Ὁ
οἰκουμενικοῦ κύρους κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ
καί
τά ἀνύπαρκτα γιά τήν Ὀρθοδοξία ἐκκλησιολογικά διλήμματα
(ἀποκλειστική ἤ
περιεκτική ἐκκλησιολογία;)
Σκέψεις
μέ ἀφορμή κείμενο τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Ἀβύδου κ. Κυρίλλου
Πρωτοπρεσβύτερος, Ἀναστάσιος Κ.
Γκοτσόπουλος,
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν
Πάτρα, 22 Ίουνίου 2016
Σέ ἐκτενές ἄρθρο του στή ΡΟΜΦΑΙΑ μέ τίτλο «Ἐμπιστεύομαι τήν Ἐκκλησία»[1] ὁ Θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Ἀβύδου Κύριλλος
(Κατερέλλος) ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη πατερική παράδοση ὁμολογεῖ
στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τήν πίστη «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησία»,
τήν ὁποία ἀποδέχεται ὡς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, παράλληλα ὅμως οὐδέποτε ἀποδέχθηκε
ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου. Γιά τόν
Θεοφιλέστατο ὅσοι ταυτίζουν τή «Μία Ἐκκλησία» ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία πρεσβεύουν τήν ἐσφαλμένη κατ’ αὐτόν «ἀποκλειστική ἐκκλησιολογία», ἐνῶ ἡ
πατερική καί κανονική παράδοση ἀποδεχόταν, κατά τόν Θεοφιλέστατο, ὅτι στή «Μία Ἐκκλησία»
τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως περιλαμβάνονταν καί ἄλλες ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες
(«περιεκτική ἐκκλησιολογία»).
Πρίν προχωρήσουμε σέ ἐξέταση
τῶν ἀνωτέρω ἰσχυρισμῶν τοῦ Θεοφιλεστάτου εἶναι χρήσιμο νά ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι στήν Οἰκουμενική Κίνηση ὑπό τούς
ὅρους “Χριστιανικός κόσμος”, “ἑτερόδοξοι”,
“ἄλλες Ἐκκλησίες” στεγάζονται ἑνιαία ἑτερόκλητες στήν πίστη αἱρετικές ὁμάδες-κοινότητες
(Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες,
Ρωμαιοκαθολικοί, Παλαιοκαθολικοί,
Λουθηριανοί, Ἀγγλικανοί, Μεταρρυθμισμένοι κλπ) πού κατά περίπτωση ἀρνοῦνται τό
Χριστολογικό δόγμα, ὅλες ἤ τίς περισσότερες Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀρνοῦνται ὅλα
τά μυστήρια, ἀρνοῦνται τό ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου, ἀρνοῦνται τήν τιμή πρός τήν
Θεοτόκο, τούς Ἁγίους, τόν Τίμιο Σταυρό καί τίς εἰκόνες. Ἀρνοῦνται τήν ἀποστολική
διαδοχή, ἀρνοῦνται σύνολη τήν ἱερή παράδοση καί αὐτόν τόν Κανόνα τῆς Ἄγ. Γραφῆς…
Εἶναι ἀσφαλῶς γνωστό ὅτι οἱ περισσότερες ἀπό τίς πλάνες αὐτές καί ὅσοι
συνειδητά τίς ἀποδέχονται, ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί
τήν ὁμόφωνη πατερική, ἐκκλησιαστική παράδοση.
Πρός ἐπίρρωση τῶν ἰσχυρισμῶν
του ὁ Θεοφιλέστατος:
Α. Ἐπικαλεῖται τρία πατερικά
χωρία (Μ. Βασιλείου, Ἁγ. Ταρασίου, Ἁγ. Μάρκου Εὐγενικοῦ),
Β. Ἀρνεῖται τήν οἰκουμενικότητα
τοῦ Κανόνος τῆς ἐν Καρχηδόνι Συνόδου (255μΧ) (Ἁγ. Κυπριανοῦ), καί
Γ. Ἐπικαλεῖται τούς
κανόνες 7ο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς (Β-7) καί 95ο τῆς Στ΄
(Πενθέκτης) Οἰκουμενικῆς (Στ-95).
Προσεκτική ὃμως ἐξέταση τῶν
ἀνωτέρω πατερικῶν καί κανονικῶν ἀναφορῶν δέν ἐπιβεβαιώνουν τούς ἰσχυρισμούς τοῦ
Θεοφιλεστάτου περί «περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας».
α) Στό χωρίο τοῦ Μ. Βασιλείου, πού ἐπικαλεῖται ὁ
Θεοφιλέστατος, ἀναφέρεται: εἰς «τό ἐπαναγαγεῖν
πρός ἕνωσιν τάς Ἐκκλησίας, τάς πολυμερῶς καί πολυτρόπως ἀπ' ἀλλήλων
διατμηθείσας». Ὁ Θεοφιλέστατος προσαρμόζει τό χωρίο στή σημερινή
πραγματικότητα τῶν αἱρετικῶν-ἑτεροδόξων «ἐκκλησιῶν» ἀφήνοντας νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὁ
Ἅγιος ἀναφέρεται σέ αἱρετικές-ἑτερόδοξες
κοινότητες τίς ὁποῖες χαρακτηρίζει ὡς “Ἐκκλησίες”! Ὅμως τό χωρίο δέν ἀναφέρεται
σέ αἱρετικούς καί αἱρετικές κοινότητες! Ἀς τό δοῦμε στή συνάφειά του : Εἶναι ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου «τοῖς ἐν
Ταρσῷ περί Κυριακόν»[2], στήν ὁποία ὁ Ἅγιος
ἀναφέρεται σέ μία ἐκκλησιαστική κοινότητα, ἡ ὁποία λόγῳ τῆς συγχύσεως πού ἐπικρατοῦσε
τότε, δέν ἦταν σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες. Ὁ Μ. Βασίλειος πλέκει ἐγκώμια
γιά τήν πίστη καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, ἐγγυᾶται προσωπικά ὁ ἴδιος
γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη της καί παρακαλεῖ τούς ἐν Ταρσῷ νά τούς δεχθοῦν σέ
πλήρη κοινωνία «ἡνωμένους γνησίως, καί πάσης ἐκκλησιαστικῆς φροντίδος
κοινωνούς» [3].
Ἀλήθεια, μπορεῖ νά ὑπονοήσει κάποιος ὅτι ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται σέ αἱρετικούς; ἤ
ποία σχέση μπορεῖ νά ἔχει ἡ περίπτωση πού ἀναφέρει ὁ Μ. Βασίλειος, μέ τή
σημερινή πραγματικότητα τῶν ἑτεροδόξων–αἱρετικῶν μονοφυσιτῶν, παπικῶν,
προτεσταντῶν;
β) Ὁ Πατριάρχης
Ταράσιος στό ἐπίμονο αἴτημά του πρός τούς αὐτοκράτορες γιά σύγκληση Οἰκουμενικῆς
Συνόδου πρίν ἀπό τή χειροτονία του σέ Πατριάρχη εἶπε: «ὁρῶ καί βλέπω τήν ἐπί τήν πέτραν Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν
τεθεμελιωμένην ἐκκλησίαν αὐτοῦ διεσχισμένην νῦν· καί διηρημένην, καί ἡμᾶς ἄλλοτε
ἄλλως λαλοῦντας, καί τούς τῆς ἀνατολῆς ὁμοπίστους ἡμῶν χριστιανούς ἑτέρως, καί
συμφωνοῦντας αὐτοῖς τούς τῆς δύσεως καί ἠλλοτριωμένους ἡμᾶς ἐκείνων ἁπάντων καί
καθ’ ἑκάστην ὑπό πάντων ἀναθεματιζομένους». Ὁ Ἃγ. Ταράσιος ἀναφέρεται
στήν ἔλλειψη κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν
ὅταν αὐτός ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί στήν τραγική θέση πού
βρισκόταν ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως: Μέχρι τότε, ἐπειδή στό θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως ἦσαν εἰκονομάχοι πατριάρχες εἶχε διακοπεῖ ἡ ἐκκλησιαστική
κοινωνία μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες (Ρώμη, Ἀνατολή). Τώρα ὅμως ὄντας ὁ ἴδιος ὀρθόδοξος
πατριάρχης καί ἔχοντας κοινωνία ἐν τῇ πίστει μέ τούς λοιπούς θρόνους ζητᾶ τήν ἀποκατάταση
καί τῆς κοινωνίας μέ τούς «ὁμοπίστους ἡμῶν χριστιανούς». Ἀξιοσημείωτη εἶναι
ἡ ἀκρίβεια τοῦ Ἁγίου: «ἡμᾶς [τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει] ἄλλοτε [οἱ
πρό αὐτοῦ πατριάρχες] ἄλλως λαλοῦντας [ἐναντίον τῶν εἰκόνων], καί
τούς τῆς ἀνατολῆς ὁμοπίστους ἡμῶν χριστιανούς ἑτέρως καί συμφωνοῦντας αὐτοῖς τούς τῆς δύσεως καί ἠλλοτριωμένους
ἡμᾶς». Συνεπῶς, κατά τήν ἀρχή τῆς πατριαρχείας τοῦ Ἁγ. Ταρασίου, ἐνῶ πλέον ὅλοι
οἱ θρόνοι, ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶχε τό αὐτό φρόνημα πίστεως, οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες στήν πίστη Ἐκκλησίες
δέν ἦσαν σέ κοινωνία μέ τήν Κωνσταντινούπολη καί γι’ αὐτό ὁμιλεῖ γιά «ἐκκλησία
διεσχισμένην νῦν · καί διηρημένην». Ὑπῆρχε
ὅμως τότε ὁμοφροσύνη-κοινωνία ἐν τῇ πίστει. Μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τό
λόγο τοῦ Ἁγ. Ταρασίου γιά τήν ὑπάρχουσα κατάσταση τοῦ “Χριστιανικοῦ κόσμου” μέ
τήν τόσο ἀβυσσαλέα διαφορά σέ βασικά
θέματα πίστεως;
Συνεπῶς, τόσο ὁ Μ.
Βασίλειος, ὅσο καί ὁ Πατριάρχης Ἃγ. Ταράσιος, ὅταν ἀναφέρονται σέ Ἐκκλησίες δέν
ἐννοοῦν ἑτερόδοξες, αἱρετικές κοινότητες, ἀλλά Ὀρθόδοξες Τοπικές Ἐκκλησίες πού
γιά κάποιους λόγους δέν βρίσκονται σέ κοινωνία μεταξύ τους, οἱ ὁποῖες ἦσαν «πολυμερῶς
καί πολυτρόπως ἀπ’ ἀλλήλων διατμηθεῖσαι».
Ἀλήθεια ποιά σχέση ἔχουν τά χωρία αὐτά μέ τήν
πραγματικότητα τοῦ σημερινοῦ “χριστιανικοῦ κόσμου”; Ποιά σχέση ἔχουν οἱ Ἐκκλησίες πού ἀναφέρει ὁ
Μ. Βασίλειος ἤ ὁ Ἃγ. Ταράσιος μέ τίς κακόδοξες καί αἱρετικές κοινότητες τοῦ
σημερινοῦ “χριστιανικοῦ κόσμου”;
γ) Ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ
χρήση τοῦ Ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ γιά νά ὑποστηριχθεῖ ἡ «περιεκτική ἐκκλησιολογία».
Γράφει ὁ θεοφιλέστατος: «Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός
φθάνοντας στή σύνοδο τῆς Φερράρας ἐπέδωσε στόν πάπα ἐπιστολή, ὅπου μεταξύ ἄλλων
ἀναφέρει: «...σήμερον τά τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος μέλη, πολλοῖς πρότερον χρόνοις
διεσπασμένα τε καί διερρηγμένα, πρός τήν ἀλλήλων ἐπείγεται ἕνωσιν· οὐ γάρ ἀνέχεται
ἡ κεφαλή Χριστός ὁ Θεός ἐφεστάναι διηρημένῳ τῷ σώματι...». (Ὁ Μάρκος ὁ Εὐγενικός
ἀποκαλεῖ μάλιστα τή ρωμαϊκή Ἐκκλησία ὡς ἀδελφή Ἐκκλησία)». Αὐτά
γράφει ὁ θεοφιλέστατος Ἅγιος Ἀβύδου. Ὅμως:
i) Στήν ἐπιστολή τοῦ Ἁγ.
