Στὰ δύο πρῶτα μέρη τῆς κριτικῆς στὸ βιβλίο τοῦ
μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, ἔγινε κατανοητὸ καὶ πασιφανές, ὅτι γιὰ τὸν
Ναυπάκτου δὲν ὑπάρχει Παναίρεση, δὲν ὑπάρχει Οἰκουμενισμός. Ἡ λέξη αὐτή, ὅπως
καὶ ὁ ὅρος «αἱρετικοί», ἀποφεύγεται ἐπιμελῶς στὸ βιβλίο του, κι ἂν ἀναφέρεται, ἀναφέρεται
γιὰ λόγους ἐπιστημονικοὺς καὶ ὄχι γιὰ λόγους Πίστεως. Ἔτσι γράφει στὴν σελ.
365:
«Ἔχω παρατηρήσει στοὺς μεταπατερικούς, οἰκουμενιστικοὺς
κύκλους».
Πόση διαφορά, πραγματικά, ὑπάρχει μὲ τὸ ξεκάθαρο
συμπέρασμα «Παναίρεση» τοῦ Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς καὶ τὴν στάση του ἀπέναντί
της! Γιὰ τὸν Ναυπάκτου ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κύκλοι συζητήσεως, σὰν αὐτοὺς τῶν
σαλονιῶν, στὸν ὁποῖο συζητοῦν θεολόγοι καὶ Ἱεράρχες —καὶ αὐτὸς «παρατηρεῖ»— εἰς
βάρος τῆς Πίστεως, χωρὶς νὰ φοβοῦνται συνέπειες. Καὶ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ὑπερασπίζονται
ὡς εὐσεβῆ οἱ «ἀντιοικουμενιστές».
Στὸ τρίτο καὶ τελευταῖο μέρος τῆς κριτικῆς θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι,
τελικά, αὐτὸ τὸ βιβλίο δὲν γράφτηκε γιὰ νὰ καταδικάσει τὴν Ψευτοσύνοδο τοῦ
Κολυμπαρίου –ἡ ὁποία καθιέρωσε συνοδικῶς τὴν αἵρεση στὴν Ἐκκλησία– ἀλλὰ γιὰ νὰ
τὴν ὑπερασπίσει, ὥστε νὰ ἀποφευχθοῦν καὶ νὰ προληφθοῦν ἀντιδράσεις ἀπὸ τὸ
ποίμνιο, τοὐτέστιν νὰ μὴν διακοπεῖ ἡ μνημόνευση τῶν Ἐπισκόπων ποὺ στηρίζουν τὴν
Ψευτοσύνοδο καὶ τὴν αἵρεση! Αὐτὸ μόνο φοβᾶται ὁ ὑποτιθέμενος «εὐσεβής,
παραδοσιακὸς καὶ γνώστης τῶν Πατέρων» ἐπίσκοπος. Γιατὶ ἂν ἦταν ἀληθινός, θὰ ἐφάρμοζε
αὐτὰ ποὺ διατάσσουν οἱ Πατέρες σὲ καιροὺς αἱρέσεως· θὰ διέκοπτε τὴν ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ θὰ καταδίκαζε καθαρὰ καὶ ξάστερα τὴν
Ψευτοσύνοδό τους.
Ὁ Ναυπάκτου ὅμως, μιλώντας γιὰ τὴν «ἀποδοχὴ τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης» (σελ.
727) γράφει:
«Ἐκεῖνοι ποὺ ὑποστηρίζουν τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης τὶς ἑρμηνεύουν ὀρθόδοξα, ἐνῶ
ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἐπιφυλάξεις ἢ τὶς ἀρνοῦνται ἢ τὶς ἑρμηνεύουν ὡς
παρεκκλίνουσες ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση».
Τελικὰ τί εἶναι ὁ Ναυπάκτου, δημοσιογράφος ἢ ἐπίσκοπος;
Δουλειά του εἶναι νὰ παραθέτει ἀπόψεις ἢ νὰ προφυλάσσει τὸ ποίμνιο καὶ νὰ τηρεῖ
τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές; Τελικὰ εἶναι ὑπὲρ ἢ κατά, αὐτὸς ποὺ κατηγορεῖ τοὺς ἄλλους
ὡς δίγλωσσους ἀλλὰ ὁ ἴδιος ἐμφανίζεται ὡς τρίγλωσσος καὶ τετράγλωσσος;
Ὁ Ναυπάκτου ἐπιχειρηματολογεῖ συγκρίνοντας τὸ Κολυμπάρι
καὶ τὴν μετ’ αὐτὸ περίοδο μὲ τὴν συνοδικὴ ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση τῶν πρώτων αἰώνων
γράφοντας (σελ. 730):
«Ἑπομένως, καὶ μετὰ τὴν “Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο” εἶναι ἀπαραίτητος ὁ
θεολογικὸς διάλογος γιὰ θέματα ὀρθοδόξου πίστεως, ἀρκεῖ αὐτὸς ὁ διάλογος νὰ
γίνεται μὲ πνεῦμα ἀγάπης γιὰ τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς φανατισμὸ καὶ διαιρέσεις, χωρὶς
δημιουργία σχισμάτων καὶ παρασυναγωγῶν, ποὺ διασποῦν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».
Ὅταν διαβάζει κάποιος αὐτὰ εἶναι σὰν νὰ διαβάζει τὰ λόγια
τοῦ μεγαλύτερου Οἰκουμενιστῆ. Εἶναι δυνατὸν νὰ μιλᾶνε μὲ ἀγάπη οἱ αἱρετικοὶ καὶ
οἱ ὑποστηρικτές τους, καθ’ ὃν χρόνο διδάσκεται καὶ ἐπιβάλλεται ἡ Παναίρεση; Εἶναι
δυνατὸν νὰ χαρακτηρίζει «εὐσεβής» Ἐπίσκοπος τὶς ἀντιδράσεις τοῦ ποιμνίου, οἱ ὁποῖες
στηρίζονται στὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία, ὡς «σχίσματα καὶ παρασυναγωγές»;
Μιλάει ὁ Ναυπάκτου γιὰ «ἀγάπη καὶ ὁμόνοια καὶ διάλογο»,
παραθέτοντας μάλιστα ὡς «ἀνάλογο» παράδειγμα τὴν κατάσταση μεταξὺ Α’ καὶ Β’ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, «ξεχνάει» ὅμως τεχνηέντως νὰ ἀναφέρει, ὅτι ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες, ὅπως
καὶ τὸ θεοσεβὲς πλήρωμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δὲν εἶχαν καμία ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ αἱρετικοὺς ἢ αἱρετίζοντες
ἐπισκόπους καὶ δὲν θὰ εἶχαν καὶ μ’ αὐτόν, ἄν ζοῦσαν σήμερα. Γι’ αὐτὸ
φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, ἐξορίστηκαν, μαρτύρησαν μὲ τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν
Πίστη, πρᾶγμα ποὺ φυσικὰ δὲν προτίθεται νὰ πράξει ὁ Ναυπάκτου, μιᾶς καὶ εἶναι
δοῦλος τῶν τίτλων, τῶν ἀναγνωρίσεων καὶ τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου. Γι’ αὐτὸν ὁ
πατερικὸς ἀντιαιρετικὸς ἀγῶνας καὶ ἡ πατερικὴ διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας
μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἀποτελεῖ σχίσμα.
Θὰ τοῦ θυμίσουμε μόνο ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ γεγονότα τῆς
περιόδου, στὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἀναφέρεται, ἐκείνη μεταξὺ τῆς Α΄ καὶ Β΄ Οἰκουμενικῆς: