Ἁπομάκρυνση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας
ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές
Πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὑπῆρξε ἕνας διάλογος μεταξὺ τῶν κ.κ. Ἄνδραλη καὶ Σημάτη ὡς πρὸς τὸ ἂν οἱ Ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν τὴν δυνητικὴ ἢ ὑποχρεωτικὴ ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές.
Ἕνα ἀπὸ τὰ σχόλια στήν 2η ἀπάντησι
τοῦ κ. Ἄνδραλη ἔλεγε τά ἑξῆς:
«Ἰσχύει ὅτι ὁ κ. Σημάτης θεωρεῖ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τούς κοινωνοῦντας
μετά τῶν οἰκουμενιστῶν, δηλαδή τούς μή ἀποτειχισθέντας; Ἐάν ἰσχύει τότε ὁ κ.
Σημάτης κηρύττει νέα διδασκαλία, νέα Θεολογία καί νέα δογματική.
Ὁ μετά αἱρετικῶν κοινωνῶν δέν θεωρεῖται μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἀκοινώνητος,
κατά τό ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω, ἀκοινώνητος ἐστι! Τά ὑπόλοιπα καί οἱ
δικαιολογίες κατά τῶν ἀνωτέρω εἶναι ἐκ περισσοῦ καί κυρίως εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ».
Στὸ σχόλιο αὐτό, λάβαμε
μιὰ ἀπάντηση ἀπὸ τὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, τὴν ὁποία καὶ δημοσιεύουμε.
Ἐπειδή
ἡ ἐρώτησις καί ὁ προβληματισμός πού ἐτέθη στό ἱστολόγιό σας εἶναι ὄντως σοβαρός
κι ἔφθασε σέ φωτοαντίγραφο στά χέρια μου, θά ἤθελα νά καταθέσω (ἔστω καί
καθυστερημένα) δημοσίως τήν γνώμη μου, ὥστε νά γίνη ἀντικείμενο περαιτέρω
προβληματισμοῦ καί ἐρεύνης, νά κατατεθοῦν καί ἄλλες ἀπόψεις εἰς τρόπον ὥστε νά
προσανατολισθοῦμε πρός τήν ὀρθή ἄποψι καί νά μήν ὑφιστάμεθα καί ἐμεῖς τίς
συνέπειες καί τίς ἀπόρροιες τῆς Ν. Ἐποχῆς, μία ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι καί ἡ
σύγχυσις.
Νομίζω,
κατ’ ἀρχάς ὅτι τό νά καθορίσωμε καί νά προσδιορίσωμε ἐμεῖς τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας,
εἶναι στίς ἡμέρες μας καί αὐτό δύσκολο, διότι πέραν ὅλων τῶν ἄλλων, δέν ὑπάρχει
ἡ ἀνάλογος εὐαισθησία γιά τά θέματα τῆς πίστεως καί ἡ ἀνάλογος γνῶσις διά νά
χρησιμοποιήσωμε σωστά κριτήρια, ἀπαλλαγμένα ἀπό συμφέροντα, προσωπικές
τοποθετήσεις πού μᾶς βολεύουν καί μᾶς ἐφησυχάζουν, ἤ τό χειρότερο κριτήρια τά ὁποῖα
χρησιμοποιοῦν οἱ πνευματικοί μας ταγοί, προκειμένου νά μᾶς ὑπαγάγουν στήν ὁμάδα
ἤ τή Σύνοδό των.
Ἐκεῖνο
τό ὁποῖο θά μᾶς βοηθοῦσε στίς ἡμέρες μας νά προσδιορίσωμε τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας
θά ἦταν ἀκριβῶς μία ὄντως Ὀρθόδοξος ἤ Πανορθόδοξος Σύνοδος, ἡ ὁποία θά
κατεδίκαζε τίς αἱρέσεις καί εἰδικά τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θά ἐπανέφερε
δέ στή θέσι του ὅ,τι εἶχε διασαλευθῆ ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως (π.χ. ἀναθέματα,
διακοπή θεολογικῶν διαλόγων, ἀπομάκρυνσι ἀπό τό Π.Σ.Ε., ἀκύρωσι συμφωνιῶν κλπ.)
καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο οἱ συντασσόμενοι μέ αὐτήν καί ἀγωνιζόμενοι διά τήν ἐπικράτησί
της θά ἦταν προφανῶς καί τά πραγματικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Κάτι τέτοιο φαίνεται
ὅτι συνέβαινε στήν ἐποχή τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας καί δι’ αὐτό ἐδίδασκε ὁ
ἅγιος τούς Ὀρθοδόξους νά ἐμμένουν καί νά ὑπερασπίζωνται τίς ἀποφάσεις τῆς
Συνόδου τῆς Νικαίας (Α’ Οἰκουμενική), διότι αὐτές ἦταν ἐπαρκεῖς διά τήν
καταπολέμησι τῆς αἱρέσεως τῆς ἐποχῆς του, καί ἀσφαλεῖς διά τήν σωτηρία των.
Γράφει ὁ ἅγιος σχετικά τά ἑξῆς: «Κρατείτω
γάρ τά ἐν Νικαίᾳ παρά τῶν Πατέρων ὁμολογηθέντα∙ ὀρθά γάρ ἐστί καί ἱκανά πᾶσαν ἀσεβεστάτην
αἵρεσιν ἀνατρέψαι, καί μάλιστα τήν Ἀρειανήν, τήν εἰς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ δυσφημοῦσαν
καί ἐξ ἀνάγκης εἰς τό Πνεῦμα αὐτοῦ τό ἅγιον δυσσεβοῦσαν» (Ἐπιστολή πρός Μάξιμον
Φιλόσοφον, ΒΕΠΕΣ 33, 168).
Σήμερα
δυστυχῶς δέν ἔχουμε αὐτό τό κριτήριο πού εἶχαν τότε οἱ Ὀρθόδοξοι καί ἴσως οὔτε
καί τό κριτήριο τοῦ νά συνταχθοῦμε μέ ὁμολογητές καί ἀκραιφνεῖς Ὀρθοδόξους, εἰς
τρόπον ὥστε ἀγωνιζόμενοι στό πλευρό τους καί ἀκολουθοῦντες τά ἴχνη των, νά εἴμεθα
βέβαιοι ὅτι εἴμεθα πραγματικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐδῶ
πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι ἡ ἔνταξις σέ μία ἀπό τίς ὁμάδες τοῦ λεγομένου Παλαιοῦ Ἡμερολογίου,
οὐδόλως μᾶς διασφαλίζει τήν ἰδιότητα τοῦ πραγματικοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας, γιά
τούς λόγους πού ἔχομε πολλές φορές ἐπισημάνει σέ γραπτά καί δημόσια κείμενα καί
πού συνοψίζονται εἰς τό ὅτι ὑπάρχουν στό Π. Η. πολλές δογματικές καί ἐκκλησιολογικές
ἐκτροπές καί ἐπί πλέον κάθε ὁμάδα θεωρεῖ τόν ἑαυτό της μοναδικό συνεχιστή τῆς
«Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» καί τίς ἄλλες ὁμάδες σχισματικές
καί ἐκτός Ἐκκλησίας, τό δέ ὅλο μόρφωμα τοῦ Π. Η., ὅπως σήμερα παρουσιάζεται, ἔχει
τήν μορφή τῶν «Ἐκκλησιῶν» τοῦ Προτεσταντισμοῦ, χωρίς κἄν τόν συνδετικό κρίκο τοῦ
λεγομένου Π.Σ.Ε.
