Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Το ΜΕΓΑ ΧΑΣΜΑ μεταξύ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ και αγίου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ


«ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ   ΚΑΙ   ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ   ΣΤΟΝ   ΙΔΙΟ   ΧΡΙΣΤΟ»!!!

ΤΑΔΕ ΕΦΗ Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ
Α.Π.Π ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.  κ. Χ. ΑΤΜΑΤΖΙΔΗΣ
 Διαμαρτυρία πιστοῦ ἀπέτρεψε συμμετοχὴ ἱερωμένων σὲ συμπροσευχές


   Συμπροσευχὴ πραγματοποιήθηκε στὶς 21/1/2012 στὴν Θεσσαλονίκη, στὴν ὁποία συμμετεῖχαν Ὀρθόδοξοι, Παπικοί, Ἀγγλικανοί, Εὐαγγελικοὶ καὶ Ἀρμένιοι. Ἡ συμπροσευχὴ ἔγινε στὸν Καθολικὸ Καθεδρικὸ Ναὸ τῶν Λαζαριστῶν τῆς «Ἀσπίλου Συλλήψεως τῆς Θεοτόκου». Καὶ μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Ναοῦ, δηλώνει τὴν ἀντίστοιχη αἵρεση τῶν Παπικῶν. Κι ὅμως, στὴν οἰκουμενιστικὴ αὐτὴ βραδιὰ καὶ στὴν συμπροσευχή, συμμετεῖχε ὡς κεντρικὸς ὁμιλητὴς ὁ «ἐπίκουρος καθηγητὴς θεολογίας στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Χαράλαμπος Ἀτματζίδης», ὁ ὁποῖος ἔκανε καὶ τὴν ἀκόλουθη δήλωση στὸ TV100 THESSALONIKI:
    «Εἶναι μία συνήθεια, ἡ ὁποία γίνεται σχεδὸν κάθε χρόνο ἀπὸ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς καὶ τὶς χριστιανικὲς κοινότητες τῆς Θεσσαλονίκης. Ὅλοι οἱ χριστιανοί, ποὺ ἔχουν  ἕνα  κοινὸ  «πιστεύω»  στὸν Ἰησοῦ Χριστό,  δηλ. ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, οἱ Ἀρμένιοι, οἱ Εὐαγγελικοί, συγκεντρωνόμαστε γιὰ νὰ συμπροσευχηθοῦμε καὶ νὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεό... Ὁ σκοπὸς αὐτῆς τῆς συμπροσευχῆς εἶναι νὰ θυμηθοῦμε τὶς ρίζες μας καὶ τὴν κοινή μας θρησκευτικὴ καταγωγή, ἡ ὁποία πολὺ παλιὰ μᾶς ἕνωνε ὅλους, ἐνῶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα μᾶς διέσπασε γιὰ λόγους, οἱ ὁποῖοι (κατὰ τὴν γνώμη μας) δὲν εἶναι καὶ τόσο πολὺ δικαιολογημένοι. Αὐτή, ὅμως, ἡ προσπάθεια βασίζεται, ἐρίζεται στὴν κοινὴ θέληση τῶν ἡγητόρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, δηλ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας πατριαρχείου, τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, καθὼς ἐπίσης καὶ τῶν ἐπισκοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῶν Εὐαγγελικῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἀρμενίων, γιὰ μιὰ κοινὴ προσπάθεια νὰ βροῦμε κοινὰ σημεῖα ἐπαφῆς καὶ ἐπικοινωνίας».
     Μὲ τὶς συμπροσευχές, κ. καθηγητά, «θὰ θυμηθοῦμε» ἢ θὰ ξεχάσουμε ἐντελῶς τὶς ρίζες μας; Ἂν πιστεύουμε στὸν ἴδιο Χριστό, τότε γιατί οἱ ἑτερόδοξοι ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Μία Ἐκκλησία; Τὸ κορυφαῖο δόγμα τῶν Παπικῶν πὼς ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό, δὲν μᾶς παρουσιάζει ἕνα διαφορετικὸ Χριστό, ἀπ’ αὐτὸν ποὺ ὁ ἴδιος μᾶς παρουσίασε;
    Κρίμα ποὺ δὲν ζούσατε τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ! Γιατὶ θὰ μπορούσατε νὰ τὸν διδάξετε μὲ ἕνα ταχύρρυθμο σεμινάριο, ὥστε νὰ μὴ ἐκφράζεται ὁ Ἅγιος μὲ τὶς παρακάτω φονταμενταλιστικὲς ἐκφράσεις ἐναντίον τῶν φίλων σας Παπικῶν.
     Ἂς δοῦμε μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔγραψε ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ τὰ συγκρίνουμε μ’ αὐτὰ ποὺ ἐσεῖς κι οἱ ὁμοϊδεάτες σας τῶν μεταπατερικῶν θεολόγων τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Βόλου πιστεύετε.
      Κι ἀποφασίστε:  Ἢ  ἐσεῖς  ἔχετε  δίκιο  ἢ  ὁ  Ἅγιος!



     Ὁ ἅγ. Γρηγόριος δίδασκε, πὼς οἱ λέγοντες τὸ Πνεῦμα καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἐκπίπτουν «τῆς ἀνωτάτου Τριάδος», ἐκπίπτουν καὶ «τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως», ἐκπίπτουν τῆς κοινωνίας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος», ἐκπίπτουν «τῆς υἱοθεσίας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις   Γρ. Παλαμᾶ, Ἔργα, 1, σελ. 110, 120).
     Δίδασκε, πὼς τὸ σχίσμα, ἡ πτῶσις τοῦ παπισμοῦ, εἶναι ἔργον τοῦ δεινοῦ καὶ ἀρχεκάκου ὄφεως, ὅστις «διὰ τῶν αὐτῷ πειθηνίων Λατίνων περὶ Θεοῦ καινὰς εἰσφέρει φωνὰς» (σελ. 68, 70). Εἶναι «τὰ βαθέα τοῦ σατανᾶ, τὰ τοῦ πονηροῦ μυστήρια... Ἀλλ’ ἡμεῖς διδαχθέντες ὑπὸ τῆς θεοσοφίας τῶν πατέρων..., οὐδέποτ’ ἂν ὑμᾶς (τοὺς λατινόφρονες) κοινωνοὺς δεξαίμεθα», ὅσο χρόνο «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα λέγητε» (Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὅπ. παρ., 74).
    Οἱ Παπικοὶ φέρονται κατὰ τὸν ἴδιο δόλιο καὶ «φίλερι» τρόπο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὣς σήμερα. Ὅπως καὶ τότε, ἔτσι καὶ τώρα ἐμμένουν στὶς πλᾶνες τους καὶ μᾶς ρωτᾶνε: Γιατί «ἡμᾶς ἐτεροδόξους οἴεσθε;» (=γιατί μᾶς θεωρεῖτε αἱρετικούς, ὅπ. π. σελ. 82), ἀφοῦ τὴν ἴδια πίστη, τὸν ἴδιο Χριστὸ πιστεύουμε; Δυστυχῶς, αὐτὸ ποὺ ἄλλοτε ἔλεγαν οἱ Παπικοί, σήμερα τὸ ἰσχυρίζονται καὶ οἱ «ὀρθόδοξοι», οἱ ὁποῖοι ὡς ἐκ τούτου ὑπηρετοῦν τὴν οὐνίτικη-οἰκουμενιστικὴ τακτικὴ τῶν Παπικῶν. Γιὰ τοῦτο καὶ ἔχουν ἄλλο φρόνημα ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει «τῶν εὐσεβούντων τὸ πλήρωμα» (ὅπ. π.), οἱ πιστοί, δηλ., οἱ ὁποῖοι μιμούμενοι (τὸ κατὰ δύναμιν) τοὺς Ἁγίους καὶ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, τολμοῦν νὰ ποῦν:
     «Τὸ τῶν εὐσεβούντων πλήρωμα χεῖλος γεγονότες ἓν ἐπ’ ἀγαθῷ, πύργον εὐσεβείας ᾠκοδόμησεν, δυσσεβείας νοητοῦ κατακλυσμοῦ παντάπασιν ἀνωτέρου» (=τὸ πλήρωμα τῶν εὐσεβῶν, μεταβαλλόμενοι χάριν τοῦ ἀγαθοῦ εἰς ἕνα στόμα, οἰκοδόμησαν πύργον εὐσεβείας, ἀνώτερον εἰς ὅλα ἀπὸ τὸν νοητὸν κατακλυσμὸν τῆς ἀσεβείας, ὅπ. παρ. σελ. 82, 83).
    Μὲ «ὀρθόδοξον ὁμοφροσύνη», λοιπόν, ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ «ἀσφαλοῦς ὀχυρώματος ἱστάμενοι τοὺς «ἀπεναντίας τῶν ὀρθῶν δογμάτων φερομένους..., εὐστοχώτατα καὶ γενναιότατα βαλοῦμεν, ἅμα δὲ καὶ λυσιτελῶς αὐτοῖς, εἰ βούλοιντο», (=θὰ χτυπήσωμεν εὐστοχότατα τοὺς ἀντιθέτους στὰ ὀρθὰ δόγματα, καὶ μάλιστα αὐτὴ ἡ ἐναντίωσή μας, μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ ὠφέλιμη καὶ γι’ αὐτούς, ἐὰν τὸ θελήσουν, ὅπ. π.).
     Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος: «Μετὰ δὲ τοῦτο  τὰς  ἀποδείξεις  τῆς  ἀληθείας... προσκομίσωμεν αὐτοῖς» οὓς «τὸ λογικὸν τῆς εὐσεβείας περιτείχισμα καὶ βαλεῖ καὶ πατάξει καὶ τροπώσεται, εἰ δὲ βούλει, καὶ ἰάσεται» (=τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας θὰ τοὺς χτυπήσει καὶ θὰ τοὺς πατάξει καὶ θὰ τοὺς κατατροπώσει, ἐὰν δὲ θέλεις, καὶ θὰ τοὺς θεραπεύσει, ὅπ. π.). Διότι «τοιοῦτος ὁ τῶν θείων θεῖος ὅρος οὗτος, οὐ περιβάλλει μόνον τοὺς ἐμμένοντας καὶ καθίστησιν ἐν ἀσφαλείᾳ ἀλλὰ καὶ προπολεμεῖ καὶ ἀνυποστάτως ἀντιτάττεται τοῖς ἐπανισταμένοις» (=διότι, τοιοῦτος εἶναι ὁ θεῖος ὅρος τῶν θείων· ὄχι μόνο περιβάλλει καὶ διασφαλίζει τοὺς ἐμμένοντας εἰς αὐτόν, ἀλλὰ ὑπερασπίζεται ἐπίσης καὶ ἀντιτάσσεται ἀκαταμαχήτως εἰς τοὺς μαχομένους αὐτόν» (ὅπ. π.).
     Σὲ ἄλλο σημεῖο, διαπίστωνε ὁ Ἅγιος, ὅτι ἐθελοντικῶς οἱ Λατίνοι παραμένουν εἰς τὴν πλάνην τους καὶ καμία δύναμις δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ τοὺς μετακινήσει, ἔστω καὶ ἐὰν παρέμβουν Ἄγγελοι: «Ἐθελοντὰς δὲ κειμένους ὀνήσει τὸ παράπαν οὐδέν, κἄν παρ᾿ αὐτῶν τῶν οὐρανίων νόων σκευάζηταί τε καὶ προσάγηται τὸ τῆς ψευδοδοξίας ἴαμα» (ὅπ. παρ., 184).

     Θά ἀναφέρουμε καί ἕνα ἀκόμη χωρίο ἀπό τόν μεγάλο ἀντιλατίνο Ἅγιο γιά νά καταδείξουμε μέ τό παράδειγμα πού ἀναφέρει πόσο μεγάλη εἶναι ἡ πτώση τῶν Λατίνων:
«Τό μέν οὖν ὀρθοῦ διαπεσεῖν κοινόν ἐγένετο ταῖς ἐκκλησίαις ἁπάσαις, ἄλλοτε ἄλλῃ διά τοῦ μακροῦ χρόνου λυμηναμένου τοῦ χείρονος. Τό δέ διαπεσοῦσαν μηκέτ᾿ ἐπανελθεῖν μόνης τῆς τῶν Λατίνων ἐγένετο, καίτοι μεγίστης τε καί κορυφαίας οὔσης καί τῶν πατριαρχικὼν θρόνων ἐξόχου περιωπῆς· καί ταὐτόν ταύτῃ συμβέβηκε, μεγίστῃ τῶν ἐκκλησιῶν οὔση, τῷ μεγίστῳ τῶν ζώων ἐλέφαντι. ῞Ον φασι μηδ᾿ ὕπνου καιρόν ἐπ᾿ ἐδάφους ἀνακλίνεσθαι πρός ἄνεσιν, τοῖς δέ πλαγίοις ἄρθροις μικρόν ἐποκλάζοντα διαναπαύεσθαι· ἄν δέ πού τι παθών καταπέσῃ, μηκέτ’ ἀνίστασθαι δύνασθαι. ᾿Αλλά τοῖς μέν ἐλέφασι τό βάρος τοῦ σώματος αἴτιον καί ἡ πολυσαρκία δύσχρηστός τε οὖσα καί κάτω πιέζουσα, καθάπερ τις ἐπικειμένη μόλυβδος πολυτάλαντος, τοῖς δέ Λατίνοις ὁ τύφος οἶμαι τό μόνον, μικροῦ δέω λέγειν, πάθος ἀνίατον, ὃ καί τῷ μόνῳ πονηρῷ κρίμα κατὰ τὸν ἀπόστολον ἰδιαίτατον· δι᾿ ὃ κἀκεῖνος εἰς αἰῶνας ἀνίατος... (=Τό νά ἐκπίπτουν ἀπὸ τὸ ὀρθόν φρόνημα ὑπῆρξε κοινὴ μοίρα ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, καθὼς διὰ μέσου τῶν αἰώνων τὸ κακὸν ἐλυμαίνετο ἄλλοτε ἄλλην ἀπὸ αὐτάς. Τὸ νὰ μὴ ἐπανέλθῃ ὅμως ποτὲ μετὰ τὴν πτῶσιν ὑπῆρξε περίπτωσις μόνον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Λατίνων, μολονότι εἶναι ἡ μεγίστη καὶ κορυφαία καὶ κατέχει τὴν ἐξοχωτέραν περιωπὴν τῶν πατριαρχικῶν θρόνων.  Καί συνέβη εἰς αὐτήν, ἡ ὁποία ἦτο ἡ μεγίστη τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅ,τι συνέβη εἰς τό μέγιστο τῶν ζώων, τόν ἐλέφαντα. Λέγουν δι' αὐτόν ὅτι δὲν κατακλίνεται εἰς τὸ ἔδαφος δι' ἀνάπαυσιν κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ ὕπνου, ἀλλὰ ἀναπαύεται μὲ τὸ νὰ λυγίζῃ ἁπλῶς τὰ δύο πλάγια ἄκρα. Ἂν δὲ πάθῃ κάτι καὶ πέσῃ κάτω, δὲν δύναται νὰ σηκωθῇ πλέον. Ἀλλὰ εἰς μὲν τοὺς ἐλέφαντας αἴτιον εἶναι τὸ βάρος τοῦ σώματος καὶ ἡ παχυσαρκία, ἡ ὁποία εἶναι ἀνοικονόμητος καὶ πιέζει πρὸς τὰ κάτω, ὡσὰν βαρυτάτη μόλυβδος εὑρισκομένη ἐπάνω τους, εἰς δὲ τοὺς Λατίνους νομίζω ὅτι εἶναι μόνον ὁ τύφος, ὁ ὁποῖος θὰ ἠδυνάμην νά εἴπω ὅτι εἶναι πάθος ἀνίατον, τό ὁποῖον κατά τόν ἀπόστολον εἶναι τό ἰδιαίτερον κρίμα μόνον τοῦ πονηροῦ (Ἰακ. 4,16), ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου καὶ ἐκεῖνος εἶναι ἀνίατος εἰς τοὺς αἰῶνας( Περὶ τῆς Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, λόγ. β΄, ΕΠΕ 1,- σελ. 182).
    Καὶ θὰ τελειώσουμε μὲ μιὰ ἀκόμα φράση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου: «Ἦν ἄρα τῶν δικαιοτάτων μηδὲ λόγου ἀξιοῦν ὑμᾶς, εἰ μὴ τοῦ προστιθέναι τῷ ἱερῷ συμβόλῳ παύσησθε» (=Θὰ ἦταν ἀσφαλῶς δικαιότατον νὰ μὴ κάνουμε μαζί σας καμιὰ συζήτηση, ὅσο χρόνο συνεχίζετε νὰ ἔχετε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τὴν προσθήκη τοῦ filioque, ὅπ. π., σελ. 84)
    Βλέπετε, κ. Ἀτματζίδη, νὰ ὑπάρχει οἱαδήποτε σχέση μεταξὺ τῆς δικῆς σας διδασκαλίας καὶ αὐτῆς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ;

