Ἀναφορικὰ μὲ τοὺς
ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν Της καὶ κυρίως τῶν αἱρέσεων ἔχουν
γραφτεῖ πολλὰ βιβλία καὶ κείμενα. Τὰ βιβλία καὶ κείμενα αὐτὰ προβάλλουν ἰδίως
τοὺς ἀγῶνες τῶν κληρικῶν, ἱερέων καὶ μοναχῶν, δὲν ἀναφέρονται ὅμως τὸ ἴδιο συγκεκριμένα
καὶ ἐκτεταμένα στοὺς ἀγῶνες τῶν λαϊκῶν. Ἡ παράλειψη αὐτὴ ποὺ παρατηρήθηκε δεκαετίες
ὁλόκληρες μαζὶ μὲ τὴν ἐλλειπὴ κατήχηση εἶχε σὰν τραγικὸ ἀποτέλεσμα, οἱ περισσότεροι
σημερινοὶ λαϊκοί, τὸ ποίμνιο, νὰ ἀγνοοῦν τὴν βαριὰ κληρονομιὰ καὶ τὸν ρόλο ποὺ ἔχουν
καὶ πρέπει νὰ διαδραματίζουν καὶ ἀκολούθως νὰ μὴν διακατέχονται ἀπὸ τὴν ἴδια ἀγωνιστικότητα,
αὐτοθυσία καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο πνεῦμα εὐθύνης, ὅπως παλαιότερα. Ἐφ’ ὅσον ὁ ἀγώνας εἶναι
γιὰ τὸ «σπίτι» μας, τὴν Ἐκκλησία, καὶ ἐφ’ ὅσον ὁ ἀγώνας αὐτὸς ἀποτελεῖ καὶ Ὁμολογία
Πίστεως, ἡ εὐθύνη καταμερίζεται σὲ κάθε Χριστιανὸ ἐξίσου, χωρὶς νὰ παραβλέπεται
βέβαια ὁ καθοδηγητικὸς ρόλος τῶν ἱερωμένων καὶ τῶν μοναχῶν.
Ἔτσι λοιπόν, διὰ
τῆς καταλυτικῆς ἐπιδράσεως τῆς ἐκκοσμίκευσης, τῆς κατάπτωσης τῶν κληρικῶν καὶ τῆς
ἀλλοιώσεως τῆς ἁγιοπατερικῆς μας Παραδόσεως διὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἄλλαξε καὶ
συνεχῶς μεταβάλλεται τὸ φρόνημα καὶ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ (τοῦ φύλακος τῆς
Πίστεως), σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ νὰ μὴν ἀντιδρᾶ σὲ καμιὰ ἀπὸ τὶς οἰκουμενιστικὲς
καινοτομίες ἀλλοιώσεως καὶ προδοσίας τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀλήθειας. Ἔχουν ἀλλοιωθεῖ,
δηλαδή, σὲ τόσο μεγάλο βαθμὸ ὡς πρὸς τὴν πίστη οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, ὥστε ὄχι
μόνο δὲν ἔχουν διάθεση νὰ ἀντισταθοῦν στοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ
δυσκολεύονται νὰ κατανοήσουν γιατί μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι, γιατί οἱ Πατέρες
πολέμησαν μέχρις αἵματος τὶς αἱρέσεις καὶ γιατί οἱ Ὁμολογητὲς μὲ παρρησία καὶ αὐθορμήτως
προσήρχοντο καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς ἀναγκάσει γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν Πίστη,
γιατὶ ἀντιστάθηκαν ἐναντίον βασιλέων καὶ ἡγεμόνων (κοσμικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν)
ὑπερασπιζόμενοι μὲ πάθος τὸν θησαυρὸ τῆς ἀληθινῆς Πίστεως.
Οἱ ἀγῶνες τῶν
λαϊκῶν ἔχουν ὡς θεμέλιο καὶ ἐκφράζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ Ἱ. Παράδοση. Ἡ Παράδοση
αὐτὴ ἐκφράζεται περίφημα στὸ γνωστὸ χωρίο τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου:
«Ἐντολή γάρ Κυρίου μή σιωπᾶν ἐν καιρῷ
κινδυνευούσης πίστεως... Ὥστε, ὅτε περὶ πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, ἐγὼ
τίς εἰμι; Ἱερεὺς, ἄρχων, στρατιώτης, γεωργός, πένης;… Οὐά οἱ λίθοι κράξουσι, καὶ
σὺ σιωπηλὸς καὶ ἄφροντις;» (P.G. 99, 1321 B).
Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν λαμβάνει
ὑπ΄ ὄψιν του καὶ δὲν θεωρεῖ ἐμπόδιο τὸν συμβατικὸ χωρισμὸ σὲ κοινωνικὲς τάξεις,
γιὰ τὴν ἐνεργῆ συμμετοχὴ στοὺς ἀγῶνες τῆς Πίστεως. Στοὺς ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας ὅλοι
πρέπει νὰ συμμετέχουν, ἀνεξαρτήτως θέσεως ἢ ἀξιώματος. Ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστο καθῆκον κάθε πιστοῦ, ρασοφόρου ἢ μή, καὶ ἀνεξαρτήτως πνευματικοῦ ἐπιπέδου ἡ ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως. Σήμερα, δυστυχῶς, αὐτὴ ἡ συνειδητοποίηση ἔχει ἐκλείψει, μιᾶς καὶ τὸ δικαίωμα τοῦ ὁμολογεῖν καὶ ἐλέγχειν τὸ οἰκειοποιήθηκαν κατὰ δυτικὸ τρόπο μόνο οἱ σπουδαγμένοι καὶ οἱ ρασοφόροι, στοὺς ὁποίους πρέπει οἱ ἄλλοι νὰ ὑπακούουν, ἀκόμα καὶ ἂν αὐτοὶ διαστρεβλώνουν τὴν Ἱ. Παράδοση. Ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω πρὶν ἀπὸ λίγους αἰῶνες κανένας ἱερωμένος δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ λειτουργήσει μὲ αὐτὸ τὸν ἀντιπατερικὸ τρόπο, διότι ἡ ἀντίδραση τοῦ ποιμνίου θὰ ἦταν ἀμείλικτη.
πρέπει νὰ συμμετέχουν, ἀνεξαρτήτως θέσεως ἢ ἀξιώματος. Ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστο καθῆκον κάθε πιστοῦ, ρασοφόρου ἢ μή, καὶ ἀνεξαρτήτως πνευματικοῦ ἐπιπέδου ἡ ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως. Σήμερα, δυστυχῶς, αὐτὴ ἡ συνειδητοποίηση ἔχει ἐκλείψει, μιᾶς καὶ τὸ δικαίωμα τοῦ ὁμολογεῖν καὶ ἐλέγχειν τὸ οἰκειοποιήθηκαν κατὰ δυτικὸ τρόπο μόνο οἱ σπουδαγμένοι καὶ οἱ ρασοφόροι, στοὺς ὁποίους πρέπει οἱ ἄλλοι νὰ ὑπακούουν, ἀκόμα καὶ ἂν αὐτοὶ διαστρεβλώνουν τὴν Ἱ. Παράδοση. Ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω πρὶν ἀπὸ λίγους αἰῶνες κανένας ἱερωμένος δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ λειτουργήσει μὲ αὐτὸ τὸν ἀντιπατερικὸ τρόπο, διότι ἡ ἀντίδραση τοῦ ποιμνίου θὰ ἦταν ἀμείλικτη.
Στὸ ἀκόλουθο πόνημα
θὰ παρατεθοῦν χαρακτηριστικὰ διαχρονικὰ παραδείγματα ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τῶν λαϊκῶν
ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Τὰ παραδείγματα αὐτὰ δὲν παρουσιάζονται γιὰ νὰ ἐκθειάσουν
τὸν ρόλο τῶν λαϊκῶν. Παρουσιάζονται γιὰ νὰ τὸν προσδιορίσουν καὶ τὸν ἀναδείξουν
σὲ μία περίοδο ποὺ αὐτὸς ὑποτιμᾶται καὶ γιὰ νὰ ὑπενθυμίσουν στὸ ποίμνιο ποιά
καθήκοντα καὶ ποιά βαριὰ εὐθύνη αὐτὸ φέρει, ἰδιαίτερα στὴν σημερινὴ ἐποχὴ ἐπικρατήσεως
τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ:
«Ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ τούς λαϊκούς
πολυτίμους καί ἀπαραιτήτους συνεργάτας τοῦ κλήρου πρός διάδοσιν τῆς εὐαγγελικῆς
ἀληθείας [...] Ἡ παραμέλησις τοῦ καθήκοντος τούτου ἀποτελεῖ βαρύτατον ἁμάρτημα,
διό καί ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ τόν παραμελοῦντα τό καθῆκον τῆς διαφωτίσεως τῶν ἄλλων
ἀδελφῶν καί δή τῶν ὑπό αἱρετικῶν παραπλανηθέντων, ὡς ἐχθρόν τῆς Ἐκκλησίας»
(Κ. Μουρατίδης, Ἡ οὐσία καὶ τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν διδασκαλίαν Ἰωάννου
τοῦ Χρυσοστόμου (διατριβή), ἐν Ἀθήναις 1958, σ. 212).
«...ἐμφαίνεται σαφέστατα, ὅτι οἱ λαϊκοί
κέκληνται οὐ μόνον νά μεριμνῶσι περί τῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγμάτων, ἀλλά καί νά
συμβάλλωσιν εἰς τήν συμφώνως τοῖς κανόσι διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δέ
χαρακτηριστικόν, ὅτι εἰς κρισίμους διά τόν βίον τῆς Ἐκκλησίας στιγμάς, ὅτε ἀνάξιοι
κληρικοί ἀνέτρεπον τούς νόμους τῆς Ἐκκλησίας, οὕς ἀκριβῶς ἐκλήθησαν νά προστατεύσουν
καί ἐφαρμόσουν, οἱ λαϊκοί ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι,
οἵτινες διέσωσαν τό κινδυνεῦον σκάφος τῆς Ἐκκλησίας... (σσ. γιὰ τοὺς
σημερινοὺς ποιμένες αὐτὸ δὲν ἰσχύει πιά, καθὼς ὁ λαϊκὸς ὑπάρχει μόνο γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ
καὶ νὰ ἀκολουθεῖ). Δέν εἶναι δέ συνεπῶς
παράδοξον τό γεγονός, καθ΄ ὅ ὁ μέγας Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος εἰς τό ὑπέροχον
ποίμνιόν του διεκήρυσσεν, ὅτι “χωρίς ὑμῶν οὐδέν ἐργάσομαι”» (ὅπ. παρ. σελ.
219).
Τὸ ἴδιο τονίζει
καὶ ἡ ἀπάντηση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς στὸν Πάπα Πίο Θ΄ τὸ 1848, ἡ ὁποία τόνισε
τὴ σημασία τοῦ ρόλου ἀλλὰ καὶ τοῦ καθήκοντος τοῦ ποιμνίου στὴν διαφύλαξη καὶ
διατήρηση τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας:
«Σὲ μᾶς, οὔτε Πατριάρχες, οὔτε Σύνοδοι μπόρεσαν ποτὲ νὰ εἰσαγάγουν νέα [σσ. δόγματα καὶ διδασκαλίες], διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. ὁ ἴδιος ὁ λαός, ὁ ὁποῖος θέλει τὸ θρήσκευμά του αἰωνίως ἀμετάβλητο καὶ ὁμοειδὲς μ’ αὐτὸ τῶν πατέρων του» [«Παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ» (Ἰω. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐν Ἀθήναις 1953, σελ. 920)].
Οἱ ἀγῶνες τῶν
λαϊκῶν ἑστιάζονται κυρίως σὲ τρεῖς κυρίως τομεῖς: Ὅταν προσπαθοῦν νὰ τοῦ ἐπιβάλλουν
ποιμένες, οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν ἐκφράζουν (δηλ. στὴν ἄρνησή τους νὰ δεχτοῦν ἀνάξιους/κακοδοξοῦντες
ποιμένες), ὅταν διώκουν τοὺς εὐσεβεῖς ποιμένες (δηλ. στὴν ὑπεράσπιση τῶν καλῶν
ποιμένων) καὶ κυρίως, ὅταν ἐπιβουλεύονται τήν ὀρθόδοξο πίστη του (δηλ. στὴν ὑπεράσπιση
τῶν δογμάτων και στὴν ὁμολογία). Γι΄ αὐτὸν τὸν λόγο ἀπευθύνονται τὰ δογματικὰ
καὶ θεολογικὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων (σσ. ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀσκητικὰ συγγράμματα) σὲ
μεγάλο βαθμό καὶ σὲ λαϊκούς, στοὺς ἁπλοὺς πιστούς, μὲ σκοπό νὰ τοὺς μυήσουν
βαθύτερα στὴν πίστη καὶ νὰ τοὺς προφυλάξουν ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς πλάνες. (π.
Θεοδώρου Ζήση, Ἑπόμενοι τοῖς Θείοις Πατράσι-Ἀρχές καὶ κριτήρια τῆς Πατερικῆς
Θεολογίας, 1997, σελ. 44). Οἱ δύο πρῶτοι τομεῖς θὰ παρουσιαστοῦν παρακάτω ὡς ἕνας,
μιᾶς καὶ ὅταν διώκεται ἕνας εὐσεβὴς ποιμένας συνήθως ἐπιβάλλεται ἕνας ἀσεβής,
καὶ τὸ ἀντίθετο.
Ἤδη ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια
φαίνεται αὐτὴ ἡ στάση καὶ τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ. Στὸ κατὰ Μᾶρκον 11, 27f.
διαβάζουμε, ὅτι, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ρώτησε τοὺς Φαρισαίους ἂν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου
ἦταν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἢ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, αὐτοί: «ἐλογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ· διατί
οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ; ἀλλὰ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων; -ἐφοβοῦντο τὸν λαόν· ἅπαντες γὰρ εἶχον τὸν Ἰωάννην ὅτι προφήτης ἦν.
καὶ ἀποκριθέντες λέγουσι τῷ Ἰησοῦ· οὐκ οἴδαμεν». Βλέπουμε δηλ. τοὺς
Φαρισαίους νὰ φοβοῦνται τὸν λαό, ποὺ ἦταν ἕτοιμος νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν προφήτη
τοῦ Θεοῦ, Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, καὶ νὰ τιμωρήσει, ὅποιον τὸν ἀμφισβητήσει, ἀκόμα
καὶ τοὺς ἱεράρχες του.
Ἀλλὰ καὶ στὶς
πράξεις τῶν Ἀποστόλων (11, 2f.) διαβάζουμε: «καὶ ὅτε ἀνέβη Πέτρος εἰς Ἱεροσόλυμα, διεκρίνοντο πρὸς αὐτὸν οἱ ἐκ
περιτομῆς λέγοντες...». Ἔλεγξαν δηλ. οἱ πιστοὶ τὸν Πέτρο, γιατὶ κατὰ τὴν
γνώμη τους ἔσφαλε ὁ Ἀπόστολος, ποὺ συνῆλθε και συνέφαγε μὲ ἐθνικούς. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος
τοὺς ἐξήγησε –δὲν θύμωσε, δὲν παρεξηγήθηκε, δὲν εἶπε, ποιοὶ εἶστε ἐσεῖς, ποὺ θὰ
μὲ ἐλέγξετε– ἐκεῖνοι «ἀκούσαντες δὲ ταῦτα
ἡσύχασαν καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν».
Στὸν Ἀπόστολο τῆς
Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πάντων διαβάζουμε τὰ ἑξῆς συγκλονιστικὰ γιὰ τοὺς ἀγῶνες καὶ
τὴν ὁμολογία τῶν Προφητῶν τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν λαϊκῶν γιὰ τὴν πίστη ἀλλὰ
καὶ γιὰ τὸ ὕψιστο καθῆκον κάθε Χριστιανοῦ, τὴν ὁμολογία καὶ ὑπεράσπιση τῆς
Πίστεως. Τὰ παρακάτω λόγια τοῦ Παύλου ἀποδείχθηκαν ἀληθινὰ γιὰ κάθε περίοδο τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ δὲν διαχωρίζουν σὲ κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ἀλλὰ ἀναφέρονται
σὲ ὅλους ὡς ἕνα σῶμα:
«Οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο
δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός,
ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν
πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς
αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος
ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν
καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον,
περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι,
ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς
ὀπαῖς τῆς γῆς.
Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι» (Πρὸς Ἑβραίους, ΙΑ' 33-40).
Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι» (Πρὸς Ἑβραίους, ΙΑ' 33-40).
Γιὰ τὴν ἐποχὴ τῶν
διωγμῶν δὲν θὰ ἀναφερθεῖ ἐδῶ κάτι συγκεκριμένο· πρῶτον γιατὶ εἶναι σὲ ὅλους
γνωστὲς καὶ ἀδιαμφισβήτητες οἱ θυσίες, τὸ σθένος καὶ τὰ μαρτύρια τῶν λαϊκῶν σὲ ὁλόκληρη
τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν καὶ δεύτερον γιατὶ ἡ περιγραφὴ τῶν μαρτυρίων αὐτῶν θὰ ἀπαιτοῦσε
μόνη της ἕνα ξεχωριστὸ ὀγκῶδες βιβλίο. Αὐτὸ ὅμως ποὺ πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ εἶναι ὅτι
οἱ λαϊκοὶ δίπλα στὴν ὁμολογιακή τους στάση πάντα στήριζαν, προφύλαγαν καὶ βοηθοῦσαν
τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Χριστοῦ, Ἀπόστολους καὶ Ποιμένες, παρὰ τοὺς τεράστιους
κινδύνους ποὺ ἐλλόχευαν παντοῦ. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου, στὴν
περίπτωση τοῦ ἁγ. Πολυκάρπου, τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου κλπ.
Ἄξια ὅμως καὶ ἐπιτακτικὴ
ἀναφορᾶς εἶναι ἡ προαναφερθεῖσα στάση τῶν λαϊκῶν, δηλ. ὅταν προσπαθοῦν νὰ τοὺς ἐπιβάλλουν
ποιμένες οἱ ὁποῖοι δὲν τοὺς ἐκφράζουν δηλ. στὴν ἄρνηση νὰ τοὺς δεχτοῦν· καὶ ὅταν
διώκουν τοὺς εὐσεβεῖς ποιμένες δηλ. στὴν ὑπεράσπισή τους σὲ καιροὺς αἱρέσεων, ἀρχῆς
γενομένης μὲ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Διαβάζουμε ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου:
«Ο αυτοκράτορας τώρα Κωνσταντίνος, δυστυχώς
πιστεύει και εξορίζει τον Άγιο (σσ. Ἀθανάσιο). Ακόμα συγκροτεί σύνοδο, με συγκατάθεση του Κώνσταντος, στην Αντιόχεια
και καταδικάζει τον Άγιο. Στο θρόνο του βάζουνε τον ημιαρειανό Ευσέβιο Εμισηνό.
Αυτός όμως δεν αποδέχεται και εκλέγεται άλλος. Ο Καπαδόκης Γρηγόριος. Όταν όμως αυτός έφτασε στην Αλεξάνδρεια, ο
λαός τον περιφρόνησε. Αυτός
οργίζεται και διατάζει να μαστιγωθούν νεαρές παρθένες και ευσεβείς άνθρωποι...
Το 346 γυρίζει (ὁ Ἀθανάσιος) στην Αλεξάνδρεια. Η υποδοχή που του γίνεται είναι μεγαλειώδης, θριαμβευτική. Τον δέχεται
ο λαός του. Ένα πλήθος έξαλλο έκλαιγε και πανηγύριζε. Η Αλεξάνδρεια ξαναβρήκε
τον πνευματικό της πατέρα. Όμως και πάλι για λίγο καιρό κράτησε η γαλήνη. Ο
Κωνστάντιος, το 350, όταν έγινε μονοκράτορας και αφού πείστηκε από νέες
κατηγορίες από φίλους του Αρείου κατά του Πατριάρχη, καταδικάζει τον πρόμαχο
της Ορθοδοξίας. Και με δύο συνόδους στην Αρελάτη, το 353 και στα Μεδιόλανα το
355, καταδικάζουν τον Αθανάσιο. Και το βράδυ της 9ης Φεβρουαρίου, ενώ τελείωνε
αγρυπνία με πλήθος πιστών, ο
στρατηλάρχης Συριανός με 5000 στρατιώτες, τους επετέθηκε. Τον παρακαλούσαν να φύγει, μα εκείνος έμεινε μαζί τους... (δὲν ὑπάρχουν
λόγια νὰ περιγράψουν τὶς σφαγὲς καὶ τὰ
μαρτύρια ποὺ ἐπακολούθησαν. Ὁ λαὸς ὅμως ἔμεινε πιστὸς στὸν ποιμένα του, ὁ ὁποῖος
τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σήκωνε στὴν πλάτη του ὅλο τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ Ἀρειανισμοῦ).
Τον Ιουλιανό διαδέχεται ο Ιωβιανός. Ο στρατός τον διάλεξε για αυτοκράτορα. Και
ο Αθανάσιος ξαναγυρίζει στην Αλεξάνδρεια. Δεν παρουσιάστηκε όμως. Και δεν έζησε
και πολύ ο Ιωβιανός. Πέθανε ξαφνικά στην Γαλατία. Τον διαδέχθηκε ο Ουλεντιανός.
Αυτός κυβέρνησε την Δύση και ο αδελφός του Ουάλης την Ανατολή. Και τούτος
τάραξε την εκκλησία. Υποστήριζε τους αιρετικούς. Βγάζει διαταγή και εξορίζονται
όλοι οι κληρικοί που εξόρισε ο Κωνστάντιος. Το 365 ο έπαρχος με στρατιώτες
έρχονται να συλλάβουν τον Πατριάρχη. Οι
ορθόδοξοι φυλάνε τον πνευματικό τους σαν πατέρα τους. Και τον φυγαδεύουν κρυφά.
Κλείνεται τώρα και μένει για ένα χρονικό διάστημα στο νεκροταφείο, μέσα
στον τάφο του πατέρα του. Ο λαός
στασιάζει και τον αναζητά. Και ο Ουάλης φοβάται και τους ελευθερώνει. Και ο
Πατριάρχης και πάλι ανάμεσα στο ποίμνιο του, την 1η Φεβρουαρίου 366» (https://www.impantokratoros.gr/93B58196.el.aspx).
Καὶ ἀντὶ ὁ Ἅγιος
νὰ πεῖ στὸ ποίμνιο νὰ κάνει Οἰκονομία, ὅπως κηρύττουν οἱ ὑπερτεροῦντες σὲ ἀγάπη
σημερινοὶ Θεολόγοι καὶ ποιμένες, αὐτὸς τοὺς δίδασκε (ἂν καὶ ἡ συγκεκριμένη ἐπιστολὴ
ἀπευθύνεται σὲ μοναχοὺς, τὸ μήνυμά της κατὰ τοὺς μετέπειτα σχολιαστές, ἴσχυε γιὰ
ὁλόκληρο τὸ ποίμνιο):
«Νὰ φυλάσσετε δὲ
τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ ὅσους νομίζουν, ὅτι δὲν πιστεύουν τὰ τοῦ Ἀρείου, κοινωνοῦν
ὅμως μὲ τοὺς Ἀρειανούς. Ἰδιαιτέρως δέ, ἁρμόζει σὲ μᾶς νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία μὲ ἐκείνους ποὺ ἀποστρεφόμαστε τὸ φρόνημά τους. Ἐὰν πάλι κάποιος προσποιεῖται, ὅτι ὁμολογεῖ τὴν ὀρθὴ πίστη,
παρουσιάζεται ὅμως νὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικούς, αὐτὸν νὰ τὸν προτρέπετε νὰ ἀπέχει
ἀπὸ μία τέτοια συνήθεια. Καὶ ἐὰν μὲν συμφωνεῖ μαζί σας, νὰ τὸν ἔχετε σὰν ἀδελφό.
Ἐάν ὅμως ἐπιμένει φιλόνικα, νὰ τὸν ἀποφεύγετε. Ἐφόσον συμπεριφέρεστε μὲ
αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ διατηρήσετε τὴν πίστι σας καθαρή. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι θὰ ὠφεληθοῦν
βλέποντάς σας καὶ θὰ φοβηθοῦν, μήπως θεωρηθοῦν ὅτι εἶναι ἀσεβεῖς καὶ ἔχουν τὰ ἴδια
φρονήματα μὲ αὐτούς» (Μέγας Ἀθανάσιος, Τοῖς τόν μονήρη βίον ἀσκοῦσι….P.G.26, 1188BC, μεταγλώττιση).
Βρισκόμαστε στὸ τέλος
τοῦ 378. Ὑπακούοντας σὲ ἀπαίτηση τοῦ λαοῦ, ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς ἀνέλαβε
προσωρινὰ τὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κων/πόλεως, ἡ ὁποία ἐπισήμως καὶ μὲ τὴν
κρατικὴ ὑποστήριξη διοικοῦταν ἀπὸ Ἀρειανούς, ὡς ὅτου συγκληθεῖ μιὰ Ἐκκλησιαστικὴ
σύνοδος ποὺ θὰ ἀποκαταστήσει τὴν τάξη. Στὶς
προσπάθειές του νὰ ἀποσυρθεῖ, ὁ λαὸς τὸν ἔφερε πίσω: «Θὰ πάρεις μαζί σου τὴν
Ἁγία Τριάδα», τοῦ εἶπαν. Οἱ ὁμιλίες τοῦ Γρηγορίου ἔγιναν παντοῦ γνωστὲς καὶ
πολλοὶ πιστοί πήγαιναν στὸν ναό, στὴν «Ἁγ. Ἀναστασία» καὶ στριμωγνόνταν γιὰ νὰ
τὸν ἀκούσουν.
Πρέπει ἐδῶ νὰ
τονιστεῖ ὅτι σὲ αὐτὴ τὴν δραματικὴ κατάσταση καὶ μὲ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς μόνο ναοῦ
γιὰ ὅλη τὴν πόλη δὲν μᾶς ἔχει παραδοθεῖ καμία μαρτυρία, κανένα κήρυγμα γιὰ οἰκονομία
ἄχρι καιροῦ. Ἀντιθέτως ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω ὁ λαὸς ἐπισκεπτόταν μόνο αὐτὸν τὸν
ἕνα ναὸ καὶ ἦταν ἕτοιμος ἀκόμα καὶ τὴν ζωή του νὰ δώσει γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς
ἀληθινοὺς ποιμένες Της.
Φοβούμενοι τὴ
δημοτικότητα τοῦ Γρηγορίου, οἱ Ἀρειανοὶ κατέφυγαν στὴν βία. Τὸ Πάσχα τοῦ 379, μπῆκαν
στὸν ναὸ καὶ προέβησαν σὲ βιαιοπραγίες, σκοτώνοντας ἕναν Ἐπίσκοπο καὶ
τραυματίζοντας τὸν Γρηγόριο. Ὅταν ξέφυγε
μὲ τὴν βοήθεια τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸν ὄχλο, ὁ Γρηγόριος προδόθηκε ἀπὸ τὸν φίλο
του, Μάξιμο τὸν Κυνικό, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ χειροτονηθεῖ ὁ ἴδιος Ἐπίσκοπος Κων/πόλεως.
Σοκαρισμένος ὁ Γρηγόριος ἀποφάσισε νὰ παραιτηθεῖ, ἀλλὰ οἱ πιστοὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ παραμείνει καὶ ἔδιωξαν τὸν Μάξιμο (Ruether,
Rosemary Radford. Gregory of Nazianzus. Oxford:
1969, Oxford University Press sel. 43).
Στοὺς λόγους του ὁ ἅγ. Γρηγόριος ἐπαινεῖ μὲ τὰ ὀμορφότερα λόγια τὴν στάση αὐτὴ τοῦ ποιμνίου ὑπέρ του καὶ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας:
Λόγος μβ΄. Συντακτήριος
εἰς τὴν τῶν ρν ἐπισκόπων παρουσίαν (PG 36 σελ. 457–492):
«Τοῦτο
τὸ ποίμνιον ἦν, ὅτε μικρόν τε καὶ ἀτελὲς ἦν, ὅσον ἐπὶ τοῖς ὁρωμένοις, καὶ οὐδὲ ποίμνιον,
ἀλλὰ ποίμνης τι μικρὸν ἴχνος, ἢ λείψανον, ἀσύντακτον, καὶ ἀνεπίσκοπον, καὶ ἀόριστον,
μήτε νομὴν ἐλευθέραν ἔχον, μήτε μάνδρᾳ περιεχόμενον, πλανώμενον ἐν ὄρεσι, καὶ σπηλαίοις
καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς, ἄλλο ἀλλαχοῦ διεσπαρμένον τε καὶ διεῤῥιμμένον, ὡς ἕκαστον
ἔτυχε σκεπόμενον, ἢ νεμόμενον, καὶ διακλέπτον ἀγαπητικῶς τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν (σσ. ἐδῶ φαίνεται καὶ ἡ ἀποτείχιση τοῦ ποιμνίου
δηλ. ἡ ἄρνησή του νὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ προτίμησή του νὰ ὑποφέρει
παρὰ νὰ προδώσει τὴν πίστη του)... Τῷ ὄντι
γὰρ καὶ ἡμεῖς ἐξώσθημεν καὶ ἀπεῤῥίφημεν, καὶ ἐπὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸν διεσπάρημεν, ὡς ἐν ἐρημίᾳ ποιμένος· καὶ πονηρός
τις χειμὼν κατέσχε τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ δεινοὶ θῆρες ἐπιπεπτώκασιν, οἱ μηδὲ νῦν
μετὰ τὴν αἰθρίαν ἡμῶν φειδόμενοι».
Οἱ λαϊκοί, χωρὶς
νὰ ὑπολογίσουν τὸν ἀριθμό τους (τὸ ποίμνιον ἦν μικρόν τε καὶ ἀτελές) εἶχαν ἀποτειχισθεῖ
ἀπό τὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη Κων/πόλεως καί τὸ ὑπόλοιπο ἱερατεῖο, ἂν καὶ ἦταν «ἀσύντακτοι
καί ἀνεπίσκοποι». Δὲν εἶχαν ὅπως φαίνεται, ναοὺς καὶ λειτουργικὴ ζωή, ἀντιθέτως
διέφευγαν στὶς σπηλιές, στὰ βουνὰ καὶ στὰ ὄρη καὶ ὑφίσταντο διωγμοὺς καὶ καταπιέσεις
προκειμένου νὰ μὴν ὑποκύψουν στὴν αἵρεση. Γίνεται ξεκάθαρο ὅμως ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ
Ἁγίου, ὅτι Οἰκονομίες –λόγῳ τῶν ἀφάνταστων σὲ σχέση μὲ σήμερα δυσκολιῶν– δὲν εἶχαν
προταθεῖ οὔτε κατὰ διάνοια (μᾶλλον οἱ σημερινοὶ ποιμένες/λέοντες εἶναι ἀνώτεροι
τοῦ ἁγ. Γρηγορίου). Γι΄ αὐτὸ τὸν λόγο ὅταν μετατράπηκε τὸ ἑτοιμόρροπο οἴκημα σὲ
ναὸ τῆς ἁγ. Ἀναστασίας, οἱ ἀποτειχισμένοι πιστοὶ ἔβρισκαν πιὰ ἐκεῖ αὐτὸ ποὺ τόσο
καιρὸ τοὺς εἶχε λείψει. Παράλληλα ὑποστήριζαν μὲ κάθε τρόπο τὸν ποιμένα τους. Δικαίως
πανηγυρίζει στὸν ἴδιο λόγο ὁ ἅγ. Γρηγόριος:
«Χαίροις, Ἀναστασία
μοι τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμε... Σύ τε ὁ
μέγας ναὸς οὗτος καὶ περιβόητος, ἡ νέα κληρονομία... Χαίρετε, οἶκοι φιλόξενοι καὶ φιλόχριστοι, καὶ τῆς ἐμῆς ἀσθενείας ἀντιλήπτορες.
Χαίρετε, τῶν ἐμῶν λόγων ἐρασταί, καὶ δρόμοι, καὶ συνδρομαί, καὶ γραφίδες φανεραὶ
καὶ λανθάνουσαι, καὶ ἡ βιαζομένη κιγκλίς, αὕτη τοῖς περὶ τὸν λόγον ὠθιζομένοις...
Χαῖρέ μοι, ὦ Τριάς, τὸ ἐμὸν μελέτημα καὶ καλλώπισμα· καὶ σώζοιο τοῖσδε, καὶ σώζοις τούσδε, τὸν ἐμὸν λαόν».
Καὶ στὸν Λόγο
λστ΄. Εἰς ἑαυτόν, καὶ πρὸς τοὺς λέγοντας ἐπιθυμεῖν αὐτὸν τῆς καθέδρας
Κωνσταντινουπόλεως, καὶ εἰς τὴν τοῦ λαοῦ προθυμίαν, ἣν ἐπεδείξαντο εἰς αὐτόν:
«Ὢ τῆς
θαυμασίας ἁλύσεως, ἣν πλήκει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον δεσμοῖς ἀλύτοις συνηρτισμένην... Οὔτε πρῶτος ὑμῖν τὸν τῆς ὀρθοδοξίας
λόγον ἐκήρυξα, οὗ μάλιστα περιέχεσθε, ἴχνεσι δὲ ἀλλοτρίοις ἐπηκολούθησα, καὶ
τούτοις ὑμετέροις· εἰρήσεται γὰρ τἀληθές· εἴπερ
ὑμεῖς Ἀλεξάνδρου μαθηταὶ τοῦ πάνυ, τοῦ μεγάλου τῆς Τριάδος ἀγωνιστοῦ τε καὶ
κήρυκος, καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ τὴν ἀσέβειαν ἐξορίσαντος... Ὑμεῖς γένεσθέ μοι, φησὶν ὁ Παῦλος, δόξα, καὶ χαρά, καὶ καυχήσεως
στέφανος· ὑμεῖς ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν (ἐδῶ φαίνεται ἡ συμφωνία
τοῦ Ἁγίου μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο. Καὶ οἱ δύο ὑμνοῦν τὶς ἀλυσίδες τοῦ
Παύλου)... Πρῶτον μέν, ἐὰν τὴν εἰς
Πατέρα, καὶ Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα ὁμολογίαν
ἀκλινῆ καὶ βεβαίαν φυλάττητε, μηδὲν προστιθέντες, μηδὲ ἀφαιροῦντες, μηδὲ
σμικρύνοντες τῆς μιᾶς Θεότητος».
Τί ὑπέροχα λόγια
πράγματι! Τί ὑπέροχος ἔπαινος γιὰ τὸ ἀγωνιζόμενο μικρὸ ποίμνιο ποὺ δέχθηκε καὶ
στήριξε τὸν Ἅγιο, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς εὐσεβεῖς ἱερεῖς, μὴ ἀναλογιζόμενο τὸ
κόστος, ἐνῶ παράλληλα ἀρνήθηκε τοὺς αἱρετικούς! Ποιός ποιμένας σήμερα στηρίζει
τὸ ἀγωνιζόμενο ποίμνιο μὲ τέτοια λόγια; Ποιός ἐπιδοκιμάζει τὴν ἐλεγκτική του στάση
ἀκόμα καὶ ἂν τὸν ἐνοχλεῖ; Ποιός εὐλογεῖ τὴν ἁλυσίδα καὶ καταδικάζει τὴν σωτηρία
του; Ἀντιθέτως οἱ σημερινοὶ ποιμένες αὐτοεπαινοῦνται καὶ μιλοῦν μόνο γιὰ ὑπομονὴ
ἄχρι καιροῦ, γιὰ μία κακῶς ἐννοούμενη ὑπακοὴ καὶ βαρυγκομοῦν, γιατὶ τὸ ποίμνιο
«τολμάει» νὰ τοὺς ἐλέγχει.
Στὴν Ἀντιόχεια συνέβησαν τὰ ἴδια. Μετὰ τὴν παράνομη ἐκθρόνηση τοῦ ὀρθόδοξου
ἐπισκόπου Ἀντιοχείας Εὐσταθίου, πέτυχαν οἱ Ἀρειανόφρονες νὰ ἐκλεγοῦν ὁμόδοξοί
τους αἱρετικοὶ στὴν Ἀντιόχεια μὲ ἐπίσκοπο τὸν Εὐνόμιο. Ἀλλὰ τὸ ποίμνιο δὲν τοὺς
ἀποδέχθηκε καὶ ἀποτειχίσθηκε, ἐνῶ παράλληλα ἔμεινε πιστὸ στὸν ὀρθόδοξο ποιμένα
τους Εὐστάθιο, ἐξ οὗ καὶ πῆραν καὶ τὸ ὄνομα: «Πάντες δέ (σ.σ.: οἱ διάδοχοι τοῦ Εὐσταθίου) τὴν Ἀρείου λώβην εἰς κόρον ἦσαν ἐκπεπτωκότες, κἂν κρύφα ταύτην
περιθάλποντες ἦσαν. Ὧν δὴ χάριν καὶ πολλοὶ τῶν ἐν κλήρῳ καὶ ἱερωσύνῃ, καὶ τῶν ἄλλως
ἐχόντων, ὅμως δ’ εὐσεβεῖν ᾐρημένων ὀρθῶς, τὰς ἐπ’ ἐκκλησίας καταλελοιπότες
συνάξεις, καθ’ ἑαυτοὺς συνηθροίζοντο. Καὶ Εὐσταθιανοὶ τὸ ὄνομα εἶχον» (P.G.
146, 181Α). Ὅπως μᾶς διηγεῖται μάλιστα ὁ Νικηφόρος
Κάλλιστος (ἐδῶ)
οἱ Ὀρθόδοξοι ὅλοι, ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, διέκοψαν κάθε σχέση μὲ τοὺς αἱρετικούς,
ἀκόμα καὶ τὸν ἁπλὸ χαιρετισμό! Ὁ Εὐνόμιος ἔμεινε μόνος στὸ Ἐπισκοπεῖο, καὶ κανεὶς
δὲν τὸν ἐπισκεπτόταν, οὔτε τοῦ μιλοῦσε!
«Ὡς γὰρ οἱ τῆς Ἀρείου
συμμορίας ὅλας τὰς ἐκκλησίας τῶν ποιμένων γυμνώσαντες, καὶ ἐπὶ Σαμόσατα ἕτερον ἀντ’
Εὐσταθίου, Εὐνόμιον ὄνομα ἀντεισήγαγον· οὐδεὶς τῶν ἁπάντων, οὐ πένης, οὐ
πλούσιος, οὐ νέος, οὐ πρεσβύτης, ἁπλῶς οὐδεὶς φάναι εἰς τὴν ἐκκλησίαν εἰσῄει, ὥσπερ
ἦν ἔθος· μόνος δ’ ἐκεῖνος τῷ ἐπισκοπείῳ διῆγεν, οὐδενὸς αὐτὸν οὐθ’ ὁρῶντος, οὔτε
τὸ παράπαν λόγον μεταδιδόντος. Καίτοι φασὶν αὐτὸν ἄλλως ἐπιεικῆ τε ὄντα καὶ
μέτριον· καὶ τοῦτο παρίστησιν».
Καὶ ὅταν κάποτε πῆγε στὰ Σαμόσατα καὶ κατὰ τὴν τότε συνήθεια, ἐπισκέφθηκε τὸ
δημόσιο λουτρὸ, οἱ ὑπηρέτες ἔκλεισαν τὶς πόρτες, ἔμαθε ὅτι ἔξω ὑπῆρχε ἕνα πλῆθος
ἀνθρώπων καὶ πρόσταξε τοὺς ὑπηρέτες νὰ ἀνοίξουν τὶς πόρτες, ὥστε ὅποιος θέλει νὰ
χρησιμοποιήσει τὸ λουτρό. Καὶ ἐπειδὴ κάποιοι μπῆκαν μέσα τοὺς προέτρεπε νὰ μποῦν
κι αὐτοὶ στὰ λουτρά. Ἀφοῦ ὅμως οἱ εἰσελθόντες παρέμεναν ἐν σιγῇ χωρὶς νὰ
μπαίνουν στὰ λουτρά, θεώρησε τὴν στάση αὐτὴ ὡς στάση σεβασμοῦ στὸ πρόσωπό του,
γρήγορα ἔφυγε ἀπὸ τὸ λουτρό. Αὐτοὶ ὅμως (ὅταν ἔφυγε) ἐπειδὴ θεώρησαν, ὅτι ἂν
χρησιμοποιοῦσαν τὸ ἴδιο νερὸ γιὰ τὸ λουτρό τους, ἦταν σὰ νὰ συμμετεῖχαν στὸ μολυσμὸ
τῆς αἱρέσεως, ἔχυσαν τὸ νερὸ στοὺς ὑπονόμους καὶ πῆραν τὸ λουτρό τους, ἀφοῦ
γέμισαν τὰ λουτρὰ μὲ ἄλλο νερό!
«Ἐπειδὴ γὰρ εἰς δημόσιον ἦκε
λουτρόν, τῶν οἰκετῶν ἐγκλεισαμένων τὰς θύρας, πλῆθος πρὸ τῶν θυρῶν ἐστάναι
μαθών, τοῖς οἰκέταις αὖθις ἀναπετάσαι τὰς θύρας τοῦ βαλανίου ἐνεκελεύετο, καὶ ἀδεὼς
τοῦ λουτροῦ κοινωνεῖν τῷ βουλομένῳ ἐπέτρεπε. Τὸ ἴσον δὲ καὶ ἐν τοῖς θόλοις ἔνδον
ἐποίει. Ἐπεὶ δ’ εἰσῄεσάν τινες καὶ κύκλῳ εἰστήκεσαν, συμμετέχειν τῶν θερμῶν ὑδάτων
προὐτρέπετο. Ὡς δ’ ἱστάμενοι καὶ ἔτι σιγὴν ἤσκουν, τιμὴν τὴν στᾶσιν ὑπολαβών, θᾶττον
καταλιπὼν τὸ θερμόν, ἀπηλλάττετο. Οἱ δὲ συμμετασχεῖν τὸ ὕδωρ τοῦ τῆς αἱρέσεως ἄγους
νομίσαντες, ἐκεῖνο μὲν τοῖς ὑπονόμοις ἐξέχεον· ἕτερον δὲ κεράσαντες, ἀπελούοντο».
Ὅταν αὐτὸ τὸ ἔμαθε ὁ Εὐνόμιος, ἀμέσως ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ ἐπέστρεψε «σπίτι»
του! Διότι θεώρησε ἄσκοπο καὶ ἀνόητο νὰ παραμένει σὲ μιὰ πόλη, ποὺ ὅλοι εἶναι ἐναντίον
του!
«Ὁ δὴ μαθὼν ὁ Εὐνόμιος, εὐθὺς
τὴν πόλιν λιπών, οἴκαδε ἴετο· λίαν γὰρ ἀνόητον ᾤετο πόλει δυσμενῶς ἐχούσῃ κοινῶς
παραμένειν αἱρεῖσθαι. Καὶ οὕτω μὲν ἐκεῖνος ἐκὼν ἀπεχώρει Σαμοσάτων» (Νικηφόρος Κάλλιστος, P.G. 146, 633BD).
Οἱ Ἀρειανοὶ τοποθέτησαν καὶ στὰ Σαμόσατα δικό τους Ἐπίσκοπον, «Λούκιον ὄνομα, λύκον ὄντως καὶ οὐ ποιμένα.
Τά γε μὴν πρόβατα, καίπερ ποιμένα μὴ ἔχοντες, ὅμως τὰ ποιμένων ἔδρων, ἄσυλον
διατηροῦντες τὸ δόγμα τῆς πίστεως» (ὅπ. παρ., P.G. 146, 633D636ΑΒ).
Οἱ πιστοὶ δηλ., ὅπως καὶ μὲ τὸν Εὐνόμιο, διαπιστώνοντας ὅτι ὁ ποιμένας ποὺ
τοὺς διόρισαν ἦταν ψευδοποιμένας, λύκος ἀντὶ ποιμήν, καὶ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι
διώχθηκαν, δὲν περίμεναν τὴν ἀπόφαση κάποιας Συνόδου, ἢ τὴν ἐντολὴ κάποιας
συνάξεως, ἀλλὰ ἔπραξαν αὐτοὶ ἐκεῖνα ποὺ ἔπρεπε νὰ πράξει ὁ κάθε ποιμένας· μάλιστα
φάνηκαν αὐστηρότεροι, ὅπως θὰ δοῦμε ἀπὸ τὸ παρακάτω συμβάν.
Κάποια μέρα, καὶ ἐνῶ τὰ παιδιὰ ἔπαιζαν πετώντας μιὰ σφαῖρα τὰ μὲν πρὸς τὰ
δέ, περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Λούκιος. Καὶ συνέβη ἡ σφαῖρα νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ
χέρια ἑνὸς παιδιοῦ καὶ νὰ περάσει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῆς ἡμιόνου στὴν ὁποία
καθόταν ὁ ἐπίσκοπος Λούκιος. Καὶ τὰ παιδιὰ «ἀνωλόλυξαν», φώναξαν ἔντρομα, γιατί
περνώντας κάτω ἀπὸ τὸ ζῶο τοῦ αἱρετικοῦ, πίστεψαν ὅτι μολύνθηκε!
Αὐτός, μὴ κατανοώντας τὴν συμπεριφορὰ τῶν παιδιῶν, εἶπε σὲ ἕνα ἀκόλουθό του
νὰ παραμείνει στὸ χῶρο καὶ νὰ μάθει γιατὶ φέρθηκαν ἔτσι τὰ παιδιά. Καὶ (εἶδε ὁ ἀκόλουθος)
ὅτι τὰ παιδιὰ ἄναψαν φωτιὰ καὶ ἔρριξαν τὴν σφαῖρα πάνω της, θέλοντας νὰ τὴν ἀπολυμάνουν-«καθαρίσουν»
ἀπὸ τὸ μολυσμὸ (ποὺ πῆρε περνώντας κάτω ἀπὸ τὴν ἡμίονο τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου).
Καὶ ἐπιλέγει ὁ Θεοδώρητος (ἀπὸ τὸν ὁποῖον δανείστηκε τὸ περιστατικὸ ὁ
Νικηφόρος): Εἶναι βέβαια παιδικὴ ἡ ἀντίδραση, ἀλλὰ δείχνει πόση ἀποστροφὴ εἶχαν
οἱ κάτοικοι Σαμοσάτων, πρὸς τοὺς Ἀρειανόφρονες, ποὺ διέστρεφαν τὸ Δόγμα τῆς
Πίστεως:
«Καὶ μειρακιῶδες μὲν ἴσως τοῦτο·
ὅμως ἱκανόν ἐστι δεῖξαι ὅσον ἡ πόλις αὕτη ἔντροφον εἶχε τὸ μῖσος πρὸς τοὺς τὸ
δόγμα τῆς πίστεως ᾑρημένους παραχαράττειν» (ὅπ. παρ.,
P.G. 146, 636ΑΒ).
Σὲ αὐτὸ τὸ χαριτωμένο παράδειγμα φαίνεται πόσο κατηχημένο ἦταν τὸ ποίμνιο ἀκόμα
καὶ τὰ μικρὰ παιδιά. Σήμερα οἱ «εἰδικοί» λένε, ὅτι δὲν ὑπάρχει μολυσμός και
χρειάζεται οἰκονομία. Ἔτσι τὰ παιδιὰ τῶν Σαμοσάτων, τῶν ὁποίων τὴν συμπεριφορὰ ἡ
ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία διέσωσε ὡς παράδειγμα, ἐμφανίζονται ὑψηλότερα ἀπὸ τοὺς
σημερινούς δοκισήσοφους.
Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἐκδίωξε ἀπὸ τὴν ἐπισκοπὴ τῶν Ἐδεσσηνῶν τὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο
Βάρσην, ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος «τὰς τῆς ἀρετῆς ἀπήστραπτε λαμπηδόνας» (Νικηφόρος
Κάλλιστος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία,P.G. 146, 636D), καὶ στὴ θέση του
τοποθέτησε κάποιον ἀρειανόφρονα ποὺ ἦταν καὶ πάλι Λύκος!
Μολις τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν ἔμαθε τὸ συμβᾶν καὶ τὸν διωγμὸ τοῦ εὐσεβοῦς (νὰ
πῶς ἀναγνωρίζεται ἡ εὐσέβεια, μὲ τὸν διωγμό καὶ ὄχι μὲ χαρτοπόλεμο) ὀρθοδόξου ἐπισκόπου
ἀντέδρασε μὲ σφοδρότητα καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἔρθει σὲ κοινωνία μὲ τὸν προβατόσχημο
λύκο καὶ ψευδεπίσκοπο Λύκο. Γι’ αὐτὸ ΟΛΟΙ βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ
συγκεντρώθηκαν σὲ ἕναν εὐκτήριο οἶκο ἀφιερωμένο στὸν ἀπόστολο Θωμᾶ.
Καὶ ὁ βασιλιᾶς Οὐάλης ἔδωσε ἐντολὴ στὸν ἔπαρχο Μόδεστο νὰ ἐκδιώξει μὲ
στρατιωτικὴ ἐπιχείρηση τὸ πλῆθος ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, κάνοντας χρήση ἀκόμα καὶ
τῶν σπαθιῶν! Ὁ Μόδεστος ἑτοιμάστηκε νὰ πραγματοποιήσει τὴν διαταγή. Ἀλλ’ ὅμως τὴν
προηγούμενη ἡμέρα (γιὰ ἀδιευκρίνιστους λόγους) εἰδοποίησε κρυφὰ τοὺς Ἐδεσσηνοὺς νὰ μὴν
προσέλθουν στὸ μέρος ποὺ ἔκαναν τὶς συναθροίσεις τους καὶ νὰ προφυλαχτοῦν γιατὶ
ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἔχει δώσει ἐντολή, ὅσοι εὑρεθοῦν ἐκεῖ νὰ τιμωρηθοῦν (ὅπ.
παρ. 637Β).
Ὅμως οἱ Ἐδεσσηνοὶ ὀρθόδοξοι πιστοί, ὄχι μόνον ἀγνόησαν τὶς ἀπειλές, ἀλλὰ
πρωΐ-πρωῒ μετέβησαν μὲ μεγαλύτερη προθυμία στὸν καθορισμένο τόπο τῆς συνάξεως
πραγματοποιώντας τὰ λατρευτικά τους καθήκοντα.
«Ἐδεσσηνοὶ μέντοι ἐν δευτέρῳ
θέμενοι τὰς ἀπειλάς, ἅμα ἕῳ πρόθυμοι μᾶλλον ἢ πρότερον ἐπὶ τὸν τόπον ἐχώρουν,
καὶ τὸ εἰωθὸς ἔπραττον» (ὅπ. παρ. 637C).
Ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος μᾶς διηγεῖται τὸ ἑξῆς σχετικὸ μὲ τὰ γεγονότα
συγκινητικὸ περιστατικό. Ὁ Μόδεστος, πηγαίνοντας μὲ στρατιωτικὸ ἄγημα στὸ μέρος
ποὺ ἦσαν συγκεντρωμένοι οἱ Χριστιανοί, συνάντησε μιὰ γυναῖκα ποὺ μὲ τὸ βρέφος
της πήγαινε στὴν συνάθροιση τῶν πιστῶν. Διέταξε νὰ τὴν συλλάβουν καὶ ζητοῦσε νὰ
μάθει, ποῦ πηγαίνει ἔτσι βιαστικά. Αὐτὴ ἀπάντησε:
«Ἐπὶ τὸ πεδίον ἔνθα οἱ τῆς εὐσεβείας
θεράποντες».
Καὶ συνέχισε· γνωρίζω καλὰ τὰ κακὰ ποὺ μᾶς ἑτοιμάζετε καὶ τρέχω νὰ προλάβω
κι ἐγὼ νὰ ἀξιωθῶ νὰ πάθω τὰ ἴδια, γιὰ νὰ μὴ χάσω τὴν δόξα ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς
(σ’ ὅσους παραμένουν πιστοὶ στὶς Ἐντολές Του, μὴ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς αἱρετικούς):
«…καὶ σπεύδω καὶ αὐτὴ τῶν ἴσων
ἐκείνοις ἀξιωθῆναι γερῶν, ἵνα μὴ κατόπιν δρόμου γεγενημένη τῆς παρὰ Θεῷ δόξης ἁμάρτω»!
Καὶ ὁ ἔπαρχος ρώτησε· γιατὶ σέρνεις μαζί σου καὶ τὸ βρέφος; Κι αὐτὴ ἀπάντησε:
«Ἵνα καὶ αὐτὸ τῆς ἴσης ἀξιωθήσεται τιμῆς, μετασχὸν τῶν παθῶν»! (ὅπ. παρ.
637D).