Ἀπό
τήν ἄλλη πλευρά οἱ ἀντιοικουμενιστές καί φαινομενικά πολέμιοι τῆς αἱρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, οὐδόλως μᾶς διασφαλίζουν, κατά τήν γνώμη μου, τήν ἰδιότητα τοῦ
πραγματικοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας, μέ τίς διακηρύξεις των, τίς ὁμολογίες
πίστεως, τίς συνάξεις καί τόν ἐν γένει πόλεμο καί ἐν τέλει χαρτοπόλεμο, διότι
κατ’ οὐσίαν ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικῶς πλήρως μέ τήν αἵρεσι, ὑπάγονται στούς αἱρετικούς
Ἐπισκόπους καί στίς κατ’ ἐπέκτασι αἱρετικές Συνόδους τῶν Νεοημερολογιτῶν, τούς
μνημονεύουν ὡς Ὀρθόδοξους, αὐτούς πού κατά τά ἄλλα καταδικάζουν ὡς αἱρετικούς
καί δημιουργοῦν κατ’ οὐσίαν μία νέα ὁδό Ὀρθοδοξίας, ἄγνωστη παντελῶς στούς ἁγίους
Πατέρες, ἡ ὁποία προσδιορίζει ἐν καιρῷ αἱρέσεως τόν ὄντως Ὀρθόδοξο μόνο ἀπό τό
φρόνημά του καί ὄχι ἀπό αὐτούς μέ τούς ὁποίους ἐκκλησιαστικά ἐπικοινωνεῖ καί
μνημονεύει, ἐπί πλέον δέ ἡ νέα αὐτή ὁδός τῆς Ὀρθοδοξίας τούς διασφαλίζει τά ἀξιώματα
καί τίς θέσεις των μέσα στήν Ἐκκλησία καί τούς δίδει τόν τίτλο τοῦ Ὀρθοδόξου ἀκόπως
καί χωρίς θυσίες οὐσιαστικές καί ἐπίπονες, πρᾶγμα ὄντως πρωτοφανές καί ἀδιανόητο
στήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως διαχρονική ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Συμβαίνει δηλαδή στίς ἡμέρες
μας αὐτό τό ὁποῖο δριμύτατα κατηγορεῖ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, τό νά
διώκεται δηλαδή ἡ Ὀρθόδοξος πίστις καί οἱ ὑπερασπιστές της καί εἰδικά οἱ ἀξιωματοῦχοι
καί μεγαλόσχημοι «νά τελοῦν ἐν ἀδείᾳ»!
Οὕτως
ἐχόντων τῶν πραγμάτων νομίζω ὅτι, ἄν ἐξετάσωμε τό θέμα αὐτό μέ τήν ὁδό τῆς οἰκονομίας
καί ὄχι τῆς ἀκριβείας, θά ἠδυνάμεθα, ἄν θεωρήσωμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τούς ἀκολουθοῦντας
τό Π. Η., νά θεωρήσωμε καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας τούς ἀντιοικουμενιστές
τοῦ Ν. Η. Οἱ ἀντιοικουμενιστές τοῦ Ν. Η. ἄν καί ὑστεροῦν πρός τούς ἀκολουθοῦντες
τό Π. Η., διότι ἀκολουθοῦν καί μνημονεύουν αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ἐν τούτοις ὑπερτεροῦν
πρός τούς Παλαιοημερολογίτες εἰς τό θέμα τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Διότι ὅπως εἶναι
γνωστό καί αὐτό τό θέμα στό Π. Η. ἔχει διασαλευθῆ σέ σημεῖο νά καθιστᾶ
προβληματικές τίς χειροτονίες, ἀκόμη καί μεταξύ τῶν ὁμάδων τοῦ Π.Η. Δηλαδή
πολλές φορές ἡ μία ὁμάδα κατηγορεῖ τήν ἄλλη γιά τήν ἀντικανονικότητα τῶν
χειροτονιῶν της, γιά τό ἀπό πόσους καί ποίους Ἐπισκόπους ἔγιναν οἱ χειροτονίες,
γιά τίς ἀλληλοκαθαιρέσεις κλπ.
Εἶναι
γνωστό ὅτι ὑπάρχουν ἀρχιεπίσκοποι τοῦ Π. Η. πού ἐχειροτονήθηκαν ἀπό ἕναν μόνο Ἐπίσκοπο
καί ἄλλοι πού καθαιρέθηκαν τρεῖς φορές, μία ἀπό τούς Νεοημερολογίτες Ἐπισκόπους
καί δύο ἀπό τούς Παλαιοημερολογίτες, ἐν τούτοις δέ εἶναι πρόεδροι Συνόδων τοῦ
Π.Η. Ἀκόμη καί μέ τό μάτι τῆς οἰκονομίας νά ἰδοῦμε τό θέμα αὐτό δέν σημαίνει ὅτι
ἀμνηστεύονται οἱ εὐθύνες κάθε πλευρᾶς, εἴτε γιά τήν συμμετοχή τῶν ἀντιοικουμενιστῶν
στήν αἵρεσι καί τήν λανθασμένη ὁδό πού ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἐχάραξαν, εἴτε γιά τά
σχίσματα καί τίς παρατάξεις καί τίς δογματικές καί ἐκκλησιαστικές ἐκτροπές τῶν ἀκολουθούντων
τό Π.Η.