    Πέρασαν ἀπὸ τότε 700 χρόνια καὶ οἱ Λατίνοι, ὅπως ἀκριβῶς «προφήτευσε» ὁ Ἅγιος, ὄχι μόνον ἔμειναν ἀμετακίνητοι, ἀλλὰ καὶ ἐπαγίωσαν τὶς θέσεις τους, καὶ αὔξησαν τὶς αἱρέσεις τους. Καὶ σήμερα, οἱ μεταπατερικοὶ καὶ οἰκουμενιστὲς θεολόγοι καὶ ἐπίσκοποι ἰσχυρίζονται ὅτι  ...βρῆκαν τὸν τρόπο νὰ «ξαναενωθοῦμε»: Διὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!!!
  Καὶ πάλι κρίμα, ποὺ γεννήθηκαν τέτοια θεολογικὰ ἀναστήματα κάποιους αἰῶνες ἀργότερα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς Ἁγίους.  Ἂν εἶχαν ζήσει τότε τέτοιου μεγέθους νόες, ὅπως ὁ κ. Ἀτματζίδης, ὁ κ. Καλαϊτζίδης, ὁ μητροπ. Περγάμου κ.  Ἰω. Ζηζιούλας, ὁ Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος θὰ εἶχαν κατανοήσει ὅτι ἡ λύση τοῦ προβλήματος ἦταν ἡ δικιά τους ἐμπνεύσεως «ἀγάπη», οἱ Διάλογοι καὶ οἱ συμπροσευχές, καὶ δὲν θὰ χρησιμοποιοῦσαν μιὰ πολεμική-φονταμενταλιστικὴ τακτική· ἔτσι, μάλιστα, θὰ ἀπέτρεπαν τὸ δράμα τοῦ σχίσματος καὶ τῆς διατήρησής του, στὸ ὁποῖο μᾶς ὁδήγησαν (κατὰ τὸν κ. Βαρθολομαῖο) οἱ «προπάτορες ἡμῶν» ἅγιοι Φώτιος, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ὅποιοι ἄλλοι μικρόνοες ἅγιοι! Καὶ τώρα θὰ εἴχαμε τὴν «εὐτυχία» νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι Ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι, νὰ ἀποτελοῦμε μιὰ «ὄμορφη» οἰκουμενιστικὴ συντροφιά!
                                      * * *
    μως ὑπῆρχε καὶ κάτι ἄλλο φέτος. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐκφωνήτρια τοῦ ἴδιου καναλιοῦ:
   «Αἰσθητὴ ἦταν ἡ παντελὴς ἀπουσία ἀπὸ τὴν συμπροσευχή, ἐκπροσώπου τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἐρωτηθεὶς σχετικὰ ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ἄνθιμος δήλωσε: “Δὲν εἶναι μέσα στὴν τάξη τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, νὰ συμμετέχει σὲ θρησκευτικὲς τελετὲς ἢ συμπροσευχὲς μὲ ἑτερόδοξους καὶ πολὺ περισσότερο μὲ ἐκπροσώπους ἄλλων θρησκειῶν”».
   Ἀξίζει νὰ ὑπενθυμίσουμε, ὅτι μετὰ τὴν περυσινὴ συμπροσεχὴ στὸν ἴδιο χῶρο, ἐπειδὴ σ’ αὐτὴν συμμετεῖχαν καὶ ὀρθόδοξοι ἱερωμένοι (ἐκπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου) ὁ βυζαντινολόγος κ. Μάριος Πηλαβάκης, διεμαρτυρήθη μὲ ἄρθρο ποὺ δημοσίευσε ὑπὸ τὸν τίτλο: «Ὠμὴ ἐπέμβασις τοῦ κ. Βαρθολομαίου εἰς τὴν Μητρόπολιν Θεσσαλονίκης». Ἡ διαμαρτυρία του φαίνεται πὼς εἶχε ἀποτέλεσμα, καὶ γι’ αὐτὸ φέτος, ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης φρόντισε, ὥστε νὰ μὴν παραστοῦν ὀρθόδοξοι ἱερωμένοι στὶς συμπροσευχές, διότι «μὲ τὰς συμπροσευχὰς συμμετέχεις εἰς τὴν αἵρεσιν, εἰς τὰς κακοδοξίας καὶ τὴν διαστρέβλωσιν τοῦ Εὐαγγελίου ἐπιχειρῶν δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νὰ διασώσης τὸ ναυάγιον τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων διὰ τοῦ Λαϊκοῦ Οἰκουμενισμοῦ» (Γ. Ζερβός, Ὀρθόδ. Τύπος, 20/1/2012).
    Ἂν σὲ παρόμοιες ἐνέργειες προέβαιναν δεκάδες χριστιανοί, ὁμολογοῦντες ἔτσι τὴν Πίστη τους, ὅλοι ἐμεῖς δηλ., ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε ὀρθόδοξοι, ἄραγε θὰ τολμοῦσαν οἱ οἰκουμενίζοντες ἐπίσκοποι νὰ συνεχίζουν τὶς συμπροσευχές τους; Ἀσφαλῶς ὄχι. Πόσῳ μᾶλλον, ἂν μάλιστα αὐτὸ γινόταν ἀπὸ ἑκατοντάδες καὶ χιλιάδες; Ἀλλά, ἀντὶ γιὰ τέτοιες ἀντιδράσεις, μᾶς ἔπεισαν νὰ κάνουμε ὑπακοή. Μιὰ κακὴ ὑπακοή, ποὺ γιγαντώνει τὴν δεσποτοκρατία, τὸν κληρικαλισμὸ καὶ τὸν Οἰκουμενισμό.

ΦΙΛΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΩΣΙΣ «ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ»

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ -ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ ΑΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ

(ΜΙΚΡΑ ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ)

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     1.

Σκοπῶμεν οὖν λοιπόν μεμετρημένως τήν τροφήν, τήν πόσιν, τόν ὕπνον, εἴ τι ἄλλο, ὡς μή καταδυναστεύεσθαι τήν ψυχήν, ἀλλ' ἔχειν κατά τοῦ σώματος τά νικητήρια. ....
Οὐκοῦν ἔντρομοι ἀεί καί ἔμφοβοι ἐσόμεθα συστέλλοντες ἑαυτούς ἀπό τῶν αἰσθήσεων, ἀπό ἀκοῆς ματαίας, ἀπό ὁράσεως βλαβερᾶς, ἀπό ὀσφρήσεως θηλυνούσης, ἀπό παντός πονηροῦ ἐπιτηδεύματος, ὅλους δι’ ὅλου ἑαυτούς ἀνατιθέμενοι τῷ ἁγίῳ Θεῷ, ὅπως εὐαρεστοῦντες αὐτῷ κληρονόμοι γενώμεθα τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     2.

Τοῦτο ἔστι τοῦ μυστηρίου τό συμπέρασμα· νεκρούς εἶναι τῷ κόσμῳ, ζῶντας δέ τῷ Θεῷ· καί διά τοῦτο ὀφείλομεν καί μετά τό πάσχα νήφειν καί ἐγρηγορέναι, προσεύχεθαι καί κατανύσσεσθαι, δακρύειν καί φωτίζεσθαι, «πάντοτε τήν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι» περιφέρειν, καθ’ ἑκάστην ἀποθνήσκειν τῇ προθέσει, ἀεί ἐκδημεῖν ἐκ τοῦ σώματος καί ἐνδημεῖν πρός τόν Κύριον, διά τῆς ἀναχωρήσεως τῶν τῆς σαρκός φρονημάτων. Μή εἴπῃς· «ἄρτι τεσσαρακοστή οὐκ ἔστιν». Ἀεί τεσσαρακοστή ἐστι τῷ νήφοντι. Μή εἴπης· «ἐχρόνισα ἐν τῇ ἀσκήσει καί δεῖ ἀναπαύσεως». Οὐκ ἔστιν ἀνάπαυσις ἐνταῦθα. Μή εἴπῃς· «γεγήρακα ἐν τῇ ἀρετῇ καί οὐ φοβοῦμαι». Φόβος ἀεί τροπῆς· καί πολλούς γεγηρακότας ἐν ἀρετῇ, ἐν μιᾷ καιροῦ ροπῇ κατέσπασεν ὁ Σατανᾶς εἰς βάραθρον ἁμαρτίας. «Ὥστε ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μή πέσῃ», καί ὁ δοκῶν πεφυλάχθαι βλεπέτω μή ἀφυλακτήσῃ. Ἔστω οὖν καί φυλακή καί προσοχή καί μέτρον, καί καθ’ ὕπνον, καί κατά βρῶσιν, καί κατά πόσιν, καί κατά πᾶν ὁτιοῦν ἄλλο, ἵνα ὑπωπιάζηται καί δουλαγωγῆται τό σῶμα, ἵνα μή, ὥσπερ πῶλος εὐπαθῶν καί ἐνδακών τόν χαλινόν, ὤσειεν ἡμᾶς κατά κρημνοῦ ἁμαρτίας.

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     3.

Εἰσί γάρ, εἰσί τινες, οἵ μωμοσκοποῦσι τήν ὁμολογίαν τοῦ Χριστοῦ ὡς παραίτιον εἶναι πορνείας· ὅ καί φρίττω λέγειν. Καί φασι· «κρεῖσσον ἐστι κοινωνῆσαι τῇ αἱρέσει, ἤ ἑλέσθαι τόν ὑπέρ Χριστόν διωγμόν»· ὧν τό κρίμα ἔνδικον, καί ἡ βουλή κατά τήν βουλήν Βαλαάμ τοῦ θέντος σκάνδαλον ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ. Δύο τοίνυν εἰσί πορνεῖαι· μία μέν ἡ ἐπί τῇ πίστει, ἑτέρα δέ ἡ ἐπί τῷ σώματι. Ὁ γοῦν ἁλούς τῇ αἱρετικῇ κοινωνίᾳ, οὗτος ἐστιν ὁ ἐκπορνεύσας εἰς Θεόν, καί συνεκπορνεύειν δύναται καί τῷ σώματι. Οὐκοῦν πλανῆται οἱ τά τοιαῦτα λέγοντες καί φρεναπάται, παγιδεύοντες τάς ἀστηρίκτους ψυχάς....
Τοιαύτη οὖν ἀγαπήσει ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον καί οὕτως ἠγαπήθη ὑπό τῶν ἁγίων σφοδρῶς τε καί ἀκαθέκτως. Ἡμεῖς δέ, ἐπειδή χλιαρῶς ἀγαπῶμεν αὐτόν, διά τοῦτο ἁλισκόμεθα τοῖς πονηροῖς λογισμοῖς καί ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς σαρκός, ἀσπαζόμενοι ὀδύνην ἀνθ'ἡδονῆς, καί πικρίαν ἀντί γλυκύτητος, καί ταραχήν ἀντί εἰρήνης. Ἀλλ' ἀνανηπτέον, ἀδελφοί, καί καθαρτέον τήν ψυχήν ἐκ τῶν τοιούτων ὀλεθρίων ἐπιθυμιῶν, ὡς ἄν ἔχωμεν τόν Χριστόν ἔνοικον. Ὅπου γάρ καθαρότης, ἐκεῖ ὁ Χριστός· καί αὕτη ἐστίν ἡ μακαρία καί ἐπέραστος ζωή· καί οὕτω πολιτευόμενοι κληρονομήσομεν βασιλείαν οὐρανῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καί τό κράτος, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     5.

Ἡ πάλη ἡμῖν, πρός τόν παριστάμενον διωγμόν, ὅς ἀπειλῶν ἀπειλεῖ τοῦτο κἀκεῖνο, ὡς ἀκούομεν. Εἰ οὖν ἐν τοῖς ἐλάττοσιν ἀνεύθετοι ὦμεν, πῶς ἐν τοῖς μείζοσιν εὐδοκιμήσομεν; «Ὁ ἐν ὀλίγῳ πιστός, καί ἐν πολλῷ πιστός ἐστι», καθά φησιν ὁ Κύριος. Ἐπεί οὖν ὑμεῖς καί ἐν πολλῷ καί ἐν ὀλίγῳ, χάριτι Χριστοῦ, πιστοί ὤφθητε καί καθ' ὑποταγήν καί καθ'ὁμολογίαν, μηδετέρως σκάζοιτε· ἀλλ' ἀμφοτέρωθεν τέλειοι γίνοισθε, κατηρτισμένοι εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν..

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     6.

Ὅτι μετά τήν ἀνάστασιν βρώσεως ἥψατο, καίτοι μή δεομένης τῆς ἁγίας σαρκός αὐτοῦ· ἀλλ' ὅμως, ἵνα τήν ἀνάστασιν πιστώσηται, καί ἔφαγε καί ἔπιε καί ἐψηλαφήθη τήν πλευράν, καί τοῖς νομίσασιν αὐτόν πνεῦμα εἶναι τάδε φησίν· «Ἴδετε τάς χεῖράς μου καί τούς πόδας μου, ὅτι αὐτός ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καί ἴδετε ὅτι πνεῦμα σάρκα καί ὀστέα οὐκ ἔχει, καθώς ἐμέ θεωρεῖτε ἔχοντα». Τί φῄς πρός ταῦτα, ὦ χριστομάχε; Εἰ σάρκα καί ὀστέα ἔχει, οὐκ ἔχει καί τό ἐξεικονίζεσθαι; Εἰ οὖν τό δεύτερον οὐκ ἔχει οὐδέ τό πρότερον ἔσχεν. Ἀλλά μήν αὐτός ἑαυτῷ μαρτυρεῖ καί τό ἐξεικονίζεσθαι κατά τό σιωπώμενον· ἑκάτερα γάρ ἀλλήλων ὁμολογητικά πέφυκεν εἶναι. Ἀλλ' οἱ μέν Εἰκονομάχοι ἴσα τῶν Μανιχαίων φρονοῦντες ἴσην καί «τίσουσιν δίκην ὄλεθρον αἰώνιον», ὡς γέγραπται·

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     8.

Ὁ γοῦν ρυπαίνων τήν σάρκα οὐκ ἔστι μέλος Χριστοῦ, ὁ μνησικακῶν οὐκ ἔστι μέλος Χριστοῦ, οὐ μήν οὐδέ ἄξιος μετέχειν τῶν ἁγιασμάτων·



ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     9.

Οὐκ ἠκούσατε τί πέπονθεν ὁ ἐλεεινός Εὐπρεπιανός; Ἄρτι γάρ ἡμῖν ἀνηγγέλη ὅτι τέθνηκε, καί τέθνηκε, φεῦ τῆς ἐμῆς ταλαιπωρίας! οὐ τόν πρόσκαιρον, ἀλλά τόν αἰώνιον θάνατον, συμπλακείς τῇ Εὔᾳ, καί ταύτῃ τόν βίον ἀπορρήξας. Ὤ τί πέπονθεν ὁ τάλας! Ἴστε ὅπως ηὔγει πρότερον ὁ λύχνος, ὑπέρ κεφαλῆς αὐτοῦ, τῆς τε εὐπιστίας καί εὐδρομίας. Οὐχί συναπεκλείσθη μοι πάλαι ὁμολογητικῶς; Οὐκ εἰς οἰκονόμου προήχθη βαθμόν ἐν τῷ Σακκουδίωνι; Οὐκ ἐπί τῇ παρούσῃ ὁμολογίᾳ ἀπεδύσατο πρός ἀγῶνας, δίς μαστιχθείς καί ἐνεγκών ἄριστα;
Εἶτα τί; ἔχων ὡς οἰκονόμος τό γλωσσοκόμον τοῦ μοναστηρίου καί τά ἐν αὐτῷ βαλλόμενα, θελχθείς τῷ χρυσίῳ καί περιπαρείς τῇ φιλαργυρίᾳ, κατά τόν Ἰούδαν, προὔδωκεν, οἴμοι! τόν Χριστόν. Τοῦτο μέν ἀποδυσάμενος τό τῆς παρθενίας ἐπάγγελμα· τοῦτο δέ γιεζικῶς ὠνησάμενος ἀγρούς καί ἀμπελῶνας, βόας καί πρόβατα, καί κληρονομήσας οὐ τήν λέπραν ἐκείνου μόνον, ἀλλ' ὡς οἶμαι, καί τό δεινότερον. Ἴδε, ἀδελφοί μου, τί εἰργάσατο ἡ φιλαργυρία. Φύγωμεν τό πάθος, παρακαλῶ, ὡς προδοσίας ἐργαστήριον. Ἴδε τί ἐξετέλεσεν ἡ ἀπιστία. Φύγωμεν τό σκότος ὡς ἀπορρῆσσον τῆς συναφείας τοῦ Δεσπότου· φύγωμεν καί πᾶν ἄλλο πάθος τό πολιορκοῦν τήν ἐλεεινήν ψυχήν· θυμόν λέγω, φθόνον, ὀργήν, φιλαυτίαν, ἰδιογνωμοσύνην, ἀφιδιασμόν. Φεύγετε τό μεμονωμένοι τυγχάνειν, ἵνα φύγητε τήν ἐπηρτημένην παρά Κυρίου ἀράν· «Οὐαί γάρ, φησί, τῷ μόνῳ ὅτι ἐάν πέσῃ οὐκ ἐστιν ὁ ἐγείρων αὐτόν». Ὅπερ πέπονθε περί οὗ ὁ λόγος· εἰ γάρ ἦν ὁ συνών αὐτῷ, κἄν πέπτωκεν, εἶχεν ἄν ἐξ ἐπικουρίας τοῦ συνόντος πάλιν ἀναστῆναι, πάλιν ἀποκλαύσασθει τήν ἁμαρτίαν. Ἐπεί δέ οὐκ ἔσχεν, ὤλετο ὁ ἐλεεινός πορευθείς εἰς τόν ἴδιον τόπον. Κλαυθμοῦ καί ὀδύνης, ἀδελφοί, ἄξιον τό τραγῴδημα· φόβου καί τρόμου τό ὑπόδειγμα. «Ὁ στήκων, φησί, βλεπέτω μή πέσῃ»· ὁ εὐδρομῶν σκεπτέσθω μή ὑποσκελισθῇ ἀναθεωρῶν τόν σκελισμόν τοῦ πρίν εὐδρομήσαντος. Τάχα ἐδόκει τις ἄγγελον πίπτειν ἤ τόν ἀδελφόν ἐκεῖνον· ἀλλ'ἴσως ἀπονυστάξας πέπτωκε· καί τό αἴτιον, ἡ φιλαργυρία.

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     10.

Ἆρ' οὖν οἱ δι' αἵματος μόνοι μάρτυρες; Οὐμενοῦν, ἀλλά καί οἱ διά βίου ἐνθέου πολιτευόμενοι· φησί γάρ ὁ Ἀπόστολος· «περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καί ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς». Ὁρᾷς ὅτι συλλήβδην μάρτυρας ἀπεκάλεσε πάντας τούς τῆς ὁσιότητος ἐραστάς καί τόν δι'ὑπομονῆς θλιβερόν βίον ἕλκοντας; Τοιγαροῦν, ὦ ἀδελφοί, καί ἡμεῖς ἐν τῷ μαρτυρίῳ τούτῳ καταλελογίσμεθα· ἐν γάρ τῷ στέργειν ἡμᾶς καί ὑπομένειν τό πολύθλιπτον τοῦ σταυροφόρου βίου, ἐν τῷ φρουρεῖν ἡμᾶς τό παρθενικόν ἐπάγγελμα, τό ἀνεξάρνητον τῆς ἀθλητικῆς ὑποταγῆς, μαρτυροῦμεν ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ· μαρτυροῦμεν ὅτι κρίσις ἔστι καί ἀνταπόδοσις· μαρτυροῦμεν ὅτι λόγον ὑφέξομεν, ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, τῶν βεβιωμένων ἡμῖν, ἀντικαθιστάμενοι τῷ διαβόλῳ, τῷ ἐχθρῷ τοῦ Χριστοῦ, τιμωροῦντι οἱονεί καί μαστίζοντι ταῖς ἐπιφοραῖς τῶν ἐπαλλήλων λογισμῶν καί ὀλλυμένων ἡδονῶν ἐξαρνήσασθαι ἡμᾶς μή εἶναι Θεόν·

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     15.

Μανθάνω δέ ὅτι ἐν Ρώμῃ καί τάς κλεῖς τοῦ κορυφαίου τῶν ἀποστόλων Πέτρου διά τιμῆς ἄγουσι· καίτοι γε ὁ Κύριος οὐ κλεῖς αὐτῷ δίδωσιν αἰσθητάς, ἀλλά τάς διά λόγου, εἰς τό δεσμεῖν καί λύειν· οἱ δέ ἀργυρᾶς πεποιηκότες ταύτας προτιθέασιν εἰς προσκύνησιν· τοσαύτη οὖν ἐστιν αὐτῶν ἡ πίστις. Κἀκεῖ ἡ ἀρραγής πέτρα τῆς πίστεως τεθεμελιωμένη κατά τόν λόγον τοῦ Κυρίου· ἐνταῦθα δέ, ὡς ἔοικε, πλεονάζει ἡ ἀπιστία καί ἀνομία. Διά τοῦτο ὁ ταπεινός ἐγώ ἀλγυνόμενος τήν καρδίαν καί δεδιώς τό τῆς σιωπῆς κρίμα, ἐξ ἀναγκαίου φθέγγομαι ἅ φθέγγομαι βραχέα καί ὀλιγοστά· εἰ γάρ οἱ ἑτερόδοξοι οὐ παύονται, ἰδίᾳ τε καί δημοσίᾳ, ἐγγράφως τε καί ἀγράφως, γλῶσσαν βλάσφημον κινεῖν κατά τοῦ Χριστοῦ, ἡμεῖς οὐδέ οἴκοι καθήμενοι ὁμιλήσομεν πρός ἀλλήλους τά προσήκοντα; Καί πῶς οἴσομεν τήν ὀργήν Κυρίου; πῶς δέ μιμησόμεθα τούς πατέρας ἡμῶν, οἵ ἐν τοῖς ὁμοίοις καιροῖς τό ὑποσιωπᾶν καί ὑποστέλλεσθαι προδοσίαν ἀληθείας ἔφασαν εἶναι; Οὐκοῦν λαλητέον καί ἀκουστέον καί προσεκτέον λόγῳ τε καί ἔργῳ·

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     19.

Ἐπειδή δέ οἷον τό ἄρχον καί τό ἀρχόμενον, παρακαλῶ, οἱ εἰς κεφαλήν καί κανόνα τοῖς ἄλλοις κείμενοι, ὁσίως καί δικαίως καί εὐσεβῶς ζήσωμεν, δι' ἑαυτῶν τούς ἄλλους εἰς ὀρθοτομίαν καί λόγου καί βίου ἀπευθύνοντες.

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     22

Τό δέ αἴτιον τῆς ἀποδημίας, ὡς ἴστε, ὁ θάνατος ἐγεγόνει τοῦ μακαρίου μητροπολίτου Ἰωάννου τῆς Χαλκηδόνος, ὅς τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἀγωνισάμενος καί δρόμον τελέσας καί τήν πίστιν τηρήσας ἐνεδήμησε πρός Κύριον, λαμπρόν τόν τῆς ὁμολογίας ἀπενεγκάμενος στέφανον, σύν τοῖς προλαβοῦσιν ἁγίοις πατράσι καί ἀδελφοῖς ἡμῶν. Ἐπειδή δέ ἐκβράσας ἐτελεύτησεν, ἠπορήκασί τινες λέγοντες· «Εἴ καλός, πῶς οὐ καλῶς ἀπεβίω;». 'Αλλ' ἐοίκασιν οἱ τοιοῦτοι ἀγνωσίαν νοσεῖν· τό γάρ καλόν καί κακόν οὐκ ἐν τῷ τοιῶσδε ἤ τοιῶσδε ἀποβιῶναι κρίνεται, ἀλλ'ἐν τῷ τήν πίστιν ἔχειν ὀρθόδοξον καί τόν βίον ἀκαταγνωστον. Ὡς ὅγε ταῦτα κτησάμενος κἄν ὑδεριῶν ἀποπνεύσῃ, κἄν ἐκβράσας, κἄν ὁτιοῦν ἄλλο δεινοπαθήσας, εἴτε κατά γῆν εἴτε κατά θάλασσαν, οὐδεμίαν ἐντεῦθεν ἕξει τήν δυσφημίαν. Ταῦτα γάρ οὐκ ἐφ'ἡμῖν, ἀλλ'ἐν τοῖς ἀθεωρήτοις τοῦ Θεοῦ κρίμασιν ἀπόκειται, ὅς οἶδε πῶς ἑκάστου τίθησι τό συμφέρον, κατά τε προθεσμίαν ζωῆς καί τρόπον ἀποβιώσεως.

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     35.

Οὕτως οὖν μέγιστόν ἐστι τό τῆς παρθενίας κατόρθωμα, ὡς καί αὐτῆς ἁπτόμενον τῆς κορυφῆς τοῦ οὐρανοῦ. εἰς δύο γάρ · διῃρημένου τοῦ ἀνθρωπίνου βίου εἴς τε γάμον καί ἀγαμίαν· ὁ μέν γάμος τόν κάτω κόσμον συνίστησιν, ἡ δέ ἀγαμία τόν ἄνω συμπληροῖ· καί ὁ μέν τῇ φθορᾷ δουλεύειν ὑπόκειται, ἡ δέ τῇ ἀφθαρσίᾳ συναστράπτειν ἠξίωται. Καί ὥσπερ εἰ ἄνθρωπόν τις ὑπόπτερον ἴδοι, εἰκότως ἄν ἀποθαυμάσειε πῶς τό μέν ἀνθρώπου, τό δέ ἀγγέλου εἶδος ἔχοι· οὕτως οὖν καί ὁ τήν παρθενίαν ἀσκῶν ξένον τι θέαμα καί ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις καθέστηκεν. Ἐν σαρκί ἐστι καί ὑπέρ τήν σάρκα, ἐν κόσμῳ καί ὑπέρ τόν κόσμον, καθό καί ἀποτετάχθαι τῷ κόσμῳ λέγεται, ὡς ὑπερκοσμίως ζῆν αἱρούμενος.

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     39.

Ἀδελφοί καί πατέρες, οὐδέν μακαριώτερον τοῦ βίου ἡμῶν, καί οὐδέν ὑψηλότερον τῆς πολιτείας ἡμῶν, εἴ γε καθώς ὀνομαζόμεθα πολιτευόμεθα. Ἀλλά μή ἐναντίως τῷ ὀνόματι τήν πολιτείαν ἔχωμεν· μοναχός γάρ ἐστιν ὁ πρός Θεόν μονον βλέπων καί Θεοῦ μόνου ἐφιέμενος καί Θεῷ μόνῳ προσκείμενος καί Θεόν μόνον θεραπεύειν προαιρούμενος, εἰρήνην τε ἔχων πρός Θεόν καί εἰρήνης τοῖς ἄλλοις αἴτιος γινόμενος· ᾧ δέ ταῦτα μή πάρεστι, τοὐναντίον δέ ζῆλος καί ἔρις καί διχοστασίαι, «τυφλός ἐστι μυωπάζων, κατά τό γεγραμμένον, λήθην λαβών τοῦ καθαρισμοῦ τῶν πάλαι αὐτοῦ ἁμαρτιῶν· ».

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     46.

Μέγα οὖν ἅπαν κατόρθωμα, καί εὐχῆς τῆς ἀνωτάτω κατακτήσασθαι· οὐμενοῦν τοσοῦτον ὅσον τό τῆς παρθενίας. Παρθενία γάρ ἐστιν ἡ ἐν παραδείσῳ πρώτιστα ἐκλάμψασα πρίν ἤ τούς προπάτορας ἡμῶν κατασοφισθῆναι ὑπό ὄφεως. Παρθενία ἐστίν ἡ μήτηρ Χριστοῦ χρηματίσασα· παρθενία ἐστίν ἡ τούς ἀνθρώπους ἀγγέλους ἀπεργαζομένη, εἴπερ ὁ μέν γάμος ἐκ φθορᾶς ἄρχεται καί εἰς φθοράν καταλήγει· ἡ δέ παρθενία εἰς ἀφθαρσίαν τόν κόσμον ἀνίστησι. Πῶς οὖν αὐτήν κτησόμεθα, εἴποι τις ἄν; πῶς δ'ἄν ἄλλως ἡ ἐν μυρίοις πόνοις τε καί ἱδρῶσιν; Ὅπου γάρ μέγα τό κατόρθωμα, ἐκεῖ μεγίστης καί σπουδῆς χρεία. Τοίνυν, καθάπερ μάχαιρα ὀξεῖα τέμνειν οἶδε τούς προσβάλλοντας, τόν αὐτόν δή τρόπον καί ἡ ψυχή τῷ θείῳ φόβῳ, ὥσπερ τινί πυρί χαλκευθεῖσα καί τῷ τῶν δακρύων ὕδατι στομωθεῖσα, τεμνέτω καί σκυλευέτω τούς δαιμονιώδεις λογισμούς·

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

ΟΤΑΝ ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΒΟΛΟΥ

 
ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΠΟΙΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ
ΠΟΥ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

