Ἰωάννης Χρυσόστομος – «Ἀληθῶς Ἀνέστη»
Ἡ πλάνη πάντα αὐτοκαταστρέφεται καί, παρόλο ποὺ δὲν τὸ θέλει,
στηρίζει σὲ ὅλα τὴν ἀλήθεια.
Πρόσεξε: Ἔπρεπε ν᾿ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε καὶ τάφηκε καὶ
ἀναστήθηκε.
Ἔ, λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ κατοχυρώνουν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί!
Ἐφ᾿ ὅσoν ἔφραξαν μὲ τὸν βράχο καὶ σφράγισαν καὶ φρούρησαν τὸν
τάφο, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει καμία κλοπή.
Ἀφοῦ ὅμως δὲν ἔγινε κλοπὴ καὶ ἐν τούτοις ὁ τάφος βρέθηκε ἄδειος,
εἶναι ὁλοφάνερο καὶ ἀναντίρρητο ὅτι ἀναστήθηκε. Εἶδες πὼς καὶ μὴ θέλοντας
στηρίζουν τὴν ἀλήθεια;
Ἀλλὰ καὶ πότε θὰ Τὸν ἔκλεβαν οἱ μαθηταί; Τὸ Σάββατο;
Μὰ ἀφοῦ δὲν ἐπιτρεπόταν ἀπὸ τὸν νόμο νὰ κυκλοφορήσουν. Κι ἂν
ὑποθέσουμε ὅτι θὰ παραβίαζαν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, πῶς θὰ τολμοῦσαν αὐτοὶ οἱ τόσο
δειλοὶ νὰ βγοῦν ἔξω ἀπ᾿ τὸ σπίτι;
Καὶ μὲ ποῖο θάρρος θὰ ριψοκινδύνευαν γιὰ ἕνα νεκρό; Προσμένοντας
ποιὰ ἀνταπόδοση; Ποιὰ ἀμοιβή;
Καὶ στ᾿
ἀλήθεια, ποῦ στηρίζονταν; Στὴ δεινότητα τοῦ λόγου τους;
Ἀλλὰ ἦταν ἀπ᾿ ὅλους ἀμαθέστεροι.
Στὰ πολλά
τους πλούτη;
Ἀλλὰ δὲν εἶχαν οὔτε ραβδὶ οὔτε ὑποδήματα.
Μήπως στὴν
ἔνδοξη καταγωγή τους;
Ἀλλὰ ἦταν οἱ ἀσημότεροι τοῦ κόσμου.
Μήπως στὸ
πλῆθος τους;
Ἀλλὰ δὲν ξεπερνοῦσαν τοὺς ἕνδεκα, ποὺ κι
αὐτοὶ σκόρπισαν.
Ἂν ὁ κορυφαῖος τους φοβήθηκε τὸν λόγο μιᾶς γυναίκας θυρωροῦ κι
ὅλοι οἱ ἄλλοι,
ὅταν εἶδαν τὸν Διδάσκαλό τους δεμένο,
σκόρπισαν καὶ διαλύθηκαν, πῶς θὰ τοὺς περνοῦσε κἂν ἀπ᾿ τὸν νοῦ νὰ τρέξουν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ φυτέψουν πλαστὸ κήρυγμα ἀναστάσεως;
ὅταν εἶδαν τὸν Διδάσκαλό τους δεμένο,
σκόρπισαν καὶ διαλύθηκαν, πῶς θὰ τοὺς περνοῦσε κἂν ἀπ᾿ τὸν νοῦ νὰ τρέξουν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ φυτέψουν πλαστὸ κήρυγμα ἀναστάσεως;