Απόψε, ἀγαπητοί μου, ψάλλεται μελῳδικῶς ἕνα ἀπὸ τὰ ἀριστουργήματα
τῆς Βυζαντινῆς ποιήσεως, τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, ποὺ
ἑλκύει σὰν
μαγνήτης. Ἀλλὰ χωρὶς νὰ ὑποτιμῶ τὴ
μουσική, φρονῶ ὅτι μόνο τὸ ψάλσιμο δὲν ἀρκεῖ. Τὸ ποίημα περιέχει ὑψηλὰ
νοήματα· καὶ ἂν δὲν τὰ κατανοοῦμε, εἰς μάτην ἡ ψαλμῳδία. Τὸ τροπάριο
αὐτὸ εἶνε μία σάλπιγγα μετανοίας.
* * *
Ποιά εἶνε αὐτὴ «ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή»; εἶνε ἡ
Κασσιανή; Ὄχι. Ἡ Κασσιανὴ ὑπῆρξε μία εὐγενὴς Βυζαντινὴ ποιήτρια, ἡ ὁποία ἀπέτυχε
στὸν ἔρωτα μετὰ τοῦ διαδόχου τοῦ
βασιλικοῦ θρόνου καί, ἀηδιάζοντας πλέον τὰ ἀνθρώπινα,
κατέφυγε στὴν ἔρημο καὶ ἔγινε
μοναχή· ἔσβησε ὁ ἔρωτας τῆς σαρκὸς καὶ ἐπικράτησε ὁ ἔρωτας τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλοι ὑμνοῦν ἄλλα πράγματα· ἡ Κασσιανὴ
πῆρε ὡς θέμα ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο τὴν «πόρνην» –ἔτσι
χαρακτηρίζει τὴν ἁμαρτωλὴ γυναῖκα ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν πᾶτε στὸ σπίτι, διαβάστε στὸ 7ο κεφάλαιο τοῦ Λουκᾶ τοὺς
στίχους 36 ἕως 50.
Ἐκεῖ λέει, ὅτι ἕνας φαρισαῖος, ὁ Σίμων, κάλεσε τὸ Χριστὸ σὲ τραπέζι. Τὸ ἔκανε ἀπὸ ἐκτίμησι; Μᾶλλον ἀπὸ ἁμαρτωλὴ
περιέργεια, γιὰ νὰ παρατηρήσῃ καὶ νὰ τοῦ βρῇ κατηγορία.
Ὁ Χριστὸς δέχτηκε τὴν πρόσκλησι, ὄχι γιὰ νὰ φάῃ· δὲν ἀγαποῦσε τὰ τραπέζια. Πῆγε μαζὶ μὲ ἄλλους, γιὰ νὰ βρῇ εὐκαιρία νὰ διδάξῃ. Καὶ ἀρχαῖοι
φιλόσοφοι –θὰ τὸ δῆτε ἂν διαβάσετε π.χ. τὸ Συμπόσιον τοῦ
Πλάτωνος–, λίγο ἔτρωγαν καὶ
περισσότερο συζητοῦσαν
σοβαρὰ θέματα ποὺ
ἀπασχολοῦν τὸν ἄνθρωπο.
Πῆγε λοιπὸν ἐκεῖ. Ὁ φαρισαῖος δὲν τὸν δέχτηκε καὶ τόσο ἐγκάρδια. Ὡς οἰκοδεσπότης ἔπρεπε νὰ περιμένῃ
τὸν καλεσμένο ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι,
νὰ τὸν ἀσπασθῇ
καὶ νὰ τοῦ πλύνῃ τὰ πόδια σὲ
λεκάνη μὲ νερό. Αὐτὸς οὔτε ἀσπασμὸ τοῦ ἔδωσε οὔτε
λεκάνη μὲ νερό. Νόμιζε πὼς αὐτὸς τιμᾷ τὸ Χριστό· δὲν κατάλαβε ὅτι ὁ Χριστὸς τιμᾷ αὐτόν. Ὅπως καὶ μερικοὶ ἀξιωματοῦχοι
σήμερα νομίζουν πὼς ἂν ἐκκλησιαστοῦν δίνουν τιμὴ στὴν Ἐκκλησία· δὲν καταλαβαίνουν ὅτι αὐτοὶ τιμῶνται.
Ἐπάνω λοιπὸν στὸ συμπόσιο συνέβη τὸ ἑξῆς καταπληκτικό. Μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ἀνώνυμη ἀλλὰ γνωστὴ στὴν
κοινωνία ὡς πόρνη
ποὺ ἐμπορευόταν τὸ σαρκίον της, φαίνεται ὅτι εἶχε ἀκούσει τὸ Χριστὸ νὰ μιλάῃ –ὄχι ὅπως οἱ φαρισαῖοι ἀλλὰ μὲ συμπάθεια γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς· ἴσως ἄκουσε τὸ προσκλητήριό του «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ.