Ὅποιος τοὺς   ὀνομάσει «Οἰκουμενιστές», κινδυνεύει νὰ τὸν σύρουν στὰ δικαστήρια  (κατὰ δήλωση τοῦ μητροπολ. Σιατίστης Παύλου)
   δῶ καὶ μιὰ  δεκαετία σὲ ἑκατοντάδες ἀριθμοῦνται τὰ κείμενα ποὺ ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὶς μεταφράσεις τῶν ἱερῶν κειμένων (ἁγιογραφικῶν ἢ λειτουργικῶν), ἀρκετὲς δὲ εἶναι καὶ οἱ ὁμιλίες ἢ τὰ συνέδρια ποὺ ἔχουν διεξαχθεῖ γιὰ τὸ φλέγον αὐτὸ θέμα ποὺ ἀφορᾶ κυρίως τοὺς Ὀρθόδοξους Ἕλληνες. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀποτέλεσε ἰδιαίτερη εἴδηση ἡ πραγματοποίηση ἑνὸς ἀκόμα συνεδρίου-Ἡμερίδας, τὸ ὁποῖο μάλιστα ἔγινε στὴν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, τῆς ὁποίας οἱ θέσεις στὸ θέμα εἶναι γνωστές.
    Παρόλα αὐτά, ἔτσι ὅπως ἐξελίχθηκαν τὰ πράγματα, ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦμε σ’ αὐτό, ὄχι γιατὶ πρόσθεσε κάτι περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι μέχρι τώρα γνωρίζαμε γιὰ τὸ θέμα, ἀλλὰ γιατὶ μᾶς ἔκανε νὰ συνειδητοποιήσουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, τὴν φθοροποιὸ δράση τῆς Ἀκαδημίας, τοῦ προέδρου της Μητροπολίτη Δημητριάδος Ἰγνάτιου καὶ ὅποιων ἐπισκόπων «ταιριάζουν καὶ συμπεθεριάζουν» μαζί του.
   Κατ’ ἀρχὰς νὰ χαιρετήσουμε τὴν παρουσία καὶ τὶς θαυμάσιες εἰσηγήσεις τῶν δύο εἰσηγητῶν ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὶς θέσεις τοῦ κ. Ἰγνάτιου καὶ τοῦ κ. Καλαϊτζίδη· δηλαδή τῶν κ. Κωνσταντίνου Χολέβα καὶ Φώτη Σχοινᾶ. Κι ἂς μᾶς κατηγορήσουν γιὰ ἰδεολογιοποίηση τοῦ χριστιανισμοῦ, ἐκεῖνοι ποὺ πορεύονται τὴν «πλατεία ὁδὸ» τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς κάθε μεταπατερικῆς θεολογίας, ἀφοῦ, ὅποιος σήμερα τολμήσει –ἐμμένοντας στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη– νὰ τὴν ὑπερασπιστεῖ, κατηγορεῖται ἀμέσως γιὰ φονταμενταλισμὸ ἢ ἰδεολογιοποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ!
     Μάλιστα στὴν ὡς ἄνω Ἡμερίδα, καταγράφτηκε κι ἕνας νέος χαρακτηρισμός, ἀναφερόμενος σ’ ὅσους ἀντιτίθενται στὴν μετάφραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων· τὸν πρωτακούσαμε νὰ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ μητροπολίτη Σιατίστης κ. Παύλου: «Καταλήγοντας, (εἶπε) νομίζω πὼς πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀκοῦμε τοὺς ἄλλους, θὰ πρέπει νὰ σεβόμαστε τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν ἔννοια νὰ μὴν τοὺς ἀποδίδουμε τὶς δικές μας ἐπιθετικὲς τάσεις. Κάποιοι (εἶπε) μίλησαν γιὰ “νεοβαρλααμισμό”... Εὔκολο καὶ γιὰ μένα» εἶναι νὰ τοὺς ἀποκαλέσω  «“νεο-μονοφυσίτες”»!
     Καὶ νὰ σκεφθεῖ κανείς, ὅτι ὁ μὴ ἔχων ἐπιθετικὲς τάσεις καὶ τάχα σεβόμενος τοὺς ἄλλους Σεβασμιώτατος Σιατίστης, μ’ αὐτὸ τὸν χαρακτηρισμὸ φωτογράφιζε (ἄθελά του;) καὶ τὸν προηγούμενο ὁμιλητὴ κ. Χολέβα, τοῦ ὁποίου οἱ ὀρθόδοξες τοποθετήσεις ἑρμηνεύονται (σύμφωνα μὲ τὴν λογικὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου) ὡς νεομονοφυσιτισμός. Βέβαια, ὁ κ. Χολέβας, εἶχε ἤδη δώσει ἐκ τῶν προτέρων ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση. Εἶχε πεῖ: «Μιὰ μικρὴ ἔνσταση στὸ Δελτίο Τύπου, εἶδα νὰ ἀναφέρει ὅτι θὰ συζητήσουμε γιὰ δύο τάσεις. Ἐγὼ δὲν νιώθω τάσεις, ἀφ’ ἧς στιγμῆς ὑπάρχει ἡ ἐπίσημη ἄποψη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ποὺ λέει ὅτι τίποτε δὲν ἀλλάζει καὶ δὲν πρέπει ν’ ἀλλάζει χωρὶς συνοδικὴ ἀπόφαση. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὑπάρχουν κάποιες μεμονωμένες φωνές. Τάσεις θὰ λέγαμε ὅτι οἱ μισοὶ εἶναι ἔτσι, οἱ μισοὶ εἶναι ἀλλιῶς». Ὄζει νεο-μονοφυσιτισμοῦ, λοιπόν (κατὰ τὸν κ. Παῦλο) καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος(!) ποὺ μὲ Δελτίο Τύπου, ἀρνήθηκε νὰ υἱοθετήσει τὶς ἐτσιθελικὲς δεσποτικὲς ἐνέργειες 2-3 ἐπισκόπων;
                                     
                                       * * *
  Βέβαια, μὲ αὐτὸ τὸ σημείωμα-ρεπορτάζ, δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν δύο πλευρῶν (λίγο ὡς πολλοὶ γνωστά), ἀφοῦ οἱ εἰσηγήσεις θὰ δημοσιοποιηθοῦν ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία τοῦ Βόλου. Θὰ μείνουμε σ’ ἐκεῖνο ποὺ δημιούργησε αἴσθηση στὸ ἀκροατήριο, ὅπως φάνηκε ἀπὸ τὶς παρεμβάσεις τῶν ἀκροατῶν. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο, ἀπὸ τή συμπεριφορά κάποιων ὁμιλητῶν, ἰδίως τοῦ Μητροπολίτη Σιατίστης Παύλου, ὁ ὁποῖος μᾶς ξάφνιασε μὲ τὶς θέσεις του, μιᾶς καὶ εἴχαμε σχηματίσει ἄλλη ἄποψη γι’ αὐτόν.
   Καὶ θὰ ἀναφερθοῦμε στὸν Σιατίστης κ. Παῦλο, γιατὶ ὑποτίθεται ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι ὁμιλοῦν ὡς ἐκφραστὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ὡς θεοφώτιστοι ὁδηγοί μας κι ὄχι  ὡς πειραματιστὲς στὶς πλάτες τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Ἕνας πιστός, «δικαιοῦται» νὰ ἔχει ἀπορίες καὶ ἐρωτήματα καὶ ἐσφαλμένες θέσεις, γι’ αὐτὸ καὶ ὅλα αὐτά, τὰ καταθέτει στοὺς ποιμένες πρὸς λύση. Ὅταν, ὅμως, βλέπει, πὼς αὐτοὶ ἐκφράζονται ἀντιεκκλησιαστικά, κι ἀντὶ νὰ λύνουν περιπλέκουν περισσότερο τὰ θέματα, τότε ἔχει ὑποχρέωση νὰ φέρνει τὸ θέμα στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα.
    Τὸ γεγονὸς στὸ ὁποῖο ἀναφερόμαστε ἔχει ὡς ἑξῆς. Ὅταν ἄρχισε ἡ συζήτηση, ἕνας ἀκροατὴς (ὁ κ. Ντετζιόρτζιο, πρόεδρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἑνώσεως «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος») ἔκανε μιὰ καίρια ἐπισήμανση. Εἶπε:
    
«Βλέπω ὅτι τὸ ζήτημα τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων, τὸ ἀντιμετωπίζουμε σὰν ἕνα αὐτόνομο ζήτημα. Ἀλλὰ δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα αὐτόνομο ζήτημα. Ἡ προσπάθεια καὶ ἡ ἐπιδίωξη τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων, γίνεται παράλληλα μὲ μία προσπάθεια νὰ ἀπορρίψουμε τοὺς Ἁγίους Πατέρες ὡς ξεπερασμένους, νὰ φέρουμε μιὰ ἀνατροπὴ στὴν ὀρθόδοξη πίστη μας, νὰ τὰ φτιάξουμε μὲ τοὺς αἱρετικούς, νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ Μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς “ἐκκλησίες”... (Δηλαδή) τὸ ζήτημα τῆς μεταφράσεως ἔχει εἰσαχθεῖ στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς κατεύθυνσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ὑποστηρίζεται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προωθοῦν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ».
     Αὐτὴν τὴν θέση ὑποστήριξαν καὶ ἄλλοι, κάποιος μάλιστα θύμισε, πὼς τέτοιες ἀλλαγὲς μπορεῖ νὰ ὁδηγήσουν σὲ νέο σχίσμα, ὅπως τὸ παλαιοημερολογιτικό. (Καὶ μὴ ξεχνᾶμε, ὅτι κι ἐκεῖνο, ἦταν δάχτυλος τῶν οἰκουμενιστικῶν σχεδιασμῶν).
    Οἱ γενικὲς αὐτὲς ἐκτιμήσεις καὶ θέσεις ἐνόχλησαν τὸν μητροπολίτη Σιατίστης, ὁ ὁποῖος (ὅπως προαναφέραμε) εἶχε πεῖ «πὼς πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀκοῦμε τοὺς ἄλλους, θὰ πρέπει νὰ σεβόμαστε τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν ἔννοια νὰ μὴν τοὺς ἀποδίδουμε τὶς δικές μας ἐπιθετικὲς τάσεις». Κι ἀντὶ νὰ ἐπιχειρήσει νὰ ἀνατρέψει τὰ ἐπιχειρήματα αὐτά, ξεκίνησε ὁ ἴδιος μιὰ ἐπίθεση, μιλώντας ἀκόμα καὶ γιὰ κατάθεση δικαστικῆς ἀγωγῆς στά δικαστήρια!!!
    Εἶπε ὁ κ. Παῦλος: «Δὲν ἔχω ἀντίρρηση ν’ ἀκούω τὶς ἀπόψεις τῶν ἄλλων... Ὑπάρχει κάτι ποὺ μὲ ἐνοχλεῖ ἂν καὶ πρέπει νὰ τὸ συγχωρῶ. Τὸ νὰ ἀμφισβητοῦνε τὶς προθέσεις μου. Λοιπόν, ἡ πρόθεσή μου δὲν εἶχε καμία σχέση μὲ ὅσα εἶπε προηγουμένως ὁ κ. Ντετζιόρτζιο σχετικά, ὅτι αὐτὸ τὸ θέμα ἔχει σχέση μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ, μ’ ὅλα αὐτά. Γιὰ νὰ καταλάβετε πόσο μ’ ἐνοχλεῖ, ἂν αὐτὸ δὲν ἦταν στὰ ὅρια τῆς συζήτησης, ἀλλὰ ἦταν μιὰ κουβέντα ἐκτός, θὰ τοῦ ἔκανα ἀγωγή. Τὴν ψυχή μου δὲν ἐπιτρέπω σὲ κανένα νὰ τὴν θίγει (σ.σ. Τὴν θίγετε, ἐσεῖς, Σεβασμιώτατε, ἐπιμένοντας -δὲν ἀμφιβάλλουμε, ἀσφαλῶς ἀπὸ ποιμαντικὸ ἐνδιαφέρον- ἀλλ’ ἀδιάκριτα νὰ ταυτίζεσθε μὲ τοὺς οἰκουμενιστικοὺς κύκλους καὶ εὐνοώντας οἰκουμενιστικοὺς σχεδιασμούς). Καὶ εἶναι παρὰ πολὺ σημαντικὸ νὰ μάθουμε νὰ σεβόμαστε τοὺς ἄλλους καὶ ὄχι νὰ θεωροῦμε ὅτι εἶναι δεδομένη ἡ ἄποψη τους, γιατὶ ἐμεῖς θὰ τὸν κρίνουμε.
   Ντετζιόρτζιο: Ἀντὶ νὰ μὲ πείσετε Σεβασμιώτατε, ...σὰν ποιμένας καὶ πατέρας θὰ μὲ πηγαίνατε στὰ δικαστήρια; Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ, πατέρα».
    Μιὰ ἀκροάτρια προσπαθησε νὰ πάρει τὸ λόγο καὶ ὁ Σεβασμιώτατος τὴν σταμάτησε:
      «Σιατίστης Παῦλος: Ἀκοῦστε κάτι, τώρα μιλάω ἐγώ.
Ἀκροάτρια: Καλά, μία σκέψη...
     Σιατίστης Παῦλος: Καμία. Μετά.
     Ἀκροάτρια: Καλά, ἐντάξει.
    Σιατίστης Παῦλος: Λοιπόν... Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει νὰ σᾶς πείσω γιὰ τίποτα. Δὲν ἐπεχείρησα ποτέ μου νὰ ἀποκτήσω ὀπαδούς (σ.σ. μόνο ὑπηκόους). Καὶ ἡ μεγαλύτερη τιμή μου εἶναι τὸ νὰ μὲ ἀμφισβητοῦνε (σ.σ. γιὰ νὰ σᾶς δίνουν τὸ δικαίωμα νὰ κάνετε παρεπιμπτόντως καὶ καμιὰ ἀγωγή). Μὲ ἐνδιαφέρει ἡ καρδία ἡ δική μου καὶ ἡ σχέση μου μὲ τὸ Θεό (σ.σ. μήπως καὶ ἡ σχέση σας μὲ τοὺς οἰκουμενιστές;). Ἀλλοίμονο ἂν περίμενα ἀπ’ τὸν καθένα ποὺ κρίνει μὲ δικά του κριτήρια... (σ.σ. Σωστά. Ἂν ὅμως σᾶς κρίνει μὲ κριτήρια ἐκκλησιαστικά;) Σέβομαι τὸ βίωμά σας, ὅμως εἶναι πάρα πολὺ ἐπικίνδυνο πάντοτε νὰ ἀπολυτοποιοῦμε τὸ προσωπικό μας βίωμα... (σ.σ. Ἐνῶ ἐσεῖς, ποὺ ὅλη τὴν εἰσήγησή σας τὴν στηρίξατε σὲ προσωπικὰ βιώματα καὶ προσωπικοὺς πειραματισμοὺς λειτουργικῶν μεταφράσεων στὰ κεφάλια τῶν «προβάτων» σας, ἐσεῖς λοιπόν, μπορεῖτε ὡς ἀλάθητος νὰ ἀπολυτοποιεῖτε τὸ προσωπικό σας βίωμα). Αὐτὸ ἤθελα νὰ τονίσω κι ὄχι ὅτι θὰ σᾶς πήγαινα στὸ δικαστήριο. Τὸ εἶπα ἀκριβῶς γιὰ νὰ σᾶς δώσω αὐτὸ νὰ καταλάβετε (σ.σ. Τὸ καταλάβαμε. Πῶς δὲν τὸ καταλάβαμε;).
      »Γιατὶ  εἶναι  ἄλλο  πρᾶγμα... αὐτὸ  ποὺ  εἶπα,  ἡ  ἀγωνία  γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἀμέσως νὰ σοῦ κολλᾶνε μιὰ ταμπέλα οἱ ἄλλοι. Αὐτὲς τὶς ταμπέλες δὲν τὶς δέχομαι μὲ τίποτα... Δέχομαι τὴν ὁποιαδήποτε ἀπόρριψη, δὲν μὲ ἐνδιαφέρει·  τὴν ἀκούω, τὴν προσέχω, (σ.σ. Πῶς γίνετε νὰ θυμώνετε γιὰ τὶς ταμπέλες -ποὺ δείχνουν ἀπόρριψη-, καὶ νὰ μὴν σᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀπόρριψη; Καὶ πῶς γίνεται νὰ μὴν σᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀπόρριψη καὶ ταυτόχρονα νὰ τὴν προσέχετε; Εἶναι λογικὴ αὐτή, ἢ τρικυμία ἐν κρανίῳ; Πάντως ἐμεῖς, δὲν σᾶς κολλήσαμε ταμπέλα, Σεβασμιώτατε, ἀντίθετα, ὅπως καλὰ καταλάβατε, ἀπορρίψαμε τὶς θέσεις σας, γιατὶ  –ἐνδεχομένως–  ἄθελά σας ὑπηρετεῖτε τοὺς οἰκουμενιστές) κοιτάω ἂν ὄντως μὲ ἀφορᾶ, γιατὶ κανείς μας δὲν εἶναι ἀλάθητος, οὔτε κι ἐγὼ εἶμαι ἀλάθητος, ἀλλὰ εἶναι ἄλλο πρᾶγμα αὐτό... (σ.σ. ἀφοῦ δέχεσθε μὲ τόση ταπείνωση, πὼς δὲν εἶσθε ἀλάθητος, γιατί δὲν ἐξετάζετε, μήπως ἡ θέση μας εἶναι σωστή, ἀλλὰ ἀμέσως τὴν ἐκλαμβάνετε ὡς ἐπίθεση καὶ ἐπικόλληση ταμπέλας στὸ ἱερὸ πρόσωπό σας;  Μήπως τελικά ἰσχύει αὐτό πού κάποτε εἶχαν πεῖ ὁ καθηγητής Μ. Φαράντος, καί ὁ μητροπολίτης Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος, ὅτι δηλαδή ὁ Παπισμὸς ἔχει ἕνα Πάπα, καὶ ἡ Ὀρθοδοξία, τόσους, ὅσους κι οἱ δεσποτάδες; Μήπως δὲν ἔχετε μελετήσει τὸ φαινόμενο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴ δράση τῶν Οἰκουμενιστῶν συνεπισκόπων σας; Κι ἂν ναί, γιατί δὲν καταβοήσατε κατὰ «Βαρθολομαίου τοῦ αἱρετίζοντος οἰκουμενιστοῦ πατριάρχου», ὥστε νὰ τοὺς προφυλάξετε; Εἶναι δυνατὸν νὰ ἰσχυρίζεσθε ὅτι χρησιμοποιεῖτε τὶς μεταφράσεις γιὰ νὰ τραβήξετε τοὺς νέους στὴν Ἐκκλησία (ἁγνὸ ποιμαντικὸ ἐνδιαφέρον τὸ λέμε τώρα!), καὶ νὰ μὴν ἔχει περάσει ἀπὸ τὸ ἱερὸ μυαλό σας ἡ σκέψη, ὅτι τοὺς ἑτοιμάζετε γιὰ τὰ σαγόνια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;).
     »Νὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ ἕνα ἄλλο παράδειγμα: εἶναι σὰν νὰ ἔχεις ἕνα καθαρὸ τραπεζομάντηλο καὶ νὰ τὸ πιάνει ὁ ἄλλος μὲ λασπωμένα χέρια καὶ νὰ τὸ λερώνει. (σ.σ. Ποιό καθαρὸ τραπεζομάντηλο, Σεβασμιώτατε; Αὐτὸ ποὺ ἔχουν  καταλεκιάσει οἱ οἰκουμενιστὲς τῆς Ἀκαδημίας Βόλου, κι ἔχει βουτήξει ὁ κ. Βαρθολομαῖος καὶ ὁ κ. Ζηζιούλας στὸν δυσώδη βοῦρκο τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;). Ἐκεῖ ἔχω τὴν ἀντίδραση καὶ τὴν ἀντίσταση.
   »Τώρα γιὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου. Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ ἀπαντήσω στὴν ἀρχὴ λίγο δικολαβίστικα: ἐσεῖς (σ.σ. ρωτᾶ) δέχεσθε ὅλες τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου; Δὲν τὶς σέβεσθε. (σ.σ. Πολὺ καλὰ τὸ καταλάβατε, Σεβασμιώτατε. Ἀσφαλῶς καὶ δὲν τὶς σεβόμαστε ὅλες. Ἰδίως ἐκείνη ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου, ποὺ ἀθώωσε τὸν συνάδελφό σας κ. Μπεζενίτη καὶ τὴν ἄλλη, ποὺ ζητοῦσε οἱ ἐπίσκοποι νὰ μποροῦν νὰ ἔχουν τό γνωστό “κουσούρι”).
      Ἀκροάτρια: Αὐτὸ εἶναι ἄλλοθι.
  Σιατίστης Παῦλος: Ὄχι δὲν εἶναι καθόλου ἄλλοθι. Γιατὶ ἡ Σύνοδος: ἢ πραγματικὰ εἶναι θεόπνευστη ἢ δὲν εἶναι. (σ.σ. Ἀπό καὶ ποῦ ἡ Σύνοδος καὶ οἱ Δεσποτάδες θεόπνευστοι, Σεβασμιώτατε; Ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴν θεοπνευστία οἱ παραπάνω ἀποφάσεις; Κι ἂν θέλετε νὰ ξέρετε μὲ μιὰ πρόχειρη ἔρευνα, σημειώσαμε ἄλλες 20 μὴ θεόπνευστες ἀποφάσεις. Ἀλλὰ γιατί ξύνετε πληγὲς Σεβασμιώτατε; Μᾶς σπρώχνετε νὰ ξεσκονίσουμε τὰ ἀρχεῖα τῶν ἀποφάσεων τῶν ἐν συνόδῳ συνάξεών σας; Ἂν τὸ κάνουμε, τότε θὰ γελάσει καὶ τὸ παρδαλό κατσίκι μὲ κάποιες θεόπνευστες ἀποφάσεις σας! Βέβαια, δηλώνουμε, πὼς ὅλες τὶς ἀποφάσεις ποὺ στοιχοῦν στὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων τὶς δεχόμαστε).
      »Ὁπότε,  λοιπόν,  ἐγὼ  δὲν  ἔχω  ἀντίρρηση,  θὰ  σᾶς ἀπαντήσω γι’ αὐτό, δὲν πάω νὰ ξεφύγω, ἀλλὰ θέλω νὰ προσέξετε σεῖς, κι ὄχι γιὰ μένα, ἀλλὰ γιατὶ στὴν πραγματικότητα ὁ Θεὸς μᾶς κρίνει ὅλους μας, ποιὲς εἶναι οἱ προθέσεις μας. Ἐγὼ ἄκουσα, θὰ μᾶς τὴν πεῖ ὁ Ἅγιος Δημητριάδος ποὺ ἦταν συνοδικὸ μέλος, ποὺ εἶπε (σ.σ. ἡ Σύνοδος) πὼς ἐμμένει στὴν γλῶσσα, αὐτὴ ποὺ ἰσχύει μέχρι σήμερα, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶπε ὅτι θ΄ ἀνοίξει μιὰ συζήτηση γι’ αὐτὸ τὸ θέμα (ἄλλο συζήτηση, Σεβασμιώτατε, κι ἄλλο ἡ ἐφαρμογὴ στὴν πράξη τῆς μεταφράσεως τῶν ἱερῶν κειμένων στὴ Λατρεία, στὴν ὁποία ἐσεῖς ἔχετε προχωρήσει). Κι ἀκριβῶς, λοιπόν, στὴν συζήτηση, πῶς θὰ συμμετέχεις; συμμετέχεις διανοητικά; (σ.σ. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔδωσε τὸ μυαλὸ ὁ Θεὸς Σεβασμιώτατε). Εἶπα κάτι προηγουμένως· εἶπα ὅτι αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ τὸ κάνω ἐγώ· θέλω νὰ δῶ, θέλω αὔριο στὴν Σύνοδο σὰν ποιμένας νὰ μεταφέρω –γιατὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος μας– νὰ μεταφέρω ἀκριβῶς τὸ (δίλημμα) ποὺ ἔχει τὸ ποίμνιό μας... (Ἄρα, λοιπόν, καλὰ ἔκαναν οἱ αἱρετικοὶ καὶ δοκίμαζαν πρῶτα τὶς αἱρέσεις τους, πρὶν ἀποφασίσει μιὰ Σύνοδος γι’ αὐτές. Μόνο, ποὺ μετὰ τὴν δοκιμή, δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ἀλήθεια! Δέν φοβᾶστε τό κόστος, Σεβασμιώτατε;)
     Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι μερικὲς φορὲς δὲν συζητᾶμε σὰν ἀδελφοὶ γιὰ νὰ βροῦμε τὴν ἀλήθεια, ἀλλ’ ὡς ἀντίπαλοι ποὺ προσπαθοῦμε νὰ συντρίψουμε τὸν ἄλλο... (σ.σ. Ποιός θέλει νὰ συντρίψει τὸν ἄλλο Σεβασμιώτατε, ἐκεῖνος ποὺ θέτει τὸν προβληματισμό του γιὰ ἕνα θέμα καὶ ζητᾶ ἀπάντηση, ἢ ἐκεῖνος ποὺ ὠμὰ καὶ κατάμουτρα δηλώνει πὼς δὲν μὲ ἐνδιαφέρει.....; Ἐκεῖνος ποὺ ζητᾶ καὶ περιμένει τὴν πατρικὴ συμπεριφορὰ ἀπὸ ἕνα ποιμένα ἢ ὁ ποιμένας ποὺ ἀπειλεῖ μὲ ἀγωγές, ὑπονοώντας τό προκλητικό: “ἔλα ἔξω νὰ τὰ ποῦμε”; Τὸ παραθέτουμε –γιὰ τὴν ἀκρίβεια– ὅπως τὸ εἴπατε: «ἂν αὐτὸ δὲν ἦταν στὰ ὅρια τῆς συζήτησης, ἀλλὰ ἦταν μιὰ κουβέντα ἐκτός, θὰ τοῦ ἔκανα ἀγωγή»!!!).
  ...Εἴμαστε ἐλεύθεροι ἄνθρωποι, μποροῦμε νὰ προβληματιζόμαστε. (Ὡς πρὸς τὶς μεταφράσεις) δὲν ἀπορρίπτω τίποτα, σχεδὸν τὰ περισσότερα τὰ δέχομαι... Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι δὲν μιλᾶμε γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Ἐγὼ τὸ θέμα τὸ βλέπω σ’ ἕνα καθαρὰ ποιμαντικὸ ἐπίπεδο κι ἐπιμένω νὰ τὸ λέω αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δὲν μπορεῖς νὰ μιλᾶς θεωρητικὰ γιὰ τοὺς νέους, ἅμα δὲν καθίσεις νὰ μιλήσεις μαζί τους..., ὁπότε αἰσθάνομαι ὅτι ὅταν ἔχεις μιὰ ἐμπειρία ζωντανή..., πιστεύω λοιπόν πὼς ἂν αὔριο μιὰ Σύνοδος ἔλθει, γιατὶ ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ εἶπε αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶπε θὰ ἀνοίξουμε ἕνα διάλογο, καὶ τί θὰ ποῦμε στὸν διάλογο; Αὐτὸς εἶναι ὁ ρόλος, (ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωντανὴ) καὶ τῶν ἱερέων καὶ τῶν ἐπισκόπων: νὰ ἀκούσω ἐγὼ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς μου τί λένε γι’ αὐτὸ τὸ θέμα, πῶς βλέπουν..., τί λέει ἡ ἐνορία τους κι αὐτὸ νὰ μεταφέρω.
     Ἔτσι, λοιπόν, δὲν ὑποτιμᾶμε τὴν Σύνοδο, δὲν παρακούομε τὴν Σύνοδο, ἁπλὰ θέλουμε νὰ διευκολύνουμε τὴν Σύνοδο, γιατὶ πιστεύω πὼς αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀπόφαση ποὺ ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ θέλει μέχρι τώρα νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ γινότανε καὶ λέει τὸ συζητᾶμε. (σ.σ. Καὶ πρὶν τὸ συζητήσετε στὴ Σύνοδο, ἐσεῖς κάνετε ἄλλα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶπε ἡ Σύνοδος· ἀλλὰ ἀπὸ πότε ὁ διάλογος μὲ σκοπὸ νὰ ἐξετασθεῖ ἕνα πρόβλημα, ἑρμηνεύεται ὡς ἔγκριση καί ἐφαρμογή  τοῦ ὑπό συζήτηση προβλήματος;).
     Ὅσο ἀφορᾶ τὸ θέμα ποὺ συζητᾶμε παρεπιπτόντως, ἐγὼ πιστεύω πὼς ἂν ἡ Σύνοδος ἀπεφάσιζε κάτι, μιὰ μοναδικὴ κι ἑνιαία, ἕνα μοναδικὸ ἑνιαῖο κείμενο...».
   Τώρα,  ἂν πρέπει  νὰ γίνεται  ἡ Θεία Λειτουργία μὲ μετάφραση ἢ ὄχι, συνέχισε ὁ Σιατίστης κ. Παῦλος, «τὸ ψάχνω. Ἂν αὔριο πεισθῶ ὅτι ὄντως κάνω λάθος θὰ τὸ σταματήσω. (σ.σ. Φοβερόν; Ἔχει τὴν ὑπόνοια ὅτι μπορεῖ νὰ κάνει λάθος χρησιμοποιώντας μεταφρασμένα λειτουργικὰ κείμενα, –ὡσὰν τὸ θαῦμα νὰ μὴ συντελεῖται ἂν δὲν κατανοοῦμε πλήρως τὰ ἀκουόμενα· εἶναι εἰς γνῶσιν τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου ποὺ λέει: ὄχι στὶς μεταφράσεις, καὶ πὼς ἐν καιρῷ θὰ ἐξετάσουμε τὸ θέμα· γνωρίζει ὅτι σεβαστοὶ ποιμένες καὶ ἀξιόλογοι θεολόγοι ἔχουν καταδείξει ποῦ ἔγκειται τὸ πρόβλημα· γνωρίζει, ἐπίσης, ὅτι ἡ μετάφραση εὐνοεῖ τὴν ἀποκοπή μας –ἰδίως τῶν νέων– ἀπὸ τὴ γλῶσσα τῶν Πατέρων [πρόβλημα ποὺ δὲν ἀντιμετωπίζουν οἱ ξενόγλωσσοι χριστιανοί]·  καὶ ἐν τέλει, γνωρίζει [πρέπει νὰ γνωρίζει] ὅτι οἱ μεταφράσεις ἀποτελοῦν ὅπλο ἀλλοιώσεως τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως στὰ χέρια τῶν παλιῶν καὶ τῶν νέων μισσιοναρίων, καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ, ἐπιμένει στὶς μεταφράσεις, ρίχνοντας νερὸ στὸ μύλο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κι ὄχι μόνο, καὶ πεισματικὰ λέει: ἐγὼ θὰ δοκιμάζω!).
    Θὰ ἤθελα, ὅμως, μὲ τὴν ἴδια εἰλικρίνεια, ἂν κάποιοι πειστοῦν ὅτι ὑπάρχει κάποια ἀνάγκη, νὰ μὴν τὴν πετάξουν μὲ εὐκολία, γιὰ νὰ δικαιώσουν τοποθετήσεις τὶς ὁποῖες ἔχουνε».
     Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ συμπεριφορά καί οἱ ἀπόψεις τοῦ Ποιμένος κ. Παύλου. Ἂν κάπου τὸν ἀδικήσαμε, θὰ περιμένουμε τὸν ἀντίλογό του. Τὴν ἐντύπωσή μας ἐκφράσαμε, μὲ ἔντονο τρόπο, ποὺ πρέρχεται ἀπὸ τὶς δικές του προκλητικές θέσεις, ἀντιθέσεις καὶ αὐτοαναιρέσεις.
     Δέν πρέπει ὡστόσο νὰ παραλείψουμε νὰ σχολιάσουμε καὶ τὴν  συμπεριφορά τοῦ ἄλλου θερμοῦ ὑποστηρικτοῦ -ὁμιλητοῦ ὑπὲρ τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων, κ. Σταύρου Ζουμπουλάκη, ποὺ  κατὰ κοινὴ ὁμολογία ἦταν προκλητική καὶ ἀπαράδεκτη. Πρῶτον διότι, ἀφ’ ἑνός μὲν ἀράδιασε ἕνα σωρὸ ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸ τί συνέβη στὶς ἄλλες θρησκεῖες καὶ τὰ ἄλλα δόγματα σχετικά μὲ τὴν ἀλλαγὴ τῶν «ἱερῶν τους κειμένων», δίδοντας πολὺ λίγο χρόνο στὰ καθ’ ἡμᾶς καὶ δεύτερον, διότι μιλῶντας ἀπό καθέδρας καὶ μὲ στόμφο παρατήρησε πὼς ὅτι εἶναι νὰ γίνει, πρέπει νὰ γίνει γρήγορα, ὅσο ἀκόμη ὑπάρχουν πιστοί, ἀφήνοντας νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι, ἀφοῦ δρομολογήθηκε ἡ λειτουργικὴ αὐτὴ ἀναγέννηση (μὲ ὅ,τι αὐτὴ συνεπάγεται) εἶναι ἀναπόφευκτο νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε, καὶ κάθε προσπάθεια ἀναχαίτισής της καί ἀντίδρασης εἶναι περιττή! Διαπίστωση καὶ λόγος ποὺ ἀπογοητεύει τοὺς πιστοὺς καὶ ἀποδυναμώνει κάθε διάθεση ἀγῶνος. Δυστυχῶς ἡ παπική-οἰκουμενιστικὴ συμπεριφορά ἐντοπίζεται καὶ στοὺς λαϊκούς!
    Τέλος, θὰ κλείσουμε μὲ δυὸ μαργαριτάρια τοῦ ἄξιου συνεργάτη τῶν ἀπανταχοῦ οἰκουμενιστῶν, τοῦ κ. Καλαϊτζίδη, διευθυντῆ τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, καὶ  δεξὶ χέρι τοῦ κ. Ἰγνάτιου,  ὁ ὁποῖος, ἐπίσης, σκανδάλισε τὸ κοινὸ μὲ τὴν προκλητική του συμπεριφορά:
     Καλαϊτζίδης (Συντονιστὴς τῆς συζητήσεως): «Ὑπάρχει ἕνα ζήτημα ποὺ λέει, ὅτι ὅσοι προβαίνουν σὲ μεταφράσεις, μεταγλωττίσεις κ.λπ. παραβιάζουν ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου (σ.σ. Ἀλήθεια, δὲν γνωρίζατε κ. Καλαϊτζίδη ὅτι τὸ Δελτίο Τύπου τῆς Ἱ. Συνόδου ἀποτελεῖ Ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου; Μήπως τὸ γνωρίζατε, κύριε, ἀλλὰ κατὰ αὐτὸν τὸν «εὐφυιῆ» τρόπο θελήσατε νὰ τὴν ὑποβαθμίσετε;). Θὰ παρακαλοῦσα θερμὰ τοὺς δύο σεβαστοὺς ἐπισκόπους νὰ μᾶς ποῦν, ἂν ὄντως ὑπάρχει ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου ἢ μιλᾶμε γιὰ ἕνα Δελτίο Τύπου... Ἀπ’ ὅσο γνωρίζω εἶναι ἕνα Δελτίο Τύπου, δὲν ὑπάρχει καμία ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου ποὺ νὰ ἀπαγορεύει.
     Χολέβας: Τὸ Δελτίου Τύπου ἐκφράζει τὴν ἄποψη τῆς Ἱ. Συνόδου...
     Καλαϊτζίδης: Συγχωρεῖστε με κ. Χολέβα, σᾶς ἄκουσα, δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ ὑποβάλλω ἕνα ἐρώτημα;
     Φωνές: Ἀχρηστεύετε τὸ Δελτίο Τύπου;
     Καλαϊτζίδης:  Μπορῶ νὰ πῶ;  Ἡ Ἱ. Σύνοδος ἔχει ἀπόφαση ἢ Δελτίο Τύπου;...
    Χολέβας:  Ὑπάρχει ἀπόφαση Συνόδου (14.04.2010), εἶναι ξεκάθαρο. Τὰ Δελτία Τύπου ἐκφράζουν ἀποφάσεις Ἱ. Συνόδου.
    Στὴν ἀπάντηση τῶν ἐρωτήσεων τῶν ἀκροατῶν, ὁ ἕνας ἐκ τῶν εἰσηγητῶν κ. Φ. Σχοινᾶς ἐπεξηγεῖ κάποια ἐρώτηση.
     Σχοινᾶς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἑνωμένη.
                                  Ἐδῶ παρεμβαίνει ὁ κ. Καλαϊτζίδης.
     Καλαϊτζίδης: Εἶναι (σ.σ. ἑνωμένη ἡ Ἐκκλησία);
     Σχοινᾶς: Εἶναι.
     Καλαϊτζίδης: Τὸ βλέπετε;...
     Σχοινᾶς: Εἶναι.
     Καλαϊτζίδης: (Δὲν ἀκούγεται)
     Σχοινᾶς: Ἐὰν δὲν εἶναι...
     Καλαϊτζίδης: (Δὲν ἀκούγεται).
    Σχοινᾶς:  Προσέξτε, ὅλον τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας συγκροτεῖ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα.
     Καλαϊτζίδης: Γίνεται καὶ ξεγίνεται ἑνότητα.
     Σχοινᾶς: Προσέξτε, εἶναι σὰν νὰ λέτε, ὅτι ἀπέτυχε τὸ Ἅγ. Πνεῦμα.
    Καλαϊτζίδης: Δὲν ἀκούγεται... Προσέξτε γιατὶ θὰ πέσετε σὲ σφάλμα. Γίνεται καὶ ξεγίνεται ἡ ἑνότητα. Δὲν εἶναι εἶναι δεδομένη...
    Σχοινᾶς: Ἡ ἑνότητα ὑπάρχει μονίμως...
    Καλαϊτζίδης: Ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος (σ.σ. τῆς Ἐκκλησίας)· ὄχι δὲν ὑπάρχει μονίμως. Ἐγὼ αὐτὸ ἔμαθα ἀπὸ τὸν δάσκαλο μου τὸν Ματσούκα.
     Ἀκροατής: Λάθος.
    Σχοινᾶς: Ἐντάξει, τὸ δάσκαλό σου τὸ Ματσούκα... (δὲν ἀκούγεται).
     Καλαϊτζίδης: Δὲν ἀκούγεται...
  Σχοινᾶς: ...ἀλλὰ σήμερα εἶναι τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ.
    Καλαϊτζίδης: ...αὐτὰ εἶναι πολὺ λεπτὰ ζητήματα...
   Σχοινᾶς: Σήμερα εἶναι τοῦ ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (σ.σ. ὁ ὁποῖος λέγει) ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἑδράζεται στὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος, καὶ ὅπως εἶναι ἑνωμένο τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ 2 φύσεις νὰ διαχωριστοῦν σὲ αὐθυπόστατες ὑποστάσεις, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαχωρισθεῖ ἡ Ἐκκλησία...
    Καλαϊτζίδης: Δὲν λέει μόνο αὐτό, ξαναδιαβάστε το...
   Σχοινᾶς: Ναί. Τὸ θέμα μὲ τὴν νεωτερικότητα. Ἔχουμε τρία παραδείγματα τοῦ φιλοσοφεῖν. Τὸ ἀρχαῖο ποὺ εἶναι τὸ ὀντολογικό. Προηγεῖται τὸ ὂν καὶ ἕπεται τὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο. Στὴν νεωτερικότητα ἐπικρατεῖ τὸ ὑποκειμενοκρατικό. Ἡ ἀνθρώπινη διάνοια, τὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο, εἶναι ὁ ἔσχατος κριτὴς τοῦ ὀρθοῦ καὶ τοῦ λάθους, τὸ ὁποῖο στὴν βάση του εἶναι τελείως ἀντιχριστιανικό. Τώρα, προσέξτε, τὸ μετανεωτερικό εἶναι τὸ ἐπικοινωνιοκεντρικὸ καὶ τὸ γλωσσικό. Ὅ,τι ἀποφασίσει ἡ κοινότης, αὐτὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια... Ξέρετε ποῦ μπορεῖ νὰ ὁδηγηθοῦμε μὲ αὐτὰ τὰ πράγματα, ἂν τὰ υἱοθετήσουμε μέσα στὴν Ἐκκλησία;
     ...Ἡ μετανεωτερικότητα ἔχει τρομερὴ ἀβεβαιότητα...  Ἔ, ἂς μείνει κάτι σταθερό, κι αὐτὸ ἂς εἶναι ἡ Ἐκκλησία».
Ὀρθόδοξος Χριστιανικὸς Ἀγωνιστικὸς Σύλλογος
           «Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης»

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΩΝ: ΑΝΤΙ ΝΑ ΞΕΣΗΚΩΣΟΥΝ, ΚΟΙΜΙΖΟΥΝ

     
  



ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΜΕΝΩΝ

ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

ΣΥΝΕΧΩΣ ΕΛΑΤΤΩΝΟΝΤΑΙ



    Καλά, τόσο πολὺ ἔχουμε τυφλωθεῖ, ὥστε νὰ ἀποδεχόμαστε χωρὶς ἀντιρρήσεις καὶ διαμαρτυρίες, τὴν σταδιακὴ ἕνωση μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ κάθε καρυδιᾶς αἱρετικὸ καρύδι; Δείχνουμε εὐχαριστημένοι μὲ τὴν δημοσίευση (ἀπὸ τὸ ἱστολόγιο κυρίως τῶν “Ἀκτίνων”) αὐτῶν τῶν βδελυρῶν στὸ Θεὸ συμπροσευχῶν. Καὶ ἀρκούμαστε σ’ αὐτό.

      Ὁ σκοπὸς τῆς δημοσίευσης, ὅμως, δὲν ἀποσκοπεῖ στὴν ἀντίδρασή μας; Ἢ μήπως γίνεται γιὰ νὰ ἐθιστοῦμε ὀπτικὰ μὲ τὶς γενόμενες συμπροσευχές, ὥστε μετὰ ἀπὸ λίγο, νὰ τὶς ἀντιμετωπίζουμε ὡς τὸ πιὸ φυσικὸ πρᾶγμα, ἔχοντες ὑποστεῖ ἕνα εἶδος οἰκουμενιστικοῦ μιθριδατισμοῦ;
     Φυλακίστηκε πρὶν μερικὲς βδομάδες (παρατύπως) ἕνας ἡγούμενος καὶ διαμαρτυρήθηκε πλῆθος πιστῶν καὶ ἱερωμένων. Πρέπει νὰ μᾶς ἐξηγήσει ἡ Ἱ. Σύνοδός ποὺ ἔβγαλε ἀνακοίνωση γιὰ τὸ θέμα, ἀλλὰ καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἐπίσκοποί ποὺ τὸν ἐπισκέφτηκαν στὴ φυλακή: θεωροῦν ὅτι οἱ συμπροσευχὲς εἶναι μικρότερης σημασίας θέμα ἀπὸ τὴν φυλάκιση τοῦ π. Ἐφραίμ; Δὲν ἀξίζει, ἡ μὲ γεωμετρικὴ πρόοδο τέλεσή τους, τὶς διαμαρτυρίες μας; Δὲν ἀποτελοῦν ὅλες αὐτὲς παρδαλὲς συμπροσευχὲς μὲ παπικούς, προτεστάντες «ἱερεῖς» καὶ «ἱέρειες» ἕνα ἐκκλησιαστικὸ ἔγκλημα, ὄχι στιγμιαῖο, ἀλλὰ διαρκείας, ἀφοῦ οἱ συμπροσευχὲς γίνονται "ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ" παρὰ τὶς αὐστηρὲς ἀπαγορεύσεις τῶν Ἱ. Κανόνων;
    Ἡ φυλάκιση τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μ. Βατοπεδίου ἀποτελεῖ μία ἀνθρώπινη ἀδικία ἀπὸ κρατικοὺς λειτουργούς, ποὺ ἐν πάσῃ περιπτώσει δὲν ἀνήκουν στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἁρμοδιότητα (κι ὅμως ἐκεῖ οἱ κληρικοὶ ἀντέδρασαν). Γιὰ τὶς συμπροσευχές, ὅμως, ποὺ ἀποτελοῦν καταπάτηση Ἐντολῶν Θεοῦ, κι ἐδῶ εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ἁρμόδια νὰ ἐπέμβει ἡ Ἱερὰ Σύνοδος (καὶ κάθε Ἐπίσκοπος ξεχωριστά), γιατί οἱ ἐπίσκοποι ἀδρανοῦν; Μήπως, στὴν περίπτωση τοῦ ἡγουμένου ἀντιδροῦν, ἐπειδὴ ἡ συμπαράσταση δὲν κοστίζει τίποτα, ἀντίθετα μᾶς παρουσιάζει ὡς συμπαραστάτες τῶν ἀδικουμένων, ἐνῶ στὴν περίπτωση τῶν συμπροσευχῶν ἐπικρατεῖ ὁ φόβος πὼς θὰ ὅσοι ἀντιδράσουν θὰ πέσουν στὴν δυσμένεια τῶν οἰκουμενιστικῶν πατριαρχικῶν κύκλων;
      Καὶ τέλος, γιατί ἐμεῖς οἱ πιστοί, ἐπιτρέπουμε τὴν ἀπραξία τῶν ἐπισκόπων; Δὲν ἔχουμε εὐθύνη, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐμποδίσουμε νὰ παραμένουν ὡς Ἐπίσκοποι οἱ ἀδιαφοροῦντες γιὰ τὰ θέματα τῆς Πίστεως;
                                       

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΠΟΥ ΣΩΖΟΥΝ, Αγ. Συμεών Νέου Θεολόγου


ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΠΟΥ ΣΩΖΟΥΝ;

(Κείμενο ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου)

       Ἔχουμε ἀκούσει πολλὲς φορές, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει δώσει τὸ ὄνομα τοῦ Θεολόγου σὲ τρεῖς μόνο Ἁγίους· τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο. Ἀσφαλῶς ἡ ὀνομασία «θεολόγος» δὲν ἔχει φιλολογικὸ χαρακτῆρα, οὔτε ἀποτελεῖ ἁπλὰ ἕνα τίτλο τιμῆς, ἀλλὰ ἐκφράζει οὐσία.
        Αὐτὸ πρακτικὰ σημαίνει, ὅτι στὰ κείμενά τους πρέπει νὰ δίνουμε μεγάλη προσοχή, γιατὶ εἶναι καθοδηγητικά, γιὰ ὅσους θέλουν νὰ ἔχουν πολύτιμους καὶ ἀλάνθαστους ὁδηγοὺς στὴν χριστιανική μας πορεία, ἰδιαίτερα σ’ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀδιαφορίας, τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ ὀρθoδόξου αἰσθητηρίου καὶ τῆς συγχύσεως (πικροὺς καρποὺς τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ), κατὰ τὴν ὁποία πολλοὶ ὁδηγοὶ προσφέρονται νὰ μᾶς καθοδηγοῦν, ὑποβάλλοντάς μας τὴν ἰδέα ὅτι ἔχουν τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς καθαρῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂν θέλουμε νὰ μὴν παρασυρόμαστε ἀπὸ σύγχρονες παραπλανητικὲς πρακτικὲς «γεροντισμοῦ», ποὺ σήμερα ἔχουν κατακλύσει τὴν Ἐκκλησία, ἂς θέτουμε ὡς κριτήριο τὰ κείμενα Ἁγίων καὶ μ’ αὐτὰ νὰ κρίνουμε καὶ νὰ ἐπιλέγουμε, ὅσα μᾶς προσφέρονται.
     Ὑπάρχει ἕνα καθοδηγητικὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Συμεών, ἐπεξηγηματικὸ αὐτῆς τῆς θέσεως (ὑπάρχει στὴ διπλανὴ στήλη). Ἀξίζει νὰ τὸ παραθέσουμε κι ἐδῶ, πρὶν ἀπὸ τὸ περὶ Πίστεως κείμενο τοῦ Ἁγίου ποὺ ἀκολουθεῖ:


      «Εὐχαῖς καὶ δάκρυσι τὸν Θεὸν καθικέτευσον πέμψαι σοὶ ὁδηγὸν ἀπαθῆ τε καὶ ἅγιον. Ἐρεύνα δὲ καὶ αὐτὸς τὰς Θείας Γραφάς, καὶ μάλιστα τὰς τῶν Ἁγίων Πατέρων πρακτικὰς συγγραφάς, ἵνα ταύταις ἀντιπαρατιθεὶς τὰ παρὰ τοῦ διδασκάλου καὶ προεστῶτος σοὶ διδασκόμενα καὶ πραττόμενα, ὡς ἐν κατόπτρῳ δύνασαι βλέπειν ταῦτα καὶ καταμανθάνειν καὶ τὰ μὲν συνᾴδοντα ταῖς Γραφαῖς, ἐγκολποῦσθαι κατέχειν τῇ διανοίᾳ. Τὰ δὲ νόθα καὶ ἀλλότρια, διακρίνειν καὶ ἀποπέμπεσθαι, ἵνα μὴ πλανηθῇς. Πολλοὶ γάρ, ἴσθι, πλάνοι καὶ ψευτοδιδάσκαλοι, ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις γεγόνασιν» 

                   (Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος).

       Εἴθε ἡ παροῦσα ἀνάρτηση νὰ μᾶς προβληματίσει καὶ βοηθήσει (μὲ ὁδηγὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν) νὰ καταλάβουμε, ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ Πίστη καὶ τὰ ἀληθινὰ ἔργα τῆς Πίστεως καὶ πώς, ὣς τώρα, κατανοούσαμε ἐμεῖς τὴν Πίστη.

(Ἡ μετάφραση τοῦ κειμένου εἶναι τοῦ Διονυσίου Ζαγοραίου. Διατηρήσαμε τὶς ἰδιομορφίες γραφῆς τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1886, ποὺ ἐπανέκδωσε ὁ ἐκδοτικὸς οἶκος Β. Ρηγόπουλου τὸ 1977. Διευκρινιστικά: τὸ ὁποῦ τοῦ μεταφραστῆ ἐμεῖς σήμερα τὸ γράφουμε ὅπου, ἐνῶ τὸ ποῦ καὶ τὸ πῶς μὲ περισπωμένη ἀντιστοιχοῦν στὸ δικό μας ποὺ καὶ πώς).
 
Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου

ΛΟΓΟΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟΣ Η΄.

Ὅτι δὲν πρέπει νὰ θαρροῦμεν πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ σωθοῦμεν
μὲ τὴν πίστιν μόνον, χωρὶς να κάμωμεν καλὰ ἔργα

         νίσως ποθοῦμεν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ ἔχωμεν πολλὴν προσοχήν, καὶ ἐπιμέλειαν, πολλὴν προθυμίαν, καὶ ἀγῶνα, καὶ νὰ μὴ νομίζωμεν πῶς εἶναι ἀρκετὸν εἰς ἡμᾶς διὰ νὰ σωθοῦμεν, τὸ νὰ πιστεύωμεν μόνον εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν, καὶ νὰ εἴμεσθε ὀρθόδοξοι χριστιανοί, προβάλλοντες εἰς ἀπολογίαν ἐκεῖνον τὸν λόγον ὁποῦ εἶπεν ὁ Κύριος μας. «Ὅτι ὁ πιστεύσας, καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». Ἀλλὰ διὰ τοῦτο μάλιστα πρέπει νὰ ἀγωνιζώμεθα, καὶ νὰ προσέχωμεν, διὰ νὰ μὴ περιπατοῦμεν ἀναξίως τῆς κλήσεως, ἧς ἐκλήθημεν, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· δηλ. νὰ μὴ κάνωμεν ἔργα ἀνάξια διὰ τὸν Χριστόν, μὲ τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ὠνομάσθημεν, καὶ λεγόμεθα χριστιανοί, ἰξεύροντες ὅτι θέλει κατακριθοῦμεν περισσότερον, ἀνίσως, ὕστερα ἀπὸ τὴν ὀνομασίαν ταύτην, ζῶμεν μὲ ὀκνηρίαν, καὶ ἀμέλειαν. Διὰ τοῦτο μὴ λογιάσης ἀδελφέ, πῶς ἔχεις νὰ σωθῆς μὲ τὴν πίστιν μόνον. «Πίστις γὰρ χωρὶς ἔργων οὐδὲν ὠφελεῖ».
      Καὶ ἄκουσε τὸν Κύριον ὁποῦ λέγει. «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ' ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ ΙΙατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Ὁμοίως ἄκουσε καὶ τὸν θεῖον ΙΙαῦλον ὁποῦ λέγει. «Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοὶ ὄντες, καὶ ἀπειθεῖς, καὶ πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἀδόκιμοι».
     Βλέπεις, ἀγαπητέ, πῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῇ τινά, μὲ μόνην τὴν πίστιν χωρὶς τὰ ἔργα; ἐπειδὴ ἐὰν ἐσώζωντο μὲ τὴν πίστιν μόνον, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἤθελε σωθοῦν, καὶ δὲν ἤθελε ἀπολεσθῇ κανένας ἀπὸ ἡμᾶς. Διότι δὲν εἶναί τινας ὁποῦ δὲν πιστεύει, πῶς εἶναι Θεός. Ἐπειδὴ καὶ οἱ πονηροὶ διάβολοι πιστεύουν πῶς εἶναι Θεός. Καὶ ἄκουσε αὐτοὺς ὁποῦ λέγουν. «Οἴδαμέν σε τίς εἶ, ὁ Ἃγιος τοῦ Θεοῦ». Καὶ πάλιν ἄλλου ἔλεγαν διὰ τοὺς Ἀποστόλους. «Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ὑμῖν ὁδὸν σωτηρίας». Βλέπεις, ὅτι καὶ οἱ δαίμονες πιστεύουν πῶς εἶναι Θεός; ἀλλ' οὗτοι ὁποῦ πιστεύουν πῶς εἶναι Θεός, κατεδικάσθησαν εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρὸς διὰ τὰ πονηρὰ ἔργα τους.
      Λοιπὸν καλὴ εἶναι ἡ πίστις, ἐὰν ἀπέκτησες καὶ ἔργα. Διατὶ σῶμα χωρὶς ψυχήν, εἶναι ἀκίνητον, καὶ ἀνενέργητον. Τοιουτωτρόπως καὶ ἡ πίστις, χωρὶς ἔργα, εἶναι νεκρά. Καὶ ἄκουσε τὸν Ἅγιον Ἰάκωβον τὸν ἀδελφόθεον ὁποῦ λέγει. «Τί τὸ ὄφελος ἀδελφοί, ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; ἐὰν ἀδελφός, ἢ ἀδελφὴ ὑπάρχωσι γυμνοί, καὶ λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς, εἶπε δέ τις αὐτοῖς, ἐξ ὑμῶν, ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ θερμαίνεσθε, καὶ χορτάζεσθε· μὴ δῶτε δὲ αὐτοῖς τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τὸ ὄφελος; οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα. Δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου, κᾀγὼ δείξω σοι τὴν πίστιν μου ἐκ τῶν ἔργων μου».
         Ταῦτα ἀκούωντας, ἀδελφέ, ἄφησε τὴν πολλήν σου ἀμέλειαν, καὶ σπούδασε νὰ ἔχῃς καὶ ἔργα μαζὴ μὲ τὴν πίστιν. Διατὶ ἐκεῖνος ὁποῦ ἔχει πίστιν μαζὴ μὲ ἔργα εἶναι καλλίτερος ἀπὸ ἐκεῖνον ὁποῦ κάνει σημεῖα, καὶ θαύματα. Ἐπειδὴ ποῖον εἶναι τὸ κέρδος· τί τὸ ὄφελος εἰς ἐκεῖνον ὁποῦ κάνει σημεῖα, ἀνίσως καὶ ἀποδιωχθῇ ἀπὸ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ κληρονομήσῃ τὴν γέενναν τοῦ ἀσβέστου πυρός; μήπως καὶ δύναται νὰ σωθῇ ἐκεῖνος ὁποῦ κάνει θαύματα, καὶ ἰατρείας, ἐὰν δέν ἔχῃ τὰ ἔργα ὁποῦ τὸν κάνουν δίκαιον; μὴ γένοιτο. Καὶ ἄκουσε τὸν Κύριον ὁποῦ λέγει. «Πολλοὶ ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, Κύριε, Κύριε, τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν· καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς, οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς. Ἀποχωρεῖτε ἀπ' ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν».
        Βλέπεις, ὅτι καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ κανοῦν τὰ σημεῖα, καὶ ἔχουν τὰς προφητείας, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὠφελήσουν τὸν ἑαυτόν τους χωρὶς ἔργα; διότι ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν συνάγει ἄσπρα (σ.σ. χρήματα)· ἐπειδὴ πιστεύει, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀφίνει ἀπρονοήτους ἐκείνους ὁποῦ πιστεύουν εἰς αὐτόν, ἀλλ' ἔχει τὴν ἔγνοιάν τους, καθὼς λέγει. «Οἶδε γὰρ ὁ Πατὴρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος, ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, καὶ τὴν δικαιοσύνην, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Ὁποῖος πιστεύει, σκορπίζει τὰ ἄσπρα του εἰς τοὺς πτωχούς, διατὶ πιστεύει ὅτι θέλει λάβῃ ἑκατονταπλασίονα, καὶ θέλει κληρονομήσει ζωὴν αἰώνιον.
         Καὶ ἄκουσε τί λέγει διὰ ἐκείνους ὁποῦ πιστεύουν ἐν ἀλήθείᾳ. «Πάντες οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτό, καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά, καὶ τὰ κτήματα αὐτῶν, καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον, καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι, καθ' ὅ,τι ἄν τις χρείαν εἶχεν. Ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων, ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων, καὶ ἐτίθουν πρὸς τοὺς πόδας τῶν Ἀποστόλων διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ, καθ' ὅ,τι ἄν τις χρείαν εἶχεν».
     Ἐκεῖνος  ὁποῦ  πιστεύει,  δὲν  ὑπερηφανεύεται,  ἀλλὰ μιμούμενος αὐτὸν τὸν Κύριον κυνηγᾶ ζητεῖ ἐπιπόνως τὴν ταπείνωσιν, καθὼς καὶ ὁ Κύριος.
          Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν γελᾷ, ἀλλὰ πενθεῖ, καὶ κλαίει διὰ τὰς ἁμαρτίας του· διότι πιστεύει, ὅτι ἐκεῖνοι ὁποῦ γελοῦν εἰς ταύτην τὴν ζωήν, θέλει πενθήσουν, καὶ κλαύσουν εἰς τὴν ἄλλην.
Ἐκεῖνοι ὁποῦ πιστεύουν, δὲν εἶναι θυμώδεις, οὐδὲ ταραχοποιοὶ ἀλλὰ μιμούμενοι τὸν Κύριον, ἔχουν πραότητα καθὼς ὁ Κύριος λέγει. «Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμί, καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Διὰ τοῦτο καὶ μακαρίζει τοὺς τοιούτους λέγων, «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν».
       Ὅποιος πιστεύει, μισεῖ τὴν ἀδικίαν, καὶ ἀγαπᾷ τὴν δικαι-οσύνην, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὴν δικαιοσύνην ἠγάπησε, τὴν δὲ ἀδικίαν ἐμίσησε. Ὅτι εἶναι γεγραμμένον. «Ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀδικίαν, μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν».
      Ὅσοι πιστεύουν δὲν μάχονται μὲ ἄλλους, ἀλλὰ μάλιστα εἰρηνοποιοῦν ἐκείνους ὁποῦ μάχονται, μιμούμενοι τὸν Κύριον· διότι καὶ ἐκεῖνος τοῦτο ἔκαμεν. «Ἐχθροὺς ἡμᾶς ὄντας εἰρηνοποίησε πρὸς τὸν ὁμοούσιον Πατέρα».
         Ὁ πιστεύων ὑπομένει κάθε πειρασμόν, καὶ δὲν βλασφημεῖ. Διότι πιστεύει ὅτι θέλει λάβῃ διὰ τὴν ὑπομονήν του ἄφθαρτον στέφανον. Διότι λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰακωβος ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου. «Μακάριος ἀνθρωπος, ὃς ὑπομένει πειρασμόν, ὅτι δόκιμος γενόμενος, λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».
      Ὅποιος πιστεύει, δὲν ὀργίζεται, ἀλλὰ μακροθυμεῖ, καὶ φυλάττει τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, ὁποῦ λέγει· νὰ μὴν ὀργίζεται καθόλου.
       Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, φυλάττει σωφροσύνην, καὶ δὲν μολύνει τὸν ἑαυτόν του μὲ πορνείας, καὶ μοιχείας, καί ἐπιλοίπους ἀκαθαρσίας, ἀλλὰ φυλάττει καθαρότητα, καὶ σωφροσύνην διατί πιστεύει, ὅτι ἐκεῖνοι ὁποῦ μολύνουν τὰ σώματά τους, δὲν θέλει σωθοῦν. «Πόρνους γὰρ καὶ μοιχοὺς κρινεῖ ὁ Θεός».
         Ὁ πιστεύων,  δὲν σκανδαλίζει ἀδελφόν,  ἀλλὰ  ὑπηρετεῖ ὅλους, καὶ δὲν γογγύζει, ἀλλὰ μένει μὲ τὴν ὑπομονὴν τοῦ Θεοῦ, διότι πιστεύει, πῶς θέλει λάβῃ μεγαλήτερον μισθόν, καθὼς λέγει καὶ ὁ Κύριος. «Ὅς τις θέλει γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔστω ὑμῶν διάκονος. Καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔστω πάντων δοῦλος».
      Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν ἐπιορκεῖ, οὐδὲ κάνει ὅρκον παντελῶς μὲ τὸ στόμα του· διότι πείθεται εἰς τὸν Κύριον ὁποῦ εἶπεν. «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὁμόσαι ὅλως».
      Ὅποιος πιστεύει, δὲν εἶναι ὀκνηρός, καὶ ἀμελὴς εἰς τὰς προσευχάς, καὶ ἀκολουθίας, ἀλλὰ προσέχει πάντοτε, καὶ προσεύχεται ἀδιακόπως· ὁ πιστεύων, δὲν κατακρίνει τινά. Διότι πιστεύει, ὅτι πάντες ἐσμὲν ἐν ἐπιτιμίοις· καὶ ὅτι ὅλους μέλλει νὰ τοὺς κρίνῃ ὁ Θεός· καὶ ᾧ  κρίματι κρίνει τις, τούτῳ κριθήσεται.
Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν περιπατεῖ τὴν πλατεῖαν, καὶ εὐρύχωρον στράταν, ἡ ὁποία φέρει εἰς ἀπώλειαν ἐκείνους ὁποῦ τὴν περιπατοῦν, ἀλλὰ περιπατεῖ τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην διότι πιστεύει πῶς θέλει λυπηθῇ ὀλίγον καὶ θέλει χαρῇ αἰωνίως μαζὴ μὲ τὸν Κύριον μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων.
         Ὁ πιστεύων δὲν ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐδὲ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, οὐδὲ γονεῖς, οὐδὲ ἀδελφούς, ἢ γυναῖκα, ἢ τέκνα, οὐδὲ ἄλλο τίποτε· ἀλλ' ἀγαπᾷ μόνον τὸν Κύριον, καὶ ἀσυκώνει τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ τὸν ἀκολουθεῖ· διατὶ πιστεύει, ὅτι χίλιαις ἡμέραις, εἶναι ὡσὰν μία ἡμέρα ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον καὶ χίλιαις ἡμέραις θέλει μετρηθοῦν κοντὰ εἰς τὸν Θεόν, ὡσὰν μία σταλαγματία εἰς τὴν θάλασσαν. Ὁ δὲ μέλλων αἰὼν εἶναι ἀπέραντος, δὲν ἔχει τέλος οὐδὲ ἀριθμόν.
       Ἐκεῖνος  ὁποῦ πιστεύει  δὲν μένει ἀμετανόητος εἰς τὰς ἁμαρτίας του, ἀλλ' ἐὰν καὶ ἁμαρτήσῃ ὡς ἄνθρωπος, μετανοεῖ, καὶ πενθεῖ, καὶ κλαίει διὰ τὰς ἁμαρτίας του, καὶ δὲν ἁμαρτάνει πλέον.
Ὁ πιστεύων, δὲν ξεφαντώνει, καὶ τρυφᾷ μὲ μεθύσια, καὶ ἀσελγῆ συμπόσια, καὶ πορνικὰ τραγούδια, ἀλλ' ἐνθυμεῖται πάντοτε τὸν θάνατον, καὶ τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως. Καὶ ταῦτα ἐνθυμούμενος προσεύχεται πάντοτε, νηστεύει, ἐγκρατεύεται, καὶ ἑτοιμάζει τὰ ἔργα του διὰ τὸν θάνατον, πῶς νὰ ἀποκριθῇ νὰ ἀπολογηθῇ εἰς τὸν βασιλέα τῆς δόξης.
        Ὁ πιστεύων, ἀγαπᾷ τὸν Κύριον, καὶ μισεῖ τὰ πονηρά· ὅσοι πιστεύουν δὲν φυλάττουν ἔχθραν μῖσος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ τους, οὐδὲ ἀποδίδουν κακὸν ἀντὶ κακοῦ. Ἀλλ' ἀγαποῦν τοὺς μισοῦντας αὐτούς, κάνουν καλὸν εἰς ἐκείνους ὁποῦ τοὺς κακοποιοῦν· εὐλογοῦν ἐκείνους ὁποῦ τοὺς καταρῶνται· ὑποφέρουν ἐκείνους ὁποῦ τοὺς κατατρέχουν. Ὅταν βλασφημοῦνται ὑβρίζωνται, παρακαλοῦν χαίρονται· δὲν λογίζονται κανένα κακὸν διότι ἔχουν τὴν ἀγάπην ἀνόθευτον, καθαράν, ἀληθινήν, ὅτι λογῆς τὴν ἀπόκτησε καὶ ὁ Ἀπόστολος, καθὼς λέγει. «Ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὅτι λύπη μοι ἐστὶ μεγάλη, καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη ἐν τῇ καρδία μου. Ηὐχόμην γάρ, αὐτὸς ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα.
          Ὅτι λογῆς ἀγάπην εἶχε καὶ ὁ Προφήτης Μωϋσῆς, ὅτι οὗτος εἶπεν εἰς τὸν λαόν· «ὑμεῖς ἡμαρτήκατε ἁμαρτίαν μεγάλην. Καὶ νῦν ἀναβήσομαι πρὸς τὸν Θεὸν οὕτως, ἵνα ἐξιλάσωμαι πρὸς τὸν Θεὸν περὶ τῆς ἁμαρτίας ὑμῶν. Ἐπέστρεψε δὲ Μωϋσῆς πρὸς Κύριον, καὶ εἶπε. Δέομαι Κύριε, ἥμαρτεν ὁ λαὸς οὗτος ἁμαρτίαν μεγάλην, καὶ ἐποίησαν ἐαυτοῖς Θεοὺς χρυσοῦς. Καὶ νῦν, εἰ μὲν ἀφῇς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, εἰ δὲ μή, ἐξάλειψον κἀμὲ ἐκ τῆς βίβλου ἧς ἔγραψας». Τοιαύτην διάθεσιν εἶχε καὶ ὁ Δαβίδ, διὰ τοῦτο καὶ ἔλεγε. «Μετὰ τῶν μισούντων τὴν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός».
        Βλέπεις, τί λογῆς ἀγάπην εἶχαν ἐκεῖνοι ὁποῦ ἐπίστευαν μὲ ἀλήθειαν; ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν κάνει κανένα πρᾶγμα μὲ ὑπόκρισιν, ἀλλὰ κάνει ὅλα του τὰ ἔργα διὰ τὸν Κύριον. Διατὶ εἰς ἐκεῖνον ἔχει προσηλωμένα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον μόνον πιστεύει, ὅτι ἔχει νὰ λάβῃ μισθὸν τῶν ἔργων του.
         Ὅποιος πιστεύει, ἀγαπᾷ ἐκείνους ὁποῦ πιστεύουν ὀρθῶς εἰς τὸν Κύριον· ἐκείνους δὲ ὁποῦ δὲν πιστεύουν ὀρθῶς ἀποστρέφεται, καὶ δὲν τοὺς ὑποφέρει, ἀλλὰ τοὺς διώχνει, τοὺς κυνηγᾷ.
       Ὁ πιστεύων, δὲν παρακούει τὰ θεῖα λόγια, ἀλλ' ὡς πιστός, κάνει μὲ προθυμίαν ὅλα του τὰ ἔργα ὡσὰν ἐργάτης τοῦ Θεοῦ.
      Ὅποιος πιστεύει, δὲν κολακεύει, δὲν φυλάττει προσωπο-ληψίαν χατῆρι, ἀλλὰ ὁμιλεῖ καὶ κάνει ὅλα μὲ ἀλήθειαν, καὶ ὀρθότητα. Διατὶ πιστεύει ἐκεῖνο ὁποῦ εἶπεν ὁ Προφήτης. «Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ «φῶς σκότος, καὶ τὸ σκότος φῶς· οἱ τιθέντες τὸ γλυκὺ πικρόν, καὶ τὸ πικρὸν γλυκύ».
    Ἐκεῖνοι ὁποῦ πιστεύουν, δὲν ὑπερηφανεύονται, οὐδὲ ὑψηλοφρονοῦν εἰς τοὺς ἐπαίνους, καὶ κολακείας. Διότι λέγει ὁ Κύριος διὰ τοῦ Προφήτου. «Λαός μου, οἱ μακαρίζοντες ὑμᾶς πλανῶσιν ὑμᾶς, καὶ τὴν τρῖβον τῶν ποδῶν ὑμῶν ἐκταράσσουσιν».
Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, καὶ ἀποστρέφεται τὸν κόσμον διὰ τὸν Κύριον, δὲν συμπλέκεται πλέον μὲ τοῦτον. Διότι λέγει ὁ Ἀπόστολος ΙΙαῦλος· «οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. Ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ».
     Ὅποιος πιστεύει, δὲν καταδέχεται κανένα πονηρόν, ἀλλ' ἀγωνίζεται μέχρι θανάτου διὰ τὸν Χριστόν, καὶ τὴν ἀλήθειαν, καὶ δὲν φοβεῖται· ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ βλέπουν τὰ πονηρά, καὶ ἄνομα ὁποῦ γίνονται, καὶ τὰ καταδέχονται, εἶναι ὅμοιοι μὲ ἐκείνους ὁποῦ τὰ κάνουν, καὶ θέλει ἀπολεσθοῦν μαζὴ μὲ ἐκείνους, καθὼς καὶ ὁ ἱερεὺς Ἠλὶ ἀπωλέσθη μαζὴ μὲ τοὺς παρανόμους υἱούς του. Διὸ καὶ ὁ Προφήτης τοὺς ὠνόμασε σκύλλους ἀφώνους.
      Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει,  δὲν ἀγαπᾷ ἐκείνους  ὁποῦ δὲν πιστεύουν ὀρθά· καθὼς λέγει ὁ Δαβίδ. «Οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε Κύριε ἐμίσησα, καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην· τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι».
         Ὅποιος πιστεύει, λαλεῖ τὴν ἀλήθειαν, καὶ δὲν εὐγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ κανένα ψεῦδος· ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ λέγουν τὸ ψεῦδος, εἶναι ἄπιστοι, καὶ υἱοὶ τοῦ διαβόλου.
      Ὅποιος πιστεύει, δὲν πλεονεκτεῖ, ἀλλὰ μάλιστα ἐλεεῖ, καὶ εὐσπλαγχνίζεται, διατὶ πιστεύει, ὅτι οἱ ἐλεήμονες ἐλεηθήσονται. Καὶ ὅτι ὁ Κύριος θέλει καταστρέψει τὰ σπήτια ἐκείνων ὁποῦ πλεονεκτοῦν, καὶ ἐκεῖνοι θέλει παραδοθοῦν εἰς τὴν γέενναν τῆς κολάσεως, καὶ εἰς τὸν ἀκοίμητον σκώληκα.
     Ὅποιος πιστεύει, δὲν μεταλαμβάνει ἀναξίως τὰ ἄχραντα μυστήρια· ἀλλὰ καθαρίζει τὸν ἑαυτόν του, ἀπὸ κάθε μολυσμόν, ἀπὸ τὴν γαστριμαργίαν, ἀπὸ τὴν μνησικακίαν ἀπὸ ἔργα πονηρά, καὶ λόγια ἄσχημα, ἀπὸ γέλοια ἄτακτα, ἀπὸ ρυπαροὺς λογισμούς, ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσίαν, καὶ κακὴν ἐνέργειαν, καὶ τοιουτωτρόπως δέχεται τὸν Βασιλέα τῆς δόξης, ἐπειδὴ ὁ διάβολος ἐπιπηδώντας ἐμβαίνει εἰς ἐκείνους ὁποῦ μεταλαμβάνουν ἀναξίως τὰ ἄχραντα μυστήρια, καὶ ἔρχεται μέσα εἰς τὴν καρδίαν τους, καθὼς ἔκαμεν εἰς τὸν Ἰούδαν ὅταν ἐμετάλαβε ἀπὸ τὸ δεῖπνον τοῦ Κυρίου. Διὰ τοῦτο λέγει καὶ ὁ θεῖος Παῦλος. «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω, καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω. Ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως, κρίμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει. Καὶ διὰ τοῦτο πολλοὶ ἐν ὑμῖν ἀσθενεῖς, καὶ ἄρρωστοι, καὶ κοιμῶνται ἱκανοί».
        Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν συκοφαντεῖ, δὲν κατηγορεῖ τοὺς ἀδελφούς του χριστιανούς, ἀλλὰ μάλιστα τοὺς ἐπαινεῖ, διότι ἐκεῖνοι ὁποῦ ἐπαινοῦν ἄλλους θέλει ἐπαινεθοῦν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Οὐαὶ δὲ καὶ ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους ὁποῦ κατηγοροῦν, καὶ ἐγκαλοῦν ἄλλους ὡς πονηρούς, διατὶ θέλει φερθοῦν ἀπὸ τοὺς πονηροὺς διαβόλους ὡσὰν κτήνη τετράποδα εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· καὶ ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
     Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, περιπατεῖ ὀρθὰ τὴν στράταν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν κλίνει οὔτε ἀριστερά, οὔτε δεξιά, οὐδὲ διαστρέφει ἄλλους μὲ τὴν πονηρίαν του· ὅτι ἐκεῖνος ὁποῦ διαστρέφει ἄλλους εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν διάβολον. Διὰ τοῦτο λέγει καὶ ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτου Ἀββακούμ. «Ὦ, ὁ ποτίζων αὐτοῦ τῷ πλησίον ἀνατροπὴν θολεράν, καὶ ὁ μεθύσκων, ὅπως ἐπιβλέπῃ ἐπὶ τὰ σπήλαια αὐτῶν πλησμονὴ ἀτιμίας ἐκ δόξης. Πίε καὶ σύ, καὶ διασαλεύθητι, καὶ σείσθητι». Διότι ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει μὲ ἀλήθειαν, δὲν πιστεύει μὲ τὰ στόμα, καὶ τὴν γλῶσσάν του, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδίαν του· καὶ τούτου τὰ ἔργα δείχνονται φανερά. «Οὐ δύναται γὰρ πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὅρους κειμένη». Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει ἐν ἀλήθειᾳ μὲ τὴν καρδίαν του ἐργάζεται τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος δὲ ὁποῦ πιστεύει μὲ τὰ λόγια καὶ ὄχι μὲ τὴν καρδίαν του, εἶναι εὔκαιρος ἀπὸ καλὰ ἔργα· διὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Κύριος διὰ τοῦ Προφήτου. «Ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, καὶ ἐν τῇ γλώσσῃ αὐτῶν ἐψεύσαντο αὐτῷ».
      Λοιπὸν ἀδελφέ, ὅταν βλέπῃς τὸν ἑαυτόν σου πῶς εἶσαι εὔπορος πλούσιος ἀπὸ ὅλα τὰ πονηρὰ ἔργα, καὶ ἄπορος εὔκαιρος ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθά, εἶπέ μου πῶς δύνασαι νὰ ὀνομάσῃς τὸν ἑαυτὸν σου πιστόν; ὅτι, καθὼς νομίζω, εἶσαι χειρότερος καὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους· διότι τὰ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα, φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιοῦσι. Λοιπὸν ἐὰν πιστεύῃς, φεῦγε τὴν ἁμαρτίαν, καὶ φωνάζωντας θρήνησε, κλαῦσε καὶ καταδίκασε τὸν ἑαυτόν σου, καὶ ἄφησε τὰ κακὰ ἔργα, μὲ τὰ ὁποῖα ἔζησες ἕως τῆς σήμερον· καὶ ἀγωνίσου μὲ προθυμίαν, διὰ νὰ εὑρεθῇς μὲ ἔργα καλὰ ἔμπροσθεν τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης εἰς ἐκείνην τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως, εἰς τὴν ὁποίαν μέλλει νὰ πληρώσῃ κάθε ἕνα κατὰ τὰ ἔργα του. Διότι λέγει ὁ Ἀπόστολος. «Εἴ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τούτῳ, χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἕκαστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται. Ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει, ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται, καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον τῷ πυρὶ δοκιμασθήσεται. Εἴ τινος τὸ ἔργον μένει, ὃ ἐπωκοδόμησε, μισθὸν λήψεται. Εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται· αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δέ, ὡς διὰ πυρός».
     Συλλογίσου λοιπὸν ἀδελφὲ τὸ φοβερὸν, καὶ φρικτὸν μυστήριον, καὶ τρόμαξε εἰς τοῦτα ὁποῦ ἀκούεις. Διότι ἐὰν μέλλῃ νὰ δοκιμάσῃ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὸ πῦρ, σὺ λοιπὸν τότε ποῦ μέλλει νὰ φανῇς; ἢ πῶς θέλει τολμήσεις νὰ πλησιάσῃς αὐτὸ ἐσὺ ὁποῦ οἰκοδόμησες εἰς τὸν ἑαυτόν σου βαρύ, καὶ δυσκολοβάστακτον φορτίον ἀπὸ χόρτον, καὶ καλάμην, καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλην ὕλην πονηράν; ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ. Τί θέλει κάμω τότε. Ἐπειδὴ τὰ μὲν πονηρὰ καὶ φρυγανώδη μου φορτία θέλει κατακαυθοῦν ἀπὸ τὸ ἄσβεστον ἐκεῖνο πῦρ ἐγὼ δὲ θέλει μείνω παντοτεινὰ νὰ καίωμαι αἰωνίως μέσα εἰς ἐκεῖνο τὸ αἰώνιον πῦρ διὰ τὰ κακά, καὶ πονηρὰ ἔργα μου.
        Ὅθεν ἀδελφέ μου ἀγαπητέ, ἐννοῶντας ταῦτα, πρόλαβε τὸν καιρόν, καὶ ἄφησε τὰς πονηρίας ὅλας, ὁποῦ ἔκαμες ἐκ νεότητός σου, καὶ ἐξύπνησε ἀπὸ τὸν ὕπνον τῆς ἀμελείας. Ἔλα εἰς τὸν ἑαυτὸν σου· διόρθωσε τὰ πολλά, καὶ ἀναρίθμητα σφάλματά σου· ἀποδίωξε τὰς πονηράς, καὶ ἐμπαθεῖς σου προσλήψεις· ἀπόρριψε ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου τὰς σαρκικὰς ἡδυπαθείας διὰ μέσου τῆς ἐκπληρώσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ τῆς πρὸς Θεὸν καθαρᾶς καὶ ἀληθινῆς σου πίστεως, διὰ νὰ στεφανωθῇς ἀξίως παρ' αὐτοῦ, καὶ νὰ ἀξιωθῇς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν χάριτι, καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὦ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.