Καὶ ὁ Μόδεστος μένοντας ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν ἀνδρεία ἀπάντηση, τὴν αὐταπάρνηση
καὶ τὴν γενναιότητα τῆς γυναίκας καὶ συμπεραίνοντας ὅτι, ἂν μιὰ γυναῖκα εἶχε
τέτοια ἀνδρεία στάση, πόσο μᾶλλον ἦταν ἀποφασισμένοι καὶ πρόθυμοι νὰ πάθουν ὁτιδήποτε
γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ οἱ ὑπόλοιποι πιστοί, ἐπέστρεψε στὰ βασίλεια. Συναντήθηκε μὲ τὸν
αὐτοκράτορα Οὐάλη καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσει νὰ μὴν πραγματοποιήσει τὴν
διωκτικὴ τῶν Χριστιανῶν ἀπειλή (ὅπ. παρ. 637-640).
Ὁ Οὐάλης ὅμως δὲν πείστηκε, ἀλλὰ διέταξε νὰ συλληφθοῦν οἱ «ἡγούμενοι τοῦ πλήθους», ἐκτὸς ἐάν «τῶ λύκῳ καὶ οὐ ποιμένι» κοινωνήσουν. Διαφορετικὰ
θὰ τοὺς τιμωροῦσε μὲ διωγμὸ καὶ ἐξορία (ὅπ. παρ. 640Α).
Ὁ ἔπαρχος συγκέντρωσε τοὺς πιστοὺς καὶ προσπαθοῦσε νὰ τοὺς πείσει νὰ ὑπακούσουν.
Αὐτοὶ τὸν ἄκουγαν ἐν σιωπῇ καὶ δὲν ἀπαντοῦσαν, ἀφήνοντας τὴν πρωτοβουλία τῆς ἀπαντήσεως
στὸν Ἐπίσκοπό τους Εὐλόγιο, ποὺ ἦταν «ἀνὴρ
βίῳ καὶ λόγῳ τὸ ἀξιέπαινον ἔχων» (ὅπ. παρ. 640Β).
Τότε ὁ ἔπαρχος ἐστράφη πρὸς τὸν Εὐλόγιο καὶ διελέγετο μὲ αὐτόν. Κι ὅταν τὸν
ρώτησε ἂν θὰ κοινωνήσει μὲ ἐκείνους τοὺς ἐπισκόπους ποὺ ὁ αὐτοκράτορας
διατάσσει, ὁ Εὐλόγιος ἀπάντησε ὅτι ἀκολουθεῖ τοὺς «καλοὺς ποιμένες» κι ὄχι τοὺς
αἱρετικοὺς ποὺ προσφέρουν μολυσμένη καὶ δηλητηριώδη τροφή:
«Ἀλλ’ ἐγὼ καὶ ποιμένας οὐκ ἄμοιρος· οὗ
τῆς φωνῆς ὡς γνησίας ἐπῃσθημένος, καὶ τοῖς ἐκείνου δόγμασι ἕπομαι· καὶ οὐ χρή
μοι τῆς τοιαύτης νοσερᾶς πόας καὶ θανασίμου» (ὅπ. παρ. 640CD).
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια ἔγινε ἔξαλλος ἀπὸ θυμὸ ὁ ἔπαρχος καὶ συνέλαβε καὶ ἐξόρισε
ὀγδόντα πιστούς, ἐκείνους ποὺ ἦσαν οἱ ἐξέχοντες καὶ «τὰ στηρίγματα» τῶν πιστῶν
μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸν Εὐλόγιο (P.G. 146, 641Α).
Ἡ ἀληθινὴ ὁμολογία δηλ. πληρώνεται πάντα ἀκριβά, τὸ τίμημά της εἶναι ὑψηλό.
Σήμερα ἔχουμε τὸ παράδοξο τῆς «ὁμολογίας» γραφείων αἱρέσεων μὲ παράσημα καὶ ἐπαίνους,
τῶν ἡμερίδων καὶ τῶν συνεδρίων σὲ πανάκριβα ξενοδοχεῖα.
Ὅταν ὁ Πατριάρχης
Κων/πόλεως Τιμόθεος (511-518), ἐπιχείρησε νὰ γράψει στὰ Δίπτυχα τὸ ὄνομα τοῦ αἱρετικοῦ
Σεβήρου, ὁ λαὸς ἀποτειχίστηκε καὶ πλήρωσε μάλιστα μὲ αἷμα τὴν ὁμολογία του αὐτή·
«Σεβήρου γὰρ τὴν κοινωνίαν πάντες οἱ ὀρθόδοξοι
ἔφυγον, μάλιστα οἱ Μοναχοί, οὓς μετὰ πλήθους ἀγροικικοῦ [ὁ Σεβῆρος] τιμωρῶν πολλοὺς ἐφόνευσε». Σημειωτέον ἐδῶ
εἶναι ὅτι ὁ Τιμόθεος δὲν κήρυττε αἵρεση ἀλλὰ τὴν ὑποστήριξε μὲ μνημόνευση τοῦ αἱρετικοῦ
(Θεοφάνους Χρονογραφία, ἔτος 6005, P.G. 108, 369B).
Τὴν ἴδια στάση καὶ
συμπεριφορὰ τοῦ ποιμνίου συναντοῦμε καὶ στὸν βίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου,
ὅπως τὸν συνέγραψε ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστής:
Ἡ αὐτοκράτειρα Εὐδοξία
ἐνοχλημένη ἀπὸ τὸν ἔλεγχο καὶ τὰ κηρύγματα τοῦ Ἁγίου κινεῖ ἐναντίον του κληρικοὺς
καὶ λαϊκούς. Οἱ θερμότεροι ὅμως ἀκόλουθοί της ἦταν ὁ πατριάρχης Θεόφιλος Ἀλεξανδρείας
καὶ οἱ Ἀντιοχειανοὶ ἐπίσκοποι, Ἀκάκιος Βερροίας, Ἀντίοχος Πτολεμαΐδος, καὶ ὁ
Σεβηριανός Γαβάλων. Γιὰ τὸν Θεόφιλο καὶ τὸν χαρακτῆρα του ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ
καὶ τὸ ἑξῆς περιστατικό, ποὺ πάλι δείχνει τὸ φρόνημα τῶν λαϊκῶν:
Ὁ Θεόφιλος
γνώριζε τέσσερις εὐσεβεῖς μοναχούς, γνωστούς ὡς Μακρούς, τὸν Διόσκορος, τὸν Ἀμμώνιο,
τὸν Εὐσέβιο καὶ τὸν Εὐθύμιο. Καὶ ἐνῶ στὴν ἀρχὴ εἶχαν ἄριστες σχέσεις, μετὰ ὁ
Θεόφιλος κινούμενος ἀπὸ φιλαργυρία καὶ ἀπληστία κατηγόρησε τοὺς μοναχοὺς γιὰ
κακοδοξία καὶ διέταξε τὴν καταδίκη τους. Ἀκολούθησε ὁ διωγμὸς τῶν μοναχῶν καὶ ἡ
καταστροφὴ τῆς μονῆς τους. Οἱ ἴδιοι ξέφυγαν γιατὶ κρύφτηκαν στὸ φρέαρ τῆς μονῆς.
Μόλις πέρασε ὁ κίνδυνος ἦλθαν γυμνοὶ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Μόλις τοὺς εἶδε ο λαός ποὺ γνώριζε τὴν εὐσέβειά τους ξεσηκώθηκε καὶ
προέβηκε σὲ βανδαλισμούς, ἀπαιτώντας τὴν ἔκδοση καὶ δίκη τοῦ (σημειωτέον ἐπισκόπου
τους) Θεοφίλου. Ἐκεῖνος κρύφτηκε φοβούμενος τὴν ὀργὴ τοῦ λαοῦ. Οἱ μοναχοὶ
ψάχνοντας μάταια τὸ δίκιο τους ἔφτασαν μετὰ ἀπὸ μεγάλη περιπλάνηση στὴν Κων/πολη.
Ἀφοῦ διηγήθηκαν τὰ πάθη τους στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, αὐτὸς τοὺς ἐπέτρεψε
νὰ μείνουν στὸν ναὸ τῆς ἁγ. Ἀναστασίας χωρὶς ὅμως νὰ συμμετέχουν στὰ ἄχραντα
Μυστήρια πρὶν κριθοῦν ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο.
Αὐτὸς ἦταν ὁ
διώκτης καὶ κατήγορος τοῦ Χρυσοστόμου Θεόφιλος. Ὑπὸ τὴν προεδρεία του στὴν
ψευτοσύνοδο τῆς Δρυὸς (403) καταδικάστηκε ὁ Ἅγιος, καθαιρέθηκε καὶ ἀπελάθηκε ἀπὸ τὴν Πόλη. Τότε ξεσηκώθηκε ὁ λαὸς ὑπὲρ τοῦ Χρυσοστόμου μὲ διαμαρτυρίες πρὸς τὸν αὐτοκράτορα
ἐναντίον τοῦ Θεοφίλου. Αὐτὸς ὅμως ἀποφάσισε τὴν βίαιη καταστολὴ τῶν ἀντιδράσεων.