11, 28). Τὸν εἶδε καὶ ἑλκύσθηκε.
Θέλησε νὰ τὸν πλησιάσῃ καὶ νὰ ἐκφράσῃ τὴν εὐγνωμοσύνη
της γιὰ τὴν παρηγοριὰ ποὺ ἔνιωσε ἀπὸ τὰ λόγια
του. Βρῆκε ἀνοιχτὴ τὴν πόρτα τοῦ φαρισαίου καὶ ἔφτασε μέχρι τὸ χῶρο ποὺ γινόταν τὸ τραπέζι. Καὶ ἐκεῖ ἔγινε ἡ σκηνὴ ποὺ περιγράφει τὸ Εὐαγγέλιο.
Πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν πῶς ἔτρωγαν
οἱ ἀρχαῖοι. Καὶ ἐγώ,
παλαιότερα ποὺ
περιώδευα, βρέθηκα σὲ
προσφυγικὰ χωριὰ μὲ Ἀνατολῖτες ἀπὸ τὸ Ἰκόνιο· μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι ὅτι δὲν εἶχαν τὰ
τραπέζια ποὺ ἔχουμε σήμερα. Πόντιοι καὶ Μικρασιᾶτες εἶχαν
συνήθειες ταπεινὲς ὅπως τῶν πρώτων Χριστιανῶν. Εἶχαν
τραπέζι χαμηλό, πολὺ χαμηλό, κυκλικό. Τὸ ἔστρωναν,
κάθονταν γύρω-γύρω ὀκλαδόν, σταυροπόδι, κι ἀπὸ ᾽κεῖ ἔτρωγαν παίρνοντας ὅλοι μέσα ἀπὸ κοινὸ
σκεῦος. Ἀπὸ ἕνα πιάτο κοινὸ ἔφαγα
κατ᾿ ἐπανάληψιν
μ᾿ αὐτοὺς ταπεινά, κάτι ποὺ θύμιζε τὸ δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ μας. Ἔτσι ἔτρωγαν· μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ τὸ τραπέζι ἦταν ὄχι
κυκλικὸ ἀλλὰ ἡμικυκλικό.
Ἀπὸ μέσα, στὸ κενὸ τοῦ ἡμικυκλίου, κινοῦνταν οἱ
ὑπηρέτες γιὰ νὰ
παραθέτουν τὰ πιάτα μὲ τὰ φαγητὰ καὶ τὰ ποτά. Καὶ στὸ ἐξωτερικὸ τοῦ ἡμικυκλίου, ἐκεῖ κάθονταν οἱ συνδαιτημόνες· ὄχι σὲ
καρέκλες ἀλλὰ σὲ κάτι
καναπεδάκια, ἔτσι ὥστε ὅλο τὸ σῶμα ἦταν ξαπλωμένο μὲ τὰ πόδια πίσω. Μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι στήριζαν τὸ θώρακα σηκωμένο, καὶ μὲ τὸ δεξί
τους χέρι στραμμένοι πρὸς τὸ τραπέζι ἔπαιρναν ἀπὸ τὰ φαγητά.
Ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα πλησίασε ἀπὸ τὰ πίσω καὶ
γονατιστὴ καταφιλοῦσε τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Ἔκλαιγε καὶ τὰ δάκρυα ἔπεφταν καὶ ἔπλεναν τὰ
πανάχραντα πόδια. Μετὰ ἔσπασε ἕνα δοχεῖο ἀπὸ ἀλάβαστρο
ποὺ περιεῖχε ἀκριβὸ μύρο καὶ
τὰ ἄλειψε μ᾽ αὐτό.
Τέλος ἔλυσε τὶς πλεξοῦδες τῶν μαλλιῶν της, ποὺ ἄλλοτε ἦταν θέλγητρο ἐρώτων, τὰ ἔκανε πετσέττα, σκούπισε μ᾽ αὐτὰ τὰ πόδια
τοῦ Χριστοῦ, κι ὁ τόπος εὐωδίασε.
Πῶς τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ φαρισαῖος; Ἔμεινε ἀσυγκίνητος·
βρῆκε μάλιστα ἀφορμὴ νὰ ἐπικρίνῃ
μέσα του τὸ Χριστό. Ἀλλ᾽ αὐτὸ ποὺ δὲν τολμοῦσε νὰ τὸ πῇ
φωναχτά, ὁ Χριστὸς τὸ ἄκουσε, ὡς Θεὸς ποὺ ἦταν· γιατὶ καὶ οἱ διαλογισμοὶ εἶνε ἁμαρτία, ἁμαρτάνουμε καὶ μὲ τοὺς λογισμούς. Τί σκέφτηκε·
–Ἄκου ἐκεῖ, λέει· ἂν ἦταν
προφήτης, θὰ ἤξερε τί ἐλεεινὸ καὶ τρισάθλιο «σκεῦος» εἶνε αὐτή, κι οὔτε καλημέρα δὲν θὰ τῆς ἔλεγε· ἄρα δὲν εἶνε ἅγιος, δὲν εἶνε προφήτης.
Τότε τοῦ λέει ὁ
Χριστός·
–Σίμων, κάτι θέλω νὰ σοῦ πῶ.
–Λέγε, διδάσκαλε.
–Θὰ σοῦ πῶ μία παραβολή.
Ἦταν δύο ἄνθρωποι ποὺ βρέθηκαν στὴν ἀνάγκη νὰ δανειστοῦν χρήματα· ὁ ἕνας δανείστηκε πενήντα δηνάρια μικρὸ ποσό),
κι ὁ ἄλλος πεντακόσα δηνάρια (ποσὸ δεκαπλάσιο). Τόσο ὅμως εἶχαν
χρεωκοπήσει, ὥστε δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξοφλήσουν οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος. Καὶ ὁ κύριος ὁ δανειστής, εὔσπλαχνος, χάρισε καὶ ἔσβησε τὸ χρέος
καὶ στοὺς δύο. Σὲ
ρωτῶ, λέει, Σίμων· ποιός ἀπὸ τοὺς δύο
χρωστάει περισσότερη εὐγνωμοσύνη στὸν δανειστή;
Ἀπαντᾷ ὁ φαρισαῖος·
–Αὐτὸς στὸν ὁποῖο χαρίστηκε
τὸ μεγαλύτερο ποσό.
–Σωστά. Ἔ, αὐτὸ ἔγινε καὶ ἐδῶ. Κ᾽ ἐσὺ εἶσαι
χρεώστης ὡς ἁμαρτωλός, παρ᾿ ὅλη τὴν ἁγιότητα ποὺ δείχνεις φαινομενικά, καὶ νομίζεις ὅτι ἔχεις
μικρὰ ἁμαρτήματα. Κ᾽ ἐσὺ ὀφείλεις ἕνα χρέος στὸ
Θεό (τ᾿ ἁμαρτήματά
σου), ἀλλὰ κι αὐτὴ ἐδῶ ἡ γυναίκα ἔχει ἕνα χρέος μεγαλύτερο (τ᾿ ἁμαρτήματά
της). Καὶ αὐτὴ μὲν ἐκδήλωσε ἔτσι τὴν ἀγάπη κ᾽ εὐγνωμοσύνη της σ᾽ ἐμένα· ἐσὺ ὅμως; Ἦρθα στὸ σπίτι σου, καὶ οὔτε φίλημα μοῦ ἔδωσες οὔτε τὰ πόδια μοῦ ἔπλυνες. Αὐτή, ἀπ᾽ τὴν ὥρα ποὺ μπῆκε, μοῦ φιλάει τὰ πόδια μὲ δάκρυα καὶ τ᾽ ἀλείφει μὲ μύρο. Γι᾽ αὐτὸ σοῦ λέω· συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες της, ποὺ
εἶνε πολλές, γιατὶ «ἠγάπησε
πολύ» (Λουκ. 7, 47).
Θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουμε
καιρὸ ν᾿ ἀναλύσουμε αὐτὸ τὸ «ἠγάπησε πολύ». Ἐμεῖς ἀγαποῦμε λίγο, μόνο τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά μας, ἀλλ᾽ ἀπέναντι στὸν Κύριο ἡ καρδιά μας εἶνε Βόρειος Πόλος μὲ παγόβουνα. Ἕνας
ξένος ἱεροκήρυκας στὸ Παρίσι, σχολιάζοντας τὴ φράσι «ἠγάπησε
πολύ», ἔλεγε· Ὅταν τὴ σκέπτομαι δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω, μοῦ ᾽ρχεται νὰ κλάψω κ᾽ ἐγὼ μαζὶ μὲ τὴ γυναῖκα αὐτή. Μακάρι νὰ μᾶς ἔδινε ὁ Κύριος ἕνα δάκρυ ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς πόρνης.
* * *
Παρ᾿ ὅλη τὴ διάδοσι
τοῦ Εὐαγγελίου, ἀγαπητοί μου, ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα ζῇ καὶ σήμερα δυστυχῶς. Πολλὰ τέτοια πλάσματα ὑπάρχουν στὴν
κοινωνία μας, καὶ ἰδίως μεταπολεμικῶς αὐξήθηκαν. Τὸ κράτος -ἡ πολιτεία, γιὰ νὰ φανῇ πολιτισμένη, πρὸ πολλῶν ἐτῶν ἔκλεισε τὰ
πορνεῖα, ποὺ κατ᾽ εὐφημισμὸν ὀνομάζονται
οἶκοι ἀνοχῆς καὶ διακρίνονται γιατὶ ὑποχρεώθηκαν
ἔξω ἀπὸ τὴ θύρα τους ν᾽ ἀνάβουν φανάρι κόκκινο. Ἀλλὰ τὸ κακὸ εἶνε
πολυμήχανο· καταργήθηκαν μερικὲς ἑκατοντάδες γνωστὰ πορνεῖα, καὶ δημιουργήθηκαν ἄλλα πολὺ περισσότερα, εἴτε σὲ σπίτια μικρὰ ἢ μεγάλα εἴτε σὲ νυχτερινὰ κέντρα ποὺ στεγάζουν καὶ ξένες φερμένες ἀπὸ μακριά. Φτάσαμε σὲ σημεῖο, ἕνα περιοδικὸ στὸ Παρίσι
νὰ γράψῃ –ἐπιτρέψτε μου νὰ τὸ πῶ–, ὅτι στὴν Ἑλλάδα ὅλα εἶνε ἀκριβὰ καὶ μόνο ἕνα εἶνε φτηνό, τὸ γυναικεῖο κρέας. Θεέ μου, ποῦ κατήντησε ἕνας λαὸς ποὺ ἔψαλλε
«Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον
τὸ τῆς ἁγνείας σου…»!
Νὰ κατακρίνουμε κ᾽ ἐμεῖς τὶς γυναῖκες αὐτές;
Ὄχι· θὰ εἴμαστε ἔξω ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Πρέπει νὰ τὶς δοῦμε μὲ
συμπάθεια· εἶνε θύματα. Εὐθύνη ἔχει ἡ διεφθαρμένη κοινωνία, ποὺ κόπτεται γιὰ τὴ μόλυνσι
τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, γιὰ τὸ νέφος
κ.τ.λ., ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐξυγίανσι τοῦ πνευματικοῦ περιβάλλοντος ἀδιαφορεῖ. Τί ὑποκρισία! Ἄλλοτε δὲν ὑπῆρχε οὔτε μία πόρνη καὶ ἐτιμᾶτο ὁ γάμος, ἡ μονογαμία. Τώρα ἡ ἀκολασία
δὲν θεωρεῖται ἁμαρτία καὶ μόνο ὁ φόβος τοῦ ἔητζ ἀνακόπτει κάπως τὴν ἀποσύνθεσι.
Εἴμαστε ὅλοι ὑπεύθυνοι
κατὰ ἕνα ποσοστὸ
γιὰ τὴν ἐξάπλωσι
τῆς πορνείας. Γιατὶ ἐρωτῶ· Ἔχουμε γιὰ τὰ θύματα αὐτὰ τὴ στοργὴ
ποὺ εἶχε ὁ
Χριστός; Πλησίασαν τὶς γυναῖκες αὐτὲς ἄνθρωποι τῆς κοινωνικῆς προνοίας ἢ τῆς Ἐκκλησίας, κάποια κυρία τοῦ φιλοπτώχου ἢ κάποιος
κληρικός; Μία πόρνη ποὺ μετανοεῖ εἶνε ἀνώτερη ἀπὸ ἕναν ἀμετανόητο φαρισαῖο. Δὲν θὰ ὠφεληθοῦμε ἀκούγοντας ἁπλῶς τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, ἀλλ᾽ ἐὰν προσέλθουμε στὴν ἐξομολόγησι. Τελειώνω καὶ λέω «μεγάλη ἡ
μετάνοια» (αἶν. Μ. Τετάρτ.)· τῆς ὁποίας
μετανοίας εἴθε ὁ Κύριος νὰ ἀξιώσῃ ὅλους μας· ἀμήν.
(†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη
ὁμιλία,
ἡ ὁποία
ἔγινε στὸν ἱ.
ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 10-4-1990 βράδυ μὲ
ἄλλο τίτλο.
Καταγραφὴ καὶ σύντμησις
14-3-2015 (ἐδῶ).