ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ
ΜΕΛΕΤΗ
Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΟ
ΤΟΝ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ π. ΕΥΘΥΜΙΟ
ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
Δ΄ Μέρος
Θά ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ εἰς τό κεφάλαιο
τῆς σελ. 15 (τοῦ βιβλίου σας), «Ὁ
προαιρετικός χαρακτήρας τοῦ Κανόνος».
Καί στό κεφάλαιο αὐτό, ὅπως βεβαίως καί
στήν ὑπόλοιπη κριτική μελέτη, ἀπουσιάζει παντελῶς ὁ ἁγιογραφικός καί πατερικός
λόγος, πρός στήριξι τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος. Ἐπί πλέον δέ θεωρεῖται
ὡς δεδομένη ἡ ἑρμηνεία τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ Κανόνος, κατά τό πρότυπο τοῦ
πρώτου μέρους του καί τῶν δύο προηγουμένων.
Γράφετε συγκεκριμένα στήν ἀρχή τοῦ ἐν
λόγῳ κεφαλαίου τά ἑξῆς: «Ἐπειδὴ ὁ Κανόνας
αὐτός, ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, βρίσκεται σέ στενὴ νοηματική συνάφεια μέ τούς
δύο προηγουμένους (13ο, 14ο καὶ πρῶτο μέρος τοῦ 15ου), θεωρεῖται ἀναγκαία ἡ
συνοδική κρίση καί καταδίκη τοῦ συγκεκριμένου αἱρετικοῦ ἐπισκοποῦ, πού μέχρι
πρότινος ἦταν “πρόεδρος”, κανονικός ἐπίσκοπος, καί στή συνέχεια ἔπεσε στήν αἵρεση.
Ἐπειδή δέ ἀκριβῶς ὁ Κανόνας ἀπαιτεῖ τήν ὀνομαστική συνοδική καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ,
δέν εἶναι δυνατόν ἡ ἀποτείχιση ἀπό αὐτόν νά ἔχει ὑποχρεωτικό χαρακτῆρα. Ἄν ὁ
Κανόνας ὑποχρέωνε τούς πιστούς νά ἀποτειχιστοῦν ἀπό αὐτόν, θὰ ἦταν περιττή ἡ
συνοδική κρίσις καί ἀποκοπή του ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τήν κρίση καί τήν
ἀποκοπή θά τήν εἶχε κάνει ἤδη ὁ λαός, ἀποτειχιζόμενος ἀπό αὐτόν».
Ἀπορῶ εἰλικρινά πατέρες ποῦ εὑρήκατε
τήν «στενή νοηματική συνάφεια» τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος μέ τό πρῶτο
μέρος του, καί τούς δύο προηγουμένους, τήν στιγμή πού οὔτε στήν ἁγ. Γραφή, οὔτε
στούς ἱερούς Κανόνες, οὔτε φυσικά στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, τά θέματα τῆς
πίστεως καί τῆς αἱρέσεως ἀντιμετωπίζονται ὅπως τά ἄλλα θέματα τῶν προσωπικῶν ἁμαρτιῶν,
δηλαδή ἑκάστου. Ἄν ὁ Κανόνας αὐτός τά ἀντιμετώπιζε κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἀσφαλῶς
θά ἐρχόταν σέ ἀντίθεσι μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ἐπειδή ὅμως
τό δεύτερο μέρος τοῦ Κανόνος αὐτοῦ δέν ἔχει καμμία νοηματική συνάφεια μέ τούς
δύο προηγουμένους καί τό πρῶτο μέρος του, προφανῶς ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ τήν ἁγ.
Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων ἡ ἑρμηνεία τήν ὁποία ἐσεῖς δίδετε. Δι’ αὐτό ἄλλωστε
δέν εὑρήκατε οὔτε ἕνα ἁγιογραφικό χωρίο, οὔτε μία ἔστω πρότασι ἀπό τήν
διδασκαλία τῶν Ἁγίων διά νά τήν προσκομίσετε πρός ὑποστήριξι τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας
τοῦ Κανόνος. Καί ἐφ’ ὅσον δέν εὑρήκατε ἁγιογραφικά καί πατερικά ἐρείσματα,
καταφύγατε στόν ὀρθολογισμό καί στήν διά συλλογισμῶν ἀναίρεσι τῶν ὅσων
γράφονται στό βιβλίο τό ὁποῖο κρίνετε.
