Τὸ ἄρθρο τοῦ κ. Ρίζου (ἐδῶ) προκάλεσε ἕνα γόνιμο προβληματισμό,
ὅπως φάνηκε ἀπὸ τὰ σχόλια. Γιὰ νὰ
κατανοήσουμε καλύτερα μὲ ποιό φιλάνθρωπο τρόπο πορεύεται ἡ Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ
ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ καὶ χωρὶς ἐκζήτηση καὶ ἐφαρμογὴ ἀκραίων
καὶ ἀπόλυτων θέσεων, παρουσιάζουμε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πράξη γεγονότα ἀπὸ μιὰ
παρόμοια ἐποχή, ὅπως καταγράφονται ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας κ. Βλάσιο Φειδᾶ.
Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ
ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει τὸν Νεστοριανισμὸ καὶ τὸν Μονοφυσιτισμό. Διάφορα
ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα μεταπλάττουν, ἐπαναβιώνουν καὶ ἀκολουθοῦν –μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν
ἄλλο τρόπο– κακόδοξες θέσεις καταδικασμένες ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἐπίσκοποι, Ἱερομόναχοι,
ἱερεῖς, καὶ βέβαια πολλοὶ λαϊκοί, δέχονται ἢ ἀναπαραγάγουν κακόδοξες θέσεις ποὺ
εἶχαν καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, οἱ ἴδιοι ὅμως αὐτοὶ ἱερωμένοι,
ποὺ ὑπεστήριζαν αὐτὲς τὶς κακοδοξίες, δὲν εἶχαν καταδικασθεῖ ἀπὸ Σύνοδο, ἀλλά, ἂν
καὶ μετέφεραν τὸν δηλητηριώδη ἰὸ καταδικασμένης αἱρέσεως, λειτουργοῦσαν ὡς νόμιμοι Ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, καὶ
συγκροτοῦσαν Συνόδους, ἀντιμαχόμενοι οἱ μὲν τοὺς δέ. Στὰ δὲ κείμενα τῶν ὀρθοδόξων
ποιμένων, δὲν ὑπάρχει καμία ἀναφορὰ περὶ ἀκύρων μυστηρίων τῶν κακοδόξων ἢ αἱρετικῶν
μέχρι τὴν τελική τους καταδίκη, παρὰ μόνο ἡ –μετὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς σωστῆς Οἰκονομίας
καὶ ὄχι τῆς νεόκοπης ποὺ σήμερα λανθασμένα ἐφαρμόζεται– ἀνάγκη διακοπῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ αὐτούς.
Ὅσοι δὲν ἀποδέχονται αὐτὴ τὴν ἐξ ἀνάγκης Οἰκονομία τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦν νὰ μᾶς
ποῦν πῶς ἐξηγοῦν καὶ πῶς κρίνουν τὴν ταραγμένη ἐκείνη περίοδο, κατὰ τὴν ὁποία, ἐνῶ
στὴν πράξη ἡ Ἐκκλησία οἰκονομεῖ τοὺς
πιστούς, ταυτόχρονα καταπολεμᾶ τὴν αἵρεση; Ἄραγε τότε, ἐπὶ δεκαετίες οἱ πιστοὶ ἐλάμβαναν
ἄκυρα μυστήρια;
Μήπως πολλοὶ ἀδελφοί, παρασυρόμενοι ἀπὸ “εἰδήμονες”
ρασοφόρους, κάνουν σύγχυση κάποιων
πραγμάτων; Δὲν ἀντιλαμβάνονται, δηλαδή, ὅτι εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ψευδεπισκόπους
–γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὸν μολυσμὸ καὶ νὰ πολεμήσουμε τὴν αἵρεση, καὶ ἄλλο πρᾶγμα
νὰ ἀποφανθοῦμε ἐμεῖς –χωρὶς ἀπόφαση
Συνόδου (ἀκόμα κι ἂν αὐτὴ δὲν λάβει ποτὲ μέρος, διότι βρισκόμαστε στὰ ἔσχατα)–
ἀπὸ πότε τὰ μυστήρια εἶναι ἄκυρα;
Γιατί λοιπόν, ἀπαιτοῦν νὰ γίνουν τέτοιες διασπαστικὲς διεργασίες, τὴν στιγμὴ ποὺ
χιλιάδες πιστοὶ βρίσκονται σὲ μιὰ φοβερὴ
σύγχυση, δὲν γνωρίζουν ποιόν καὶ τί νὰ ἀκολουθήσουν καὶ μ’ ὅλα αὐτὰ τὰ
καμώματα συμπεραίνουν ὅτι εἶναι καλύτερα νὰ παραμείνουν ἐκεῖ ποὺ εἶναι;
Τὸ νὰ θεωροῦμε κατ’ οἰκονομίαν ἔγκυρα τὰ μυστήρια, ἂν θέλετε,
αὐτὸ εἶναι οὐσιαστικὰ αὐστηρότερο (χειρότερο)
ἀπὸ τοῦ νὰ τὰ θεωροῦμε ἄκυρα, γιὰ ὅσους βέβαια ἐν γνώσει τους κοινωνοῦν ἀπὸ τοὺς παναιρετικοὺς Οἰκουμενιστές.
Καὶ γιατί αὐτό; Διότι, ἂν τὰ μυστήρια εἶναι ἄκυρα, μικρὸ τὸ κακό. Ἐφ’ ὅσον ὅμως
τὰ μυστήρια τῶν μὴ καταδικασμένων-κεκριμένων αἱρετικῶν εἶναι ἔγκυρα, τότε, αὐτοὶ
ποὺ ἐν γνώσει κοινωνοῦν, ἀντὶ φωτισμὸ καὶ χάρη, παίρνουν κολασμὸ καὶ καταδίκη, διότι
καταφρονοῦν τὶς Ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἁγίων ποὺ ἐντέλλονται τὴν ἄμεση ἀπομάκρυνση
ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς («ἐξέλθετε
ἐκ μέσου αὐτῶν» καὶ «χαίρειν
αὐτοῖς μὴ λέγητε»!) καὶ ἐπικοινωνοῦν
μὲ τοὺς ψευδεπισκόπους καὶ ψευδοδιδασκάλους, ποὺ ἂν καὶ μέλη ἀκόμα τῆς Ἐκκλησίας
σαπρά καὶ πρὸς ἐκκοπήν, ἔχουμε ἐντολὴ
ἁγιογραφικὴ νὰ προσέχουμε καὶ νὰ ἀποφεύγουμε τὴν μετ’ αὐτῶν κοινωνία· νὰ τοὺς ἀπομονώνουμε,
νὰ μὴν ἐκκλησιαζόμαστε ἐκεῖ ὅπου αὐτοὶ λειτουργοῦν, καὶ νὰ ζητοῦμε τὴν καταδίκη
τους ἀπὸ τὴν Σύνοδο. Ἐμεῖς (τὸ ἐμεῖς
δικαιολογεῖται γιατὶ ἀπευθυνόμαστε πρὸς ἀποτειχισμένους) εἴμαστε ἀσφαλισμένοι, ἐφόσον ἔχουμε ἀποτειχιστεῖ. Ἀφοῦ τηροῦμε τὴν ἐντολὴ τοῦ
Κυρίου, δὲν κινδυνεύουμε. Ἀντιθέτως, ἂν τηρώντας την, τὴν ἑρμηνεύσουμε αὐθαίρετα,
διασποῦμε τὸν ἀντιαιρετικὸ ἀγῶνα καὶ κινδυνεύουμε καὶ ἐμεῖς
νὰ πέσουμε σὲ πλάνη.
Εἶναι ὡς ἐκ τούτου παράδοξο, τὸ γιατί κάποιοι
δημιουργοῦν αὐτὲς τὶς ἀντιπαλότητες, καὶ διαμάχες, καὶ ἐχθρότητες, καὶ ἀπολυτότητες,
καὶ δὲν μένουν στὴν Ἀποτείχιση, περιμένοντας μία Σύνοδο τῶν Ὀρθοδόξων νὰ λύσει αὐτὰ
τὰ προβλήματα! Ὅταν συμπεριφέρονται ἔτσι, καὶ μάλιστα ἔχοντας πάρει ἀρνητικὲς ἀπαντήσεις
ὡς πρὸς τὶς θέσεις τους ἀπὸ τὴν πλειοψηφία τῶν ἀποτειχισμένων, πῶς κατόπιν ζητοῦν
ἑνότητα στὸν ἀγώνα; Ἔχουν φέρει τὰ πάνω-κάτω (πρὸς ἀνακούφιση τῶν Οἰκουμενιστῶν),
πότε μιλώντας, ὡς νέες αὐθεντίες κι αὐτοί, γιὰ ἄκυρα μυστήρια, πότε –ἀποφαινόμενοι
ὡς Πάπες– καὶ προτρέποντας μας ἀδιακρίτως καὶ ἀνοήτως, πὼς πρέπει νὰ γυρίσουμε στὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, παρότι
τοὺς ἔχουμε ἐξηγήσει πολλάκις ὅτι οἱ πιστοὶ δυσκολεύονται ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν ἀποτείχιση·
πῶς τότε (σὰν τοὺς Φαρισαίους) θὰ φορτώσουμε κι ἄλλο φορτίο –φορτίο δυσβάστακτο–
στοὺς ὤμους τους, δυσκολεύοντας ἀκόμα περισσότερο τὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἀγώνα κατὰ τῆς
Παναιρέσεως; Χωρὶς νὰ ἔχει ἐξασφαλιστεῖ τὸ Ἄλφα (γιὰ τοὺς λάτρες τῆς Ἀλφαβήτου)
ποὺ εἶναι ἡ ἑνότητα, αὐτοὶ φθάνουν στὸ Ὠμέγα, ἀναδεικνύοντας ἑαυτοὺς ἀλλὰ ὑποσκάπτοντας
τὸν ἀντιαιρετικὸ ἀγῶνα; Δὲν θὰ τοὺς κάνουμε λοιπὸν τὴ χάρη, νὰ γίνουμε νεκροθάφτες αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα. Ἀφήνουμε αὐτὸ
τὸ ἄχαρο ἀγώνισμα στὴν ἀδιακρισία τους.
Ἂς ξανασκεφθοῦν
λοιπόν, νηφάλια, σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση κι ὄχι σύμφωνα μὲ τὶς ἀπόλυτες
θέσεις τους, ποὺ ἐπικαλύπτουν μὲ παρερμηνεῖες Κανόνων καὶ εὐλογοφανεῖς
συλλογισμούς: Εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἑνότητα
στὸν ἀγώνα, νὰ γίνει Σύνοδος Ἀποτειχισμένων, ὅταν οἱ μὲν ἀποτειχισμένοι ἀποκλείουν
τοὺς δὲ γιὰ θέματα τόσο σοβαρά, ποὺ δὲν εἶναι ἁρμόδιοι νὰ λύσουν μεμονωμένα ἄτομα,
ἀλλὰ τὸ σύνολο τῶν Πατέρων ἐν μετανοίᾳ, ταπεινώσει καὶ διακρίσει;
Φειδᾶ Βλασίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α΄,
Δ΄ ἔκδ., σελ. 620-630