Μάρκου πρός τόν πάπα ἀναφέρεται ὁ Σ. Συρόπουλος στά «Ἀπομνημονεύματά»
του καί τή δημοσιεύει στά πρακτικά της Συνόδου ὁ MANSI καί ὁ Grill στά “Acta
Grecorum”. Ὅμως οὔτε ὁ Mansi, οὔτε ὁ Συρόπουλος ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἃγ. Μάρκος ἀποκάλεσε
τούς Λατίνους «ἀδελφή Ἐκκλησία». Σέ ἕνα μόνο ἀπό τά πολλά χειρόγραφα τῶν “Acta Grecorum” ὑπάρχει ὁ χαρακτηρισμός αὐτός, ἐνῶ
στά περισσότερα τῶν χειρογράφων δέν συναντᾶται ἡ γραφή αὐτή. Ἐπίσης,
στίς
πολύμηνες διαπραγματεύσεις καί συζητήσεις ὅπως μᾶς διασώζονται τόσο ἀπό τόν Συρόπουλο, ὅσο καί στά πρακτικά του Mansi καί τοῦ Grill (“Acta Grecorum”) οὐδέποτε ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅγ. Μάρκος ἤ ἄλλος τις τῶν Ὀρθοδόξων (πλήν τῶν λατινοφρόνων) ἀποκάλεσε τούς Λατίνους “ἀδελφή Ἐκκλησία”. Συνεπῶς, ἀπό τίς ὑπάρχουσες πηγές δέν προκύπτει καμία βεβαιότητα ὅτι ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀποκάλεσε τούς Λατίνους “ἀδελφή Ἐκκλησία”. Ἄν δε ἐξετάσουμε τήν ὅλη ἀναστροφή τοῦ Ἁγίου τότε προκύπτει ἐντελῶς ἀντίθετη βεβαιότητα.
πολύμηνες διαπραγματεύσεις καί συζητήσεις ὅπως μᾶς διασώζονται τόσο ἀπό τόν Συρόπουλο, ὅσο καί στά πρακτικά του Mansi καί τοῦ Grill (“Acta Grecorum”) οὐδέποτε ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅγ. Μάρκος ἤ ἄλλος τις τῶν Ὀρθοδόξων (πλήν τῶν λατινοφρόνων) ἀποκάλεσε τούς Λατίνους “ἀδελφή Ἐκκλησία”. Συνεπῶς, ἀπό τίς ὑπάρχουσες πηγές δέν προκύπτει καμία βεβαιότητα ὅτι ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀποκάλεσε τούς Λατίνους “ἀδελφή Ἐκκλησία”. Ἄν δε ἐξετάσουμε τήν ὅλη ἀναστροφή τοῦ Ἁγίου τότε προκύπτει ἐντελῶς ἀντίθετη βεβαιότητα.
ii) Γιά νά ἀξιολογήσουμε ὅσα
ἀναφέρει ὁ Ἅγιος στήν ἐπιστολή του στίς ἀκριβεῖς τους διαστάσεις ἐπιβάλλεται νά
δοῦμε τό πλαίσιο συντάξεως τῆς ἐπιστολῆς, ὅπως μᾶς τό περιγράφει ὁ Μ. Ἐκκλησιάρχης
Σ. Συρόπουλος: «Ὁ δέ Ἐφέσου, εἰ καί πρόθυμος οὐκ ἦν πρός τό γράψαι, ἀλλ’
οὖν τῇ παραινέσει τοῦ [καρδιναλίου] Ἰουλιανοῦ, πρός δέ καί τῇ παρακινήσει
τοῦ Μυτιλήνης πεισθείς, εἶπεν .
ὅτι ἴσως περισσόν μοι δοκεῖ τοῦτο,
διό καί οὐδέ εἰμι εὔκολος,
πρός αὐτό. εἰ δοκεῖ ὑμῖν λυσιτελές, γράψω καί στελῶ σοι τοῦτο, εἰπέ
τῷ Ἰουλιανῷ, καί εἰ περ ἀρέσει τῇ αἰδεσιμότητί σου, σταλήσεται καί πρός τόν
πάπαν . ἔγραψεν οὔν ὡς ἐν εἴδει ἐγκωμίου πρός τόν πάπαν
καί ἐπήνει τήν πρός συνάθροισιν τῆς συνόδου ἐπιμέλειαν αὐτοῦ καί παρεκίνει
καί συνεβούλευσε ἳνα καί ἔτι μᾶλλον ἐπιμελήσεται προβῆναι καλῶς τήν ἕνωσιν ἐπ’ ἀγαθῷ
καί θεαρέστῳ συμπεράσματι . ἐν δή τῷ τοιούτῳ ἐγκωμίῳ μετά
τῶν ἄλλων τῶν τε εὐσεβῶν τε καί σοφῶν ἐπιχειρημάτων καί τοῦτο περιείχετο…»[4].
Ἀπό τό κείμενο τοῦ αὐτόπτου καί αὐτηκόου Συροπούλου προκύπτει μέ σαφήνεια ὅτι ὁ
Ἅγιος Μάρκος πιέστηκε ἀρκετά γιά νά γράψει στόν πάπα τή φιλόφρονα αὐτή ἐπιστολή.
Ἐπίσης, προκύπτει ὅτι δέν πρόκειται περί δογματικῆς ἐπιστολῆς, δηλ. σκοπός
της δέν ἦταν ἡ ἔκθεση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, πού ἀπαιτεῖ ἐντελῶς ἄλλο ὕφος
καί περιεχόμενο καί προπαντός λεπτολόγο ἀκρίβεια στή διατύπωση. Ἀς ἀντιπαραβάλουμε
τό τρόπο σύνταξης τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς μέ τίς πολυήμερες συζητήσεις ἐπί
συζητήσεων γιά τή διατύπωση τοῦ ὃρου τῆς Συνόδου γιά νά κατανοήσουμε τή διαφορά
καί τότε θά μπορέσουμε ὀρθά νά ἀξιολογήσουμε την ἐπιστολή καί τό περιεχόμενό
της.
Στήν περίπτωσή μας ὅμως στά κείμενα τῆς Ἁγίας καί
Μεγάλης Συνόδου δέν ἔχουμε ἁπλῶς μία ἐπιστολή «ὡς ἐν εἴδει ἐγκωμίου πρός
τίς αἱρετικές κοινότητες» γιά νά παραλλάξω τόν Συρόπουλο, ἀλλά σαφῆ δογματικά-ἐκκλησιολογικά
κείμενα, στά ὁποῖα δέν χωρεῖ φιλόφρων συγκατάβασις . ἄλλωστε
καί ὁ Ἃγιος Μάρκος ἐπικαλέστηκε το «οὐ
συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά περί τῆς πίστεως».
ii)
Ἐνδιαφέρον ἔχει καί μία ἄλλη φράση τοῦ Ἁγ. Μάρκου ἐνδεικτική τῆς διακρίσεως μέ
τήν ὁποία ἦταν κοσμημένος ὁ Ἅγιος. Κατά τήν ἔναρξη τῶν συζητήσεων τῆς Συνόδου, ὅπως
μᾶς διασώζει ὁ Συρόπουλος, «ἠρώτησεν οὔν ὁ Ἐφέσου [τόν αὐτοκράτορα]: Πῶς
ὁρίζεις ἳνα λέγωμεν πρός ἐκείνους [τούς Λατίνους], ἀγωνιστικότερον
καί ἐνστατικῶς ἤ οἰκονομικῶς;»[5].
Ἡ διαγωγή τοῦ Ἁγ. Μάρκου στή Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας κυμαίνεται μεταξύ ἀκρίβειας
καί οἰκονομίας. Ὄντας ὑπό Θεοῦ χαριτωμένος καί κοσμημένος μέ τό χάρισμα τῆς
διακρίσεως ὡς ἀληθής θεολόγος καί ποιμένας μποροῦσε νά χρησιμοποιεῖ τήν οἰκονομία
«ἐν οἷς οὐ λυμαίνεται ἡ πίστις» (στή φιλόφρονα ἐπιστολή του πρός τόν
πάπα) ἀλλά ταυτόχρονα σέ θέματα πίστεως νά χρησιμοποιεῖ μόνο τήν ἀκρίβεια,
διότι ἐκεῖ δέν ἔχει θέση ἡ «μεσότης»
(στίς δογματικές διατυπώσεις). Ἀπόκειται λοιπόν, στή δική μας εὐθυκρισία, νά
μποροῦμε νά διακρίνουμε τούς λόγους τοῦ Ἁγίου Μάρκου πότε ὁμιλεῖ “οἰκονομικῶς”
καί πότε “ἀγωνιστικότερον” ὥστε νά μή συγχέουμε τό “οἰκονομικῶς”
καί τό “ἀγωνιστικότερον” κατά πώς μᾶς βολεύει, γιατί τότε κακοποιοῦμε τόν Ἅγιο...
iii)
Τελικά, ποιά εἶναι ἡ θέση τοῦ Ἁγίου Μάρκου γιά τούς Λατίνους; Ἀναγνώριζε
σώζου-σα Θ. Χάρη στήν ἐκκλησία τῶν Λατίνων; Πίστευε ὅτι οἱ Λατίνοι ἀνῆκαν στήν
Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Καλύτερα ἀς
ἀφήσουμε τόν ἴδιο νά μᾶς τά πεῖ: «Αἳρεσις ἐστι καί οὓτως εἶχον αὐτήν καί
οἱ πρό ἡμῶν»[6], «οὐκοῦν ὡς αἱρετικούς
αὐτούς [τούς Λατίνους] ἀπεστράφημεν καί διά τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν…… αἱρετικοί
εἰσί ἂρα καί ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεκόψαμεν … πόθεν οὖν ἡμῖν ἀνεφάνησαν ἐξαίφνης ὂντες Ὀρθόδοξοι οἱ
διά τοσούτων χρόνων καί ὑπό τοσούτων Πατέρων καί διδασκάλων κριθέντες
αἱρετικοί; … φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπό ὂφεως … τούς χριστοκάπηλους
καί χριστεμπόρους»[7] καί «ἡμεῖς δι’ οὐδέν ἂλλο ἀπεσχίσθημεν τῶν
Λατίνων, ἀλλ’ ἢ ὃτι εἰσίν, οὐ μόνον σχισματικοί, ἀλλά καί αἱρετικοί»[8].
Τίθενται λοιπόν μερικά ἁπλά
ἐρωτήματα: Εἶναι δυνατόν ὁ Ἅγιος Μάρκος νά θεωρεῖ ὡς “ἐκκλησία” μέ τήν αὐστηρή θεολογική-ἐκκλησιολογική
ἔννοια τοῦ ὃρου τή Λατινική ἐκκλησία; Εἶναι δυνατόν νά χαρακτηρίζει τό ἀκήρατο
Σῶμα τοῦ Χριστοῦ (γιατί αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία) ὡς «Αἳρεσιν»; Εἶναι δυνατόν στή συνείδηση τῶν Ἁγ.
Μάρκου, Μ. Βασιλείου καί Ἁγ. Ταρασίου νά
συμφύρεται ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὡς ἄσπιλος Νύμφη τοῦ Χριστοῦ μέ πλάνες,
ἑτεροδιδασκαλίες, αἱρέσεις;
Καίρια ἐρωτήματα πού ἀπαιτοῦν
ὑπεύθυνες ἀπαντήσεις! Σέ τελική ἀνάλυση
δέ δικαιούμαστε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ νά “ἀναγκάζουμε” τούς Ἁγίους μας νά “λένε” αὐτά
τά ὁποῖα θά βόλευαν τίς θεολογικές μας ἐμμονές...
Β. Ὁ κανόνας τῆς
ἐν Καρχηδόνι Συνόδου (255μΧ) (Κυπρ-1)[9].
Ὁ Κυπρ-1 εἶναι ἀπολύτως
σαφής καί κατηγορηματικός καί ἀποκλείει ἐντελῶς τήν ἀναγνώριση “περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας”.
Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος στόν Κυπρ-1 ἀρνοῦνται κατηγορηματικά τήν ὕπαρξη
τελετουργικῆς τῶν ἱερῶν μυστηρίων Χάριτος στό χῶρο τῶν αἱρέσεων.