Ἡ μέθοδος ὅμως αὐτή, τήν ὁποία
χρησιμοποιεῖτε ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος τῆς κριτικῆς μελέτης σας, εἶναι ἡ ἴδια
καί ἀπαράλλακτος μέ τήν συλλογιστική μέθοδο τῶν Οἰκουμενιστῶν καί ἀκόμη καί αὐτῶν
τῶν Παπικῶν. Διότι καί οἱ ἡγέτες καί πρωτεργάτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ
συλλογισμούς μόνο καί ἄκρατο ὀρθολογισμό προσπαθοῦν νά στηρίξουν π.χ. τούς
λεγομένους θεολογικούς διαλόγους, τίς συμπροσευχές, τήν βαπτισματική θεολογία,
τήν διεύρυνσι τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας κλπ.
Παραδόξως δέ αὐτοί ἐνίοτε ἀναφέρουν καί κάποια πατερικά
χωρία, ἔστω καί παραποιημένα καί ἀποκομμένα ἀπό τήν ὅλη συνάφεια τοῦ κειμένου, ὅπως
αὐτό πού προσφάτως ἀνέφερε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης καί παρουσίαζε τόν ἅγ.
Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὡς διαλεγόμενο καί συμφωνοῦντα μετά τῶν Μωαμεθανῶν, πρός
στήριξι τῶν αἱρετικῶν θέσεών των, ἐνῶ ἐσεῖς πατέρες, προκειμένου νά μᾶς πείσετε
ὅτι καί ἡ δυνητική ἑρμηνεία
τοῦ Κανόνος εἶναι ἡ ἁγιογραφική καί πατερική ὁδός, δέν ἀναφέρετε οὔτε ἕνα ἁγιογραφικό
χωρίο, οὔτε φυσικά κάτι ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἀλλά μᾶς εἰσάγετε στόν
λαβύρινθο τῶν συλλογισμῶν, μᾶς παρουσιάζετε τό ζητούμενο ὡς δεδομένο,
συρράπτετε τεχνηέντως τήν διδασκαλία τῶν προηγουμένων Κανόνων, ἡ ὁποία ἀναφέρεται
σέ προσωπικά σφάλματα τοῦ Ἐπισκόπου μέ τά θέματα τῆς πίστεως καί αἱρέσεως,
τοποθετεῖστε ἀπροκάλυπτα σέ τόσο σοβαρά θέματα, χωρίς νά στηρίζεσθε οὐδόλως
στήν ἁγ. Γραφή καί στή διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί βεβαίως θεωρεῖτε ὅτι αὐτά τά ὁποῖα
διδάσκετε ἀποτελοῦν τήν ἁγιογραφική καί πατερική ὁδό ἐν καιρῷ αἱρέσεως.
Ἐρχόμενος
πάλι στό κριτικό κείμενό σας (τό ὁποῖο ἀνέφερα), εἰς τό ὁποῖο ἰσχυρίζεσθε ὅτι ὑπάρχει
«στενή νοηματική συνάφεια» τοῦ
δευτέρου μέρους τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος μέ τό πρῶτο μέρος του καί τούς δύο
προηγουμένους, ἀναφέρω ἐπί πλέον τά ἑξῆς. Πέραν τοῦ ὅτι ἡ θεωρία σας αὐτή ἔρχεται
σέ πλήρη ἀντίθεσι μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἔρχεται σέ ἀντίθεσι
καί μέ τόν ἴδιο τόν Κανόνα τόν ὁποῖο σχολιάζετε. Διότι οἱ συντάκτες τοῦ Κανόνος
αὐτοῦ, προκειμένου νά μᾶς διδάξουν ὅτι δέν ὑπάρχει οὐδεμία σχέσις τοῦ δευτέρου
μέρους τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος μέ τό πρῶτο μέρος του καί τούς δύο προηγουμένους, ἔθεσαν
ἐνδιαμέσως ὡς φραγμό καί διαχωριστική γραμμή μία πρότασι, ἡ ὁποία ἀναιρεῖ τήν
περί «στενῆς νοηματικῆς συναφείας»
θεωρία σας καί καθιστᾶ, συγχρόνως, τελείως ξεχωριστό τό δεύτερο τμῆμα τοῦ
Κανόνος.
Ἡ
ἐνδιάμεση αὐτή πρότασι πού ξεχωρίζει τελείως τό δεύτερο τμῆμα τοῦ Κανόνος ἀπό
τούς προηγουμένους εἶναι ἡ ἑξῆς: «Καί ταῦτα μέν ἐσφράγισταί
τε καί ὥρισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων
προέδρων, καί σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων». Δηλαδή οἱ
Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου διασαφίζουν ὅτι ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἀνέφεραν
στούς δύο προηγουμένους Κανόνες καί στό πρῶτο τμῆμα τοῦ παρόντος ἰσχύουν ἀποκλειστικῶς
καί μόνο δι’ αὐτούς πού ἀποσχίζονται ἀπό τούς Ἐπισκόπους ἐπί προφάσει προσωπικῶν
ἐγκλημάτων.
Ἄν
ὅμως ὑπῆρχε, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, στενή νοηματική συνάφεια τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ
Κανόνος μέ τούς προηγουμένους, ἡ πρότασις αὐτή θά ἦτο ὄχι μόνο περιττή ἀλλά καί
ἀκατανόητος. Διότι πῶς αὐτά ὁρίζονται καί ἐπισφραγίζονται τήν στιγμή πού καί
κατωτέρω ὁρίζονται καί ἐπισφραγίζονται πράγματα ἔχοντα μεταξύ των «στενή νοηματική συνάφεια»; Καί πῶς ὁρίζονται
καί ἐπισφραγίζονται αὐτά πού ἔχουν σχέσι μέ τά προσωπικά ἐγκλήματα τοῦ Ἐπισκόπου,
τήν στιγμή πού καί τά θέματα τῆς πίστεως, σύμφωνα μέ τήν θεωρία σας, ἀνήκουν στήν ἴδια
κατηγορία καί ἔχουν τήν ἴδια ἀντιμετώπισι ἐκ μέρους τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας;
Πέραν αὐτῆς τῆς ἐνδιαμέσου προτάσεως τοῦ
Κανόνος τήν ὁποία τεχνηέντως ἀποσιωπεῖτε, διότι προφανῶς δέν ταιριάζει μέ τήν ἐξίσωσι
τῶν προσωπικῶν ἐγκλημάτων τοῦ Ἐπισκόπου μέ τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως,
ἐπί πλέον καί ὅλα ὅσα θίγονται στό δεύτερο μέρος τοῦ Κανόνος οὐδεμίαν σχέσι ἔχουν,
νοηματική συνάφεια καί ἀντιμετώπισι μέ τούς προηγουμένους Κανόνες. Διότι
προηγουμένως οἱ Κανόνες ἀναφέρονται στά προσωπικά ἐγκλήματα τοῦ Ἐπισκόπου, ἐνῶ
τώρα τό δεύτερο αὐτό μέρος τοῦ Κανόνος ἀναφέρεται στά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς
αἱρέσεως, τά ὁποῖα καί ἡ ἁγ. Γραφή καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων τά ἀντιμετωπίζει
τελείως διαφορετικά.
Προηγουμένως οἱ Κανόνες ἀνέφεραν ὅτι
προκαλεῖ σχίσμα στήν Ἐκκλησία αὐτός πού ἀποτειχίζεται πρό Συνοδικῆς κρίσεως ἀπό
τόν Ἐπίσκοπο, ἐνῶ στό δεύτερο τμῆμα τοῦ Κανόνος ὁ ἀποτειχιζόμενος ὄχι μόνον δέν
δημιουργεῖ σχίσμα, ἀλλά ἀπεναντίας ἐλευθερώνει τήν Ἐκκλησία ἀπό τό σχίσμα. Προηγουμένως οἱ Κανόνες ἐτιμωροῦσαν μέ
καθαίρεσι τόν ἀποτειχιζόμενο κληρικό, ἐνῶ τώρα ὄχι μόνον δέν τόν τιμωροῦν ἀλλά
τόν καθιστοῦν ἄξιο τιμῆς καί ἐπαίνου.
Προηγουμένως ἀπαιτεῖτο συνοδική διάγνωσις καί καταδίκη τοῦ Ἐπισκόπου, ἐνῶ
τώρα δέν ἀπαιτεῖται ἡ διάγνωσις αὐτή προκειμένου νά γίνη ἡ ἀποτείχισις.
Προηγουμένως, τέλος, οἱ Ἐπίσκοποι πρό τῆς συνοδικῆς διαγνώσεως ἀνεγνωρίζοντο ὡς
κανονικοί Ἐπίσκοποι, ἐνῶ τώρα ἀναφέρονται ρητῶς ὅτι εἶναι ψευδεπίσκοποι καί
ψευδοδιδάσκαλοι πρό τῆς Συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης των.
Ὅλα αὐτά, πατέρες, νομίζω –ἄν τά λάβωμε
ὑπ’ ὄψιν μας– μᾶς ὁδηγοῦν ἀβίαστα στό συμπέρασμα ὅτι «οὐδεμία νοηματική
συνάφεια» ὑπάρχει μεταξύ τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ Κανόνος καί τῶν προηγουμένων. Ἐσεῖς
ὅμως μέ τήν θεωρία τῆς «στενῆς νοηματικῆς συνάφειας» γράφετε ἀμέσως ἐν συνεχείᾳ ὅτι «θεωρεῖται
ἀναγκαία ἡ συνοδική κρίση καί καταδίκη τοῦ συγκεκριμένου αἱρετικοῦ ἐπισκόπου,
πού μέχρι πρότινος ἦταν “πρόεδρος”, κανονικός ἐπίσκοπος, καί στή συνέχεια ἔπεσε
στήν αἵρεση. Ἐπειδή δέ ἀκριβῶς ὁ Κανόνας ἀπαιτεῖ τὴν ὀνομαστική συνοδική
καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ, δέν εἶναι δυνατόν ἡ ἀποτείχιση ἀπό αὐτόν νά ἔχει ὑποχρεωτικό
χαρακτήρα».
Δηλαδή,
ὄχι μόνο θέτετε «σέ στενή νοηματική
συνάφεια» τό δεύτερο μέρος τοῦ Κανόνος μέ τούς προηγουμένους, ἀλλά ἐπί
πλέον ἐκλαμβάνετε τήν ἀντιμετώπισι τῶν προηγουμένων Κανόνων καί γιά τά
θέματα τῆς πίστεως. Ἐνῶ λοιπόν ρητῶς ἀναφέρει τό δεύτερο μέρος τοῦ Κανόνος ὅτι
δέν ἀπαιτεῖται συνοδική κρίσις γιά τήν ἀποτείχισι, ἐσεῖς τήν θεωρεῖτε, ὅπως ἰσχυρίζεσθε,
ἀναγκαία. Ἐνῶ, ἐπίσης, οἱ προηγούμενοι Κανόνες ἀπαιτοῦσαν τήν ὀνομαστική
καταδίκη τοῦ Ἐπισκόπου, ἐσεῖς τώρα αὐτό τό ἐπεκτείνετε καί γιά τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Αὐτό πάλι πού γράφετε, «ἐπειδή δέ ἀκριβῶς ὁ Κανόνας ἀπαιτεῖ τὴν
ὀνομαστική συνοδική καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ, δέν εἶναι δυνατόν ἡ ἀποτείχιση ἀπό
αὐτόν νά ἔχει ὑποχρεωτικό χαρακτήρα», τί εἴδους ἐπιχείρημα εἶναι; Διότι
τήν ὀνομαστική καταδίκη τοῦ Ἐπισκόπου τήν ἀπαιτοῦσαν οἱ προηγούμενοι Κανόνες∙
γιά τόν αἱρετικό ὅμως Ἐπίσκοπο οὐδέν ἀναφέρει τό δεύτερο μέρος τοῦ Κανόνος περί
«ὀνομαστικῆς συνοδικῆς καταδίκης του». Ὡς ἐκ τούτου τό συμπέρασμα πού ἐξάγετε γιά τό
μή ὑποχρεωτικό τῆς ἀποτειχίσεως (δηλαδή ἡ περίφημη δυνητική θεωρία) ἑδράζεται ὄχι
ἁπλῶς στόν ὀρθολογισμό, ἀλλά καί σέ πλαστά καί παραπλανητικά ἐρείσματα.
Καί στήν συνέχεια ὅμως, προκειμένου νά
στηρίξετε τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἀκολουθώντας πιστά τήν
συλλογιστική τοῦ ὀρθολογισμοῦ, κάνετε μία ἀκροβατική προσπάθεια νά ἀποδείξετε
τά ἀναπόδεικτα. Γράφετε ὅτι: «Ἄν ὁ Κανόνας ὑποχρέωνε τοὺς πιστοὺς νά ἀποτειχιστοῦν
ἀπό αὐτόν, θά ἦταν περιττή ἡ συνοδική κρίσις καί ἀποκοπή του ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας,
ἀφοῦ τήν κρίση καί τήν ἀποκοπή θά τήν εἶχε κάνει ἤδη ὁ λαός, ἀποτειχιζόμενος ἀπό
αὐτόν».
Ἐδῶ πατέρες, δείχνετε ὅτι ἀγνοεῖτε τόν
σκοπό τῆς ἀποτειχίσεως καί δι’ αὐτό, προφανῶς, ταυτίζετε τό δεύτερο μέρος τοῦ
Κανόνος μέ τούς προηγούμενους. Δείχνετε ἐπίσης ὅτι ἀγνοεῖτε βασικούς ρόλους τῶν
μελῶν καί τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τά ὅρια εἰς τά ὁποῖα δύναται ἕκαστος νά
κινεῖται.
Ὅταν λοιπόν ἀποτειχίζεται κάποιος ἀπό
τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο πρό συνοδικῆς κρίσεως, δέν ἀποκόπτει τόν αἱρετικό ἀπό τήν
Ἐκκλησία, διότι δέν ἔχει τέτοιο δικαίωμα, ἀλλά ἀπομακρύνεται ἐκκλησιαστικά ἀπό
αὐτόν, διά νά μή συμμετέχη διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας εἰς τήν αἵρεσι.
Αὐτό τό διδάσκει θαυμάσια ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή του ὡς ἑξῆς:
«ὥστε ἀκριβοῦς ζωῆς ὑμῖν χρεία, ἀναπληρούσης
τὸ ἐλλιπές τῆς ὑποπτώσεως, ἥν ὑπέπεσεν ὁ προκαθηγησάμενος ὑμῶν καί δι' αὐτοῦ πάντες
ὑμεῖς τῇ ἐκείνου παραδοχῇ· οἵα γάρ ἡ κεφαλή, τοιοῦτον καί τό ὅλον σῶμα» (Φατ.
512, 761,19). Καί σέ ἄλλη ἐπίσης ἐπιστολή: «δοκῶ
δέ καί τούς ὑπό χεῖρα τοιούτους εἶναι, διότι οἷον τό ἄρχον τοιοῦτον καί τό ἀρχόμενον
ὡς τά πολλά πέφυκεν ὑπάρχειν» (Φατ. 304, 446,14). Δηλαδή διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας ἐνσωματούμεθα μέ τήν ὁρατή κεφαλή (τόν Ἐπίσκοπο) καί ταυτιζόμεθα μέ
τήν πίστι του.
Αὐτό γίνεται καί διά τῆς μνημονεύσεως
τοῦ Ἐπισκόπου, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρουν στήν θαυμάσια καί ὁμολογιακή ἐπιστολή
των πρός τόν λατινόφρονα Βασιλέα Μιχαήλ τόν Η΄ τόν Παλαιολόγο, οἱ ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες
οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες: «Ἄνωθεν γὰρ ἡ
τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως,
συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας
λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, δεικνύων καὶ τὴν
πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγήν, καὶ ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, καὶ πίστεως καὶ τῶν
θείων μυστηρίων διάδοχος. Καὶ ὁ μέγας πατὴρ ἡμῶν καὶ ὁμολογητὴς Θεόδωρος ὁ Στουδίτης
ταῦτα λέγει πρός τινα, διὰ τῆς τιμίας αὐτοῦ ἐπιστολῆς· “ἔφης δέ μοι ὅτι
δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου, μὴ ἀναφέρειν τὸν αἱρεσιάρχην, καί τοι περὶ
τούτου εἰπεῖν σοι τὸ παρόν, οὐ καταθαρρῶ· πλὴν ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ
μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων”. Ταῦτα μὲν ὁ πατήρ· πρὸ
δὲ τούτου, καὶ ὁ Θεὸς τοῦτο ἐσήμανεν οὕτως εἰπών· “ἱερεῖς ἠθέτουν νόμον μου, καὶ
ἐβεβήλουν τὰ ἅγιά μου”· πῶς; ὅτι βεβήλοις καὶ ὁσίοις οὐ διέστελλον, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς
ἅπαντα κοινά».
Ἐδῶ οἱ ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες ὁμολογοῦν
ὅτι μέ τήν μνημόνευσι ἔχουμε πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπο
καί μέ τήν πίστι τοῦ Ἐπισκόπου. Χρησιμοποιοῦν δέ ἐκτός ἀπό τήν ἐξήγησι τῆς Θ. Λειτουργίας
καί τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ὁ ὁποῖος ὁμιλώντας γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι
ἀναφέρει ἐπί πλέον ὅτι μολύνεται καί τό μυστήριο διά τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ
Ἐπισκόπου. Καταλήγουν δέ ἐπικαλούμενοι χωρίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ἰεζεκιήλ
22,26) καί διδάσκουν ὅτι μέ τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου γίνεται βεβήλωσις
τῶν Ἁγίων, ἐφ’ ὅσον τόν βέβηλο (αἱρετικό) Ἐπίσκοπο τόν συγκαταριθμοῦμε μέ τούς Ὀρθοδόξους,
περιμένοντας ἴσως, ὅπως ἐσεῖς πατέρες ἀναφέρετε, νά τόν καθαιρέση ἡ Σύνοδος.
Βλέπομε ἐδῶ θαυμάσια ὅτι ἡ πατερική ὁδός ἑρμηνείας
εἶναι νά ταυτίσωμε τήν ἑρμηνεία πού δίδομε μέ τήν ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία
τῶν Ἁγίων. Ἐσεῖς ὅμως, μέ τήν ἑρμηνευτική σας μέθοδο, δημιουργεῖτε παντελῆ καί
μόνιμο διάζευξι τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων.
Ἀπό
ὅλα αὐτά τά πατερικά κείμενα γίνεται φανερό ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἐπιβάλλεται, γιά
νά μήν συμμετέχωμε στήν αἵρεσι διά τῆς μνημονεύσεως καί ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας·
καί ἡ καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ἀπό τήν Σύνοδο εἶναι ἀναγκαία, διά νά
μήν συμμετέχη ἡ Σύνοδος εἰς τήν αἵρεσι διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ
τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Ἡ ὀρθόδοξος δέ Σύνοδος, ἐπί πλέον, θέτει τέρμα εἰς τήν αἵρεσι,
ἐφ’ ὅσον καταδικάζει τήν αἵρεσι καί ἀποβάλλει ἐπισήμως τόν διά τῆς αἱρέσεως ἀποβληθέντα
καί μεταβληθέντα ἀπό ποιμένα εἰς λύκον.
Τό ἔργο αὐτό τῆς Συνόδου δέν δύναται νά
τό πράξῃ ὁ οἱοσδήποτε.
Προφανῶς
ὁ Ἐπίσκοπος δέν μεταβάλλεται εἰς λύκο μέ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἀλλά μέ τήν ἐπίσημο
ἐπ’
Ἐκκλησίας διακήρυξι τῆς αἱρέσεως. Ὅταν δέ ἀποτειχιζόμεθα ἀπό τόν μεταβληθέντα εἰς
λύκο αἱρετικό Ἐπίσκοπο, προφανῶς δέν τόν θανατώνομε, διότι αὐτός ἐξακολουθεῖ νά
κατέχη τόν ἐπισκοπικό θρόνο, ἀλλά ἀσφαλιζόμεθα ὡς πρός τό βασικό καί οὐσιῶδες
θέμα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Δι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες ἀποκαλοῦν λύκο μόνο τόν ἐμπεσόντα εἰς αἵρεσι Ἐπίσκοπο
καί ἐπιβάλλουν τήν ἄμεση ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτόν, εἰς ὅλες δέ τίς ἄλλες
περιπτώσεις, τῶν διαφόρων δηλαδή προσωπικῶν του ἁμαρτημάτων, διδάσκουν τήν ἐκκλησιατική
ἐπικοινωνία μέ αὐτόν καί τήν ἀναμονή τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.
Ἐσεῖς ὅμως πατέρες, προκειμένου νά
θεσπίσετε τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί μάλιστα νά τήν παρουσιάσετε ὡς Ὀρθόδοξο
Παράδοσι ἐν καιρῷ αἱρέσεως, διδάσκετε γιά τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο αὐτά, τά ὁποῖα
θεσπίζουν οἱ Πατέρες καί οἱ Κανόνες γιά ὅλα τά ἄλλα προσωπικά του ἁμαρτήματα.
Τοιουτοτρόπως παρουσιάζετε τό τραγικό καί συγχρόνως κωμικό καί, κατ’ οὐσίαν, ἀδιανόητο
φαινόμενο, τῆς παραμονῆς δηλαδή κοντά στόν λύκο, χωρίς προφανῶς καμμία ἐπίπτωσι,
μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.
Ἄν τώρα σέ ὅλα αὐτά πατέρες, δέν
συμφωνεῖτε, ἀλλά πιστεύετε ὅτι κάνομε λάθος καί, τρόπον τινά, εἴμεθα
πλανεμένοι, εἴμεθα ἕτοιμοι νά σᾶς ἀκούσωμε, μέ τήν προϋπόθεσι, βεβαίως, ὅτι αὐτά
τά ὁποῖα θά ἀναφέρετε, θά τά κατοχυρώσετε συγχρόνως, ὄχι μέ τούς συλλογισμούς
σας, ἀλλά μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Δηλαδή θέλομε νά
μάθωμε τελικά ποῦ, κατά τό δή λεγόμενο, εὑρήκατε γραμμένο τό ὅτι δύνασαι νά
παραμένης ἐκκλησιαστικά κοντά στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, νά τόν μνημονεύης καί νά
τόν ἀναγνωρίζης εἰς τύπον Χριστοῦ μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου καί, μάλιστα, νά
μήν βλάπτεσαι ἀπό αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία.
Ἐν συνεχείᾳ στό ἴδιο κεφάλαιο γράφετε τά ἑξῆς: «Εἶναι ἐπίσης σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι ὁ
Κανών αὐτός, ἐνῶ ἐπαινεῖ μέν ἐκείνους, πού ἀποτειχίζονται ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο
“πρό συνοδικῆς διαγνώσεως”, δέν ἐπιβάλλει ὅμως κάποια ποινή σ' ἐκείνους, πού
χωρίς νά ἀποδέχονται τίς διδασκαλίες τοῦ ἐν λόγῳ ἐπισκόπου, ἐξακολουθοῦν νά τόν
μνημονεύουν, ἀναμένοντες συνοδική διάγνωση καί καταδίκη καί ἀνταγωνιζόμενοι μέ
κάθε τρόπο πρός τήν αἵρεση».
Ἐδῶ ὁμολογεῖτε πατέρες, ὅτι ὁ Κανόνας ἐπαινεῖ
αὐτούς πού ἀποτειχίζονται. Κατ’ ἀκρίβειαν ὁρίζει ὁ Κανόνας «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται»
καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ἑρμηνεύει «καί τιμῆς
τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι».
Ἄς δοῦμε ὅμως, ποῦ ἀποδίδομε τιμή μέσα
στήν Ἐκκλησία. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἀποδίδομε λατρεία στόν Θεό καί τιμή στούς Ἁγίους.
Ἐπίσης ἀποδίδομε τιμή εἰς αὐτούς πού ἔχουν κάποιο ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα καί εἰδικά
στόν Ἐπίσκοπο. Προφανῶς ἐδῶ ὁ Κανόνας δέν ἐννοεῖ τήν τιμή πού ἀποδίδομε στούς ἔχοντας
τά ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα, διότι ὁ ἅγιος Νικόδημος ἑρμηνεύοντας τό σημεῖο αὐτό
τοῦ Κανόνος ἀναφέρει ὅτι: «τιμῆς τῆς
πρεπούσης εἶναι ἄξιοι ὡς ὀρθόδοξοι». Δηλαδή τιμῶνται μέ τήν πρέπουσα τιμή ἀπό
τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή ἐτήρησαν ὀρθόδοξο στάσι. Ἄν ὅμως οἱ ἀποτειχισμένοι ἐτήρησαν
ὀρθόδοξο στάσι καί δι’ αὐτό τιμῶνται, οἱ ὑπόλοιποι, οἱ ὁποῖοι δέν ἀποτειχίστηκαν
καί δέν τιμῶνται ἀπό τήν Ἐκκλησία, τί ἐτήρησαν; Διότι, ἄν ἐτήρησαν ὀρθόδοξο
στάσι δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου καί οἱ μή ἀποτειχισθέντες, ἔπρεπε προφανῶς καί αὐτοί
νά ἀξιωθοῦν τῆς πρεπούσης τιμῆς.
Σέ ἕνα πόλεμο, ὅμως, καί σέ μία μάχη ἀξιώνονται
τιμῆς, ὅσοι ἀγωνίζονται καί θυσιάζονται καί ὄχι, ὅσοι περιμένουν νά θανατωθῆ ὁ ἐχθρός
συνοδικῶς, ἤ ὅσοι τόν πολεμοῦν μέ χαρτοπόλεμο.
Αὐτό, ἐπίσης, πού γράφετε, ὅτι δηλαδή οἱ
μή ἀποτειχισθέντες ἐξακολουθοῦν νά μνημονεύουν τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, χωρίς νά ἀποδέχωνται
τίς διδασκαλίες του, ποῦ τό εὑρήκατε γραμμένο; Διότι πιό πάνω σᾶς ἀνέφερα τό
χωρίο τῶν ἐπί Βέκκου Ἁγιορειτῶν Ὁσιομαρτύρων, εἰς τό ὁποῖο οἱ Πατέρες διδάσκουν
ὅτι διά τῆς μνημονεύσεως ἀποδεχόμεθα τίς διδασκαλίες τοῦ Ἐπισκόπου καί
ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι του. Τώρα ἐμεῖς
ποιούς νά πιστέψωμε, ἐσᾶς ἤ τούς φωστῆρας τοῦ ἁγ. Ὄρους; Ἐσεῖς ὅμως πατέρες δέν
προσκομίζετε καμμία μαρτυρία, ἐνῶ αὐτοί ἐμαρτύρησαν διά τήν ὁμολογία αὐτή καί ἀξιώνονται
τῆς πρεπούσης τιμῆς ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ὡς Ὀρθόδοξοι καί Ὁμολογητές καί Μάρτυρες.
Ἀναφέρετε ἐπίσης εἰς τό σημεῖο αὐτό: «οἱ μή ἀποτειχισθέντες ἐξακολουθοῦν νά τόν
μνημονεύουν, ἀναμένοντες συνοδική διάγνωσι καί καταδίκη καί ἀνταγωνιζόμενοι μέ
κάθε τρόπο πρός τήν αἵρεσι». Νομίζω πατέρες, ὅτι αὐτό πού γράφετε «ἀνταγωνιζόμενοι μέ κάθε τρόπο πρός τήν αἵρεσι»
εἶναι ψευδές, διότι τόν ἀγῶνα πού ἔπρεπε νά κάνουν (διά νά ἀξιωθοῦν τῆς
πρεπούσης τιμῆς ὡς Ὀρθόδοξοι) δέν τόν κάνουν καί ἄρα θά ἔπρεπε νά γράφετε ὅτι ἀγωνίζονται
ἐναντίον τῆς αἱρέσεως προφορικῶς ἤ γραπτῶς καί ὄχι πρακτικῶς. Δηλαδή στόν
πόλεμο ἤ στήν μάχη, ἐνῶ ἄλλοι μάχονται, αὐτοί ἁπλῶς κατηγοροῦν τόν ἐχθρό
προφορικῶς καί γραπτῶς, ἐνῶ κατά τό πρακτικό μέρος τόν ἀκολουθοῦν καί τόν ἀναγνωρίζουν
σάν νά ἦταν ὁ καλύτερος φίλος των.
Τελικά πατέρες, ἐσεῖς μέ ποιούς θά ἔπρεπε
νά συνταχθῆτε στή παροῦσα κριτική μελέτη σας; μέ αὐτούς πού ἐπαινοῦνται καί ἀξιώνονται
τιμῆς ὡς Ὀρθόδοξοι ἤ μέ τούς ὑπολοίπους, πού δέν ἀξιώνονται τιμῆς, ἔστω καί ἄν
δέν τιμωροῦνται; Διότι ἀπ’ ὅτι φαίνεται ἡ ἔλλειψις τιμωρίας σᾶς δελεάζει καί
συγχρόνως σᾶς καθησυχάζει, ἐνῶ ἡ τιμή καί ὁ ἔπαινος ὡς Ὀρθοδόξων σᾶς ἀπογοητεύει
ἤ τουλάχιστον δέν σᾶς συγκινεῖ. Εἶναι πάντως ἀπογοητευτικό τό νά παραβλέπετε αὐτό
πού τιμᾶ καί ἐπαινεῖ ὁ Κανόνας καί προσκολλᾶσθε σ’ αὐτό πού οὔτε κἄν ἀναφέρεται,
δηλαδή στήν ἀφάνεια.
Στά ὑπόλοιπα κείμενα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ
εἰς τά ὁποῖα παρουσιάζετε ὡς συνήγορό σας τόν π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο δέν θά ἀναφερθῶ,
οὔτε τά σχολιάζω, διότι ὁ π. Ἐπιφάνιος δέν εὑρίσκεται πλέον εἰς τήν ζωή αὐτή
διά νά ἀπαντήση στίς ἐπικρίσεις μας. Ἄλλωστε αὐτά πού ἐκεῖνος ἀναφέρει τά ὑποστηρίζετε
κι ἐσεῖς καί νομίζω ὅτι οἱ ἀπαντήσεις μου καλύπτουν καί τά δικά του κείμενα. Ἕνα
μόνο πού προξενεῖ ἐντύπωσι, τό ὁποῖο ἀναφέρεται
ὡς δικό του κείμενο εἰς αὐτό τό κεφάλαιο καί ἀπορῶ πῶς τό ἔγραψε αὐτό ὁ π. Ἐπιφάνιος:
«Ἁπλῶς λέγει (ἐννοεῖται ὁ Κανόνας) ὅτι οἱ ἀποκοπτόμενοι ἀπό τοιοῦτον Ἐπίσκοπον
κληρικοί δέν εἶναι κατακριτέοι». Φυσικά ὁ Κανόνας δέν λέγει τέτοια
πράγματα, ἀλλά ἀναφέρει ρητῶς ὅτι οἱ ἀποκοπτόμενοι ἀπό τοιοῦτον Ἐπίσκοπον
κληρικοί εἶναι ἄξιοι τῆς πρεπούσης τιμῆς ὡς Ὀρθόδοξοι.
(Συνεχίζεται)