, οἱ αἱρέσεις ὡδήγησαν στήν ἀπώλεια πολλές ψυχές. Αὐτό εἶναι ἀπολύτως ὀρθό διότι συμφωνεῖ μέ τήν ἁγ. Γραφή εἰς τήν ὁποία οἱ αἱρέσεις ὀνομάζονται «αἱρέσεις ἀπωλείας» (Β΄ Πέτρ. 2,1).
Ἄς ἔλθωμε τώρα στήν σημερινή κατάστασι. Ἀσφαλῶς δέν θά ἔχετε ἀντίρρησι ὅτι μέσα στίς αἱρέσεις τῆς ἀπωλείας ἀνήκει καί ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν ὁποία ὀνομάσατε «παναίρεσι». Πότε ὅμως ἡ αἵρεσις χαρακτηρίζεται ὡς «αἵρεσις ἀπωλείας», μετά τήν καταδίκη της ἀπό τήν Σύνοδο ἤ καί πρίν; Πιστεύω ὅτι δέν θά εὕρετε κάποιο ἁγιογραφικό χωρίο, οὔτε ἱερό Κανόνα, οὔτε διδασκαλία τῶν Ἁγίων, πού ὄχι νά διδάσκη, ἀλλά ἁπλῶς νά ὑπαινίσσεται ὅτι μετά τήν καταδίκη της ἡ αἵρεσις καθίσταται αἵρεσι ἀπωλείας. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα δηλητήριο δέν καθίσταται θανατηφόρο μετά τήν χημική του ἀνάλυσι ἀπό τούς εἰδικούς, καί ἕνας λύκος δέν ἀρχίζει νά κατασπαράσση τά πρόβατα μετά τήν ἀναγνώρισί του καί τήν ἐπίσημη ἐντολή τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν προβάτων ἀπό αὐτόν.
     Εἰς τό σημεῖο ὅμως αὐτό φαίνεσθε ἀνακόλουθοι καί στήν πρᾶξι ἀναιρεῖτε, ὅσα ὀρθῶς στήν θεωρία διδάσκετε. Διότι, ἐνῶ ἀποδέχεσθε ὅτι οἱ αἱρέσεις ὡδήγησαν στήν ἀπώλεια πολλές ψυχές, ἐνῶ χαρακτηρίζετε τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς παναίρεσι, συγχρόνως διδάσκετε τήν παραμονή τῶν Ὀρθοδόξων μετά τῶν αἱρετικῶν, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου (ἡ ὁποία βεβαίως δέν εὐδοκεῖ νά ἔλθη, οὔτε κἄν διακρίνεται μακρυά στόν ὁρίζοντα)· διδάσκετε τήν ἀναγνώρισι τῶν αἱρετικῶν ὡς ποιμένων, δηλαδή τῶν λύκων ὡς ἀρχηγῶν τῶν προβάτων, μέχρι τήν καταδίκη των ἀπό τήν Σύνοδο καί, κυρίως, διδάσκετε ὅτι τό λογικό ποίμνιο δέν βλάπτεται οὐδόλως ἀπό τά αἱρετικά φρονήματα τοῦ ποιμένος–Ἐπισκόπου. Διότι, ἄν βλάπτεται, γιατί νά περιμένη τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου γιά νά ἀποτειχισθῆ;
Ἐδῶ προφανῶς πατέρες, σᾶς διαφεύγει τό γεγονός, ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέν ἔχει μόνο θεωρητικό χαρακτῆρα, δηλαδή, νά ἀλλοιώση τά φρονήματα τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά κυρίως πρακτικό. Ὁ πρακτικός χαρακτήρας αὐτῆς  τῆς αἱρέσεως συνοψίζεται στήν συνύπαρξι καί ἀλληλοπεριχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων μετά τῶν αἱρετικῶν, τό ὁποῖο ἐν πολλοῖς ἔχει ἐπιτευχθεῖ. Δηλαδή ἡ βλάβη τοῦ ποιμνίου ἤδη ὑφίσταται καί συνεχῶς αὐξάνεται. Ἄρα ἤδη τό ποίμνιο ὁδηγεῖται στήν ἀπώλεια, σύμφωνα μέ ὅσα ἰσχυρίζεσθε. Ἐδῶ πρέπει νά τονίσωμε ὅτι εἶναι καθαρός Οἰκουμενισμός ἡ παραμονή τοῦ κάθε Ἐπισκόπου στό Π.Σ.Ε., διότι ἐνεργεῖται στήν πρᾶξι ἡ συνύπαρξις καί ἀλληλοπεριχώρησις, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν διδασκαλία καί ἐπιδίωξι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτοῦ Ὀργανισμοῦ.

Στό σημεῖο αὐτό τῆς εἰσαγωγῆς σας θίγετε, πατέρες, καί τό θέμα τῆς παρερμηνείας τῶν ἱερῶν Κανόνων. Γεννᾶται ὅμως τό ἐρώτημα. Πότε παρερμηνεύονται οἱ ἱεροί Κανόνες, καί εἰδικά ὁ συγκεκριμένος, καί ποιός θά εἶναι ὁ ἀσφαλής ὁδηγός γιά τήν ἀποφυγή τῆς παρερμηνείας;
Οἱ Ἅγιοι ὅ,τι ἐδίδασκαν τό ἐστήριζαν πάντοτε στήν ἁγ. Γραφή. Ἄρα λοιπόν διά νά ἑρμηνεύσωμε ὀρθά τούς ἱερούς Κανόνες πρέπει ἀπαραιτήτως νά στηριζώμεθα στήν ἁγ. Γραφή καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Αὐτό ὅμως σέ ὅλη τήν μελέτη σας, δέν τό ἐπράξατε εἰς τό ἐλάχιστο, ἀλλά ἀπεναντίας, θεωρήσατε δεδομένο τό ζητούμενο. Δηλαδή ἀποδεχθήκατε ἐξ ἀρχῆς τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος χωρίς νά ἐρευνήσετε ἄν ἔχη ἁγιογραφικά ἐρείσματα. Ἀποδεχθήκατε ὡς ἐκ τούτου τήν παραμονή τῶν πιστῶν στούς αἱρετικούς ποιμένες, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, χωρίς πάλι νά στηρίξετε τήν διδασκαλία σας, προσκομίζοντας κάποια ἁγιογραφικά χωρία. Καί βεβαίως πιστεύετε ὅτι δέν σφάλλετε στήν ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ἀλλά ἀντιθέτως σφάλλομε ἐμεῖς πού προσκομίσαμε πλῆθος ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν χωρίων. Αὐτό ἄς τό κρίνη ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης ἀμφοτέρων τῶν κειμένων.
   Εἰς τό σημεῖο αὐτό, ἐπίσης, ἀναφέρεσθε καί στήν διασάλευσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί ἑνότητος. Ἀσφαλῶς θά γνωρίζετε ὅτι εἰς τήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει μία μόνον ἑνότης, ἡ ἑνότης τῆς πίστεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι γιά νά εἴμεθα ἑνωμένοι πρέπει νά εἴμεθα ὁμόπιστοι. Σέ ὅλες λοιπόν τίς αἱρέσεις τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά διαφυλαχθῆ ἡ ἑνότης τῆς πίστεως, διασαλεύθηκε ἡ ἐκκλησιαστική τάξις σέ σημεῖο πού οἱ Ὀρθόδοξοι, πολλές φορές, νά ἐγκαταλείπουν ἀκόμη καί τούς ναούς, καί τούς αἱρετικούς ποιμένες καί νά συναθροίζωνται στήν ὕπαιθρο, προκειμένου νά ἐπιτελέσουν τά λατρευτικά των καθήκοντα.
Ἄρα λοιπόν, ὅταν ὑπάρχει αἵρεσις, δέν ἐνδιαφερόμεθα τόσο γιά τήν διατήρησι τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, ὅσο γιά τήν ἑνότητα τῆς πίστεως. Πῶς ὅμως θά ὑπάρχη ἑνότης ὀρθοδόξου πίστεως, μέ ἐπικεφαλεῖς αἱρετικούς Ἐπισκόπους; Πῶς θά ὑπάρχη ἑνότης πίστεως, τήν στιγμή πού οἱ ἴδιοι οἱ φύλακες τήν λυμαίνονται; Εἶναι δυνατόν πατέρες, νά συζητοῦμε γιά ἑνότητα γύρω ἀπό αἱρετικούς Ἐπισκόπους; Εἶναι δυνατόν τό πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας στήν ἱστορική του πορεία νά ἔχει ὀρθόδοξο πορεία, ὅταν τό πηδάλιο εὑρίσκεται σέ χέρια αἱρετικά;
Εἰλικρινά θά πρέπει νά εἶστε ἐκτός πραγματικότητος, ὅταν στήν σημερινή κατάστασι τάσσεσθε ὑπέρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί ἑνότητος. Αὐτά θά μπορούσατε νά τά ἰσχυρισθῆτε, ἄν δέν ὑπῆρχε αἵρεσις καί, κυρίως, ἄν οἱ ποιμένες καί Ἐπίσκοποι ἦσαν Ὀρθόδοξοι. Τώρα μόνο ἡ ἑνότης τοῦ τύπου τῆς σάπια σταφίδας μπορεῖ νά ὑπάρξη, δεδομένου ὅτι ἀπουσιάζει ἡ ἑνότης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἡ δέ ἑνότης τήν ὁποία πρεσβεύει ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δηλαδή τῆς συνυπάρξεως Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως καί τῆς ἀλληλοαναγνωρίσεως, εἶναι τελείως διαφορετική, διότι ἡ ἑνότης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀπαιτεῖ ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἵρεσι καί αἱρετικό. Ὡς ἐκ τούτου, εἶναι ἄξιον ἀπορίας γιά ποία ἑνότητα ὁμιλεῖτε.
Θά ἦταν ἄκρως λυπηρό γιά σᾶς, καί κυρίως γιά τήν ἰδιότητά σας ὡς ὑπευθύνων τοῦ ἀντιαιρετικοῦ γραφείου τῆς Μητροπόλεως, νά ὁμιλῆτε γιά ἑνότητα γύρω ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί συγχρόνως νά χαρακτηρίζετε τόν Οἰκουμενισμό παναίρεσι. Ἐδῶ θά πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι μία ἀπό τίς πλάνες πού διδάσκει ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ὅτι θεωρεῖ τήν ἑνότητα γύρω ἀπό τόν Ἐπίσκοπο (Ἐπισκοποκεντρική) καί ὄχι γύρω ἀπό τόν Χριστό (Χριστοκεντρική).
       Στήν συνέχεια τῆς εἰσαγωγῆς σας, καί προκειμένου νά τοποθετηθῆτε ἐξ ἀρχῆς ἐπί τοῦ θέματος ἄνευ ἀποδείξεως, ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ὥστόσο ἕνα τέτοιο συμπέρασμα (ἐννοεῖται τό συμπέρασμα τῆς ὑποχρεωτικῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου) δέν συνάγεται ἀπό τήν ἑρμηνεία, πού ἀποδίδουν σ’ αὐτόν πνευματικοί καί καταξιωμένοι ἄνδρες καί μελετητές τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως ἐπίσης, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, οὔτε ἀπό τίς πατερικές παραθέσεις. Τό θέμα τῆς ὑποχρεωτικῆς ἤ μή ἐφαρμογῆς τοῦ Κανόνος αὐτοῦ ἀποκτᾶ μιά ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα καί σημασία στήν ἐποχή μας καί ἔχει γίνει ἀντικείμενο πολλῶν συζητήσεων, ἐπειδή ἔχει συνδεθεῖ ἄμεσα μέ τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιά τήν ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, μέχρι σήμερα δυστυχῶς, δέν ἔχει ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐπίσημη συνοδική καταδίκη της οὔτε ἀπό Τοπική  οὔτε ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο».