Σύμφωνα μέ τόν Κυπρ-1
στήν αἵρεση καί τό σχίσμα δέν ὑφίσταται:
· τό μυστήριο τοῦ
χρίσματος
(«οὐ δύναται χρῖσμα τό παράπαν παρά τοῖς αἱρετικοῖς
εἶναι»),
· τῆς Θ. Εὐχαριστίας («ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων»),
· τῆς ἀφέσεως («ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν»)
· τῆς Ἱερωσύνης («Πῶς δέ εὔξεται ὑπέρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχί ἱερεύς, ἀλλ' ἱερόσυλος
καί ἁμαρτωλός;»)
·
τοῦ Βαπτίσματος («μηδένα
βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἑνός ὄντος βαπτίσματος καί ἐν
μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος»).
·
Δέν
ὑπάρχουν, λοιπόν, στήν αἵρεση μυστήρια, διότι στήν αἵρεση δέν ὑπάρχει οὔτε Ἐκκλησία:
«Παρά δέ τοῖς αἱρετικοῖς, ἐκκλησία οὐκ ἔστιν», «ἁγιᾶσαι δέ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ
μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν· ὅθεν οὐ δύναται χρῖσμα τό παράπαν παρά
τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι».
Ἀξίζει νά ἐπισημάνουμε ὅτι
ἡ συνοδική ἀπόφαση τῆς Καρχηδόνος, δέν ἀρκεῖται στήν ἁπλή διατύπωση περί
πλήρους ἀκυρότητος τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας «μυστηρίων» τῶν αἱρετικῶν. Ἐπεξηγώντας
τό «ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας» δέν ἀντιδιαστέλλει μεταξύ «κανονικῶν» καί «χαρισματικῶν
ὁρίων» τῆς Ἐκκλησίας[10],
τά ὁποῖα γιά τούς Πατέρες ταυτίζονται ἀπολύτως («ἑνός ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ
Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος
τεθεμελιωμένης · καί διά τοῦτο τά ὑπ' αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καί κενά ὑπάρχοντα,
πάντα ἐστίν ἀδόκιμα»), ἐφ’ ὅσον στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως δέν ὑφίσταται
Πνεῦμα Ἅγιο πού νά τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια[11].
Ὁ Θεοφιλέστατος στό ἄρθρο
του γιά νά παρακάμψει τή σαφῆ διδασκαλία τῆς Συνόδου ἀρνεῖται τήν οἰκουμενικότητα τοῦ Κανόνος καί
τόν ἀξιολογεῖ ὡς προσωπική καί μόνο ἄποψη τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ἡ ὁποία, κατ’ αὐτόν,
δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὃμως:
Ἀποφεύγει νά ἐξηγήσει ὁ
Θεοφιλέστατος: γιατί ἡ Στ΄ ἐν Τρούλῳ Οἰκουμενική τόν ἐνέταξε στούς ἐπικυρωμένους
Κανόνες καί τοῦ προσέδωσε ἔτσι οἰκουμενικό κῦρος; Τό ἐρώτημα εἶναι
καίριο καί ἀπαιτεῖ ὑπεύθυνη ἀπάντηση: Ἄν ἡ Ἐκκλησία
δέν συμφωνοῦσε μέ τό περιεχόμενο τοῦ Κανόνα γιατί τόν ἐνέταξε στούς ἐπικυρωμένους
Κανόνες Της ;
Ἐπίσης, ἀπορία προκαλεῖ ὅτι
ὁ Θεοφιλέστατος δέν μνημονεύει καθόλου τούς ἐπικυρωμένους
ἀπό τρεῖς Οἰκουμενικές Συνόδους Ἀποστολικούς Κανόνες, πού
ταυτίζονται πλήρως ἀπό ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως μέ τόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ. Γιατί; Μήπως ἐπειδή οἱ Κανόνες αὐτοί ἀνατρέπουν
πλήρως τήν καινοφανῆ “περιεκτική ἐκκλησιολογία”, τήν ὁποία μᾶς παρουσιάζει;
Οἱ Ἀποστολικοί κανόνες εἶναι
ἀπολύτως σαφεῖς καί δέν παρέχουν καμία δυνατότητα ἀποδοχῆς τῆς “περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας”:
1. Ἀποστ-46:
«Ἐπίσκοπον, ἤ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους
βάπτισμα, ἤ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γάρ συμφώνησις Χριστῷ
πρός Βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;».
2. Ἀποστ-47:
«Ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, τόν κατά ἀλήθειαν ἔχοντα
βάπτισμα ἐάν ἄνωθεν βαπτίσῃ ἤ τόν μεμολυσμένον παρά τῶν ἀσεβῶν ἐάν μή βαπτίσῃ,
καθαιρείσθω, ὡς γελῶν τόν σταυρόν καί τόν τοῦ Κυρίου θάνατον, καί μή
διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων».
3. Ἀποστ-50:
«Εἰ τις ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, μή τρία
βαπτίσματα μιᾶς μυήσεως ἐπιτελέσῃ, ἀλλ’ ἕν
βάπτισμα, τό εἰς τόν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον, καθαιρείσθω. Οὐ γάρ εἶπεν
ὁ Κύριος, εἰς τόν θάνατόν μου βαπτίσατε · ἀλλά, Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα
τα ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου
Πνεύματος».
4. Ἀποστ-68:
«Εἰ τις ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος,
δευτέραν χειροτονίαν δέξηται παρά τινός, καθαιρείσθω καί αὐτός, καί ὁ
χειροτονήσας· εἰ μή γε ἄρα συσταίῃ, ὅτι παρά αἱρετικῶν ἔχει τήν χειροτονίαν. Τούς γάρ παρά τῶν τοιούτων βαπτισθέντας ἤ
χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικούς εἶναι δυνατόν».
Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική
στόν Στ-2 ἀναφερόμενη στούς οἰκουμενικοῦ κύρους κανόνες σημειώνει: «Μένειν καί ἀπό τοῦ νῦν βεβαίους καί ἀσφαλεῖς, πρός ψυχῶν
θεραπείαν καί ἰατρείαν παθῶν, τούς ὑπό τῶν πρό ἡμῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων δεχθέντας
καί κυρωθέντας, ἀλλά μήν καί παραδοθέντας ἡμῖν ..... κανόνας. Ἐπισφραγίζομεν δέ καί τούς λοιπούς
πάντας ἱερούς κανόνας, τούς ὑπό τῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων ἡμῶν ἐκτεθέντας,
τουτέστι τῶν τε ἐν Νικαίᾳ ... ἔτι μήν
... ἔτι μήν ... ἔτι
μήν καί τόν ὑπό Κυπριανοῦ, τοῦ γενομένου ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἄφρων χώρας καί
μάρτυρος, καί τῆς κατ’ αὐτόν συνόδου ἐκθέντα
κανόνα» μέ τήν ἐπισήμανση «ὅς ἐν
τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων [ἐπισκόπων] τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν
αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε».
Ὅσοι ἑρμηνεύουν, ἐν οἶς
καί ὁ Θεοφιλέστατος, τήν ἐπισήμανση τοῦ Στ-2
ὡς ἄρνηση τῆς οἰκουμενικότητας τοῦ Κανόνος ἀπό τήν Πενθέκτη ὀφείλουν νά
λάβουν ὑπ’ ὄψιν τους:
1. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε ἀναγνωρίσει
οἰκουμενικό κῦρος στόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ πρό τῆς ἐπικυρώσεώς του ἀπό
τόν Στ-2. Ὁ Κανόνας ἦταν ἐνταγμένος στό «Σύνταγμα εἰς δεκατέσσαρας
τίτλους», πού ἦταν τό ἐν χρήσει «Πηδάλιο» τοῦ Πατριαρχείου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως μετά τά μέσα τοῦ 6ου αἰ. καί μάλιστα βάσει αὐτοῦ
ἐξέδωσε ἡ Στ΄ ἐν Τρούλῳ Οἰκουμενική τόν Στ-2[12]. Ἀν δέν συμφωνοῦσε μέ τό περιεχόμενό του ἡ Ἐκκλησία
τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιατί τόν εἶχε ἐντάξει στό “Σύνταγμά” της ἀπό τόν 6ο
ἤδη αἰ.; Ἀναμένουμε ὑπεύθυνη καί
πειστική ἀπάντηση.
2. Ὁ Στ-2 δέν συνετάγη μέ
τήν προοπτική τῆς ἱστορικῆς διασώσεως κανονικῶν κειμένων, ἀλλά γιά καθαρά
θεολογικούς καί ποιμαντικούς λόγους.
3. Ἄν ἡ Οἰκουμενική
Σύνοδος ἔκρινε ὅτι δέν τήν ἐξέφραζε ὁ κανόνας αὐτός, ἁπλῶς δέν θά τόν ἀνέφερε,
ὅπως ἔκανε μέ πολλούς ἄλλους κανόνες Συνόδων ἤ Πατέρων. Αὐτό μάλιστα ἦταν πολύ
εὔκολο, τή στιγμή πο;y εἶναι ὁ μοναδικός κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ. Ἀς μή μᾶς
διαφεύγει ὅτι ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική διόρθωσε καί κατήργησε ἄλλους κανόνες, χωρίς
νά φεισθεῖ τῆς αὐθεντίας σημαντικῶν προσώπων ἤ Τοπικῶν Συνόδων (π.χ. ὁ Στ-2
ἀκυρώνει τίς διά Κλήμεντος Ἀποστολικές Διαταγές, ὁ Στ-29 ἀκυρώνει τόν
Καρθ-41(48), ὁ Στ-16 ἀκυρώνει ρητῶς τόν Νεοκαισ-15).
4. Παρά τό ὅτι ἀφορμή γιά
τή σύνταξη τοῦ Κυπρ-1 ἦταν τό ἐρώτημα γιά τόν τρόπο εἰσδοχῆς στήν Ἐκκλησία τῶν
πρώην αἱρετικῶν, ὅπως σαφῶς προκύπτει ἀπό τά πρακτικά[13], εἶναι ἄξιον ἐπισημάνσεως ὅτι τό κείμενο τοῦ
κανόνος δέν δίνει ἄμεση καί ρητή ἀπάντηση στό τί δέον γενέσθαι, ἀλλά
περιορίζεται στίς θεολογικές ἀρχές πού θά πρέπει νά πρυτανεύσουν στήν ἀντιμετώπιση
τοῦ ζητήματος αὐτοῦ ἀπό τούς κατά τόπον ἁρμοδίους, πού εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι. Τό
πρακτέον, δηλαδή ἡ ὑποχρεωτική βάπτιση, συνάγεται σαφέστατα ἀλλά πάντως δέν
δηλώνεται ρητῶς στόν κανόνα.
5. Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε ὁ
Κυπρ-1 δέν εἶναι ὁ μοναδικός κανόνας πού ἀναφέρεται στήν ἀκυρότητα τῶν
«μυστηρίων» τῶν αἱρετικῶν. Συμφωνοῦντες καί «συμφρονοῦντες» μέ αὐτόν εἶναι οἱ
Ἀποστ-46, -47, -50 καί -68 καί οἱ δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου (1ος
καί 47ος), ὁ ὁποῖος μνημονεύει τόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ
καί προσφέρει μάλιστα καί πρόσθετη
θεολογική αἰτιολογία ὅτι τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀνυπόστατο. Εἶναι
σημαντικό ὅτι ὅλοι οἱ ἀνωτέρω κανόνες ἔχουν ἐπικυρωθεῖ
ἀπό τόν Στ-2 καί τόν Ζ-1 χωρίς καμία ἐπιφύλαξη, ἀποκτώντας ἔτσι οἰκουμενικό κῦρος.
