Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Η τραγική ομοιότης των λατινόφρονων–Ενωτικών του 13ου αιώνα με τους λατινόφρονες– Οικουμενιστές του 21ου αιώνα! (Κείμενο του π. Ευθ. Τρικαμηνά)



Τῇ ΚΒ' τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τῶν ἁγίων εἴκοσιν ἓξ ὁσιομαρτύρων Ζωγραφιτῶν, τῶν ἐλεγξάντων τοὺς Λατινόφρονας Μιχαὴλ τὸν βασιλέα Παλαιολόγον Η' καὶ τὸν πατριάρχην Ἰωάννην τὸν Βέκκον, ἄνωθεν τοῦ πύργου πυρὶ τελειωθέντων.


Σήμερα, ἑορτὴ τῶν Ἁγίων 26 Ζωγραφιτῶν Πατέρων, ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ ἀρνούμενος λόγοις καὶ ἔργοις τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως (ἀφοῦ ἀποδέχεται ἐκτὸς τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἑνὸς βαπτίσματος καὶ ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ ἄλλα βαπτίσματα —πέραν τῶν ἄλλων κακοδοξιῶν του), γίνεται δεκτὸς ἀπὸ τοὺς «ὀρθόδοξους» Ἐπισκόπους τῆς Θράκης!
Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται. Οἱ σύγχρονους λατινόφρονες Οἰκουμενιστὲς ἀγνοοῦν τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τὴν μαγαρίζουν, ἀλλοιώνουν τοῦς Ἱ. Κανόνες καὶ τὰ Δόγματα καὶ περιφρονοῦν, ἐκφοβίζουν καὶ ἀπειλοῦν ὅσους ἐμμένουν στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη! Σαφεῖς οἱ ὁμοιότητες τῆς ἐπὶ Βέκκου ἐποχῆς μὲ τὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση.
Παραθέτουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ, ποὺ παρουσιάζει τὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπὶ Βέκκου Πατέρων, παραλληλίζοντάς τα μὲ τὴ σημερινή.


Ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν
ἐπί Πατρ. Ἰωάννου τοῦ Βέκκου
τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

«Ἡ ἀποτείχισίς των ἀπό τόν λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰωάννη τόν Βέκκο πρό συνοδικῆς κρίσεως, ὅ,τι δηλαδή ὑπαγορεύει καί ἐπιβάλλει διά κάθε ὀρθόδοξο ὁ 15ος ἱερός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου».

φήνοντας τό σχίσμα θά ἀναφέρομε ὀλίγα τινά διά τήν ἀποτείχισι τῶν ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων ἐπί Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ Βέκκου. Ὡς γνωστόν μετά τό σχίσμα ὁ μόνιμος ἐχθρός τῆς Ὀρθοδοξίας ἦτο ὁ Παπισμός καί  ὁ μετέπειτα  ἐξ αὐτοῦ προελθών Προτεσταντισμός. Οἱ ἅγιοι ὅμως τῆς μετά τό σχίσμα περιόδου δέν ἐφοβήθησαν τόσο τόν Παπισμό ὡς αἵρεσι, ἀλλά κυρίως ὡς κατακτητική διάθεσι. Καί τοῦτο διότι ὁ Παπισμός ὡς ἐγκόσμιο καί ἀνθρώπινο κατασκεύασμα χρησιμοποιοῦσε πάντοτε τήν κοσμική δύναμι καί ἐξουσία διά τήν ὑποταγή τῆς Ὀρθοδοξίας καί οἱουδήποτε ἀνθίστατο εἰς αὐτόν. Εἰς τήν Ἀνατολή δέ μετά τό σχίσμα ὑπῆρχε ραγδαία αὔξησι τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν καί συγχρόνως ἀποδυνάμωσις τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, λόγῳ ἀνικανότητος καὶ ἀνηθικότητος τῶν ἀρχόντων καί διαφόρων ἐσωτερικῶν διενέξεων. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως πληγή, ἡ ὁποία ἐπέδρασε καθοριστικά εἰς τήν ἀποδυνάμωσι καί τελική πτῶσι του ἦταν οἱ Σταυροφορίες, οἱ ὁποῖες καί αὐτές ὄχι μόνον ὑποκινοῦντο ἀπό τούς Πάπες, ἀλλά καί ἐχρησιμοποιήθησαν καθαρά ὡς τρόπος ὑποταγῆς τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τόν Παπισμό.
Ἔτσι λοιπόν μέσα εἰς τό Βυζάντιο ἐδημιουργήθησαν μετά τό σχίσμα δύο τάσεις καί ρεύματα, θά λέγαμε, θεολογικά, τά ὁποῖα ἐχαρακτηρίζοντο ἀπό τήν διάθεσί των ἀπέναντι στόν Παπισμό. Ἦταν δηλαδή οἱ λατινόφρονες καί οἱ Ὀρθόδοξοι οἱ ὁποῖοι ὠνομάζοντο Ἑνωτικοί καί Ἀνθενωτικοί ἀντιστοίχως. Ὅλοι δέ οἱ ἅγιοι τῆς μετά τό σχίσμα περιόδου, μηδενός ἐξαιρουμένου, ἦσαν ὄχι ἁπλῶς Ὀρθόδοξοι καί ἀνθενωτικοί, ἀλλά καί σφοδροί πολέμιοι τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ. Ἀπεναντίας οἱ λατινόφρονες καί Ἑνωτικοί ἦσαν ἄνθρωποι μέ μειωμένα ὀρθόδοξα αἰσθητήρια, μέ τάσεις συμβιβασμοῦ καί συγχωνεύσεως