Πρόκειται για μια νέα θαυμάσια μελέτη τοῦ κ. Ἰωάννη Ρίζου.
Ὅπως ὁ ἴδιος
σημειώνει:
«η μελέτη αυτή επικεντρώνεται με ουσιαστική ιστορική τεκμηρίωση στα
καίρια σημεία του προβλήματος της εορτολογικής ασυμφωνίας που εμφανίστηκε ανά
τους αιώνες μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Παρουσιάζεται ο τρόπος που
αντιμετωπίστηκε αυτή η ασυμφωνία με αποκορύφωμα το ημερολογιακό Σχίσμα του 1924».
Πιστεύουμε, ὅσοι μελετήσουν τὰ νέα στοιχεῖα ποὺ
παραθέτει ὁ συγγραφέας, νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι τὸ Ἡμερολόγιο, παρ’ ὅτι κακῶς εἰσήχθη,
δὲν ἀποτελεῖ δόγμα, οὔτε ἅπτεται κάποιου δόγματος. Σὲ καιρὸ Παναιρέσεως ἐσχατολογικῆς
(ὅπως ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὁ Οἰκουμενισμός), ὅσοι θέλουν νὰ εἶναι Ὀρθόδοξοι καὶ νὰ
πολεμήσουν τὴν Παναίρεση, πρέπει νὰ εἶναι ἑνωμένοι στὴν Πίστη, ἀφήνοντες μὴ
δογματικὰ θέματα γιὰ ἀργότερα.
«Π.Π.»
«Οὐ
βουλόμεθα ζῆν ψευδολογοῦντες»
Τοῦ κ. Ἰωάννη Ρίζου
Α΄ μέρος
Πρόλογος
Η μελέτη
αυτή, παρ΄ όλο που επιδιώχθηκε να είναι
σύντομη, επικεντρώνεται με ουσιαστική ιστορική τεκμηρίωση στα καίρια σημεία του
προβλήματος της εορτολογικής ασυμφωνίας που εμφανίστηκε ανά τους αιώνες μέσα
στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Παρουσιάζεται ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε αυτή η
ασυμφωνία με αποκορύφωμα το ημερολογιακό
Σχίσμα του 1924. Αυτή η εργασία δεν άπτεται δευτερογενών και τριτογενών
ζητημάτων, τα οποία νομίζω τακτοποιούνται και αξιολογούνται με βάση την παρούσα
πρωταρχική και ουσιώδη ανάλυση. Η παρούσα εργασία δεν γράφτηκε για την ενίσχυση
της αντιπαράθεσης, αλλά αντιθέτως για την δυνατότητα διευθέτησής της και είναι
δεκτική ελέγχου από κάθε ειδικό, ο οποίος θα διαπιστώσει διαφωνία ανάμεσα στα γραφόμενα, την ιστορία
και την Πατερική διδασκαλία.
Ευχαριστώ
θερμά τον κ. Αδαμάντιο Τσακίρογλου, κλασσικό φιλόλογο, και ιστορικό, για τα σημαντικά στοιχεία που μου παρείχε αναφορικά με την
πολύ δύσκολη –από άποψη ιστορικών πηγών– χρονική περίοδο του 4ου-6ου
μ.Χ. αιώνα και που εν πολλοίς εμφανίζονται για πρώτη φορά στην ελληνική
βιβλιογραφία.
Ευχαριστώ
θερμά αυτούς που ανήκουν στο παλαιό ημερολόγιο και θέλησαν να με βοηθήσουν,
μπαίνοντας στη θυσία να μου διαθέσουν αξιόλογη βιβλιογραφία απαραίτητη στην
παρούσα έρευνα.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Πρόλογος
2. Εισαγωγή
3. Τι όρισε η
Α΄ Οικουμενική Σύνοδος
4. Ιουλιανό
και Γρηγοριανό ημερολόγιο
5. Το
Πανορθόδοξο Συνέδριο του 1923
6. Το «άγιο»
Ιουλιανό ημερολόγιο
Πρίν την Α΄ Οικουμενική
Μετά την Α΄ Οικουμενική
Το τέλος της διαμάχης
Συμπεράσματα
7. Ήταν το
πρώτο βήμα του Οικουμενισμού;
8. Οι
Πανορθόδοξοι Σύνοδοι του 1583, 1587,1593
9. Η
αντικανονική απόφαση
10. Η αθέτηση
των Παραδόσεων
11. Επίλογος
© Ιωάννης Ε.
Ρίζος 2017
Ο τίτλος του βιβλίου είναι έκφραση του
αγίου Ομολογητού και Μάρτυρα Ιουστίνου.
Εισαγωγή
Από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα, η εαρινή
ισημερία[1]
συνδέθηκε με ορισμένες θρησκευτικές γιορτές. Σηματοδοτούσε την γιορτή των
Αρχαίων Αιγυπτίων, το "Πισάχ", που στα Αιγυπτιακά σημαίνει διάβαση και
εννοούνταν η διάβαση του Ηλίου από τον
Ισημερινό, σηματοδοτόντας το τέλος του χειμώνα και τον ερχομό της
άνοιξης. Είναι επίσης γιορτή των Εβραίων, το "Πεσάχ" (peshah), που σημαίνει επίσης διάβαση, άλλα
με αυτό οι Εβραίοι γιόρταζαν την διάβαση τους δια της Ερυθράς θαλάσσης και
σηματοδοτούσε την απελευθέρωση του Εβραϊκού λαού από την αιγυπτιακή αιχμαλωσία
και την πορεία τους προς τη Γη της Επαγγελίας.
Είναι και γιορτή των Χριστιανών, το Πάσχα,
που θεωρείται η διάβαση από τον
θάνατο προς την ζωή. Συμβολίζει δηλαδή, την διάβαση από τον θάνατο
της αμαρτίας προς την ζωή της αληθείας που πραγματώθηκε με τον θάνατο και την
Ανάσταση του Ιησού Χριστού.
Επειδή οι πρώτοι Χριστιανοί, προέρχονταν από τους
Εβραίους και επειδή το Μαρτύριο και η Ανάσταση του Ιησού έλαβαν χώρα κατά τη
διάρκεια του Εβραϊκού Πάσχα, παρέλαβαν αυτή την ονομασία και για την εορτή της
ανάμνησης της Αναστάσεως. Κατά τα πρώτα χρόνια, οι Χριστιανοί, συνεόρταζαν μαζί
με τους άλλους Εβραίους το Πάσχα. Η διαφορά ήταν ότι το Πάσχα των πρώτων
Χριστιανών τελούνταν με χαρά, διότι προεικόνιζε και την μέλλουσα ζωή, ενώ των
Εβραίων ήταν μια θλιβερή εορτή.
Σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, το Εβραϊκό Πάσχα (λέγεται
και Νομικό Φάσκα) ορίζεται να εορτάζεται την ημέρα όπου συνέπιπτε η πρώτη
εαρινή πανσέληνος. Με το εβραϊκό μηνολόγιο, ο μήνας, του οποίου η πανσέληνος
συμβαίνει αμέσως μετά την εαρινή ισημερία, καλείται Νισάν και είναι ο πρώτος
μήνας του θρησκευτικού εβραϊκού έτους. Είναι γνωστό, ότι η πανσέληνος απέχει
από την νέα σελήνη περίπου δεκατέσσερις ημέρες και επομένως, η 14η Νισάν
θεωρείται ως σταθερή ημερομηνία εορτασμού του Νομικού Φάσκα.
Η συνήθεια αυτή του εορτασμού του Πάσχα μαζί με τους
Ιουδαίους παρέμεινε σε μερικούς Χριστιανούς μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ.
Όμως, το 51 μ.Χ. όταν συνήλθε η πρώτη Σύνοδος των Αγίων Αποστόλων θεωρείται ότι
σε αυτήν την Σύνοδο αποφασίστηκε να μην
εορτάζεται το χριστιανικό Πάσχα με το Εβραϊκό. Έτσι ο έβδομος Κανόνας των αγίων
Αποστόλων, αποδοκίμαζε αυτούς, που εόρταζαν το Πάσχα μαζί με τους Εβραίους την
14η του Νισάν που αποκαλούνταν "τεσσαρεσκαιδεκατίτες" ή «Τετραδίτες».
Παρά ταύτα, ειδικά στην Ανατολή εξακολουθούσαν οι Χριστιανοί να γιορτάζουν το
Πάσχα μαζί με το Ιουδαϊκό Πάσχα, ενώ στη Δύση το Πάσχα τελούνταν την επόμενη
Κυριακή της εβραϊκής εβδομάδας των Αζύμων. Άλλοι Χριστιανοί γιόρταζαν το Πάσχα
την 15η Νισάν, άλλοι την 16η Νισάν ακόμη και ημέρες διαφορετικές της Κυριακής.
Και ενώ η Σύνοδος της Εφέσου αποφάσισε όπως το Πάσχα να εορτάζεται στις 14
Νισάν, η Σύνοδος της Ρώμης το 196 μ.Χ. αποφάσισε να εορτάζεται Κυριακή, πράγμα
που δεν συνέπιπτε με την απόφαση της Εφέσου.
Φυσικά, καταβλήθηκαν προσπάθειες εναρμονισμού, αλλά
χωρίς αποτέλεσμα. Λύση στο ζήτημα δεν έδωσε ούτε η Σύνοδος στην Αρελάτη το 314
μ.Χ. υπό τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος επανέφερε
το ζήτημα και στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ., αξιώνοντας το
Πάσχα να εορτάζεται κοινή μέρα για όλους τους Χριστιανούς μετά από το Εβραϊκό
Πάσχα και ημέρα Κυριακή, επειδή ήταν γνωστό ότι η Ανάσταση του Κυρίου έλαβε χώρα την μία
του Σαββάτου, δηλαδή την επόμενη μέρα από το Σάββατο, που αργότερα
ονομάστηκε "Κυριακή", δηλαδή ημέρα του Κυρίου. Η
επιθυμία αυτή του νεοφώτιστου στην πίστη αυτόκράτορα Κωνσταντίνου είχε μάλλον
πολιτικά κίνητρα –ενότητα στην αυτοκρατορία– κι όχι θεολογικά. Αυτόν τον
ισχυρισμό τον στηρίζω στο γεγονός ότι –ένα χρόνο πριν– σε επιστολή του προς τον
Άρειο, ο Κωνσταντίνος δείχνει παντελή άγνοια για την σημασία της διαμάχης
μεταξύ Αρειανών και Ορθοδόξων. Γράφει πώς θεωρεί το σημείο της έριδας μεταξύ
ορθοδόξων και αρειανών «ειλικρινώς
ασήμαντο» και «ουσιαστικά μηδαμινό
και μικρής χρονικής διάρκειας».[2]
Η Σύνοδος της Νίκαιας –Α΄ Οικουμενική– καταδίκασε τους
"τεσσαρεσκαιδεκατίτες" και προχώρησε σε ρυθμίσεις του εορτασμού του
Πάσχα. Επειδή η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ήταν τότε πνευματικό και αστρονομικό
κέντρο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με εξ ίσου μεγάλο κύρος και στην
Δυτική, ανατέθηκε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και ειδικότερα στον αστρονόμο και
Επίσκοπο Χωνών Αχιλλέα Τάτιο να καθορίζει την ημέρα του Πάσχα, αλλά και να την
μεταδώσει στον πρώτο τη τάξη Επίσκοπο Ρώμης, ο οποίος θα την ανακοίνωνε και σε
όλες τις απομακρυσμένες Χριστιανικές Εκκλησίες της Δύσης. Το Πατριαρχείο
Αλεξανδρείας εξέδωσε έναν κανόνα για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα
που ονομάστηκε Πασχάλιος Κανών.
Η Εκκλησία της Ρώμης διατύπωσε διαφωνίες στον
τρόπο υπολογισμού του Πασχαλίου Κανόνα, διατηρώντας έναν πασχάλιο κανόνα, που
είχε εισάγει πολλά χρόνια νωρίτερα ο Ρωμαίος μαθηματικός και επίσκοπος Ωστίας
(μετέπειτα Ρώμης) άγιος Ιππόλυτος. Έτσι, το Πάσχα στη Δύση εορταζόταν σε
διαφορετικές ημέρες από ότι στην Ανατολή. Μετά από πέντε αιώνες (περίπου τέλη 8ου
αι.) ο Καρλομάγνος επέβαλε στη Δύση τον κανόνα του Πατριαρχείου
Αλεξανδρείας και τότε επήλθε συμφωνία μεταξύ των Χριστιανών, οι οποίοι πλέον
εόρταζαν το Πάσχα την ίδια Κυριακή μέχρι το 1582. Εκείνη τη χρονιά, ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ' αντικατέστησε το Ιουλιανό ημερολόγιο με ένα νέο, που ονομάστηκε Γρηγοριανό. Από τότε μέχρι σήμερα ο εορτασμός
του Πάσχα από την Δυτική και την Ανατολική Εκκλησία δεν είναι κατά κανόνα
ταυτόχρονος.
Το 1924 ο
αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος –με τρόπο αντικανονικό–
εφαρμόζοντας τις αποφάσεις ενός Πανορθόδοξου συνεδρίου του 1923, προέβη σε μια
ημερολογιακή-εορτολογική μεταβολή υιοθετώντας το Γρηγοριανό ημερολόγιο
για τις ακίνητες εορτές του εκκλησιαστικού έτους και το Ιουλιανό ημερολόγιο (το
παλαιό) για το τμήμα των κινητών εορτών
στο οποίο περιλαμβάνεται και η εορτή του Πάσχα. Αυτή η ημερολογιακή μεταβολή
δημιούργησε Σχίσμα στο σώμα της Εκκλησίας της Ελλάδος το οποίο διαρκεί μέχρι
σήμερα.
1. Tι όρισε η Α΄ Οικουμενική,
ο Ζ΄ Αποστολικός Kανόνας
και ο Α΄ Αντιοχείας.
Η Α΄
Οικουμενική Σύνοδος άρχισε στις 19 Ιουνίου 325 μ.Χ. και έληξε στις 25 Αυγούστου[3]
στη Νίκαια της Βιθυνίας: «Εν υπατείᾳ
Παυλίνου και Ιουλιανού των λαμπροτάτων, έτους
από Αλεξάνδρου χλς΄, εν μηνί Δεσίω ιθ΄ τη προ ιγ΄ καλανδών
Ιουλίων εν Νικαίᾳ τη Μητροπόλει Βιθυνίας»[4]
έληξε δε «Εν μηνί Λώω, προ ζ΄ καλανδών Γορπιαίω». Η πρώτη εντυπωσιακή
παρατήρηση που κάνουμε διαβάζοντας τα Πρακτικά της Β΄ Οικουμενικής
Συνόδου, τα οποία περιγράφουν κάποια στοιχεία της Α΄ Οικουμενικής[5],
είναι ότι, ενώ η Εκκλησία μέχρι την Α΄ Οικουμενική ακολουθούσε το Μακεδονικό ημερολόγιο (του Μ.
Αλεξάνδρου, στο οποίο το έτος είχε 354 ημέρες), εμμέσως πλην σαφώς στις
εργασίες της Συνόδου Νίκαιας έγινε αποδεκτό το Ιουλιανό ημερολόγιο (των 365,25
ημερών) ως πολύ ακριβέστερο. Δηλαδή εμφανίζεται εδώ η πρώτη αλλαγή ημερολογίου, χωρίς κάποια
καταγεγραμμένη συνοδική και επίσημη πράξη. Την εισαγωγή του Ιουλιανού ημερολογίου ενέκριναν κατ΄
αρχήν οι Πατέρες της Συνόδου και ανέθεσαν στον Επίσκοπο Χωνών Αχιλλέα Τάτιο, να συνεννοηθεί με τους αστρονόμους
της Αλεξάνδρειας για την εισαγωγή του Ιουλιανού