6. Ἄξιο ἰδιαιτέρας ἐπισημάνσεως
εἶναι ὅτι τόσο ὁ Κυπρ-1 ὅσο καί οἱ Ἀποστ-46, -47, -50, -68, Βασιλ-1 καί -47 γιά
νά αἰτιολογήσουν τή θέση τους προβάλλουν σαφῆ καί ἐκτεταμένη θεολογική καί ἐκκλησιολογική
ἐπιχειρηματολογία. Ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 γιά τόν Κυπρ-1 δέν προσπαθεῖ κἂν
νά ἀντιμετωπίσει ἤ νά ἀναιρέσει τή θεολογική τους αἰτιολόγηση, ὅπως κάνει σέ ὅλες
τίς ἄλλες περιπτώσεις ἀκυρώσεως κανόνων ἥσσονος σπουδαιότητος (π.χ. ὅταν μέ τόν
Στ-2 ἀκυρώνει τίς διά Κλήμεντος Ἀποστολικές Διαταγές, μέ τόν Στ-29 ἀκυρώνει τόν
Καρθ-41(48), μέ τόν Στ-16 ἀκυρώνει τόν Νεοκαισ-15).
7. Τέλος, νομίζουμε, ὅτι
δέν εἶναι ἄνευ σημασίας τό ὅτι ὁ Στ-2 μετά ἀκριβῶς ἀπό τήν ἐπικύρωση τοῦ κανόνα
τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, σημειώνει: «καί μηδενί ἐξεῖναι τούς προδηλωθέντας
παραχαράττειν κανόνας, ἤ ἀθετεῖν, ἤ ἑτέρους παρά τούς προκειμένους παραδέχεσθαι
κανόνας, ψευδεπιγράφως ὑπό τινῶν συντεθέντας, τῶν τήν ἀλήθειαν καπηλεύειν ἐπιχειρησάντων.
Εἰ δέ τις ἁλῷ κανόνα τινά τῶν εἰρημένων καινοτομῶν, ἤ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος
ἔσται κατά τόν τοιοῦτον κανόνα, ὡς αὐτός διαγορεύει, τήν ἐπιτιμίαν δεχόμενος,
καί δι’ αὐτοῦ, ἐν ὦπερ πταίει θεραπευόμενος». Καί ἄν αὐτό δέν ἔγινε ἀπολύτως
συνειδητά ἀπό τούς Πατέρες, ποιός μπορεῖ νά ἀποκλείσει ὅτι καί σέ αὐτό τό σημεῖο
ἔχουμε ἐπιβεβαίωση τῆς συνοδικῆς διαπιστώσεως ὅτι «ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί
τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὣρισαν τά συμφέροντα» (Ζ-1);
Γιά τό οἰκουμενικό κῦρος
τοῦ Κυπρ-1 καί τήν ἄρνηση ἀναγνώρισης “μυστηρίων” στίς αἱρετικές κοινότητες
παραπέμπουμε στόν Μητροπολίτη Γέροντα Ἐφέσου Χρυσόστομο (Κωνσταντινίδη), ὁ ὁποῖος
σημειώνει μέ σαφήνεια: «Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά τονισθεῖ, ὅτι καί στό χῶρο
τῶν µυστηρίων, αὐτῶν ποῦ τελοῦνται καί ἁγιάζονται στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία καί αὐτῶν
πού "θεωροῦνται ὅτι τελοῦνται" στίς µή ὀρθόδοξες
ἐκκλησίες, ἡ ἀκρίβεια εἶναι µιά σωστή ἀρχή, πού πρέπει νά εἶναι
σεβαστή ἀπόλυτα καί ὁλοκληρωτικά»[14].
Καί στή συνέχεια ὁ ἀείμνηστος Ἐφέσου Χρυσόστομος ἀφοῦ μνημονεύει τόν Κανόνα τοῦ
Ἁγ. Κυπριανοῦ, ὡς κανόνα πού ἔχει περιβληθεῖ μέ οἰκουμενικό κῦρος ἀπό τόν Στ-2
σημειώνει: «Ἐποµένως, ὅση καί ὅποια ἀκρίβεια
ἰσχύει καί ἀπαιτεῖται στήν τήρηση καί στόν σεβασµό τῶν πιστευτέων τῆς ἐκκλησίας,
ἡ αὐτή κατά βάσιν ἀκρίβεια, ποιοτικά καί ποσοτικά, ἀπαιτεῖται καί γιά τά
µυστήρια. Καί ὅπως δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀλλοτρίωση ἀπό τήν πίστη
καί τά δόγµατα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀλλοτρίωση αὐτή ὁδηγεῖ εὐθέως
στήν αἵρεση ἤ στό σχίσµα, ἔτσι δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται
ἀποδοχή καί ταύτιση µέ "µυστήρια" πού δέν φέρνουν καθ’ ἑαυτά τήν
φερεγγυότητα καί γνησιότητα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας. Κατά ταῦτα, ὁ,τιδήποτε
φέρεται σάν "µυστήριο" ἔξω ἀπό τά παραπάνω περιγραφόµενα "ἐκκλησιαστικά"
ὅρια, δέν εἶναι µυστήριο, δέν ἀναγνωρίζεται σάν µυστήριο σωστό καί σωστικό»[15]. Ὁ Ἐφέσου Χρυσόστομος τά γράφει, ὂχι ἐγώ…
Πῶς λοιπόν ἐξηγεῖται ἡ ἐπισήμανση
τοῦ Στ-2; Ὁ Ἃγ. Νικόδημος στό Πηδάλιο εἶναι ἀπολύτως σαφῆς[16]: Ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 γιά τόν Κυπρ-1 μᾶς ὑπενθυμίζει
τήν ἐξέλιξη καί τή διαφορετική πρακτική πού ἐφάρμοσε ἡ Ἐκκλησία στόν
τρόπο εἰσδοχῆς τῶν «προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾳ». Ἀπό τή μία πλευρά ἔχουμε
τόν Κυπρ-1, τούς Ἀποστ-46, -47, -50 καί -68 καί τούς δύο κανόνες τοῦ Μ.
Βασιλείου (1ο καί 47ο), οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό
τόν Στ-2 καί τόν Ζ-1 ἀποκτώντας ἔτσι οἰκουμενικό κῦρος. Παράλληλα, ὅμως, ὁ Μ.
Βασίλειος ἀναγνωρίζει καί ἀποδέχεται καί τή μή τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος
γιά τούς «προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ» ἀπό συγκεκριμένες αἱρέσεις τίς ὁποῖες
καί περιοριστικῶς μνημονεύει. Ἀκολούθως, ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τόν
Β-7 καί ἀργότερα ἡ Στ΄ μέ τόν Στ-95 ὁρίζει τρεῖς κατηγορίες-τρόπους εἰσδοχῆς
στήν Ἐκκλησία: μέ τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μέ χρήση Ἁγ. Μύρου καί διά
λιβέλλου.
Πῶς συνδυάζονται ὅμως οἱ
δύο ἀντικρουόμενες, φαινομενικά, ἀπόψεις; Καί γιατί ἡ Στ΄ ἐν Τρούλλω ἐπικύρωσε
τούς «ἀντιφατικούς» αὐτούς κανόνες;
Ὁ κανόνας τοῦ Ἁγ.
Κυπριανοῦ, οἱ Ἀποστολικοί καί οἵ τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι σαφές ὅτι καθορίζουν τά
θεολογικά κριτήρια προσεγγίσεως τοῦ
ζητήματος αὐτοῦ. Σύμφωνα λοιπόν μέ τούς ἐπικυρωμένους ἀπό τίς Οἰκουμενικές
Συνόδους κανόνες, ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε ὡς
ἔγκυρο τό βάπτισμα τῶν αἱρετικών[17],
ὡς παρέχον σώζουσα Θ. Χάρη, πού συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἀναγεννᾶ τόν βαπτιζόμενο καί
τόν ἐντάσσει στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐνεργεῖ ἡ
τελετουργική των μυστηρίων Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες
καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ὁμογνωμοῦν ἀπολύτως
στό σημεῖο αὐτό. Ἡ ἔντονη διένεξη Καρχηδόνος–Ρώμης (Ἁγ. Κυπριανοῦ – Ἁγ.
Στεφάνου) διασάφησε πλήρως τό θέμα! Καί γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Πενθέκτη προσέδωσε
οἰκουμενικό κύρος στόν Κυπρ-1 καί στούς συναφεῖς μέ αὐτόν, ἐντάσσοντάς τους
στούς ἐπικυρωμένους κανόνες Τοπικῶν Συνόδων καί Ἁγ. Πατέρων.
Παράλληλα, ὅμως, μέ τήν ἐπισήμανσή
της «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων τόποις, καί μόνον, κατά τό
παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε» περιόρισε τήν ἰσχύ-ἐφαρμογή του. Γιατί;
Ο Μ. Βασίλειος, πού συμφωνεῖ
καί ἐπαυξάνει τή θεολογική προσέγγιση τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος, ἐξηγεῖ
καί τό γιατί ἡ Ἐκκλησία δέχεται τούς προσερχομένους ἀπό ὁρισμένες αἱρέσεις
χωρίς νά τούς βαπτίζει. Δέν πρόκειται περί θεολογικῶν-ἐκκλησιολογικῶν, ἀλλά
καθαρά περί ποιμαντικῶν λόγων. Ὁ Μ. Βασίλειος συναινεῖ νά μή βαπτίζονται
οἱ προσερχόμενοι ἀπό ὁρισμένες αἱρέσεις, πρακτική πού ἐφαρμοζόταν σέ Ἐκκλησίες
τῆς Μ. Ἀσίας ἤ τῆς Ρώμης «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν», ὅπως
χαρακτηριστικά σημειώνει (Βασιλ-1 καί -47). Ἐπίσης, ὁ ἴδιος προτείνει τήν κατ’
οἰκονομία πράξη «ἐάν μέντοι μέλλη τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο,
πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καί τοῖς οἰκονομήσασι τά καθ’ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον.
Ὑφορῶμαι γάρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν
τοῖς σωζομένοις διά τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν».
Ἀντιδιαστέλλεται, λοιπόν,
ἡ θεολογική ἀκρίβεια («τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν»), ἀπό τήν ποιμαντική
οἰκονομία («τό ἔθος τῶν πατέρων»). [Γιά
τόν Μ. Βασίλειο καί τόν Στ-2 μέ τήν λέξη “ἔθος” δέν προσδιορίζεται ἡ δογματική
διδασκαλία (ἐκκλησιολογία), ὅπως ἐσφαλμένα ὑποστηρίζει ὁ Θεοφιλέστατος, ἀλλά,
κατά περίπτωση, ἡ πρακτική της οἰκονομίας
μέ τόν ἀναβαπτισμό ἤ τῆς ἀκρίβειας μέ τόν μή ἀναβαπτισμό]. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ
Ἐκκλησία χρησιμοποιώντας τή θεολογική ἀκρίβεια σέ ὅλους τούς τόνους ἀποφαίνεται
ὅτι δέν ὑφίσταται ἔγκυρο βάπτισμα στήν αἵρεση, ἀξιοποιώντας ὅμως τήν
ποιμαντική οἰκονομία, ὅπου δέν εἶναι δυνατόν νά ἐφαρμοστεῖ ἡ ἀκρίβεια, ὑποδέχεται
ὅσους μετανοημένοι ἀρνοῦνται τήν αἵρεση καί προσέρχονται στήν Ἐκκλησία, μέ τήν
τέλεση τοῦ ἱεροῦ Χρίσματος καί τή Θ. Μετάληψη καί ὄχι διά τοῦ τριπλοῦ μυστηρίου
τῆς Χριστιανικῆς μυήσεως (Βάπτισμα-Χρῖσμα-Θ. Εὐχαριστία).
Ὑπό αὐτό τό πνεῦμα πρέπει
νά ἑρμηνεύσουμε τήν ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 σχετικά μέ τόν κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ
«ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων [ἐπισκόπων] τόποις, καί μόνον, κατά τό
παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε». Δέν σημαίνει μείωση τοῦ οἰκουμενικοῦ
κύρους του, ἀλλά περιορισμό τῆς ἰσχύος του, λόγῳ τῆς κατ’ οἰκονομίαν πράξεως
τῆς Ἐκκλησίας.
Συμπερασματικά, νομίζουμε
ὅτι ἡ Στ΄ ἐν Τρούλῳ ἐντάσσοντας τόν Κυπρ-1 στούς ἐπικυρωμένους κανόνες τῶν
Τοπικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγ. Πατέρων θέλησε νά περιβάλει μέ οἰκουμενικό κῦρος
τή θεολογία τοῦ κανόνος (οὐσιαστικά τήν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας), ἀλλά
μέ τήν ἐπισήμανσή της («ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων τόποις, καί μόνον,
κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε») περιόρισε τήν ἰσχύ-ἐφαρμογή του, ὥστε
νά μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ἐφαρμόζει καί τήν οἰκονομία στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν αἱρετικῶν,
ὃταν χρειάζεται.
Ἡ κατ’ οἰκονομία ἐκκλησιαστική
πράξη ἔλαβε καί συνοδική ἐπικύρωση μέ τούς Β-7 καί Στ-95. Εἶναι χαρακτηριστικό,
ὅμως, ὅτι ἐνῶ οἱ κανόνες πού ἀπορρίπτουν τό αἱρετικό «βάπτισμα» παρέχουν
σύντομη ἤ πολύ ἐκτεταμένη θεολογική αἰτιολόγηση, οἱ κανόνες πού προτείνουν τήν
οἰκονομία στήν εἰσδοχή τῶν πρώην αἱρετικῶν δέν προβάλουν καμία θεολογική
αἰτιολόγηση. Εἶναι κατ’ οἰκονομία . αὐτό καί μόνο ἀρκεῖ. Ἡ μόνη αἰτιολόγηση
προέρχεται ἀπό τόν Μ. Βασίλειο: «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν… Ἐάν
μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο. Ὑφόρομαι γάρ μήποτε, ὡς
βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς
σωζομένοις διά τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν» (Βασιλ-1). Κανένας θεολογικός-ἐκκλησιολογικός
λόγος, μόνο ἡ ποιμαντική ἀνάγκη τῆς σωτηρίας διά τῆς μετοχῆς στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας,
ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἔχει μετανοήσει καί
φύγει ἀπό τήν αἵρεση.
Τόσο ἡ κανονική παράδοση ὅσο
καί ἡ πατερική διδασκαλία δέν προβαίνουν καθόλου σέ προσπάθεια ἑρμηνείας τῆς
κατ’ οἰκονομία πράξεως, οὔτε ὅταν ἀναφέρονται στήν εἰσδοχή τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν
οὔτε στίς περιπτώσεις τῶν μετανοημένων πρώην αἱρετικῶν κληρικῶν (Ζ΄ Οἰκουμενική).
Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία μόνο ὁ Ἃγ. Αὐγουστῖνος προσπάθησε νά ἑρμηνεύσει τήν κατ’ οἰκονομία
πράξη τοῦ μή ἀναβαπτισμοῦ καί ἀργότερα ὁ σχολαστικισμός μέ τόν Θωμά Ἀκινάτη. Ὁμως
ἡ προβληματική αὐτή δέν εἶχε καμία ἀπήχηση στήν πατερική παράδοση. Συνεπῶς, τά
ἐρωτήματα πού θέτει ὁ Θεοφιλέστατος[18]
εἶναι θεμελιωμένα σέ σχολαστικές προϋποθέσεις καί ἐντελῶς ξένα στήν Ὀρθόδοξη
προβληματική. Ἐπ’ αὐτῶν μποροῦμε νά κάνουμε πολλές
θρησκευτικές συζητήσεις, ἀλλά θά εἴμαστε μακρυά ἀπό τό Πατερικό πνεῦμα. Ἡ Ἐκκλησία
διά τῶν Πατέρων καί τῶν Συνόδων ἀποφάσισε κυριαρχικῷ δικαιώματι νά ἐντάσσει
στούς κόλπους της τούς μετανοημένους αἱρετικούς, χωρίς νά τούς βαπτίζει, χωρίς
ὅμως νά μπεῖ σέ λεπτομερεῖς ἀναλύσεις καί πρό παντός, χωρίς νά ἀναγνωρίζει ὡς
βαπτισμένους αὐτούς πού μένουν στήν αἵρεση. Θά βοηθοῦσε ἰδιαίτερα ὁ
Θεοφιλέστατος νά μᾶς παρουσιάσει τίς ἀπόψεις-ἀπαντήσεις τῶν Πατέρων στά ἐρωτήματα
πού θέτει – ἄν ὑπάρχουν. Αὐτές ἔχουν γιά μένα θεολογική ἀξία καί βαρύτητα
καί ὄχι οἱ διανοητικές ἀσκήσεις τοῦ ὁποιουδήποτε, ὅσο ἐνδιαφέρουσες καί ἄν εἶναι
κατά τά ἂλλα.
Ἐπίσης, οὔτε
ὁ Μ. Βασίλειος οὔτε οἱ ἱεροί Κανόνες οὔτε οἱ Οἰκουμενικές
Σύνοδοι προσπαθοῦν στήν κατ’ οἰκονομία πράξη νά θεμελιώσουν ἐπιχειρήματα γιά νά
ἀκυρώσουν βασικές ἐκκλησιολογικές ἀρχές (ἀνυπαρξία τελεσιουργικῆς τῶν μυστηρίων
Θ. Χάριτος στήν αἵρεση, ἀνυπαρξία ἱερῶν Μυστηρίων ἐκτός Ἐκκλησίας, διάκριση Ἐκκλησίας-αἵρεσης,
ἀλήθειας-πλάνης κοκ). Ποτέ! Ὅπως στή σημερινή ἐκκλησιαστική πράξη ἡ κατ’ οἰκονομία
δυνατότητα τελέσεως ἀεροβαπτίσματος ἀπό Ὀρθόδοξη νοσηλεύτρια δέν ὑπονοεῖ
ὅτι ἡ νοσηλεύτρια ἔχει τήν εἰδική ἱερωσύνη ἤ ὅτι μπορεῖ νά τελέσει κατ’ οἰκονομία καί ἄλλα
μυστήρια, ἔτσι γιά τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση μέ τήν κατ’ οἰκονομία εἰσδοχή
τῶν αἱρετικῶν, μέ κανένα τρόπο δέν ἀναγνωρίζονται τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν! Εἶναι,
ἄλλωστε, ἀδιανόητο ἡ οἰκονομία τοῦ ἀεροβαπτίσματος νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς
θεολογικός λόγος γιά τή διεκδίκηση τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικών .
κατά τόν ἴδιο τρόπο ἦταν ἀδιανόητο γιά τούς Πατέρες οἱ αἱρετικοί νά
διεκδικήσουν ἐγκυρότητα τῶν «μυστηρίων» τους, ὅπως προσπαθεῖ στό ἄρθρο του ὁ
Θεοφιλέστατος.
Εἶναι σαφής ἐπ’ αὐτοῦ ἡ ἀπόφαση
τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς (1971), ἡ ὁποία στό κείμενο «Ἡ
οἰκονομία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» εὔστοχα σημειώνει: «Ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία ἀποβλέπει…α) εἰς τήν διατήρησιν κατά πρῶτον
καί κύριον λόγον τῆς ἑαυτῆς πίστεως καί διδασκαλίας τελείως ἀνοθεύτου καί ἀνεπηρεάστου
ἐκ τῆς κατ’ οἰκονομίαν τοιουτοτρόπου συγκαταβάσεως αὐτῆς πρός τούς ἔξω.
“Διότι οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καί τότε τάς οἰκονομίας
ὁ ὀρθός λόγος μεταχειρίζεται, ὃτε τό δόγμα τῆς εὐσεβείας οὐδέν παραβλάπτεται”
(Εὐλόγιος Ἀλεξ. PG 103, 953)». Δηλαδή
ἡ κατ΄ οἰκονομία πράξη γιά τήν εἰσδοχή πρώην αἱρετικῶν δέ μπορεῖ νά
χρησιμοποιηθεῖ ὡς θεολογικό προηγούμενο γιά τήν τροποποίηση, οὐδέ στό ἐλάχιστο,
τῆς πίστης καί τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφορικά μέ τήν αὐτοσυνειδησία
της καί τήν “ἐκκλησιαστικότητα” τῶν ἑτεροδόξων! Διότι οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τήν οἰκονομία γιά νά ἀφήσει
τόν ἄνθρωπο στήν πλάνη καί τήν αἵρεση, ἀποκοιμίζοντάς τον ὅτι δῆθεν δέν ὑπάρχει
κανένα πρόβλημα νά παραμένει στήν πλάνη… Αὐτό δέν εἶναι ποιμαντική οἰκονομία,
ἀλλά ἀπάνθρωπη συμπεριφορά καί ἀσυγχώρητη κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βλασφημία!
Ὁ ἀείμνηστος Μητρ. Γέρων Ἐφέσου
Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης) (Πρόεδρος τῆς Γ΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς
Διασκέψεως-1986) σημειώνει ἐπ’ αὐτοῦ: «ἄλλο εἶναι τό θέμα τῆς κατ’ ἀρχήν
καί ἐξ ἀντικειμένου ἀναγνώρισης τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν
καθ’ ἑαυτά, καί ἄλλη εἶναι ἡ περίπτωση τῆς εἰσδοχῆς τῶν μεταστρεφομένων στήν ορθοδοξία ἑτεροδόξων μέ τά μυστήρια πού ἒχουν
δεχθεῖ στήν ἑτερόδοξη ἐκκλησία, ἀπό τήν ὁποία προέρχονται»[19].
Ἐπίσης ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας
Χρυσόστομος (Σαββᾶτος) σέ Συνέδριο
γιά τούς Ἱερούς Κανόνες (Βόλος, 10.5.2014) δήλωνε κατηγορηματικά ὃτι ἡ κατ’
οικονομία πράξη τῆς Ἐκκλησίας νά μήν ἀναβαπτίζει τούς προσερχομένους ἀπό ὁρισμένες
αἱρέσεις «δέν συνεπάγετο καί τήν αὐτόματη
ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητος τῶν μυστηρίων, τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος τῶν
αἱρετικῶν ἤ τῶν σχισματικῶν … Ἡ κατ’ οἰκονομία ἀποδοχή τῆς ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν
δέν συνεπάγεται αὐτόματα τήν ἀναγνώριση ἤ τήν κοινωνία μετά τῶν αἱρετικῶν καί
μάλιστα ἐν τοῖς μυστηρίοις»[20]. Ὁ ἀείμνηστος Γέρων Ἐφέσου καί ὁ Ἃγιος
Μεσσηνίας τά λένε αὐτά . ὂχι ἐγώ…
Εἰλικρινά θλίψη μᾶς
προκαλοῦν τά ἐρωτήματα πού θέτει καί οἱ ἀπαντήσεις πού δίνει ὁ Θεοφιλέστατος
γιά νά ἐπιχειρηματολογήσει ἐναντίον τοῦ κανόνος τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται
τήν τελετουργική τῶν Ἱ. Μυστηρίων Χάρη τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στήν αἵρεση. Ἐρωτᾶ ὁ
Θεοφιλέστατος: «Μπορεῖ νά ὑπάρξει χάρις Θεοῦ ἐκτός Ἐκκλησίας;» καί ὁ ἴδιος
ἀπαντᾶ: «Ἐάν ἡ δημιουργία καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δέ βρίσκονται κάτω ἀπό τίς ἄκτιστες
ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, τότε τί σημαίνει ἡ φράση τοῦ Ἄπ. Παύλου πρός τούς Ἀθηναίους
«ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν»; Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐπισημαίνει
γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα: «...κατά πάντα ὅμοιον τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ, ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον
καί δι’ Υἱοῦ μεταδιδόμενον καί μεταλαμβανόμενον ὑπό πάσης τῆς κτίσεως καί δι’ ἑαυτοῦ
κτῖζον καί οὐσιοῦν τά σύμπαντα καί ἁγιάζον καί συνέχον...»!