Ἐδῶ πατέρες, ὁμολογεῖτε ὅτι, παρ’ ὅλες τίς ἁγιογραφικές καί πατερικές παραθέσεις, δέν ἐξάγεται τό συμπέρασμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Τό συμπέρασμα αὐτό, προφανῶς ἐξάγεται ἀπό ἐσᾶς, χωρίς ἁγιογραφικές ἤ πατερικές παραθέσεις ἤ μέ βάσι τόν ὀρθολογισμό τόν ὁποῖο χρησιμοποιεῖτε, ἤ μέ βάσι τούς καταξιωμένους μελετητές τούς ὁποίους ἐπικαλεῖσθε, χωρίς νά μᾶς πληροφορῆτε σέ ποιούς Ἁγίους στηρίζουν τά συμπεράσματά τους. Δέν γνωρίζετε ὅμως πατέρες, ὅτι ὁποιαδήποτε ἑρμηνεία δώσομε στόν ἐν λόγῳ Κανόνα, ἄν δέν συμφωνεῖ ἀπολύτως μέ τήν ἁγ. Γραφή, εἶναι παρερμηνεία καί δέν ἐντάσσεται στήν ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἔστω καί ἄν τήν πρεσβεύουν ὄχι καταξιωμένοι μελετητές, ἀλλά ἀκόμη καί ἄγγελοι σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου; (Γαλ. 1, 8-9). Συνεπῶς, προκειμένου νά στηρίξετε τίς θέσεις περί τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, θά ἔπρεπε κατ’ ἀρχάς νά ἀποδείξετε ὅτι ἐμεῖς παρερμηνεύομε τόν Κανόνα, προσκομίζοντας ἀνάλογα ἁγιογραφικά χωρία καί τίς ἑρμηνεῖες πού δίδουν εἰς αὐτά, ὄχι οἱ καταξιωμένοι μελετητές, ἀλλά οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔπειτα, πῶς χαρακτηρίζετε τόν Οἰκουμενισμό ὡς παναίρεσι χωρίς συνοδική ἀπόφασι καί καταδίκη; Καί πῶς ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ προχώρησε στόν ἀναθεματισμό τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν (ἀορίστως βεβαίως καί ὄχι ὀνομαστικῶς ὅπως ἔκαναν οἱ Ἅγιοι) χωρίς συνοδική ἀπόφασι καί καταδίκη; Δηλαδή ἀπό τή μιά ἀναθεματίζομε τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς καί ἀπό τήν ἄλλη συλλειτουργοῦμε μαζί τους καί τούς ἀναγνωρίζομε ὡς ποιμένες εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Τό ἴδιο ἔπραξε (ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς) καί μέ τούς Προτεστάντες. Ἀπό τή μία τούς ἀναθεμάτισε καί ἀπό τήν ἄλλη ἀνήκει στό Π.Σ.Ε., τοῦ ὁποίου ὁ καταστατικός κανονισμός καί ἡ διδασκαλία του ἀναφέρουν ὅτι ὅλοι αὐτοί (ὅλες αὐτές οἱ αἱρετικές παραφυάδες) ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί συμπληρώνουν μεταξύ των τήν ἀλήθεια, ὅτι εἶναι βαπτισμένοι καί μέτοχοι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Μήπως πατέρες, μέ τά ἔργα σας ἀποδεικνύετε ὅτι καί ἐσεῖς ἐνστερνίζεσθε τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τό μόνο πού σᾶς κάνει νά διαφέρετε ἀπό τούς Οἰκουμενιστές εἶναι τό ὅτι, συγχρόνως καταδικάζετε αὐτό εἰς τό ὁποῖο ἀνήκετε, ἀκολουθεῖτε καί εἶστε ἐνσωματωμένοι ἀδιάρρηκτα μέ αὐτό; Ἀλλά τί νόημα ἔχει αὐτή ἡ θεωρητική καταδίκη, ἡ ὁποία στήν πράξι ἀναιρεῖται πλήρως; Καί γιατί δέν κατωνόμασε (ὁ Σεβασμιώτατος) αὐτούς πού ἀναθεμάτισε, ὅπως ἔκαναν οἱ Ἅγιοι καί συνοδικῶς καί ἰδιωτικῶς; Μήπως φοβήθηκε ὅτι τήν ἄλλη ἡμέρα θά ἔπαιρνε τήν ὁδό πρός τήν Μονή τῆς μετανοίας του καί ὡς ἐκ τούτου ὅλοι οἱ κόποι του θά ἐπήγαιναν χαμένοι; (Ἐννοῶ τούς κόπους πού ἔκανε γιά νά γίνη Ἐπίσκοπος).
Ἀλλά πατέρες, ἄς ἐπιμείνωμε λίγο στόν χαρακτηρισμό πού ἔχει δοθῆ στήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας καί ὄντως ἀποδίδει πλήρως τήν μορφή καί τόν σκοπό αὐτῆς τῆς αἱρέσεως. Χαρακτηρίσατε, πολύ ὀρθῶς κατά τήν γνώμη μου, τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς παναίρεσι, χωρίς φυσικά, ὅπως ἀναφέρατε, συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως. Ἡ συνοδική καταδίκη ἕνα καί μόνο νόημα θά εἶχε, ἄν δηλαδή ἡ αἵρεσις ἦτο ὑπολανθάνουσα καί δυσδιάκριτος καί, ὡς ἐκ τούτου, ἦτο δυνατόν νά σφάλλωμε, ἤ δηλαδή νά μήν τήν ἀντιληφθοῦμε λόγῳ τοῦ ὑπούλου τῆς φύσεώς της, ἤ νά μήν ὑπῆρχε κἄν καί ἐμεῖς κατά τό δή λεγόμενο νά βλέπαμε φαντάσματα καί νά παρερμηνεύαμε τίς πράξεις καί τά λόγια τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων. Ἐφ’ ὅσον ὅμως τήν διακρίναμε καί τήν χαρακτηρίσαμε, προσδιορίζοντας μέ ἀπόλυτον ἀκρίβεια τήν φύσι της καί τόν σκοπόν της, καί  ἐφ’ ὅσον περιέχονται στὴν διδασκαλία της αἱρέσεις παλαιές, πού ἤδη ἔχουν καταδικασθεῖ Συνοδικά ἀπό τήν Ἐκκλησία, τί χρειάζεται ἡ περαιτέρω ἀναγνώρισις καί καταδίκη της ἀπό τή Σύνοδο;
Ἄν δηλαδή πεισθοῦμε μέ ἀπόλυτο βεβαιότητα γιά τήν ὕπαρξι μιᾶς μολυσματικῆς ἀσθενείας, πρέπει νά περιμένωμε καί τήν ἀπόφασι τῶν ἁρμοδίων ἰατρῶν γιά τίς περαιτέρω ἐνέργειες, τήν στιγμή πού καί αὐτές μᾶς εἶναι γνωστές καί πλήρως καθορισμένες ἀπό τούς πνευματικούς ἰατρούς, τούς Ἁγίους δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας καί, φυσικά, ἀπό τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως, δηλαδή τήν Ἁγ. Γραφή; Καί νομίζετε ὅτι μέχρι νά ἔλθη αὐτή ἡ ἀπόφασις, ἐσεῖς ἐνσωματωμένοι πλήρως μέ τούς ἀσθενεῖς, δέν μολύνεσθε, οὔτε συμμετέχετε στήν ἐπιδείνωσι καί ἐπικράτησι (μετάδοσι) τῆς ἀσθενείας;
Ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «...εδυα τι αρεσις, φεύγ τήν αρεσιν, γουν τούς αρετικούς, το μήτε κοινωνεν ατος μήτε ναφέρειν ν τ εαγεστάτ ατς μον πί τς θείας Λειτουργίας˙ τι μέγισται πειλαί κενται παρά τν γίων κφωνηθεσαι τος συγκαταβαίνουσιν ατος μέχρι καί στιάσεως. ε δέ λέγοι σιότης σου, πς ατ πρό τς λεηλασίας τοτο οκ επομεν, λλ’ τι καί μες μνημονεύομεν τν ν τ Βυζαντίδι, κενο γινωσκέτω, τι οπω σύνοδος ν οδέ κφωνηθέν πρχε τό πονηρόν δόγμα καί νάθεμα˙ καί πρό τούτων οκ ν σφαλές ποστναι τν παρανομούντων τελείως τό φεύγειν μόνον τήν προφαν κοινωνίαν ατν, οκονομί δέ πρεπούσ, ναφέρειν ως καιρο. πεί δέ ξλθεν ες προπτον αρετική σέβεια διά συνόδου ες τομφανές, δε ρτι καί τήν σήν ελάβειαν σύν πσιν ρθοδόξοις παρρησιάζεσθαι διά το μή κοινωνεν τος κακοδόξοις μηδέ ναφέρειν τινά τν ν τ μοιχοσυνόδ ερεθέντων μοφρονούντων ατ. καί γέ δίκαιον, σιε πάτερ, κατά πάντα σε ντα φερωνύμως θεόφιλον, φιλεν καί ν τούτ τόν θεόν˙ χθρούς γάρ θεο Χρυσόστομος ο μόνον τούς αρετικούς, λλά καί τούς τος τοιούτοις κοινωνοντας μεγάλ καί πολλ τ φων πεφήνατο» (πιστολή 39, Θεοφίλ γουμέν, Φατορος σελ. 113, στιχ. 51· Ρ.G. 99, 1045D).
 Ἐσεῖς τώρα ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, γνωρίζετε τήν αἵρεσι, τήν χαρακτηρίζετε ἐπακριβῶς, συγγράφετε καί βιβλία δι’ αὐτήν, ἐκφωνεῖτε ἀναθέματα, καί ὅταν φθάνετε εἰς τό διά ταῦτα, συμπεριφέρεσθε πρός τούς αἱρετικούς ὡσάν νά ἦταν οἱ καλύτεροι  Ὀρθόδοξοι, δηλαδή τούς ἀναγνωρίζετε ὡς Ὀρθοδόξους, τούς ἐγκωμιάζετε εὐκαίρως ἀκαίρως, συλλειτουργεῖτε μέ αὐτούς, δοθείσης εὐκαιρίας, δέχεσθε νά σᾶς ἐκπροσωπήσουν στίς συνάξεις μέ τούς ὑπολοίπους συναδέλφους των αἱρετικούς, νά ὑπογράφουν καί ἐξ ὀνόματός σας συμφωνίες μαζί των κλπ. Καί ὅλα αὐτά τά πράττετε, ἀναμένοντας δῆθεν νά καταδικασθοῦν  ἀπό τήν Σύνοδο. Ἐννοεῖτε προφανῶς, ἄν σᾶς ἑρμηνεύω σωστά, τήν Σύνοδο πού θά συγκαλέσουν οἱ ἴδιοι καί θά ἀποτελεῖται ἀπό τούς ἰδίους καί ὄχι κάποια ἄλλη πού θά ἔλθη ἀπό τόν οὐρανό, σάν οὐράνια δρόσος καί θεόσταλτο μάννα. Ὅλα αὐτά ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι δέν συνάδουν καί, κυρίως, δέν ἐναρμονίζονται τά λόγια μέ τά ἔργα σας, καί ὅλα αὐτά μέ τήν ἁγ. Γραφή.
Ἔπειτα, ὅπως ἀναφέρετε, γιατί μέχρι σήμερα δέν καταδικάστηκε ἀπό κάποια Σύνοδο ἡ αἵρεσις αὐτή; Ἡ ἡλικία τῆς αἱρέσεως αὐτῆς εἶναι περίπου ἑκατό χρόνων, καί διαρκῶς, κατά κοινή ὁμολογία, ἐπεκτείνεται καί ἑδραιώνεται, κατώρθωσε δέ νά ἀλλοιώση τό φρόνημα ὄχι μόνο τοῦ λαοῦ, ἀλλά καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν ποιμένων. Οἱ Ἐπίσκοποι δέ, οἱ πρῶτοι ὑπεύθυνοι καί φύλακες τῆς πίστεως, ἐνῶ συνάγονται κατά τακτά διαστήματα σέ Συνόδους σέ ὅλες τίς τοπικές Ἐκκλησίες, ἀλλά μυστηριωδῶς θά λέγαμε, δέν καταδικάζουν τήν αἵρεσι, μολονότι θά ἔπρεπε νά εἶναι τό πρῶτο μέλημά των καί ἡ πρώτη αἰτία τῆς ὑπάρξεώς των καί τῆς ὑπάρξεως τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ.
Ὅταν λοιπόν μία Σύνοδος συνέρχεται γιά νά ρυθμίση τά οἰκονομικά της, τίς σχέσεις της μέ τό κράτος, νά χειροτονήση νέους Ἐπισκόπους στίς θέσεις τῶν ἀπελθόντων καί νά ἀσχοληθῆ μέ χίλιες ἄλλες  λεπτομέρειες, χωρίς νά ἀσχοληθῆ κἄν μέ αὐτό τό θέμα τῆς πίστεως, τό ὁποῖο λυμαίνεται καθημερινῶς τό ὀρθόδοξο ποίμνιο, νομίζω ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος ὄχι μόνον δέν εἶναι ὀρθόδοξος, ἀλλά ἀπεναντίας εἶναι βαλτή, δηλαδή τοποθετημένη δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, νά συνεργῆ δηλαδή ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό τήν πλευρά της εἰς τήν ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐπί τοῦ θέματος τούτου μᾶς διδάσκει τά ἑξῆς: «Οὐ γάρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τούς περί πίστιν ἀσεβοῦντας οὐδέ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περί πίστεως ἐξετάσεως. Χρή γάρ πρῶτον πᾶσαν περί τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε τήν περί τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι. Καί γάρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός οὐ πρότερον ἐθεράπευε τούς πάσχοντας, πρίν ἄν δείξωσι καί εἴπωσιν ὁποίαν πίστιν εἶχον εἰς αὐτόν. Ταῦτα παρά τῶν πατέρων ἐμάθομεν, ταῦτα ἀπάγγειλον τῷ βασιλεῖ, ταῦτα γάρ καί αὐτῷ συμφέρει καί τήν Ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ» (ΕΠΕ 9, 284).
Σήμερα δυστυχῶς συμβαίνει τό ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού διδάσκει ὁ ἅγιος. Δηλαδή οἱ Ἐπίσκοποι νά συγκαλοῦνται καί νά συγκάθηνται στίς Συνόδους καί βεβαίως, νά μήν ἀσχολοῦνται κἄν μέ τά θέματα τῆς πίστεως. Ἄν αὐτή ἡ Σύνοδος, πατέρες, εἶναι Ὀρθόδοξος, τότε δέν θά μᾶς φανῆ παράξενο νά περιμένετε ἄλλα ἑκατό χρόνια, ἀναμένοντας τή συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί βεβαίως ὄχι ἐσεῖς, ἀλλά οἱ πνευματικοί μας ἀπόγονοι.
Γνωρίζετε ἀσφαλῶς πατέρες, ὡς ἐντρυφεῖς εἰς τούς ἱερούς Κανόνες, ὅτι τήν ὀρθόδοξο Σύνοδο δέν χαρακτηρίζει οὔτε τό πλῆθος τῶν Ἐπισκόπων, οὔτε ἡ κανονικότης καί νομιμότης της, ἀλλά οἱ ἀποφάσεις τίς ὁποῖες λαμβάνει. Ἔτσι ἔχομε ὀλιγάριθμες τοπικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες ἀσχολήθηκαν μέ θέματα πίστεως καί ἐξέδωσαν ὀρθόδοξες ἀποφάσεις καί κανόνες καί ἔλαβαν, ὡς ἐκ τούτου, οἰκουμενικό κῦρος, διότι ἐπικυρώθηκαν ἀπό Οἰκουμενικές καί βεβαίως ἀπό τή συνείδησι τοῦ λαοῦ, ὅπως π.χ. ἡ ἐν Ἀγκύρᾳ Σύνοδος τό 314, ἀποτελουμένη ἀπό δέκα ὀκτώ Ἐπισκόπους· ἡ ἐν Νεοκαισαρείᾳ τό 315, ἀποτελουμένη ἀπό  εἴκοσι τρεῖς Ἐπισκόπους· ἡ ἐν Γάγγρᾳ τό 340 ἀποτελουμένη ἀπό δέκα τρεῖς Ἐπισκόπους· ἡ ἐν τῇ Ἁγίᾳ Σοφίᾳ τοπική Σύνοδος ἀποτελουμένη ἀπό εἴκοσι Ἐπισκόπους κλπ.
Καταλαβαίνετε τώρα, ἄν οἱ ὀγδόντα πέντε Ἐπίσκοποι τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦσαν Ὀρθόδοξοι καί ὄχι Οἰκουμενιστές, καί ἠσχολοῦντο μέ τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας καί ἐλάμβαναν μία καταδικαστική ἀπόφασι τῆς αἱρέσεως,θά ἦταν ἀσφαλῶς συνέχεια αὐτῶν τῶν ἁγίων τοπικῶν Συνόδων, ἔστω καί ἄν δέν ἀναγνωρίζετο ἀπό κάποια Οἰκουμενική. Τώρα ἀσφαλῶς μέ τήν στάσι της ὁμοιάζει καί ἀκολουθεῖ τά ἴχνη τῶν ληστρικῶν Συνόδων, διότι ὑποθάλπει τήν αἵρεσι καί γίνεται αἰτία τῆς διαιωνίσεώς της.
Στή συνέχεια τῆς  εἰσαγωγῆς σας ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Θεωρήσαμε χρέος μας, στίς γραμμές πού ἀκολουθοῦν παρακάτω, νά καταθέσουμε στό ὀρθόδοξο πλήρωμα τήν ἰδική μας συμβολή στό ἐν λόγῳ πρόβλημα, ὥστε νά ἀποτελέσει ἀφορμή γιά περαιτέρω ἔρευνα καί μελέτη του. Ὅσα ἀκολουθοῦν παρακάτω δέν διεκδικοῦν κάποιο ἀλάθητο, οὔτε ἔχουν τήν ἀξίωση ὑποχρεωτικῆς παραδοχῆς των».
Ἐδῶ πατέρες, ἄθελά σας ὁμολογεῖτε ὅτι, ὅσα ἰσχυρίζεσθε μέχρι τώρα καί ὅσα ἀκολουθοῦν στή συνέχεια, εἶναι τελείως ἀστήρικτα καί ἀνυπεράσπιστα ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Διότι, γιά ποιό λόγο ἡ μελέτη σας «νά ἀποτελέση ἀφορμή γιά περαιτέρω ἔρευνα καί μελέτη», ἄν ἐστηρίζετο ὄντως εἰς τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων; Ἡ διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων μας ἀσφαλῶς δέν ἀποτελοῦν ἀφορμή γιά περαιτέρω ἔρευνα καί μελέτη, ἀλλά γιά ἔρευνα στό κατά πόσο ἐμεῖς ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό αὐτά καί στόν τρόπο τῆς ἐπιστροφῆς μας στήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι. Δηλαδή ἄν γιά κάποιο θέμα, καί μάλιστα πίστεως, ὑπάρχη σαφής διδασκαλία τῆς  ἁγ. Γραφῆς καί ἐπί πλέον σαφής διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ἐμεῖς δέν ὁδηγούμεθα ἀπό αὐτά, οὔτε κἄν τά  λαμβάνομε ὑπ’ ὄψιν μας, τότε ἀσφαλῶς χρειάζεται ἔρευνα καί μελέτη (τύπου ἴσως Π.Σ.Ε.) γιά νά ὁδηγηθοῦμε προφανῶς μέσα ἀπό τά συμπλέγματα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν μας.
Ἐδῶ θά πρέπει νά τονίσωμε ὅτι, ὅσο ἐμεῖς δέν ἔχομε ὁδηγό τήν ἁγ. Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν  Ἁγίων, ποτέ δέν πρόκειται νά ὁδηγηθοῦμε εἰς τό νά τοποθετηθοῦμε ὀρθοδόξως ἐπί οἱουδήποτε θέματος. Ἁπλῶς θά εἴμεθα στήν θεωρία ἀντιοικουμενιστές καί στήν πρᾶξι πιστοί ἀκόλουθοι τοῦ σάπιου αὐτοῦ καί αἱρετικού κατεστημένου.
Στό τέλος τῆς εἰσαγωγῆς σας γράφετε τά ἑξῆς: «Δέν ἔχουν, ἐπίσης, χαρακτῆρα  πολεμικῆς ἀντιπαραθέσεως, ἀλλά ἀδελφικῶν ἐπισημάνσεων καί παρατηρήσεων, πού γίνονται χωρίς προκατάληψη καί πάθος ἐναντίον προσώπων, διότι μοναδικό σκοπό ἔχουν νά μᾶς ὁδηγήσουν νά ἀποφύγουμε ἀκραῖες καί ἐπικίνδυνες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες εἶναι δυνατόν νά καταλήξουν σέ σχίσματα καί διαιρέσεις, πού ἀποτελοῦν τό ὀδυνηρότερο πλῆγμα μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας».
Ἐδῶ πατέρες, ἄν σᾶς ἑρμηνεύω σωστά, «ἀκραῖες καί ἐπιζήμιες ἐνέργειες» θεωρεῖται τήν ἀποτείχισι.  Δηλαδή τήν στάσι τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία εἶναι πλήρως κατοχυρωμένη ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς, τήν θεωρεῖτε ἀκραία καί ἐπιζήμια ἐνέργεια, ἐνῶ τήν συνοδοιπορία μέ τήν αἵρεσι μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου (δηλαδή τῶν ἰδίων τῶν αἱρετικῶν), τήν θεωρεῖτε, προφανῶς, ὀρθόδοξο πορεία ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί βεβαίως ἀποφυγή σχισμάτων καί διαιρέσεων.
Ἡ ἀπόσχισις ὅμως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους εἶναι παγία θέσις τῆς ἁγ. Γραφῆς καί ὅλων τῶν Ἁγίων, χωρίς πουθενά νά ἀναφέρουν ἤ ἔστω νά ὑπαινιχθοῦν ἀπόφασι Συνόδου. Καί ἐσεῖς αὐτό τό θεωρεῖτε ὡς «τό ὀδυνηρότερο πλῆγμα μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας». Δέν θέλω εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐπεκταθῶ, οὔτε νά σᾶς κάνω τόν δάσκαλο γιά τό τί θεωροῦν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας σχίσμα καί διαίρεσι, ὅμως θεωρῶ ὅτι τό ὀδυνηρότερο πλῆγμα μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ –ἐν καιρῷ αἱρέσεως– ἀπομάκρυνσις ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ὅσων ἀγωνίζονται κατά τῆς αἱρέσεως, καί ἡ δημιουργία νέων θεωριῶν οἱ ὁποῖες βοηθοῦν καί ἑδραιώνουν τήν αἵρεσι.
(Συνεχίζεται)