Γ΄ Μέρος
16) Ἰωάν. 10, 4-5: «Καί ὅταν
τά ἴδια πρόβατα ἐκβάλη, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καί τά πρόβατα αὐτῷ
ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τήν φωνήν αὐτοῦ.
ἀλλοτρίῳ δέ οὐ μή ἀκολουθήσωσιν, ἀλλά
φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τήν φωνήν».
Τό χωρίον αὐτό
τοῦ κατά Ἰωάννη εὐαγγελίου εἶναι ἕνα τμῆμα ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου περί
καλῶν καί μισθωτῶν ποιμένων. Ὁ Κύριος λοιπόν διδάσκει ὅτι «ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. 10,11). Δηλαδή ὁ καλός ποιμένας εἶναι αὐτός
πού σταυρώνεται καί θυσιάζεται γιά νά σωθοῦν τά πρόβατα καί ὄχι αὐτός πού ὄχι
μόνο ἀδιαφορεῖ, ἀλλά καί θυσιάζει τά λογικά πρόβατα. Ἐπίσης διδάσκει ὁ Κύριος,
εἰς αὐτό τό σημεῖο, ὅτι ὁ καλός ποιμένας εἰσέρχεται «διά τῆς θύρας» εἰς τήν αὐλήν τῶν προβάτων, ἐνῶ ὁ «ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν», δηλαδή ὁ
εἰσερχόμενος δι’ ἄλλου τρόπου καί δι’ ἄλλης ὁδοῦ, αὐτός εἶναι κλέπτης καί
ληστής.
Ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό σημεῖο αὐτό τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου
ἀναφέρει ὅτι ἡ θύρα γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Κύριος, εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή. Μάλιστα
ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μέ μία ἀπαράμιλλη ἤ προφητική, θά λέγαμε, γιά τίς ἡμέρες μας
διδασκαλία ἀναφέρει καί τά ἑξῆς: «Ὅρα τά
δείγματα τοῦ ληστοῦ, πρῶτον ὅτι οὐ παρρησία εἰσέρχεται, δεύτερον ὅτι οὐ κατά
τάς Γραφάς· τοῦτο γάρ ἐστί τό “μή διά τῆς θύρας”». Καί ὀλίγο κατωτέρω: «Εἰκότως
θύραν τάς Γραφάς ἐκάλεσεν· αὗται γάρ ἡμᾶς προσάγουσι τῷ Θεῷ καί τήν θεογνωσίαν
ἀνοίγουσιν, αὗται πρόβατα ποιοῦσιν,
αὗται φυλάττουσιν, καί τούς λύκους οὐκ ἀφιᾶσιν ἐπεισελθεῖν· καθάπερ γάρ τις
θύρα ἀσφαλής, οὕτως ἀποκλείει τοῖς αἱρετικοῖς τήν εἴσοδον, ἐν ἀσφαλείᾳ καθεστῶσα
ἡμᾶς, περί ὧν ἄν βουλώμεθα πάντων, καί
οὐκ ἐῶσα πλανᾶσθαι. Κἄν μή παραλύσωμεν ταύτην οὐκ ἐσόμεθα εὐχείρωτοι τοῖς
ἐχθροῖς. Διά ταύτης καί τούς ποιμένας
καί τούς οὐ ποιμένας εἰσόμεθα ἅπαντες» (Ε.Π.Ε.
14, 96, 28).
Εἶναι ἀλήθεια
ὅτι, ἄν ἐπροσέχαμε καί ἀκολουθούσαμε τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων,
τουλάχιστον θά ἐγνωρίζαμε νά κάνωμε τήν διάκρισι μεταξύ καλῶν καί κακῶν
ποιμένων, μεταξύ καλῶν ποιμένων καί λύκων, καί κλεφτῶν, καί μισθωτῶν. Διότι ἡ
διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων ἀνατρέπει τήν σημερινή διδασκαλία τῶν
Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν ὅτι, δηλαδή, εἶναι ἀρκετή ἡ κανονική
χειροτονία καί ἡ Ἀποστολική διαδοχή διά νά εἶναι κάποιος ποιμένας καί Ἐπίσκοπος
εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.
Ἐπειδή λοιπόν
σήμερα ἀποδεχθήκαμε ἅπαντες ἄλλη διδασκαλία ἀπό αὐτήν τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων,
γεμίσαμε τήν Ἐκκλησία μέ αἱρετικούς ποιμένες καί Ἐπισκόπους, δηλαδή μέ λύκους,
τούς ὁποίους θυμιατίζουμε καί λιβανίζουμε καί ἀποδεχόμεθα εἰς τύπον καί τόπον
Χριστοῦ καί οἱ ὁποῖοι, ἀπροκάλυπτα πλέον καί ἀνεξέλεγκτα, ὁδηγοῦν κατ’ εὐθείαν
πρός δυσμάς τό πλοῖον τῆς Ἐκκλησίας, εὐθυγράμμισαν τήν πορεία του μέ τήν γραμμή
τῆς Νέας Ἐποχῆς καί προετοιμάζουν ἐπιμελῶς τά λογικά πρόβατα γιά τήν ἀποδοχή
τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ὁ Χρυσόστομος
λοιπόν ἅγιος, εἰς τό σημεῖον αὐτό διδάσκει ὅτι οἱ Γραφές μᾶς προφυλάσσουν «καί
τούς λύκους οὐκ ἀφιᾶσιν ἐπεισελθεῖν». Οἱ Γραφές εἶναι ἡ ἀσφαλής θύρα, ἡ
ὁποῖα «ἀποκλείει τοῖς αἱρετικοῖς τήν εἴσοδον». Στίς Γραφές ἐάν
στηριχθῶμεν καί δέν ἀλλάξωμε τήν διδασκαλία των, ὅπως μᾶς βολεύει, «οὐκ
ἐσόμεθα εὐχείρωτοι τοῖς ἐχθροῖς». Οἱ Γραφές εἶναι ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες
μᾶς προφυλάσσουν «καθάπερ τις θύρα ἀσφαλής, οὐκ ἐῶσα πλανᾶσθαι». Οἱ Γραφές, τέλος,
εἶναι ἐκεῖνες διά τῶν ὁποίων «τούς ποιμένας καί τούς οὐ ποιμένας εἰσόμεθα
ἅπαντες». Αὐτά τά λόγια τοῦ Χρυσορρήμονος ἀνατρέπουν ὅλη τήν θεωρία
περί ἐπισκοποκεντρικῆς Ἐκκλησίας.
Ἐμεῖς ἐκ τοῦ
ἀντιθέτου, ἔχουμε διδαχθῆ καί ἔχουμε πιστέψει καί ἀποδεχθῆ τήν αἱρετική
διδασκαλία ὅτι δηλαδή, ἐφ’ ὅσον ὁ Ἐπίσκοπος ἐχειροτονήθηκε κανονικά, εἶναι εἰς
τύπον καί τόπον Χριστοῦ καί πρέπει νά ὑποτασσώμεθα εἰς αὐτόν, ἀκόμη καί ἄν
εἶναι αἱρετικός· στήν περίπτωση αὐτή θά περιμένουμε νά τόν κρίνη ἡ Σύνοδος·
ἐμεῖς ὅμως δέν πρέπει νά ἀποτειχιστοῦμε ἀπό αὐτόν πρίν τόν καταδικάσει ἡ
Σύνοδος διά νά μήν κάνωμε σχίσμα, νά μήν ἐξέλθωμε τῆς Ἐκκλησίας κ.λπ.
Αὐτός νομίζω
εἶναι καί ὁ λόγος πού ὑπερτονίσαμε καί ὑπερφοβηθήκαμε τό σχίσμα ὡς πρός τήν αἵρεσι, διά νά εἴμαστε δηλαδή ἐν
ἀσφαλείᾳ στό μαντρί καί στό στόμα τοῦ λύκου καί γιά νά ὁδηγηθοῦμε ἐν ἀσφαλείᾳ
πάντοτε καί χωρίς ἀταξίες καί παλικαρισμούς εἰς τήν ὁδό τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τοῦ
Ἀντιχρίστου.
Ὅλα αὐτά τά
ἀναφέραμε σάν εἰσαγωγή καί σάν πλαίσιο, ὥστε στηριζόμενοι στίς Γραφές καί στήν
ἑρμηνευτική των ἀπόδοσι ἀπό τούς Ἁγίους νά ἀναφερθοῦμε στό συγκεκριμένο χωρίο (Ἰωαν. 10, 5) τό ὁποῖο ἀναφέρεται στούς κακούς
ποιμένες καί μάλιστα στούς αἱρετικούς καί ἀναφέρει τά ἑξῆς: «ἀλλοτρίῳ
δέ οὐ μή ἀκολουθήσωσι, ἀλλά φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων
τήν φωνήν». Ἐδῶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μᾶς ἐπεξηγεῖ ἑρμηνευτικά καί
ἀναφέρει τά ἑξῆς: «"Ἀλλοτρίῳ δέ οὐ
μή ἀκολουθήσωσι, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τήν φωνήν". Ἤτοι τούς περί
Θευδᾶν λέγει ἐνταῦθα καί Ἰούδαν καί γάρ “ἅπαντες, ὅσοι ἐπίστευσαν αὐτοῖς,
διεσκορπίσθησαν” φησίν, ἤ τούς μετά
ταῦτα μέλλοντας ἀπατᾶν ψευδοχρίστους» (Ε.Π.Ε. 14, 102, 8).
Ἐδῶ κατ’ ἀρχάς
βλέπουμε ὅτι οἱ Ἅγιοι ἑρμηνεύοντας τίς Γραφές ἐπεκτείνουν διαχρονικά τήν
διδασκαλία τοῦ Κυρίου, διά νά προστατευθοῦν στό μέλλον τά λογικά πρόβατα ἀπό
παρομοίους κακούς ποιμένες.
Κατ’ αὐτόν τόν
τρόπο ὁ ἅγιος στούς ἀλλοτρίους ποιμένες συγκαταλέγει καί «τούς μετά ταῦτα μέλλοντας ἀπατᾶν
ψευδοχρίστους». Οἱ ψευδόχριστοι εἶναι οἱ κατά τήν Γραφή ἀλλότριοι καί
μισθωτοί, οἱ λύκοι καί οἱ μή εἰσερχόμενοι διά τῆς θύρας εἰς τήν αὐλήν τῶν
προβάτων, οἱ ἀναβαίνοντες ἀλλαχόθεν, οἱ ψευδεπίσκοποι καί ψευδοδιδάσκαλοι κατά
τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπί ἁγίου Φωτίου, οἱ ἀνά τούς αἰῶνας
αἱρετικοί Ἐπίσκοποι και, φυσικά, οἱ νῦν Οἰκουμενιστές αἱρετικοί Ἐπίσκοποι. Ἀπό
ὅλους αὐτούς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διδάσκει ὅτι τά λογικά πρόβατα πρέπει νά
ἀπομακρυνθοῦν, διότι εἶναι ἀλλότριοι, δηλαδή ξένοι πρός τόν Χριστόν καί διότι ἐτέθησαν
ὡς Ἐπίσκοποι ἀπό τόν διάβολο, ἀκριβῶς γιά νά πλανήσουν καί διασκορπίσουν ἀπό
τήν Ὀρθόδοξο πίστι τά πρόβατα.
Εἰς τό σημεῖον
αὐτό πρέπει, ἀφ’ ἑνός μέν νά τονίσωμε τήν ἀπόλυτον ἁρμονία καί ταύτισι τῶν Γραφῶν,
τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων, καί ἀφ’ ἑτέρου τήν διαστροφή
καί αἱρετική διδασκαλία τῆς λεγομένης δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ἡ ὁποία διδασκαλία ὁδηγεῖ στόν ἐφησυχασμό καί στό
βόλεμα, στόν συμβιβασμό καί στήν συνθηκολόγησι μέ τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως και,
στήν καλύτερη περίπτωσι, στήν ἀντιμετώπισι τῆς αἱρέσεως διά τοῦ χαρτοπολέμου
καί στήν ἀγωνιστικότητα τῶν Ὀρθοδόξων τήν ὁποία καθορίζουν οἱ ἴδιοι οἱ
Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι, ὅπως ἀκριβῶς μᾶς καθορίζουν τά ὅρια τῶν κινήσεών μας,
στό ἐπίπεδο τῆς πατρίδος οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί μας, οἱ ὁποῖοι πλέον μᾶς κυβερνοῦν
ἐσωτερικῶς καί ἐξωτερικῶς
Ἡ Ἁγία Γραφή
λοιπόν, ἐπιτάσσει νά φεύγωμε ἀπό τούς ἀλλοτρίους καί αἱρετικούς ποιμένες, χωρίς
νά ἀναμένωμε ἀποφάσεις Συνόδων καί καταδίκες τῆς αἱρέσεως, χωρίς νά ὑπολογίζωμε
τίς συνέπειες καί τούς διωγμούς, τίς ἀπειλές καί τίς καθαιρέσεις, τίς στερήσεις
τῶν μισθῶν καί τό νά τεθοῦμε στό περιθώριο τοῦ κοινωνικοῦ κατεστημένου καί,
βεβαίως, χωρίς νά ἔχωμε τό σύνδρομο τοῦ φόβου ὅτι κάνουμε σχίσμα στήν Ἐκκλησία,
τήν ὁποία σήμερα, κατά τελείως αἱρετικό τρόπο καί δαιμονική ἐπινόησι, ἐταυτίσαμε
μέ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί ἐτοποθετήσαμε κατά πρωτοφανῆ τρόπο στό χῶρο
τῆς αἱρέσεως.
Εἶναι ἀναγκαῖο
νά τονιστῆ εἰς τό σημεῖο αὐτό ὅτι ἡ ἑνότητα τήν ὁποία σήμερα διδάσκουν καί
συνιστοῦν οἱ Οἰκουμενιστές καί Ἀντιοικουμενιστές εἶναι ἀνθρωποκεντρική, διότι
ἀντικαθιστᾶ τόν Χριστό μέ τόν Ἐπίσκοπο, εἶναι Παπικῆς προελεύσεως καί ἡ ἴδια ἡ
καρδιά τοῦ Παπισμοῦ καί, φυσικά, εἶναι αἱρετική θεωρία, διότι διαστρέφει καί
ἀντικαθιστᾶ τήν ἁγιογραφική καί πατερική ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τήν
ὁποία καί λειτουργικῶς ὁμολογοῦμε, μέ τήν ἀνθρωποκεντρική ἑνότητα κατά τήν
ὁποία περιθωριοποιεῖται καί ὑποβιβάζεται ἡ Ὀρθόδοξος πίστις.
Δι’ αὐτόν τόν
λόγον, συνεχίζοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν ἑρμηνεία τῆς διδασκαλίας
τοῦ Κυρίου, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διό
παρακαλῶ μένωμεν ὑπό τῷ ποιμένι νεμόμενοι· μενοῦμεν
δέ ἐάν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούομεν, ἐάν αὐτῷ πειθώμεθα, ἐάν μή ἀλλοτρίῳ ἑπώμεθα» (Ε.Π.Ε. 14,
106, 25). Δηλαδή, γιά νά παραμείνωμε στόν ἀληθινό ποιμένα Χριστό,
πρέπει νά ἀκοῦμε τήν φωνή Του, νά πειθώμεθα εἰς Αὐτόν καί νά μήν ἀκολουθοῦμε ἀλλοτρίους
καί αἱρετικούς ποιμένες. Ἐμεῖς ἀντιθέτως σήμερα, ἔχουμε ἀποδεχθῆ τήν διδασκαλία
τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὅτι μποροῦμε νά ἀκολουθοῦμε καί νά ἀνήκουμε στόν Χριστό,
ἔστω καί ἄν ἀκολουθοῦμε καί συντασσώμεθα μέ τούς ἀλλοτρίους καί αἱρετικούς
ποιμένες. Αὐτή βεβαίως δυστυχῶς εἶναι καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν.
17) Πράξ. 20, 28-30: «Προσέχετε
οὖν ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους,
ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος.
ἐγώ γάρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν
ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν
ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν».
Ἐδῶ ὁ Παῦλος
ὁμιλεῖ προφητικά καί διαχρονικά πρός τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας καί τούς
ἐπισημαίνει ὅτι ἀνάμεσα ἀπό