Ὁ Ἅγιος ὅμως δέχθηκε νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν Πόλη μέσα στὴν νύχτα γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ
μεγαλύτερο κακὸ στὸν λαό.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ἐπανῆλθε
στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο (βλ. καὶ Σωκράτης, Ἐκκλ. Ἱστορία 6, 15f. καὶ Σωζομενός, Ἐκκλ. Ἱστορία 8,17f.) μετὰ τὴν
ἀντίδραση τοῦ Ἰννοκέντιου Α΄ πάπα Ρώμης, ποὺ ἀποδοκίμασε τὴν ἀπόφαση τῆς
ψευτοσυνόδου τῆς Δρυὸς καί, θεωρώντας την ἄκυρη, διέκοψε τὴν κοινωνία μὲ τὶς ἐκκλησίες
ποὺ δέχθηκαν τὴν ἀπόφαση. Φόβο ὅμως
προκάλεσε στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ καὶ στοὺς ἐπισκόπους ἡ ἀντίδραση τοῦ λαοῦ,
καὶ συνάμα ἑνὸς σεισμοῦ ποὺ συνέβη, ἐνῶ ὁ Ἅγιος ταξίδευε γιὰ τὴν ἐξορία. Ὑπὸ τὴν
πίεση τοῦ λαοῦ δέχθηκε ὁ ἅγιος νὰ ξανακαθήσει στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο ὄχι ὅμως γιὰ
πολύ. Τὸ Πάσχα τοῦ 404, τὸ βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου μετὰ ἀπὸ ψευδὴ καταγγελία
πάλι τοῦ Θεοφίλου στὸν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο, οἱ στρατιῶτες του μὲ ἀρχηγὸ τοὸν
Λούκιο ἐπιτέθηκαν τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας στὸ πλῆθος, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἐλάμβανε
μέρος σύναξη ὀπαδῶν τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀκολούθησαν ἀπίστευτες βαρβαρότητες καὶ
χύθηκε αἷμα. Οἱ ὑπερασπιστὲς τοῦ Ἰωάννη, ἀποκλήθηκαν Ἰωαννῖται (Steven Runciman
(2005). Η Βυζαντινή Θεοκρατία. Εκδόσεις Δόμος, σελ. 41) Ὁ Ἅγιος τέθηκε ἀμέσως σὲ
αὐστηρὸ περιορισμὸ καὶ τοῦ ἀπαγορεύθηκε κάθε ἐπικοινωνία μὲ τὸν λαό, ὁ ὁποῖος ἀντέδρασε μὲ μία ἐντυπωσιακὴ σὲ ἔκταση
ἀποχὴ ἀπὸ τοὺς ναοὺς τῆς Κων/πόλεως καὶ με συνάξεις ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη στὰ δάση. Οἱ
Ἰωαvvῖτες τότε ὑπέστησαν ποικίλες διώξεις, ἐνῶ ὁ ἅγιος ξαναεξορίστηκε στὴν
Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας (9 'Ιουνίου 404) ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ τὶς στερήσεις καὶ τὶς
κακουχίες.
Ἡ στάση καὶ ἡ ὑποστήριξη
τοῦ λαοῦ ἐπαινεῖται ἀπὸ τὸν Ἅγιο στὸν λόγο ποὺ ἔβγαλε πρὶν τὴν ἐξορία του:
«Αὔριο θὰ βγῶ μαζί σας στὴ Λιτανεία. Ὅπου εἶμαι ἐγώ, ἐκεῖ εἶστε κι ἐσεῖς. Εἴμαστε ἕνα σῶμα· οὔτε χωρίζεται τὸ
σῶμα ἀπὸ τὴν κεφαλή, οὔτε ἡ κεφαλὴ ἀπὸ τὸ σῶμα. Μπορεῖ νὰ εἴμαστε
χωρισμένοι τοπικά, ἀλλὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μέσῳ τῆς ἀγάπης· ἀκόμα καὶ ὁ θάνατος δὲν
μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει. Διότι κἂν πεθάνει τὸ σῶμα μου, ἡ ψυχή μου ζεῖ καὶ θυμᾶται
τὸν λαό.
Εἴσαστε γιὰ μένα
πατέρες· Πῶς μπορῶ νὰ σᾶς ξεχάσω; Εἴσαστε γιὰ μένα πατέρες, εἴσαστε ζωή, εἴσαστε
εὐδοκίμηση. Ἐὰν ἐσεῖς προκόψετε, ἐγὼ εὐδοκιμῶ· ὥστε γιὰ μένα ὁ πλοῦτος ποὺ ἐναπόθειται
στὸν θησαυρό σας σημαίνει ζωή. Ἐγὼ εἶμαι
ἕτοιμος χίλιες φορὲς νὰ σφαγιασθῶ γιὰ ἐσᾶς (καὶ μὲ αὐτὸ δὲν σᾶς κάνω χάρη, ἀλλὰ
ἐκπληρώνω τὸ καθῆκον μου· διότι ὁ καλὸς ποιμὴν δίνει τὴν ζωή του γιὰ τὰ
πρόβατα), ναί, νὰ σφαγιασθῶ χίλιες φορὲς καὶ νὰ χάσω χίλιες φορὲς τὴν
κεφαλή μου. Ἕνας τέτοιος θάνατος σημαίνει γιὰ μένα ὑπόθεση ἀθανασίας, τέτοια
χτυπήματα σημαίνουν γιὰ μένα ἀφορμὴ ἀσφαλείας... Καὶ τί ἔγινε, ποὺ θὰ ὑποφέρω γιὰ ἐσᾶς; Γιὰ μένα εἶστε συμπολῖτες, εἶστε
πατέρες, εἶστε ἀδελφοί, εἶστε παιδιά, εἶστε μέλη τοῦ σώματός μου, εἶστε φῶς καὶ
μάλιστα γλυκύτερο ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου. Γιατὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ δώσει ἡ
ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου, αὐτὸ ποὺ δίνει ἡ ἀγάπη
σας; Ἡ ἀκτῖνα μὲ βοηθάει στὸν παρόντα βίο, ἡ ἀγάπη σας ὅμως μοῦ πλέκει
στέφανο στὸν μέλλοντα. Αὐτὰ τὰ λέω σὲ αὐτιὰ
ἀνθρώπων ποὺ ἀκοῦν· Ποιά αὐτιὰ θὰ ἦταν προθυμότερα νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὰ δικά σας;
Τόσες μέρες ξαγρυπνήσατε, καὶ τίποτα δὲν σᾶς ἔκαμψε, οὔτε τὸ μῆκος τοῦ χρόνου σᾶς
ἔκανε μαλθακώτερους, οὔτε οἱ φόβοι, οὔτε οἱ ἀπειλές· σὲ ὅλα φανήκατε γενναῖοι.
Καὶ τί λέω φανήκατε; Αὐτὸ ποὺ ἤθελα γιὰ ἐσᾶς, τὸ κάνατε: Καταφρονήσατε τὰ
βιωτικὰ πράγματα, ἀρνηθήκατε τὴν γῆ, καὶ ἀνεβήκατε στὸν οὐρανό· ἀπαλλαγήκατε ἀπὸ
τοὺς συνδέσμους τοῦ σώματος καὶ ἀνταγωνίζεσθαι πρὸς ἐκείνη τὴν μακάρια
φιλοσοφία. Ὅλα αὐτὰ εἶναι γιὰ μένα στέφανος, εἶναι παράκληση, εἶναι
παρηγοριά, εἶναι ἀνακούφιση καὶ βάλσαμο, εἶναι ζωή, εἶναι θεμέλιο ἀθανασίας» (Ἱ. Χρυσοστόμου, ὁμιλία πρὸ τῆς ἐξορίας 1, ΕΠΕ 33, 186, μετάφραση).
Αὐτὰ τὰ λόγια
δείχνουν πόσο μακρυὰ εἶναι σήμερα ποιμένες καὶ λαὸς ἀπὸ τὰ λαμπρὰ παραδείγματα
τῆς Ἐκκλησίας μας. Δείχνουν πόσο ἔχουμε χωριστεῖ καὶ ἀντὶ γιὰ ἕνα σῶμα
καταντήσαμε σώματα. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ἡ ἐπικράτηση τῆς Παναιρέσεως ἦταν εὔκολη
καὶ χωρὶς φασαρίες. Σήμερα οἱ ποιμένες σιγοῦν καὶ οἱ λαϊκοὶ ὑπακούουν ὡς «εὐσεβεῖς
βόες». Ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἦταν ἡ ὑπενθύμιση τέτοιων παραδειγμάτων τόσο ἐπιτακτικὴ ὅσο
σήμερα.
Ευχαριστώ για το μεγάλο κόπο σας να μας ενημερώσετε για τους αγώνες των λαϊκών ορθοδόξων χριστιανών.Ευχομαι αυτά τα άρθρα σας να ανάψουνε το ορθόδοξο θυσιαστικό φρόνημα σε όλους για την αγιοτατη πίστη μας.Χαιρε κύριε Τσακίρογλου.Ιωαννης Δημητρουκας.
ΑπάντησηΔιαγραφή