«Η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος μας δίνει ένα από τα σπουδαιότερα
μαθήματα Ορθόδοξης εκκλησιολογίας: Οι επίσκοποι είναι όντως οι αξιωματούχοι
Της, πρέπει να διασώζουν και να μεταδίδουν ανόθευτη την ευαγγελική, αποστολική
και πατερική διδασκαλία.
Αυτό είναι το πρώτιστο και υψηλότερο έργο και η κύρια
αποστολή τους».
Αλλά τότε,
κανένας Ιερωμένος, αλλά «ένας απλός μοναχός,
ύψωσε το θεολογικό του ανάστημα ένας αυτός, εναντίον όλης της “επισήμου
Εκκλησίας”. Aψήφησε πατριάρχες και επισκόπους της εποχής του, με
τους οποίους διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία, δηλ. δεν τους αποδεχόταν
ως Ποιμένες της Εκκλησίας, αλλά ως λύκους
βαρείς, αφού δυστυχώς αυτοί πρώτοι είχαν περιφρονήσει την ορθόδοξη πίστη και
παράδοση. Ασφαλώς δεν διακατεχόταν από αυθάδεια ή φανατισμό».
Πηγή: "Ἀκτίνες"
Η ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ
ΔΙΑΣΤΑΣΗ
ΤΗΣ
Στ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Μαζί με τη μεγάλη εορτή της Υψώσεως του Τιμίου
Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου, η Εκκλησία μας τίμησε και μία δεύτερη «ύψωση».
Την ύψωση της αληθείας της Πίστεώς μας κατά της πλάνης και του ψεύδους. Όπως
διαβάσαμε στο συναξάριο της εορτής του Σταυρού επιτελείται η μνήμη της Αγίας
Στ’ Οικουμενικής Συνόδου των 170 Αγίων Πατέρων που καταδίκασαν την αίρεση του
μονοθελητισμού. Οι εορτές της μνήμης των Οικουμενικών Συνόδων δεν είναι μία
απλή ενθύμηση ενός γεγονότος, αλλά κυρίως υπενθύμιση της ζωντανής παρακαταθήκης
στην αγιοπνευματική πορεία της Εκκλησίας του Χριστού.
Επειδή η μεγάλη εορτή της Υψώσεως
του Τιμίου Σταυρού υποβιβάζει αναγκαστικά την εορτή προς τιμήν της Αγίας και
Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου, για να τιμηθεί πρεπόντως η εορτή, οι
Πατέρες όρισαν να μετατίθεται κατά την πρώτη Κυριακή μετά την Ύψωση
(Τυπικό Αγ. Συμεών Θεσσαλονίκης). Έτσι και η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος όπως και η
Α΄, η Δ΄ και η Ζ΄ τιμώνται κατά την αναστάσιμη και πανηγυρική
ημέρα της Κυριακής.
Πριν εμβαθύνουμε στην εκκλησιολογική διάσταση
της Στ΄ Οικουμ. Συνόδου, ας δούμε κάποια ιστορικά στοιχεία: συνεκλήθη το
Νοέμβριο του 680 μ.Χ. στο Παλάτι, εν Τρούλλω, στην Κωνσταντινούπολη με τη
συμμετοχή 170 Πατέρων από Ανατολή και Δύση. Η Σύνοδος επανέλαβε τη θεολογική
διατύπωση της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και θεολόγησε ότι ο Ιησούς Χριστός
είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, σε μία Υπόσταση (ένα πρόσωπο), είναι
Θεάνθρωπος.
Στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού ενώνεται υποστατικά, σε
ένα πρόσωπο δηλαδή, στο Πρόσωπο του Θεού Λόγου, η θεία και η ανθρώπινη φύση
αχωρίστως, ατρέπτως, αδιαιρέτως και ασυγχύτως. Επίσης, εδογμάτισε ότι επειδή ο
Χριστός έχει τέλειες τις δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, έχει και δύο
φυσικές θελήσεις και δύο ενέργειες (θεία και ανθρώπινη), όπως προκύπτει και
από τις ίδιες τις Ευαγγελικές διηγήσεις. Δηλαδή, στο πρόσωπο του Θεανθρώπου
διασώζεται πλήρως ακέραιη και η θεία και η ανθρώπινη θέληση και ενέργεια.
Η Σύνοδος των Αγίων Πατέρων κατεδίκασε τη χριστολογία
των Μονοθελητών, οι οποίοι κήρυτταν ότι ο Χριστός έχει μόνο μία, τη θεία θέληση
και ενέργεια, και όχι την ανθρώπινη, με άλλα λόγια δεν είναι τέλειος άνθρωπος.
Η Έκτη Σύνοδος ουσιαστικώς δικαίωσε τη θεολογία και τους αγώνες του Αγ. Σωφρονίου
Πατριάρχου Ιεροσολύμων και ιδιαιτέρως του Αγ. Μαξίμου του
Ομολογητού κατά της αιρέσεως του Μονοθελητισμού.
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662), ήταν αρχικά
Ηγούμενος της Μονής Χρυσουπόλεως κοντά στην Κωνσταντινούπολη και αγωνίσθηκε για
πολλά χρόνια χωρίς «ανώτερη» εκκλησιαστική υποστήριξη, τη στιγμή που τα
Πατριαρχεία της Ανατολής (Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας)
είχαν αποδεχθεί την αίρεση κάτω από πίεση του μονοθελήτου Αυτοκράτορα
Κώνσταντος Β΄ (641-668).
Ο Άγιος Μάξιμος, χωρίς να κατέχει κάποια ιδιαίτερη θέση
στην εκκλησιαστική ιεραρχία –ήταν ένας απλός
μοναχός, ούτε καν ιερέας– ύψωσε το
θεολογικό του ανάστημα ένας αυτός, εναντίον όλης της «επισήμου Εκκλησίας». Ο Άγιος
Μάξιμος υπήρξε «μέγιστος θεολόγος, ο οποίος εσφράγισε με το αγωνιστικό του
σθένος και την πλούσια συγγραφική του προσφορά τη θεολογική αναίρεση της
μονοθελητικής αιρέσεως».
Ο Άγιος Μάξιμος με τον πιστό του μαθητή και
συναγωνιστή, τον ιερέα Αναστάσιο, περιήλθε γη και θάλασσα από την ΚΠολη μέχρι
τη Ρώμη για να προασπιστεί την Αλήθεια και να πετύχει συνοδική καταδίκη της
αιρέσεως από την Σύνοδο στην Ρώμη υπό τον Ορθόδοξο πάπα Άγ. Μαρτίνο τον
Ομολογητή. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη συνελήφθη, υπέστη φρικτά
βασανιστήρια