Τὸ 2012 ὁ μοναχὸς Ἰωσὴφ ἔγραψε
μελέτη, μὲ τὴν ὁποία ἤλεγχε θέσεις τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ἀναφερόμενες στοὺς
Παλαιοημερολογίτες. Ὁ π. Εὐθύμιος ἀπάντησε τὸν ἴδιο χρόνο. Τὸ παρελθόντα Μάϊο, ὅμως,
ὁ μ. Ἰωσὴφ ἐπανῆλθε μὲ δεύτερη ἀπάντηση, τὴν ὕπαρξη τῆς ὁποίας πληροφορήθηκε ὁ
π. Εὐθύμιος τὸν προηγούμενο μῆνα, ἀφοῦ ὁ συγγραφέας της δὲν τοῦ τὴν ἀπέστειλε. Ἔτσι
συνέταξε μιὰ δεύτερη ἀνταπάντηση καὶ μᾶς τὴν ἔδωσε πρὸς δημοσίευση.
Σὲ αὐτὴν τὴν ἀνταπάντηση ὁ
π. Εὐθύμιος, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, ἐξετάζει καὶ τὴν αὐθαίρετη θέση ποὺ ὑποστηρίζει ὁ
μοναχὸς Ἰωσήφ (ἡ ὁποία ἀποτελεῖ πρακτικὴ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν), περὶ τῆς
δημιουργίας παράλληλων Συνόδων καὶ χειροτονίας Ἐπισκόπων. Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας,
ὅμως, δὲν εὐνοεῖ τὴν πρακτικὴ αὐτή. Ὅσοι ἱερωμένοι διέκοπταν τὸ Μνημόσυνο τῶν αἱρετικῶν (σήμερα τῶν Οἰκουμενιστῶν) δὲν δημιουργοῦσαν
σὲ καιρὸ αἱρέσεως ἄλλη
Σύνοδο, παράλληλη μὲ αὐτὴ τῶν αἱρετικῶν, οὔτε
χειροτονοῦσαν δεύτερο Ἐπίσκοπο στὴν ἴδια Ἐπισκοπή,
«ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως, χωρίς δηλ. νά καταδικαστοῦν προηγουμένως καί νά ἐκβληθοῦν
ἀπό τούς θρόνους οἱ αἱρετικοί Ἐπίσκοποι (ἤ φυσικά νά ἀποθάνουν). Δέν ὑπάρχει, ὄχι
μόνο διδασκαλία τῆς Γραφῆς, τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν ἁγίων, ἀλλά οὔτε καί
παρόμοιο παράδειγμα ἀπό τούς ἁγίους στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας...».
Ἐκτὸς αὐτῶν, στὴν ἀνταπάντηση θίγονται καὶ ἄλλα παρεμφερῆ θέματα.
Ἐκτὸς αὐτῶν, στὴν ἀνταπάντηση θίγονται καὶ ἄλλα παρεμφερῆ θέματα.
"Πατερικὴ Παράδοση"
Ἀπάντησις
στήν 2η ἀπάντησι τοῦ π. Ἰωσήφ
Ἀγαπητέ καί σεβαστέ π. Ἰωσήφ,
Χαῖρε
ἐν Κυρίῳ
Ἔλαβα σέ φωτοτυπίες
τήν 2η ἀπάντηση στήν δημοσιευθεῖσα στό περιοδικό «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος»
(τεῦχος 13-14) ἀπάντησί μου στήν κριτική σου μελέτη στό ἐκδοθέν βιβλίο μου γιά
τό ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου κανόνος τῆς πρωτοδευτέρας Συνόδου περί
διακοπῆς μνημονεύσεως.
Εἶναι ἀλήθεια π. Ἰωσήφ
ὅτι ἀπόρησα γιά τήν ὄψιμη αὐτή ἀπάντησί σου καί σκέφθηκα μᾶλλον ἐμπαθῶς ὅτι
κάποιοι ἄλλοι λόγοι ἐπέβαλον νά γράψης αὐτή τήν ἀπάντησι. Ἐπειδή ἔτσι συνήθως ἐνεργοῦν
οἱ τοῦ Π. Ἡμερολογίου ἀδελφοί, δηλαδή δίδουν μία ἀπάντησι ἁπλῶς καί μόνο γιά νά
ποῦν ὅτι ἀπάντησαν, ἀσχέτως μέ τό ἄν στήν οὐσία εἶναι ἀπάντησι αὐτό πού
γράφουν.
Ὁ λόγος πού μέ ὁδήγησε
νά σκεφθῶ κατ’ αὐτόν τόν ἐμπαθῆ τρόπο εἶναι τό ὅτι, κατ’ οὐσίαν, δέν περιέχει
καμμία ἀπάντησι, στά οὐσιώδη θέματα πού ἐθίχθησαν, ἡ δεύτερη αὐτή ἀπάντησί σου.
Ἀπεναντίας μάλιστα, μεταφέρεις τό θέμα, αὐτή τή φορά, σέ προσωπικό θά λέγαμε ἐπίπεδο,
ἐφ’ ὅσον μέ ἐρωτᾶς καί μέ ἐλέγχεις γιά τό ἄν ἐγώ ἐτήρησα, μέ τήν ἀποτείχισί μου,
αὐτά πού διακελεύονται οἱ Πατέρες καί εἰδικά ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης στήν
προκειμένη περίπτωσι. Ἀλλά καί στήν πρώτη σου ἀπάντησι, σοῦ ἐπεσήμανα στήν ἀνταπαντήσί
μου, ὅτι μετέφερες τό θέμα ἐκεῖ πού νόμιζες ὅτι ἐξυπηρετοῦνται οἱ
Παλαιοημερολογίτες καί ὡς ἐκ τούτου ἤσουν καί ἐκεῖ ἐκτός θέματος.
Σοῦ ἔγραψα ἐπί τοῦ
θέματος τούτου μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Δέν
νομίζω π. Ἰωσήφ ὅτι δέν κατενόησες τό πνεῦμα τῶν γραφομένων μου, ὥστε νά ἑστιάσης
ἀλλοῦ τό πρόβλημα καί ὡς ἐκ τούτου νά εἶσαι ἐξ ἀρχῆς ἐκτός θέματος εἰς τήν
μελέτην σου» (περ. “Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος”, τεῦχος 15-16, σελ. 188). Φαίνεται ὅμως
ὅτι αὐτή ἡ μέθοδος ἀποτελεῖ παγία θέσι τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, διότι στήν ἀλληλογραφία
μου μέ αὐτούς τήν συνάντησα πολλές φορές, σέ σημεῖο πού νά ἐγκαταλείψω τήν
περαιτέρω συζήτησι.
Συγκεκριμένα λοιπόν,
π. Ἰωσήφ, τό πρόβλημα μέ τό ὁποῖο εἶχα ἀσχοληθῆ στό προαναφερθέν βιβλίο μου ἦταν
τό, ἄν ὑπῆρχε στήν διδασκαλία τῆς Γραφῆς καί τῶν Πατέρων καί, βέβαια, ἄν στήν
πράξι ἔγινε αὐτό στήν δισχιλιετῆ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ περίπτωσις νά χειροτονήσουμε
ἄλλους Ἐπισκόπους καί νά δημιουργήσουμε ἄλλη Σύνοδο, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως,
χωρίς νά καταδικαστοῦν προηγουμένως καί νά ἐκβληθοῦν ἀπό τούς θρόνους οἱ αἱρετικοί
Ἐπίσκοποι.
Καί βέβαια γνωρίζεις
καλά ὅτι, τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, δέν τήν προσδιορίζουν οὔτε τήν καθορίζουν
οἱ πράξεις τῶν αἱρετικῶν, οὔτε κάτι πού ἔγινε ἐμπερίστατα, καί μάλιστα ὄχι ἀπό ἁγίους,
σέ κάποια ἀκατάστατη καί ταραχώδη περίοδο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά, ἡ Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας,
καθορίζεται πρωτίστως ἀπό τήν ἁγία Γραφή καί κατόπιν ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ἱερῶν
Kανόνων
καί τῶν ἁγίων. Οἱ πράξεις τῶν ἁγίων μᾶς διδάσκουν καί αὐτές τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας,
ἐφ’ ὅσον ἐναρμονίζονται μέ τήν ἁγία Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες καί ἐφ’ ὅσον
δέν ἀποτελοῦν κάτι σπάνιο, ἤ κάτι πού ἔγινε ἀπό τούς ἁγίους, ἐπειδή τό ἀπαιτοῦσε
ἡ συγκεκριμένη χρονική περίοδος καί ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπειδή π.χ., κάποτε ἐχρειάστηκε
ὁ Μέγας Βασίλειος γιά κάποιο χρόνο νά μήν ὁμολογῆ δημοσίως καί εὐθαρσῶς τήν
θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, δέν σημαίνει ὅτι αὐτό ἀποτελεῖ καί Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας,
εἰς τρόπον ὥστε νά κάνουμε καί ἐμεῖς τό ἴδιο σήμερα, σέ ἀνάλογες περιπτώσεις,
μέ τούς Οἰκουμενιστές, προκειμένου δηλαδή νά διατηρήσουμε τούς θρόνους μας καί
τίς θέσεις μας. Δι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Νικόδημος στήν εἰσαγωγή τοῦ Πηδαλίου του ἀναφέρει
ἐπί τοῦ θέματος τούτου τά ἐξῆς: «Πάντα τά σπάνια καί οἰκονομικά, καί τά ἐξ’
ἀνάγκης, ἤ τινος πονηρᾶς συνηθείας, καί ἁπλῶς εἰπεῖν, πάντα τά παρά κανόνας
γινόμενα, νόμος,
καί κανών καί παράδειγμα τῆς ἐκκλησίας οὐχ ὑπάρχουσι» (Πηδάλιο, σελ. ιθ΄).
Οὕτως ἐχόντων τῶν
πραγμάτων, ἐγώ ἀνέφερα, στό ἐν λόγῳ βιβλίο μου, ὅτι δέν ὑπάρχει ἐπί τοῦ θέματος
τῆς δημιουργίας ἄλλης Συνόδου καί τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπων στούς θρόνους τῶν αἱρετικῶν,
χωρίς νά καθαιρεθοῦν οἱ κατέχοντες αὐτούς (ἤ φυσικά νά ἀποθάνουν), δέν ὑπάρχει
λέγω, ὄχι μόνο διδασκαλία τῆς Γραφῆς, τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν ἁγίων, ἀλλά οὔτε
καί παρόμοιο παράδειγμα ἀπό τούς ἁγίους στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐσύ ἀπεναντίας, π. Ἰωσήφ,
γιά νά δικαιολογήσης προφανῶς τίς αὐθαιρεσίες αὐτές τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἀνέφερες στήν πρώτη
σου ἀπάντησι ἕνα κάρο, κατά τό δή λεγόμενο, περιπτώσεις, κυρίως ἀπό αἱρετικούς
καί κάποιους ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἐχειροτονοῦντο αὐτοβούλως καί αὐθαιρέτως, ἐκμεταλευόμενοι
τήν ἀκαταστασία τῶν καιρῶν. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν κατανοεῖς, ἴσως, ὅτι
καταρρακώνεις καί ἐξευτελίζεις τούς ἴδιους τούς Παλαιοημερολογίτες, διότι ἀποδεικνύεις
περίτρανα ὅτι σέ τέτοια παραδείγματα ἐστηρίχθησαν, προκειμένου νά ἐμφανιστοῦν ὡς
Ἐκκλησία μέ μόνα τά ἐξωτερικά γνωρίσματα (Ἐπίσκοπος, Σύνοδος κ.λπ.) καί νά
μεταθέσουν καί μεταβάλλουν ἔτσι τήν Ὀρθόδοξο ἐν καιρῷ αἱρέσεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας,
ἡ ὁποῖα ἔχει σάν γνώρισμα τήν ἀποτείχισι, τόν διωγμό καί τό μαρτύριο.
Στήν δεύτερη ἀπάντησί σου,
μέ ἡμερομηνία 20/2-5-2014, ἀκολουθώντας πιστά τήν ἴδια τακτική τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν καί, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά κοσκινίσης, τρόπον τινά ἐλεγχόμενος,
τά παραδείγματα πού προσήγαγες, ὥστε νά διαπιστώσουμε καί ἐμεῖς, τί τέλος
πάντων ἔκαναν οἱ ἅγιοι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί πῶς τό ἔκαναν (μιά καί δέν ὑπάρχει
διδασκαλία τῶν Γραφῶν, τῶν Κανόνων καί τῶν ἁγίων πού νά τούς κατοχυρώνει), οὐδέν
παρουσιάζεις, οὔτε προσκομίζεις κάτι νεώτερο, ἀλλά ἀπεναντίας φτάνεις στό σημεῖο,
προκειμένου νά δικαιολογίσεις τίς αὐθαιρεσίες τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, νά ζητῆς
τό ποῦ οἱ Κανόνες ἀπαγορεύουν αὐτές τίς χειροτονίες καί τίς δημιουργίες
παραλλήλων Συνόδων. Γράφεις συγκεκριμένα τά ἐξῆς:
«Συμφώνως ὅμως μέ τό ἰδικόν σου σοφιστικόν
σκεπτικόν θὰ ἀπαιτήσωμεν ἀπὸ ἐσέ, νὰ κομίσῃς σαφεῖς ἀναφορὰς ἀπὸ τὰς
προαναφερομένας πηγὰς ὅπου ἀντλεῖς τὰ ἐν λόγῳ ἐπιχειρήματά σου, νὰ ἐντέλλωνται
τὴν μὴ ἐκτέλεσιν χειροτονιῶν διὰ τὴν ἀνάδειξιν Ὀρθοδόξων Ἐπισκοπῶν ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει
ἐν ζωῇ αἱρετικός! Ὅταν μᾶς ἐπιδείξης ἕναν τέτοιον σαφῆ Κανόνα ἢ λόγον Ἁγίου
πατρός, τότε θὰ ὑπάρχει πραγματικὸς λόγος συζητήσεως! Δὲν θὰ εὕρης ὅμως τίποτε,
διότι οἱ Πατέρες ὡς πρώτιστον μέλημά των ἐθεώρησαν νὰ διδάξουν τοῖς πᾶσι τὴν ἄμεσον
ἀπομάκρυνσιν τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν, διὰ τὴν ἐξασφάλισιν
αὐτῶν, ἀποσιωποῦντες τὰ ὑπόλοιπα ὡς αὐτονόητα,
ἀφοῦ αὐτὰ βοοῦσαν μέσα ἀπό τάς ἰδίας πράξεις των» (σελ. 3).
Ὥστε λοιπόν, π. Ἰωσήφ,
ἰσχυρίζεσαι, ἄν σέ ἑρμηνεύω σωστά, ὅτι, στά ὅρια πού χαράσσουν οἱ Πατέρες καί οἱ
Κανόνες, μπορεῖ αὐθαίρετα κανείς νά κινηθῆ καί νά τά ὑπερβῆ, ἐφ’ ὅσον δέν ἔχει
μιά συγκεκριμένη ἀπαγόρευσι (π.χ. τήν μή ἐκτέλεσι χειροτονιῶν καί τήν
δημιουργία Συνόδων κατά τόν τύπο τῶν Παλαιοημερολογιτῶν μετά τήν ἀποτείχισι).
Τί εἴδους ὅρια, ὅμως, εἶναι αὐτά; Καί τί χρειάζονται, ἐφ’ ὅσον δύναται ὁ οἱοσδήποτε
νά τά καταλύη καί νά τά ὑπερβαίνη αὐθαιρέτως; Καί ἄν, τέλος πάντων, ἐπιτρέπεται
νά κινεῖται κάποιος αὐθαιρέτως, ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχει συγκεκριμένη ἀπαγορευτική ἐντολή
γιά τά μετά τήν ἀποτείχισι, τότε φυσικά εἶναι καί ἀνεύθυνος, ἐφ’ ὅσον ὅ,τι
κάνει, τό κάνει κινούμενος σέ ἐπιτρεπτά καί νόμιμα ὅρια ἤ ἔστω μή σαφῶς ἀπαγορευμένα.
Ἄρα λοιπόν καί τό κατάντημα τῶν σχισμάτων τῶν Παλαιοημερολογιτῶν εἶναι
φυσιολογικό, ἐπιτρεπτό καί κυρίως ἀνεπιτίμητο, ἐφ’ ὅσον δέν ὑπῆρχε ἀπαγόρευσι
γιά τίς αὐθαιρεσίες πού ἔπραξαν. Διότι, σύμφωνα μέ τόν Παῦλο, «διά γάρ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας» (Ρωμ.
3,20).
Αὐτό ἐπίσης πού γράφεις ὅτι, δηλαδή, «οἱ Πατέρες ὡς πρώτιστον μέλημα των ἐθεώρησαν
νὰ διδάξουν τοῖς πᾶσι τὴν ἄμεσον ἀπομάκρυνσιν τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν μετὰ
τῶν αἱρετικῶν, διὰ τὴν ἐξασφάλισιν αὐτῶν, ἀποσιωποῦντες τὰ ὑπόλοιπα ὡς αὐτονόητα, ἀφοῦ αὐτὰ βοοῦσαν μέσα ἀπὸ τὰς ἰδίας
πράξεις των», ποῦ, κατά τό δή λεγόμενο, κολλάει; Γιατί δηλαδή, τό
μέλημα τῶν Πατέρων νά εἶναι μόνο ἡ ἀπομάκρυνσις τῶν πιστῶν ἀπό τούς αἱρετικούς,
καί ὄχι ἡ μετά ταῦτα πορεία των; Καί ἄν ἡ ἐξασφάλισίς των, ὅπως ἀναφέρεις,
γίνεται διά τῆς ἀποτειχίσεως, τί χρειάζονται τά περαιτέρω αὐτονόητα; Καί γιατί,
τέλος πάντων, νά τά ἀποσιωπήσουν (τά μετά τήν ἀποτείχισι) ὡς αὐτονόητα, τήν στιγμή
πού θά ἔπρεπε νά τούς προτρέψουν σέ χειροτονίες καί δημιουργίες Συνόδων,
προκειμένου νά μήν μείνουν ἀκέφαλοι, ἀποίμαντοι ἤ, τό κυριώτερο, νά μήν
θεωρήσουν ὅτι εἶναι ἀρκετή ἡ ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς καί ὅλα τά ἄλλα θά
τά ρυθμίση ὁ Θεός «ἐν καιρῷ Ὀρθοδόξου
Συνόδου;».
Ἄκουσε, π. Ἰωσήφ,
τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι ἐπί τοῦ θέματος, γιά νά κατανοήσης ὅτι, ἀκριβῶς δι’ αὐτό,
οἱ Κανόνες καί οἱ Πατέρες δέν ἐδίδαξαν τήν μετά τήν ἀποτείχισι δημιουργία Ἐπισκόπων
καί Συνόδων κατά τόν τύπο τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
Ὁ Μέγας Βασίλειος σέ
μία ἀπό τίς ἐπιστολές του πρός τόν ἅγιο Εὐσέβιο Ἐπίσκοπο Σαμοσάτων ἀναφέρει
στήν ἀρχή τά ἐξῆς: «Πῶς ἄν σιωπήσαιμεν ἐπί
τοῖς παροῦσιν ἤ, τοῦτο καρτερεῖν μή δυνάμενοι, ἄξιόν τινα λόγον τῶν γινομένων εὕροιμεν,
ὥστε μή στεναγμῷ προσεοικέναι τήν φωνήν ἡμῶν, ἀλλά θρήνῳ τοῦ κακοῦ τό βάρος ἀρκούντως
διασημαίνοντι; Οἴχεται ἡμῖν καί ἡ Ταρσός. Καί οὐ τοῦτο μόνον δεινόν, καίπερ ἀφόρητον
ὄν· ἔστι γάρ τούτου χαλεπώτερον· πόλιν τοσαύτην, οὕτως ἔχουσαν εὐκληρίας ὥστε Ἰσαύρους
καί Κίλικας καί Καππαδόκας καί Σύρους δι' ἑαυτῆς συνάπτειν, ἑνός ἤ δυοῖν ἀπονοίαις
ἀνθρώπων ὀλέθρου γενέσθαι πάρεργον, μελλόντων ὑμῶν καί βουλευομένων καί πρός ἀλλήλους
ἀποσκοπούντων» (Ε.Π.Ε. 1, 128).
Τήν ὑπόθεσι γιά τούς
στεναγμούς καί τούς θρήνους τοῦ ἁγίου τήν ἐξηγεῖ στήν ὑποσημείωσι ὁ ἑρμηνευτής
τοῦ τόμου αὐτοῦ τῆς Ε.Π.Ε., Π. Χρήστου. Ἀναφέρει τά ἐξῆς: «Μετά τό θάνατον τοῦ ἐπισκόπου Ταρσοῦ Σιλουανοῦ, ὁ ὁποῖος ἦτο φίλος τοῦ
Εὐσταθίου Σεβαστείας καί παρομοίας μέ αὐτόν ἀσταθείας εἰς τά δογματικά θέματα,
οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι καθυστέρησαν πολύ μέ τάς συζητήσεις των εἰς τήν ἐκλογήν
διαδόχου αὐτοῦ καί οὕτως οἱ Ἀρειανοί ἐπέτυχαν νά ἐγκαταστήσουν ἰδικόν των. Παρά
ταῦτα οἱ πλεῖστοι τῶν κληρικῶν τῆς ἐπαρχίας αὐτῆς παρέμειναν ὀρθόδοξοι καί εἰς
κοινωνίαν μέ τόν Βασίλειον».
Γιά τόν Ἐπίσκοπο Ταρσοῦ Σιλουανό γράφει τά ἑξῆς
ἡ Θ.Η.Ε.: «Σιλουανός Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ
(+373) διαδεχθείς τόν Ἀντώνιο κατά τούς χρόνους τοῦ Κωνσταντίνου, Ἡμιαρειανός ἀνήκων
εἰς τούς ἐπισκόπους ἐκείνους περί τῶν ὁποίων ἔγραφεν ὁ Μ. Ἀθανάσιος “τήν αὐτήν ἡμῖν
διάνοιαν ἔχουσι, περί δέ τό ὄνομα μόνο διστάζουσι”» (Θ.Η.Ε. 11, 154).
Πιστεύω, π. Ἰωσήφ,
νά ἐκατάλαβες πῶς ἐσκέπτοντο καί ἐνεργοῦσαν στήν προκειμένη περίπτωσι οἱ ἅγιοι.
Αὐτό μόνο ἔχω νά προσθέσω σάν σχόλιο ὅτι, ἄν ὁ Μέγας Βασίλειος ἐγνώριζε τήν
θεολογία τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἀσφαλῶς δέν θά ἐθρήνει καί δὲν θά ὠδύρετο
γιατί ἐχάθη ἡ Ταρσός (ἐπειδή δηλαδή οἱ Ἀρειανοί ἐπρόλαβαν καί ἐχειροτόνησαν ἰδικόν
των Ἐπίσκοπο), ἀλλά θά προέτρεπε τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους νά συναχθοῦν καί νά
χειροτονήσουν παραλλήλως τόν ἰδικόν τους Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο, μιά καί κατά τίς
μαρτυρίες «οἱ πλεῖστοι τῶν κληρικῶν τῆς ἐπαρχίας
παρέμειναν ὀρθόδοξοι καί εἰς κοινωνία μέ τόν Βασίλειο». Οὔτε ἐπίσης θά ἐστενοχωρεῖτο γιατί οἱ Ὀρθόδοξοι
καθυστεροῦσαν στίς διαβουλεύσεις γιά νά ἐκλέγξουν τόν πλέον ἄξιο.
Νά σκεφθῆς ἐπιπλέον,
π. Ἰωσήφ, ὅτι ἐδῶ ἔχουμε καί Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους στίς πλησίον τῆς Ταρσοῦ ἐπαρχίες,
οἱ ὁποῖοι θά ἠδύναντο νά χειροτονήσουν νομίμους Ἐπισκόπους καί, παρ’ ὅλα αὐτά, ἐφ’
ὅσον ἐπρόλαβαν οἱ Ἀρειανοί καί ἐχειροτόνησαν, ἀρκέστηκαν στήν ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι
ὅπως καί οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοί τῆς Ταρσοῦ.
Ἄκουσε, π. Ἰωσήφ, καί δεύτερο παράδειγμα ἀπό
τόν φωστῆρα τῆς Καισαρείας. Σέ ἄλλη ἐπιστολή του πρός τόν