Τά ἐρωτήματα αὐτά καταδεικνύουν ὅτι
δέν εἶναι, δυστυχῶς, κατανοητό, ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ π. Πέτρος Χίρς, ὅτι
«τό ἐπίμαχο θέμα [στήν ἐποχή τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ] δὲν ἦταν κατὰ πόσον τὸ Πνεῦμα κινεῖται ἢ
δὲν κινεῖται ἐντὸς τῆς κτίσεως ἢ ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει
στὴν Ἀλήθειᾳ. Αὐτὸ δὲν ἦταν ἀμφισβητούμενο, καθότι ὁ Κύριος “πάντας ἀνθρώπους
θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν” (Α΄ Τιμ. 2, 4). Τὸ θέμα ἦταν ἡ
παρουσία τῶν καθαρτικῶν, φωτιστικῶν καὶ θεοποιῶν ἐνεργειῶν τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος στὰ Μυστήρια καὶ ἐὰν δροῦν στὸ σχῖσμα καὶ στὴν αἵρεση. Τὸ
θέμα ἦταν ἡ ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὰ Μυστήρια καί, συνεπῶς,
ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας ἀνάμεσα στοὺς σχισματικοὺς καὶ αἱρετικούς … Παρότι αὐτὴ
ἡ ἐνέργεια (τοῦ
Θεοῦ) εἶναι ἁπλή, μποροῦν νὰ γίνουν ἀντιληπτὲς κάποιες διαφορὲς ἀνάμεσα
στὴν δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τὴν προνοητικὴ ἐνέργεια, τὴν καθαρτική, τὴν
φωτιστικὴ καὶ τὴν θεωτικὴ ἐνέργεια. “Μεταξὺ αὐτῶν τῶν μορφῶν τῆς μίας καὶ
μόνης ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει ταυτότης. Ἂν ὑπῆρχε ταυτότης, τότε ὅλα τὰ
κτίσματα θὰ μετεῖχαν π.χ. στὴν θεωτικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ”. Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ
ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ γνωρίζουμε, ὅτι ὑπάρχει διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν
φωτιστικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θεωτικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Τὸ γνωρίζουμε διότι δὲν ἔφθασαν
ὅλοι στὴν Θέωση … Ἑπομένως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξαρτήτως
προελεύσεως ἢ πεποιθήσεων, συμμετέχουν στὶς δημιουργικές, συνεκτικὲς καὶ
προνοητικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὶς ὁποῖες ὁ κόσμος θὰ ἔπαυε νὰ ὑπάρχει.
Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια καὶ μόνον ὑπάρχει μία διαφοροποιημένη μετοχὴ γιὰ τοὺς
σχισματικοὺς καὶ αἱρετικούς, ὄχι στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὑπέθεταν ὁ
Congar καὶ οἱ συνάδελφοί του, ἀλλὰ στὶς θεῖες Ἐνέργειες
– δημιουργικές, συνεκτικὲς καὶ προνοητικές. Ὡστόσο αὐτὴ ἡ μετοχὴ δὲν τοὺς καθιστᾶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διότι, αὐτοί,
μὴ ἐκπληρώνοντας τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ μετοχὴ στὴν Ἐκκλησία, δὲν
μετέχουν στὶς καθαρτικές, φωτιστικὲς καὶ θεωτικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ»[21].
«Πλήρης
Ἐκκλησία» καί «Ἐκκλησία τῶν «πονηρευομένων».
Τά ἀδιέξοδα τῆς “περιεκτικῆς
ἐκκλησιολογίας” εἶναι ἐμφανῆ στό ἴδιο τό κείμενο τοῦ Θεοφιλεστάτου:
α) Ἀναφερόμενος στά μέλη
τοῦ ΠΣΕ σημειώνει ὁ Θεοφιλέστατος: «Τό γεγονός ὅτι ἐνδεχομένως ἀναγνωρισθεῖ ὁ
ἐκκλησιαστικός χαρακτήρας μιᾶς τέτοιας κοινότητας δέ θίγει σέ τίποτα τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία πού διατηρεῖ τήν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική
Ἐκκλησία. Ὑπό αὐτή τήν ἔννοια τίποτα δέν μᾶς ἐμποδίζει νά ὀνομάσουμε αὐτές
τίς χριστιανικές κοινότητες Ἐκκλησία, ὅπως τό κάνει ἄλλωστε καί ... οἱ πατέρες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού
κάνουν λόγο γιά Ἐκκλησία τῶν «πονηρευομένων», ὄχι ἁπλά ἐξ αἰτίας τῆς
κακοδοξίας τῶν εἰκονομάχων».
Νομίζω
ὅτι ὑπό αὐτή τήν ἔννοια δέν θά ἔχει κανένας ἀντίρρηση νά χαρακτηριστοῦν στό
κείμενο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου οἱ αἱρετικές κοινότητες ὡς «Ἐκκλησίες»,
μέ τήν ἀπαραίτητη διευκρίνηση τοῦ Θεοφιλεστάτου ὅτι πρόκειται περί «Ἐκκλησίας τῶν
«πονηρευομένων». Ἔτσι θά ἀκολουθήσουμε καί στό γράμμα καί στό πνεῦμα τούς
Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς . ἄλλωστε οἱ περισσότεροι προτεστάντες
εἰκονομάχοι δέν εἶναι;
β) Στήν παράγραφο 4 τῶν συμπερασμάτων του ὁ Θεοφιλέστατος γράφει:
«Οἱ χριστιανικές αὐτές κοινότητες, παρά τόν ἐκκλησιαστικό τους χαρακτήρα,
δέν ἀποτελοῦν τήν «πλήρη» Ἐκκλησία ... Κατά συνέπεια ἡ χρήση τοῦ ὃρου Ἐκκλησία
γι’ αὐτές δέν τίς ἐξομοιώνει μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία».
i) Διερωτῶμαι ὁ ὅρος «πλήρης
Ἐκκλησία» ἐκφέρεται σέ ἀντιδιαστολή πρός τό «ὀλίγον Ἐκκλησία»; Μέ συγχωρεῖτε, ἀλλά ὅση σοβαρότητα ἔχoυν οἱ
φράσεις «πλήρης ἔγκυος» καί «ὀλίγον ἔγκυος» ἄλλο τόση ἔχει καί ἡ φράση «πλήρης Ἐκκλησία»
- ἄν θέλουμε νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς. Μπορεί ἡ Ἐκκλησία νά μήν εἶναι
«πλήρης»; Τί ἐκκλησιολογία εἶναι αὐτή; Ἡ Ἐκκλησία δέν ταυτίζεται μέ τήν
πληρότητα καί καθολικότητα; Ἀν εἶναι Ἐκκλησία εἶναι «πλήρης», ἄν δεν εἶναι
«πλήρης» δεν είναι Ἐκκλησία.
ii) Καί μόνο ἀπό τή φράση
«πλήρης» Ἐκκλησία» εἶναι προφανής ὁ ἐπηρεασμός ἀπό τά κείμενα τῆς Β΄ Βατικανῆς
ὄχι μόνο στίς νέες ἐκκλησιολογικές ἰδέες περί περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας ἀλλά ἀκόμα καί στή διατύπωση τῆς νέας ἐκκλησιολογίας.
Οἱ ὅροι «πλήρης» ἤ «ἐλλιπῆς» Ἐκκλησία καί ἡ ἐκ τούτων προβληματική εἶναι
βατικάνειος. Οὐδέποτε, ἐξ ὅσων γνωρίζω, χρησιμοποιήθηκε στήν ὀρθόδοξη
πατερική παράδοση. Ὑπάρχει ἐπ’ αὐτοῦ ἀντίρρηση;
Εἶναι γνωστό ὃτι ὁ ὅρος “ἐκκλησία”
εἶναι πολυσήμαντος: Ὅταν προσεγγίζουμε
γεγονότα ἀπό ἱστορικῆς, νομικῆς, κοινωνιολογικῆς κοκ πλευρᾶς γίνεται ἀσφαλῶς
καί ἡ ἀνάλογη χρήση τοῦ ὃρου «ἐκκλησία», ὁπότε ἀναφερόμαστε σέ ἁπλή θρησκευτική
κοινότητα ἤ θρησκευτική συνάθροιση, ἡ ὁποία πόρρῳ ἀπέχει ἀπό τήν αὐστηρή θεολογική
ἔννοια τῆς λέξεως «ἐκκλησία». Ὑπό αὐτή τήν ἔννοια ἔχουμε ἑκατοντάδες ἐκκλησίες,
πού καλύπτουν ἕνα μεγάλο τμῆμα τῆς θρησκευτικῆς ἔκφρασης καί ὀργάνωσης σέ
παγκόσμιο ἐπίπεδο. Σέ αὐτή τήν περίπτωση εἶναι προφανές ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα
κριτήριο γιά τό χαρακτηρισμό μιᾶς κοινότητος ὡς «ἐκκλησία», ἀλλά προέχει ὁ αὐτοπροσδιορισμός
της : ἡ κάθε κοινότητα, ἤ ὁμάδα εἶναι «ἐκκλησία», ἐπειδή ἔτσι θέλει καί αὐτοχαρακτηρίζεται.
Στήν ἀμιγῶς θεολογική
γλώσσα, στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, μέ τόν ὃρο «Ἐκκλησία» προσδιορίζεται ἀποκλειστικά καί μόνο τό ἴδιο τό Σῶμα τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ
Λόγου, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Τά κείμενα τῆς Ἁγίας καί
Μεγάλης Συνόδου πρέπει νά εἶναι δογματικά κείμενα πού θά προσδιορίζουν καί θά ἐκφράζουν
τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Σέ αὐτοῦ τοῦ ἐπιπέδου τά κείμενα ὁ ὅρος
«Ἐκκλησία» εἶναι αὐστηρά μονοσήμαντος καί προσδιορίζει – ὅπως ἀναφέρθηκε – ἀποκλειστικά καί μόνο τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ,
τό ὁποῖο ἔχει ὡς κεφαλή Του τόν ἴδιο τόν Χριστό . τίποτα
λιγότερο, ἀλλά καί τίποτα περισσότερο! Κάθε
τί τό ὁποῖο ἀνήκει σέ αὐτό τό Θεανθρώπινο Σῶμα εἶναι Ἐκκλησία, ὅ,τι δέν ἀνήκει
σέ Αὐτό, δέν εἶναι Ἐκκλησία! Ἀπό αὐτή τή βασική καί θεμελιώδη θεολογική ἀρχή,
ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλ. ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, προέρχονται
καί οἱ βασικές ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας :
·
Μία, διότι δέ νοεῖται τεμαχισμός ἤ διχασμός
στό ἄχραντο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ,
·
Ἁγία, διότι εἶναι ἡ Πανάμωμος Νύμφη τοῦ
Λυτρωτοῦ, τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παρέστησε «ἑαυτῷ ἔνδοξον … μή ἔχουσαν
σπίλον ἤ ρυτίδα ἤ τί τῶν τοιούτων ἀλλ’ ἵνα ᾖ ἁγία καί ἄμωμος» (Ἐφεσ. 5,
27). Μάλιστα ἡ κάθαρση αὐτή ἔγινε μέ τό Ἄχραντο Δεσποτικό Του Αἷμα.
·
Καθολική, διότι, ὄντας «ὁ Χριστός
παρατεινόμενος εἰς τούς αἰώνας», εἶναι ὁ ἀποκλειστικός ἐκφραστής τῆς
καθολικῆς Ἀλήθειας καί ἡ προοπτική της ἐκτείνεται σέ ὁλόκληρη τή δημιουργία καί
·
Ἀποστολική, διότι εἶναι ὁ ἀποκλειστικός φορέας τῆς Ἀποστολικῆς
Διδαχῆς καί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, τίς ὁποῖες καί διασώζει καί μεταδίδει
μέσα στούς αἰῶνες.
Μέ βάση τά ἀνωτέρω :
α) Εἶναι προφανές ὅτι ἀπό
θεολογικῆς ἀπόψεως ἡ ὕπαρξη πολλῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη, ἐκτός ἐάν
ἀναφερόμαστε στίς Τοπικές Ἐκκλησίες, τίς κατά τόπους φανερώσεις τῆς Μίας Ἐκκλησίας
τοῦ Χριστοῦ.
β) Δέ νοεῖται στήν Ἐκκλησία
τό ὁποιοδήποτε ψεγάδι ἤ λάθος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει καί
κηρύττει τήν πληρότητα τῆς Θ. Ἀποκαλύψεως, τήν παραδεδομένη Ἀποστολική Διδαχή,
δηλ. τήν Ἀλήθεια. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο τό παραμικρό λάθος σέ θέματα
πίστεως. Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀσφαλῶς καί μπορεῖ νά σφάλλουν .
ποτέ ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέ μπορεῖ νά διατυπώσει ὡς δόγμα πίστεως ὑποχρεωτικό
γιά τή σωτηρία, τό ὁποῖο ἀργότερα νά … ἀνακαλέσει ὡς ἐσφαλμένο. Ἡ ὕπαρξη λανθασμένης διδασκαλίας, ἐσφαλμένου δόγματος, ἀκυρώνει
τίς βασικές ἰδιότητές Της, ἀκυρώνει τήν ἴδια τήν ὕπαρξή Της:
·
παύει ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι Ἁγία – ὡς «ἔχουσα
σπίλον ἤ ρυτίδα» ψευδοδιδασκαλίας.
· παύει ἡ Ἐκκλησία
νά εἶναι Καθολική
– ὡς μή κατέχουσα τό πλήρωμα τῆς Ἀληθείας.
·
παύει ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι Ἀποστολική – διότι πλέον δέν
κατέχει καί δέν μεταδίδει τήν ἀνόθευτη Ἀποστολική Διδαχή, ἀλλά
ψευδοδιδασκαλίες.
· Παύει
τελικά νά εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
γ) Ἡ Ἀποστολική Διδαχή,
δηλ. ἡ πίστη καί διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐπιδέχεται ἐκ μέρους τῶν πιστῶν ἀμφισβήτηση
ἤ ἄρνηση. Ὅποιος, ἀνεξάρτητα μέ τό βαθμό πού ἔχει, συνειδητά καί συστηματικά ἀρνεῖται τό ὁποιοδήποτε
δόγμα πίστεως τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά παραμένει μέλος Της. Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζεται
ἀλαθήτως στίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ Σύνοδος πού θά χαρακτηριστεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ ὡς «Οἰκουμενική» εἶναι ταυτόχρονα σέ θέματα πίστεως ἀλάθητη. Εἶναι ἐντελῶς
ἀδιανόητη γιά ἕνα πιστό ἡ ἄρνηση τῶν δογματικῶν ἀποφάσεων μιᾶς Οἰκουμενικῆς
Συνόδου. Ἄν συμβεῖ αὐτό, ὁ πιστός αὐτός δέν μπορεῖ νά παραμείνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
δ) Ἡ ἀπόλυτη ἀναίρεση τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι ἡ αἵρεση, δηλ. ἡ συνειδητή ἄρνηση τῆς καθολικότητας τῆς Ἀλήθειας.
Γι’ αὐτό Ἐκκλησία καί αἵρεση εἶναι δύο ἔννοιες ἀπολύτως
ἀσυμβίβαστες : Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει τήν καθολικότητα .
ἡ αἵρεση εἶναι ἡ ἄρνησή της. Ἡ Ἐκκλησία
εἶναι τό φῶς . ἡ αἵρεση τό σκοτάδι. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ σωτηρία . ἡ αἵρεση ἡ ἀπώλεια. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ θεοσέβεια . ἡ αἵρεση εἶναι ἀθεΐα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ εὐθεία ὁδός . ἡ αἵρεση ἡ «στρεβλότης». Ἡ Ἐκκλησία
εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός . ἡ αἵρεση ὁ ἀντίχριστος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀλήθεια
τοῦ Χριστοῦ . ἡ αἵρεση
ἡ δαιμονική πλάνη.
Οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων χρησιμοποιοῦν γιά τήν αἵρεση πολύ σκληρές ἐκφράσεις γιά νά καταδειχθεῖ
τό πόσο φρικτή καί ἀπαίσια κατάσταση εἶναι. Μεταξύ ἄλλων χαρακτηρίζεται ὡς «φαυλότης
φέρουσα τόν ὄλεθρον», «ἐλεεινή πλάνη» στήν ὁποία «κατεδέθησαν»
οἱ αἱρετικοί, «μεμιασμένη κοινωνία», «ρίζα πικρίας», «μίασμα
γέγονε τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ τῶν χριστιανοκατηγόρων αἵρεσις». Ἐπίσης, ἡ αἵρεση
«ἐγκαταλείπουσα» ἀμέσως ἤ ἐμμέσως «τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ»
καταντᾶ «κεκρυμμένη εἰδωλολατρία» καί ἀθεΐα καί γι’ αὐτό ὁ ἀκολουθῶν αὐτῇ
«τοῦ χριστιανικοῦ καταλόγου, ὡς ἀλλότριος ἐξωθείσθω καί ἐκπιπέπτω».
Εἶναι λοιπόν ἀδύνατον
στήν Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νά ἐντάσσονται
αἱρέσεις ἤ πλάνες.
Εἶναι λοιπόν ἀδύνατη ἡ ἀναγνώριση
τῆς κακόδοξης «περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας»
τῆς Β΄ Βατικανῆς ὡς Ὀρθοδόξου
δογματικῆς διδασκαλίας στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἐλπίζουμε, εὐχόμαστε καί
προσευχόμαστε ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος νά ἀναδειχθεῖ ἂξια τοῦ ὀνόματός της καί
νά ὀρθοτομήσει τόν λόγον τῆς Χριστοῦ ἀληθείας. Μόνο ἒτσι θά διατρανώσει τήν ἑνότητα
τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
[1] http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/8579-abudou-kurillos-empisteuomai-tin-ekklisia.
Ἀπάντηση στό ἄρθρο συνέταξε τό ἐπί τῶν αἱρέσεων καί τῶν παραθρησκειῶν Γραφεῖο τῆς
Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς (http://www.romfea.gr/diafora/8729-i-impeiraios-gia-to-keimeno-tou-episkopou-abudou-kurillou). Στήν ἀντα-πάντησή του ὁ
Θεοφιλέστατος Ἀβύδου (http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/8897-apantisi-abudou-sto-grafeio-aireseon-tis-im-peiraios) ἀναφέρεται σέ «ἐκ
Πατρῶν ὑποβολέα» τοῦ κειμένου τοῦ Γραφείου. Θά περιμέναμε νά εἶναι
σαφέστερος ὁ Ἃγιος Ἀβύδου, ἀλλά εἶναι προφανές ὃτι δέν ὑπονοεῖ ἐμένα (ὃπως κάποιοι ὑπέθεσαν),
διότι, ἐκτός τῶν ἂλλων, ὡς ἒγκριτος πανεπιστημιακός, γνωρίζει πολύ καλά καί
μπορεῖ νά διακρίνει τό ὓφος γραφῆς…
[2] Ἐπιστολή 114, «τοῖς
ἐν Ταρσῷ περί Κυριακόν», PG 32, 528-529.
[3] Γράφει ἐπὶ λέξει ὁ Μ. Βασίλειος : «Συντυχῶν τοίνυν τοῖς ἀδελφοῖς, καὶ θεασάμενος αὐτῶν
πολὺ μὲν τὸ φιλάδελφον καὶ τὸ περὶ ὑμᾶς ἀγαπητόν, πολλῷ δὲ ἔτι πλέον τὸ φιλόχριστον
καὶ τὸ περὶ τὴν πίστιν ἀκριβές τε καὶ εὔτονον . καὶ ὅτι
πολλὴν ἀμφοτέρων ποιοῦνται σπουδήν, τῆς τε ὑμετέρας ἀγάπης μὴ χωρίζεσθαι,
καὶ τὴν ὑγιαίνουσαν πίστιν μὴ
καταπροδοῦναι . ἀποδεξάμενος αὐτῶν τὴν ἀγαθὴν
προαίρεσιν ἐπιστέλλω τῇ σεμνότητι ὑμῶν, παρακαλῶν πάσῃ ἀγάπῃ ἔχειν αὐτοὺς ἠνωμένους
γνησίως, καὶ πάσης ἐκκλησιαστικῆς φροντίδος κοινωνοὺς … αὐτὸς γὰρ ἐγγυῶμαι τὸ μέρος τῶν ἀδελφῶν, ὡς εἰς οὐδὲν ἀντεροῦσιν,
ἀλλὰ πᾶσαν ὑμῖν ἐπιδείξονται εὐταξίας ὑπερβολήν», αὐτόθι.
[4] V.
Laurent, Les “Memoires”…Sylvestre Syropoulos,
Paris 1971, σ. 258.
[5] V.
Laurent, Les “Memoires”…Sylvestre Syropoulos,
Paris 1971, σ. 280.
[6] V.
Laurent, Les “Memoires”…Sylvestre Syropoulos,
Paris 1971, σ. 444.
[7] Ἰ. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β´, Graz-Austria 19682, σ. 353-362.
[8] κε΄ Συνεδρίαση τῆς Συνόδου Φεράρας -Φλωρεντίας , στό : Πηδάλιον… εκδ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη, 1991, σ. 55.
[9] «Ἐν κοινοβουλίῳ ὄντες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀνέγνωμεν γράμματα ἀφ’ ὑμῶν σταλέντα περὶ τῶν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς δοκούντων βεβαπτίσθαι, ἐρχομένων πρὸς τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἥτις ἐστὶ μία, ἐν ᾗ βαπτιζόμεθα καὶ ἀναγεννώμεθα. Περὶ ὧν καὶ πεποίθαμεν, καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς ἐκεῖνα πράττοντας, τὴν στερρότητα τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας κανόνος κρατεῖν. Ὅμως ἐπεὶ συγκοινωνοὶ ἡμῶν ἐστε καὶ ζητῆσαι περὶ τούτου διὰ τὴν κοινὴν ἀγάπην ἠθελήσατε, οὐ πρόσφατον γνώμην, οὐδὲ νῦν ἡδρασμένην προσφέρομεν, ἀλλὰ τὴν πάλαι ὑπὸ τῶν προγενεστέρων ἡμῶν μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἐπιμελείας δεδοκιμασμένην, καὶ ὑφ’ ἡμῶν παρατηρηθεῖσαν, κοινούμεθα ὑμῖν καὶ συζεύγνυμεν, τοῦτο καὶ νῦν χειροτονοῦντες, ὅπερ διὰ παντὸς ἰσχυρῶς καὶ ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος. Γέγραπται γάρ· Ἐμὲ ἐγκατέλιπον, πηγὴν ὕδατος ζῶντος, καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, τοὺς μὴ δυναμένους ὕδωρ συσχεῖν. Καὶ πάλιν, ἡ ἁγία Γραφὴ προμηνύουσα λέγει· Ἀπὸ ὕδατος ἀλλοτρίου ἀπέχεσθε καὶ ἀπὸ πηγῆς ἀλλοτρίας μὴ πίητε. Δεῖ δὲ καθαρίζεσθαι καὶ ἁγιάζεσθαι τὸ ὕδωρ πρῶτον ὑπὸ τοῦ ἱερέως, ἵνα δυνηθῇ τῷ ἰδίῳ βαπτίσματι τὰς ἁμαρτίας τοῦ βαπτιζομένου ἀνθρώπου ἀποσμῆξαι. Διά τε Ἰεζεκιήλ τοῦ προφήτου λέγει Κύριος· Καί ῥαντίσω ὑμᾶς καθαρῷ ὕδατι καὶ καθαριῶ ὑμᾶς, καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινὴν, καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ὑμῖν. Πῶς δὲ δύναται καθαρίσαι καὶ ἁγιάσαι ὕδωρ ὁ ἀκάθαρτος ὢν αὐτὸς, καὶ παρ’ ᾧ Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔστι, λέγοντος τοῦ Κυρίου ἐν τοῖς Ἀριθμοῖς· Καὶ πάντων ὧν ἅψεται ὁ ἀκάθαρτος, ἀκάθαρτα ἔσται; Πῶς βαπτίζων δύναται ἄλλῳ δοῦναι ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ὁ μὴ δυνηθεὶς τὰ ἴδια ἁμαρτήματα ἔξω τῆς ἐκκλησίας ἀποθέσθαι; Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἐρώτησις, ἡ ἐν τῷ βαπτίσματι γενομένη, μάρτυς ἐστὶ τῆς ἀληθείας· λέγοντες γὰρ τῷ ἐξεταζομένῳ· Πιστεύεις αἰώνιον ζωὴν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαμβάνειν; οὐκ ἄλλο τι λέγομεν, εἰ μὴ ὅ,τι ἐν τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ δοθῆναι δύναται. Παρὰ δὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν. Καὶ
διὰ τοῦτο οἱ τῶν αἱρετικῶν συνήγοροι ἢ τὴν ἐπερώτησιν ἐναλλάξαι ὀφείλουσιν ἢ τὴν
ἀλήθειαν ἐκδικῆσαι, εἰμή τι αὐτοῖς καὶ τὴν ἐκκλησίαν προσνέμουσιν, οὓς βάπτισμα
ἔχειν διαβεβαιοῦνται. Ἀνάγκη δέ ἐστι καὶ χρίεσθαι τὸν βεβαπτισμένον, ἵνα, λαβὼν
χρῖσμα, μέτοχος γένηται Χριστοῦ· ἁγιάσαι δὲ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε
θυσιαστήριον ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν· ὅθεν οὐ δύναται χρίσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς
εἶναι. Πρόδηλον γάρ ἐστιν ἡμῖν, μηδαμῶς δύνασθαι παρ’ ἐκείνοις ἁγιάζεσθαι ἔλαιον
εἰς εὐχαριστίαν. Εἰδέναι γὰρ καὶ μὴ ἀγνοεῖν ὀφείλομεν, ὅτι γέγραπται· Ἔλαιον ἁμαρτωλοῦ
μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου· ὃ δὴ καὶ πάλαι ἐμήνυσε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν ψαλμοῖς.
Μήπως, ἐξιχνιασθείς τις καὶ ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ πλανηθείς, παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς,
τοῖς τοῦ Χριστοῦ ἀντιπάλοις, χρισθῇ. Πῶς δὲ εὔξεται ὑπὲρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχὶ ἱερεύς,
ἀλλ’ ἱερόσυλος καὶ ἁμαρτωλός, λεγούσης τῆς Γραφῆς, ὅτι Ὁ Θεὸς ἁμαρτωλῶν οὐκ ἀκούει,
ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει; Διὰ τῆς ἁγίας ἐκκλησίας
νοοῦμεν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· τίς δὲ δύναται δοῦναι, ὅπερ αὐτὸς οὐκ ἔχει; ἢ πῶς δύναται
πνευματικὰ ἐργάζεσθαι ὁ ἀποβαλὼν Πνεῦμα ἅγιον; Διὰ τοῦτο καὶ ἀνανεοῦσθαι ὀφείλει
ὁ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν ἐρχόμενος, ἵνα ἔσω διὰ τῶν ἁγίων ἁγιασθῇ, γέγραπται γὰρ ὅτι·
Ἅγιοι ἔσεσθε, καθὼς ἐγὼ ἅγιός εἰμι, λέγει Κύριος· ἵνα καὶ ὁ πλάνῃ βουκοληθεὶς ἐν
τῷ ἀληθεῖ καὶ ἐκκλησιαστικῷ βαπτίσματι καὶ αὐτὸς τοῦτο ἀποδύσηται, ὅστις πρὸς Θεὸν
ἐρχόμενος ἄνθρωπος καὶ ἱερέα ἐπιζητῶν, ἐν πλάνῃ εὑρεθείς, ἱεροσύλῳ προσέπεσε. Δοκιμάζειν
γάρ ἐστι τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν βάπτισμα, τὸ συνευδοκεῖν τοῖς ὑπ’ ἐκείνων
βεβαπτισμένοις. Οὐ γὰρ δύναται ἐν μέρει ὑπερισχύειν· εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυε
καὶ ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι· εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι, ἔξω ὤν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ
δύναται τὸν ἐρχόμενον βαπτίσαι, ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος καὶ ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου
Πνεύματος καὶ μιᾶς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου,
ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης· καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα,
ψευδῆ καὶ κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα. Οὐ γὰρ δύναταί τι δεκτὸν καὶ αἱρετὸν
εἶναι παρὰ τῷ Θεῷ τῶν ὑπ’ ἐκείνων γινομένων, οὓς ὁ Κύριος πολεμίους καὶ ἀντιπάλους
αὐτοῦ λέγει ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις· Ὁ μὴ ὢν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων
μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει. Καὶ ὁ μακάριος Ἀπόστολος Ἰωάννης, ἐντολὰς Κυρίου τηρῶν, ἐν
τῇ ἐπιστολῆ προέγραψεν· Ἠκούσατε, ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν δὲ ἀντίχριστοι
πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν, ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν. Ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ’ οὐκ
ἦσαν ἐξ ἡμῶν. Ὅθεν καὶ ἡμεῖς συνιέναι ὀφείλομεν καὶ νοεῖν, ὡς οἱ ἐχθροὶ Κυρίου καὶ
οἱ ἀντίχριστοι ὠνομασμένοι, δυνατοὶ οὐκ εἶεν χάριν δοῦναι τῷ Κυρίῳ. Καὶ διὰ τοῦτο
ἡμεῖς οἱ σὺν Κυρίῳ ὄντες καὶ ἑνότητα Κυρίου κρατοῦντες καὶ κατὰ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ
χορηγούμενοι, τὴν ἱερατείαν αὐτοῦ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λειτουργοῦντες, ὅσα οἱ ἀντικείμενοι
αὐτῷ, τουτέστι πολέμιοι καὶ ἀντίχριστοι, ποιοῦσιν ἀποδοκιμάσαι καὶ ἀποποιῆσαι καὶ
ἀπορρίψαι καὶ ὡς βέβηλα ἔχειν ὀφείλομεν. Καὶ τοῖς ἀπὸ πλάνης καὶ στρεβλότητος ἐρχομένοις,
ἐπὶ γνώσει τῆς ἀληθινῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς πίστεως, δοῦναι καθόλου θείας δυνάμεως
μυστήριον, ἑνότητός τε, καὶ πίστεως, καὶ ἀληθείας».
[10] Γ.
Φλωροφσκι, Tὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Μία ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας,
μτφρ. Ἰ. Παπαδοπούλου, ἐκδ. Ἁρμὸς, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 131-132. Κριτικὴ στὸ ἄρθρο
τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ στὸ Αθ. Γιεφτιτσ, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περὶ τῶν ὁρίων τῆς
Ἐκκλησίας», Θεολογία, 81 (2010) 137-158. βλ. καὶ Β. Τσιγκοσ, Θεσμικὴ καὶ
χαρισματικὴ διάσταση τῆς ἐκκλησίας, Ἡ ἑνότητα χριστολογίας καὶ πνευματολογίας
στήν ἐκκλησιολογία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 96-114. Ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσες
εἶναι ἐπ’ αὐτοῦ οἱ παρατηρήσεις τοῦ π. Πέτρου Heers:
«Ἑπομένως δὲν ὑπάρχει
βάση γιὰ τὸ ἐπιχείρημα μίας μυστηριακῆς ἐνεργείας ἐκτὸς τῶν “ὁρατῶν ὁρίων” τῆς Ἐκκλησίας,
διότι κάτι τέτοιο ὑπονοεῖ τὴν ὕπαρξη “ἀοράτων ὁρίων” τῆς Ἐκκλησίας, ἢ τὴν ὕπαρξη
ἑνὸς μέρους τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῆς γῆς, ποὺ εἶναι ἀόρατο (LG 8b, 15 καὶ UR 3a,
3d). Διότι, ἐὰν ὑπάρχουν “ἀόρατα ὅρια”
τῆς Ἐκκλησίας, πῶς μποροῦν αὐτὰ νὰ προσδιοριστοῦν; Ἂν δὲ εἶναι ἀπροσδιόριστα,
τότε πῶς μποροῦν νὰ εἶναι ὅρια; Τὸ ἴδιο πρόβλημα ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἰδέα μιᾶς ”ὁρατῆς ἑνότητας”
τῆς Ἐκκλησίας, ὡς νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρξει μία ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι
ἀόρατη καὶ ἀπροσδιόριστη. Τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι “ἐν τῷ κόσμῳ” (Ἰωάν. 1,10) ὡς
τὸ ”φῶς τοῦ κόσμου” (Ἰωάν. 9, 5), τὸ ὁποῖο “οὐ δύναται κρυβῆναι” (Ματθ. 5, 14).
Ἡ ἑνότητα ἀποτελεῖ τὸ ἴδιο τὸ “εἶναι” τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνυφαίνεται μὲ τὸ
γεγονὸς ὅτι Αὐτὴ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνίσταται ἀπὸ σάρκα καὶ αἷμα
καὶ κατοικεῖ “ἐν τῷ κόσμῳ” (Ἰωάν. 1, 14)».
Πρωτ. Π. Χιρσ,
Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση της Β΄ Βατικανής, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 182 κ.ἑξ.
[11] Ιω. Ζηζιουλασ, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν
τῇ Θ. Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ Ἐπισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, ἔκδ. Γρηγόρη, ἐν
Ἀθήναις 19902, σ. 131-132,
Πρωτ. Π. Χιρσ, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση,
σ. 75-89, 95-97, 166-167.
[12] Π.
Μενεβισογλου, Ἱστορικὴ εἰσαγωγὴ εἰς τοὺς Κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
ἔκδ. Ἱ. Μ. Σουηδίας καὶ πάσης Σκανδιναβίας, Στοκχόλμη 1990, σ. 68, ὑποσ. 5 καὶ
σ. 69-83.
[13] Σπ. Μήλιας, Πρακτικὰ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, ἔκδ. Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγ. Ὅρος,
τ. Α΄ (1981), πανομοιότυπος ἀνατύπωσις τῆς ἐκδόσεως 1761, 1763,
σ. 184-190, Mansi
1, 967A-991C, Γ.
Α. Ράλλη- Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων τῶν τε Ἁγίων καὶ
πανευφήμων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν
κατὰ μέρος Ἁγίων Πατέρων, ἔκδ. Β.
Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2002, τ. Γ΄, σ. 7-19.
[14] Χρυσοστόµου
Κωνσταντινίδου, Μητροπολίτου Ἐφέσου, Καθηγητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου ∆ογµατικῆς Θεολογίας,
Ἡ ἀναγνώριση τῶν Μυστηρίων τῶν Ἑτεροδόξων στίς διαχρονικές σχέσεις Ὀρθοδοξίας
καί Ρωµαιοκαθολικισµοῦ, ἐκδ. Ἐπέκταση 1995 σελ. 94.
[15] Χρυσοστόµου Κωνσταντινίδου, ἒνθ. ἀνωτ. σελ. 96.
[16] Ἑρμηνεία στον Αποστ-46 και στον Κυπρ-1.
[17] Αθ.
Γεφτιτσ,
«Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ», σ. 146, ὑποσ. 11.
[18] Ἐνδεικτικά: «Τί εἶναι
ἐκεῖνο ποὺ καθιστᾶ ἕνα -κατ᾽ αὐτούς- ἀνυπόστατο μυστήριο ὑποστατό, ὅταν ἀκολουθήσει
ἡ προσέλευση στὴν Ἐκκλησία; ...
τὸ ἐρώτημα μετατίθεται στό, πῶς ἡ Ἐκκλησία σὲ ἕνα γεγονὸς στὸ ὁποῖο ἡ ἴδια κατ᾽
ἀρχὴν καὶ καθ᾽ ἑαυτὸ δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι τελεῖται διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὴ
συνέχεια τὸ ἀποδέχεται ὡς ἐγκύρως τελεσθὲν στὴν περίπτωση προσεύλεσης στὴν ἀληθινὴ
Ἐκκλησία.... Ἡ
ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν γίνεται διὰ μαγείας; Γίνεται
θαυματουργικά; Γίνεται ἀναγνωριζόμενον σὲ συγκεκριμένες περιπτώσεις ὡς
προϋπάρχον, γιὰ νὰ διευκολυνθοῦν οἱ πολλοὶ νὰ προσέλθουν στὴν Ἐκκλησία; ... Εἶναι λοιπὸν ἡ θεώρηση περὶ αὐτομάτου μεταβολῆς τοῦ ἀνυποστάτου
σὲ ὑποστατό, στὴν περίπτωση εἰσόδου στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἱκανοποιητική;»
[19]
Μητροπολίτου Εφέσου, Χρυσοστόμου (Κωνσταντινίδη), Η αναγνώριση των μυστηρίων
των ετεροδόξων στις διαχρονικές σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, εκδ.
Επέκταση, Κατερίνη 1995, σ. 184.
[20] Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Σαββάτος), «Εκκλησιολογική
θεώρηση των Ιερών Κανόνων», στο Συνέδριο «Κανόνες της Εκκλησίας και
σύγχρονες προκλήσεις», Βόλος, 8-11.5.2014 (από
το λεπτό 18:11 έως 19:58 της εισηγήσεως).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.