Οἱ πατέρες γιά τόν προσδιορισμό τῶν μελῶν
τῆς Ἐκκλησίας ἐν καιρῷ αἱρέσεως χρησιμοποιοῦν τήν ἀκρίβεια. Καί εἶναι φυσικό αὐτό
διότι τά ἀληθινά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τά χαρακτηρίζει ἡ Ὀρθόδοξος πίστις, εἰς δέ
τά θέματα τῆς πίστεως δέν χωρεῖ οἰκονομία. Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
συγκεκριμένα ἐπί τοῦ θέματος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ποῖος κλῆρος, ποία μερίς, τίς
γνησιότης πρός τήν Χριστοῦ ἐκκλησίαν, τῷ συνηγόρῳ τοῦ ψεύδους, ἐκκλησίαν, ἥ
“στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας” κατά Παῦλόν ἐστιν, ἥ καί μένει χάριτι Χριστοῦ
διηνεκῶς ἀσφαλής καί ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια;
Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς
ἀληθείας εἰσί · καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί,
καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν και σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποίμενας
ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ γάρ προσώποις τόν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως
χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα» (Γρηγ. Παλαμᾶ Συγγράμματα, Π. Χρήστου, τόμος 2, σελ. 627
καί ΕΠΕ 3, 606).
Ὁ ὅσ. Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης δέ ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διό ὑπομιμνήσκω
ὡς ἐλάχιστος ἀδελφός καί τέκνον μή σιγήσωμεν ἵνα μή
κραυγή Σοδόμων γενώμεθα· μή φεισώμεθα τῶν κάτω ἵνα μή ἀπολέσωμεν τά ἄνω· μή θῶμεν σκάνδαλον τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, ἥτις
ἐστί καί ἐν τρισίν ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατά τούς ἁγίους· ἵνα μή τῇ ἀποφάσει
τοῦ Κυρίου καταδικασθῶμεν». (Φατ. Ἐπιστ. 39, 114, 78).
Ἐδῶ βλέπομε ὅτι τά χαρακτηριστικά τῶν μελῶν τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι εὑρίσκονται μέσα στήν ἀλήθεια καί δέν εἶναι συνήγοροι τοῦ
ψεύδους, ὅτι δέν ἀκολουθοῦν πρόσωπα ἀλλά τήν ἀλήθεια καί τήν ἀκρίβεια τῆς
πίστεως, οὔτε ἐντάσσονται σέ ἐκκλησιαστικά σχήματα τῶν ὁποίων οἱ ποιμένες καί ἀρχιποιμένες
ψευδῶς φέρουν τούς τίτλους, ἕνεκα προφανῶς τῆς πλάνης εἰς τά θέματα τῆς
πίστεως, καί τέλος τά ἀληθινά μέλη τῆς Ἐκκλησίας δυνατόν νά εἶναι καί ἐλάχιστα
καί ἀποίμαντα καί ἀνεπίσκοπα, ἀλλά πραγματικά Ὀρθόδοξα, ἀπομακρυσμένα δηλαδή ἀπό
κάθε πλάνη καί αἵρεσι.
Μέ βάσι λοιπόν αὐτά
τά στοιχεῖα, τά ὁποῖα χαρακτηρίζουν τά ἀληθινά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νομίζω ὅτι εἶναι
ἄστοχο νά ἀποφανθοῦμε γιά τό ποιούς θεωροῦμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά νά ἰδοῦμε
σάν σέ καθρέπτη τήν πατερική διδασκαλία, τούς ἑαυτούς μας, ἄν δηλαδή ἐμεῖς εἴμεθα
μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ποῦ ἀκριβῶς ὑστεροῦμε γιά νά διορθωθοῦμε. Διότι ἄν ἀσχολούμεθα
μέ τό ποιούς θεωροῦμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, προφανῶς ἔχουμε ἐντάξει τούς ἑαυτούς
μας στά μέλη της καί ἐρευνοῦμε γιά τούς ὑπολοίπους.
Θεωρῶ ἐντέλει ὅτι εἰς
τούς ἐσχάτους καιρούς πού εὑρισκόμεθα καί μέ ὅλα ὅσα οἱ καιροί αὐτοί ἔχουν ἐπισωρεύσει
στόν καθένα ἀπό μᾶς, πάθη καί ἀδυναμίες, ἐάν εἰς τά θέματα τῆς πίστεως ἐξετασθοῦμε,
οὐδείς θά εὑρεθῆ καθαρός ἀπό ρύπον καί ἡ δικαιοσύνη μας θά ἐμφανισθῆ «ὡς ράκος ἀποκαθημένης».
Ἱερομόναχος
Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς