ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ του π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Β΄ Μέρος (τὸ Α΄ Μέρος ἐδῶ)
Στήν εἰσήγησί σου (π. Βασίλειε) ἀναφέρεις μεγαλορρημο-νώντας
τά ἑξῆς: «Οἱ ζηλωτές μάλιστα τόλμησαν νά ὑποστηρίξουν ὅτι οἱ ἀπαγορεύσεις τῶν ἱερῶν
κανόνων γιά τήν διακοινωνία καί τίς συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς, δέν
ἀναφέρονται στούς ἐκτός Ἐκκλησίας καταδικασμένους αἱρετικούς, ἀλλά στούς ἐντός
Ἐκκλησίας μή καταδικασμένους αἱρετικούς» (σελ. 14).
Ἐδῶ, ἐπειδή δίνεις παραπομπή ὄχι ἀπό παλαιοημερολογίτικη
πηγή, ἀλλά ἀπό γραπτά κείμενα ἀποτειχισμένων, πρέπει, δοθείσης τῆς εὐκαιρίας,
νά ἀναφέρωμε ὅτι κατέταξες, π. Βασίλειε, τούς Παλαιοημερολογίτες καί τούς Ἀποτειχισμένους
στήν ἴδια κατηγορία, προφανῶς γιά νά διευκολυνθῆς στό νά ἀποδείξης τίς ἀνορθόδοξες
θεωρίες σου, ἐπειδή γνωρίζεις τά τρωτά
καί τίς ἀδυναμίες τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, νά τούς βάλης ὅλους, κατά τό δή
λεγόμενο, στό ἴδιο καζάνι καί ἔτσι, νά ἐπικρατήσουν οἱ θεωρίες σου. Αὐτό βέβαια
δέν εἶναι Ὁρθόδοξος τακτική, διότι ποτέ τά ἐπιχειρήματά μας δέν στηρίζονται
στίς ἀδυναμίες καί τά λάθη τῶν ἄλλων, ἀλλά στηρίζονται ἀδιάσειστα στήν
διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, τά ὁποῖα προφανῶς ἀπό ἐσένα ἔλλειπαν.
Κατά δεύτερο λόγο θά ἠδύνασο ὅλους νά τούς
κατατάξης σέ μία ὁμάδα καί νά τούς ἀποκαλέσης Ζηλωτές, μόνο ἄν εἴχαν μεταξύ των
ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, διότι αὐτή δηλώνει ἐνσωμάτωσι καί διά τοῦτο ὁμαδοποίησι,
ὅπως συμβαίνει μέ ἐσένα καί τούς Ἀντιοικουμενιστές, τούς ὁποίους σᾶς
κατατάσσομε ἐμεῖς στήν ὁμάδα τῶν Οἰκουμενιστῶν, λόγῳ τῆς ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας καί ἐνσωματώσεως καί συμπορεύσεως μέ αὐτούς.
Ἐρχόμενος μετά ἀπό αὐτήν τήν παρένθεσι (διότι
πολλά προκύπτουν στήν πορεία τῆς κριτικῆς μας ἀπό τήν ἀνορθόδοξη αὐτή εἰσήγησι)
στά λόγια σου πού ἀνωτέρω ἀναφέραμε, διαπιστώνω π. Βασίλειε, ὅτι τό μόνο σου ἐπιχείρημα
καί ἀποδεικτικό στοιχεῖο γιά τήν ὀρθοδοξότητα τῶν λόγων σου, εἶναι ὅτι αὐτά τά
λένε οἱ Ζηλωτές, καί ἄρα εἶναι ἀπορριπτέα. Εἶναι σάν νά λέμε δηλαδή καί ἐμεῖς
γιά κάποιο θέμα ὅτι αὐτά τά ὑποστηρίζουν οἱ Οἰκουμενιστές ἤ οἱ Ἀντιοικουμενιστές
καί ἄρα εἶναι ἀπορριπτέα, χωρίς νά προσκομίσωμε ἀνάλογα ἁγιογραφικά καί
πατερικά ἐπιχειρήματα.
Νομίζω, πάτερ Βασίλειε, ὅτι μέ τήν διδασκαλία
σου αὐτή καί τίς θέσεις σου οἱ Οἰκουμενιστές θά πρέπει νά σέ κάνουν Ἐπίσκοπο ἤ Ἀρχιεπίσκοπο, διότι δέν θά ὑπῆρχε πιό
κατάλληλη διδασκαλία γιά τήν προαγωγή τῆς αἱρέσεως, ἀπό αὐτή τήν ὁποία ἐπαρουσίασες
στήν εἰσήγησί σου. Περιμένουμε ὅμως, δευτερολογώντας, νά τά στηρίξης αὐτά ἁγιογραφικῶς
πρῶτα, καί πατερικῶς ἐν συνεχείᾳ, γιά νά φανοῦν ὅτι ὅλα αὐτά πού προανέφερα δέν
εἶναι ὀρθά καί ἀδίκως σέ κατηγοροῦμε.
Πάντως ἡ τακτική σου αὐτή νά ἀπομονώσης τόν Κανόνα
τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τήν διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων καί
τούς ἄλλους Κανόνες, θά ἦταν ἀξιέπαινη, ἄν ἐπρόκειτο νά βροῦμε τρόπο νά ἐξουδετερώσουμε
κάποιους καί δέν μποροῦμε νά στηριχθοῦμε κάπου, οὔτε ἔχομε ἔστω καί ἕνα ἐπιχείρημα.
Δηλαδή θά ἦταν ἀξιέπαινη σάν ἐφεύρεσι σέ ἕνα πόλεμο πού λέμε ὅτι πρέπει νά ἐξουδετερώσουμε
τόν ἐχθρό, ὅπως καί ἄν ἔχη, ἔστω καί παράνομα, ἔστω καί μέ φανταστικές ἀποδείξεις,
ἔστω καί χωρίς ἀποδείξεις, ἔστω καί μέ ψέμματα καί ἀπάτες, ἀρκεῖ νά τόν ἐξουδετερώσουμε.
Δι’ αὐτό καί ἡ ἐφεύρεσί σου νά τούς καταδείξης ὅλους ὡς Ζηλωτές, εἶναι ὄντως ἀπό
αὐτῆς τῆς ἀπόψεως πρωτοποριακή καί πιστεύω λίαν χρήσιμη στούς Οἰκουμενιστές.
Διότι ὅταν ἀκούει κάποιος «Ζηλωτές», ἀμέσως πηγαίνει ὁ νοῦς του στούς
Παλαιοημερολογίτες, στά σχίσματα, στή δημιουργία «Συνόδων» καί σέ ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα
καί ἐμεῖς κατηγοροῦμε.
Ἐμεῖς λοιπόν, π. Βασίλειε (ὄχι οἱ Ζηλωτές) ἐτολμήσαμε
νά ὑποστηρίξουμε ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες ἀναφέρονται στό φρόνημα τῶν αἱρετικῶν καί
ὄχι σέ καταδικασμένους καί μή καταδικασμένους αἱρετικούς καί ἐσύ ὑποστηρίζεις
(χωρίς νά τολμᾶς, διότι ἐδῶ δέν χρειάζεται τόλμη, λόγω τῆς καλύψεως καί
συμπορεύσεως μέ τήν ἐξουσία) ὅτι οἱ ποινές καί οἱ ἀπαγορεύσεις τῶν ἱερῶν
Κανόνων ἀναφέρονται σέ καταδικασμένους καί ἀποκομμένους ἀπό Σύνοδο αἱρετικούς.
Πρέπει λοιπόν νά μᾶς ὑποδείξης, γιά νά φανοῦν ὀρθές οἱ θέσεις σου καί ἀστήρικτες
οἱ ἰδικές μας, ποίους καταδικάζει καί ἀναθεματίζει ὁ Θεός διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου
στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή (Γαλ. 1, 8-9) καί ἀπό ποίους αἱρετικούς πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦμε,
ἐπειδή εἶναι αὐτοκατάκριτοι στήν πρός Τίτον ἐπιστολή (Τιτ. 3, 10-11) καί σέ
ποίους τέλος πάντων δέν πρέπει νά λέμε οὔτε «χαίρεται», διότι δέν φέρουν τήν Ὀρθόδοξο
διδαχή, ὅπως παραγγέλλει στήν δεύτερη Καθολική ἐπιστολή του ὁ Ἰωάννης (Β΄ Ἰωάν.
10-11). Ἀφήνω ἄλλα χωρία παρόμοια τῆς Γραφῆς π.χ. τούς τυφλούς, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν
τούς ἄλλους (Ματθ. 15, 14), τούς λύκους πού ξεστρατίζουν τά πρόβατα καί τά ὁδηγοῦν
στούς ἑαυτούς των (Πραξ 20, 29-30) καί ἀκόμη, ἄν θέλης, καί αὐτούς μέ τούς ὁποίους
δέν πρέπει νά συντρώγωμε (Α΄ Κοριν. 5, 9-11). Ἄν δηλαδή ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας
Γραφῆς, στήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, στηρίζει καί ἀποδεικνύει τίς ἰδικές
σου ἀπόψεις ὡς ὀρθές, τότε φυσικά οἱ ἰδικές μας εἶναι αἱρετικές καί πλανεμένες
καί, ὄντως, ἐτολμήσαμε νά διαστρέψουμε τίς Γραφές, τούς Ἁγίους καί τούς ἱερούς
Κανόνες. Ἄν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἡ Ἁγία Γραφή στηρίζει τίς ἰδικές μας θέσεις καί ἀπόψεις,
τότε ἀποδεικνύεσαι μέγας ἀπατεώνας, διότι προσπάθησες μέ τά σκόρπια καί
σκοτεινά πρός ἀποφυγή παραδείγματα πού ἀνέφερες, νά θεμελιώσης αἱρετικές ἀπόψεις
καί θεωρίες, καί μάλιστα θεωρίες πού σήμερα στηρίζουν καί προάγουν τήν αἵρεσι
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τό ἴδιο πρέπει νά κάνης καί μέ τήν διδασκαλία
τῶν Ἁγίων νά ἀναφέρης δηλαδή καί νά ἀποδείξης ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ
Χρυσόστομος πατήρ, ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ
Εὐγενικός (τά κείμενα τῶν ὁποίων προαναφέραμε) καί ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι, ὅταν
ὁμιλοῦν γιά ἄμεση ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς, ὁμιλοῦν γιά ἀπομάκρυνσι ἀπό
τούς καταδικασμένους αἱρετικούς καί ἀποκομμένους Συνοδικῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ
γιά τούς ἐντός Ἐκκλησίας οἱ Ἅγιοι διδάσκουν ἀντίθετα.
Σέ παρακαλοῦμε, λοιπόν, ἐν κατακλεῖδι ἐπί τοῦ
θέματος τούτου, νά δευτερολογήσης καί νά ἀποδείξης ἀθῶο τόν ἑαυτόν σου ἀπό τίς
κατηγορίες τίς ὁποῖες σοῦ προσάπτουμε. Διότι ἐμεῖς ὑποστηρίζουμε πώς, ὅ,τι δέν
συμφωνεῖ μέ τήν Ἁγία Γραφή, μέ τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων
(αὐτά ὅλα εἶναι ἀλληλένδετα καί ἔχουν σάν βάσι τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς),
δέν εἶναι Ὀρθόδοξο, ἔστω καί ἄν ἀναφέρεται ὅτι τό ἔκαναν κάποιοι μέσα στήν ἱστορία,
ἤ ἀκόμη καί Ἅγιοι σάν οἰκονομία, λόγῳ ὅμως κάποιας ἀδηρίτου ἀνάγκης καί γιά
περιορισμένο καί καθορισμένο χρονικό διάστημα, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου
Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου στόν ὀρθόδοξο ὁρισμό τῆς οἰκονομίας (Φατ. 24, 64, 63).
Ἐσύ πάτερ Βασίλειε (δοθείσης εὐκαιρίας τό ἐπισημαίνουμε
καί αὐτό) ἀναφέρεις στήν εἰσήγησί σου πολλές φορές τήν λέξι οἰκονομία, προφανῶς
γιά νά δικαιολογήσης τίς παρανομίες καί αἱρέσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἀλλά μέ
διεστραμμένη ἔννοια καί σημασία, διότι δέν ὑπάρχει Ὀρθόδοξος οἰκονομία χωρίς
τούς ὅρους πού θέτουν οἱ Πατέρες καί, πολύ περισσότερο, ὅταν διά τῆς οἰκονομίας
αὐτῆς προάγεται ἡ αἵρεσις καί βεβηλώνεται ἡ Ὀρθόδοξος πίστις.
Ἐδῶ
δηλαδή ἰσχύει ἡ διδασκαλία τοῦ Χρυσορρήμονος ἁγίου «οἰκονομητέον
ἔνθα μή παρανομητέον», δηλαδή ἡ οἰκονομία βοηθεῖ σέ κάποια
δύσκολη στιγμή τήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν