Μέρος Β΄.
Ἐν συνεχείᾳ
θά ἀναφερθοῦμε στήν ἀμέσως ἑπόμενη αἴτησι τῶν Εἰρηνικῶν, ἡ ὁποία καί αὐτή μέ
σαφῆ καί λακωνικό τρόπο ὁμιλεῖ διά τήν ἀποτείχισι.
Ἡ αἴτησις αὐτή
ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὑπέρ τῆς πόλεως ταύτης, πάσης
πόλεως καί χώρας καί τῶν πίστει οἰκούντων
ἐν αὐταῖς τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ἡ ἀντίστοιχος αἴτησις τῆς Θ.
Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰακώβου εἶναι ἡ ἑξῆς: «Ὑπέρ
τῆς ἁγίας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν πόλεως καί τῆς βασιλευούσης, πάσης πόλεως καί
χώρας καί τῶν ἐν ὀρθοδόξῳ πίστει καί
εὐλαβείᾳ Θεοῦ οἰκούντων ἐν αὐταῖς, εἰρήνης καί ἀσφαλείας αὐτῶν τοῦ
Κυρίου δεηθῶμεν» (σελ. 39).
Στήν αἴτησι
αὐτή παρατηροῦμε ὅτι δέν μνημονεύονται ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν πόλεων καί τῶν χωρῶν,
ἀλλά μόνον οἱ ἔχοντες Ὀρθόδοξο πίστι καί εὐλάβεια. Ἐδῶ ἀσφαλῶς πρόκειται γιά
τούς ἀπόντες ἀπό τήν σύναξι καί κοινή λατρεία, γιά τούς ὁποίους προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία,
λόγῳ τῆς ταυτότητος καί ταυτίσεως εἰς τήν Ὀρθόδοξον πίστι.
Παρόμοια εἶναι
καί ἡ εὐχή τοῦ ἱερέως εἰς τήν Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου,
κατά τήν μνημόνευσι μετά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων: «Μνήσθητι, Κύριε τῆς πόλεως ἐν ᾗ παροικοῦμεν,
καί πάσης πόλεως καί χώρας καί τῶν
πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς».
Γίνεται
κατανοητό ὅτι μέ τίς εὐχές καί τίς αἰτήσεις ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται γιά τά μέλη
της, τά ὁποῖα ἀναγνωρίζει μόνον ἀπό τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί τήν Ὀρθόδοξο ζωή. Ἐδῶ
ἀσφαλῶς δέν πρόκειται γιά καταδικασμένους ὑπό Συνόδου καί ἀποκομμένους Συνοδικῶς
ἀπό τήν Ἐκκλησία καί γιά μή καταδικασθέντες ὑπό Συνόδου καί ἄρα ἐνσωματωμένους
εἰς τήν Ἐκκλησία, ἔστω καί ἄν εἶναι αἱρετικοί κατά τό φρόνημα, σύμφωνα μέ τίς
νέες θεωρίες τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί εἰδικά τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων τῆς
Μητροπόλεως Πειραιῶς. Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις δέν γνωρίζει
τέτοιους διαχωρισμούς, παρά μόνον ἄν Ὀρθοδόξως καί κανονικῶς ἐγένοντο καί ἀπό Ὀρθοδόξους
Ἐπισκόπους καί ὄχι αἱρετικούς κατά τό φρόνημα.
Βλέπουμε
στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία πολλές φορές νά καταδικάζωνται καί νά καθαιροῦνται οἱ
Ὀρθόδοξοι, ἐνῶ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου νά ἀθωώνωνται οἱ αἱρετικοί. Αὐτό δηλαδή, δέν
σημαίνει ὅτι ἐπειδή καταδικάζονται καί ἀποκόπτονται οἱ Ὀρθόδοξοι παύουν νά εἶναι
μέλη της, ἤ ἀπεναντίας ἐπειδή δέν καταδικάζονται ἤ ἀθωώνονται οἱ αἱρετικοί εἶναι
μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν συνέβαινε αὐτό, τότε ἡ Σύνοδος θά εἶχε αὐτό τό παπικό ἀξίωμα
καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός θά ὑπετάσσετο εἰς αὐτήν, πολλοί δέ ἅγιοι θά ἦσαν ἐκτός Ἐκκλησίας
καί σωτηρίας, ἐπειδή καταδικάστηκαν ἀπό τέτοιες Συνόδους. Τό ἀξίωμα λοιπόν τοῦ
δεσμεῖν καί λύειν, τό ὁποῖο ἔχουν οἱ Ἐπίσκοποι καί ἡ Σύνοδος δέν εἶναι ἀνεξέλεγκτο
ἤ κατά τό δοκοῦν ἑκάστου Ἐπισκόπου ἤ ἑκάστης Συνόδου, ἀλλά σύμφωνα μέ τόν ὅσιο
Θεόδωρο τόν Στουδίτη ἐνεργεῖται μέ γνώμονα τούς ἱερούς Κανόνες καί μέσα στήν Ὀρθόδοξο
Παράδοσι καί ἀπό Ὀρθοδόξους καί ὄχι αἱρετικούς κατά τό φρόνημα.
Ὁ
διαχωρισμός ὡς ἐκ τούτου, ἐκ μέρους τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν σέ καταδικασθέντες ὑπό
Συνόδου καί μή καταδικασθέντες εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ καί ἐξυπηρετεῖ μόνον τόν ἐφησυχασμό
καί τό βόλεμα. Τό ἴδιο ἀσφαλῶς συμβαίνει καί μέ τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως, τήν ὁποία
ἀναμένουν δῆθεν νά κάνη ἡ αἱρετική καί δή Οἰκουμενιστική Σύνοδος.
Ἐπανερχόμενοι
στίς λειτουργικές εὐχές καί αἰτήσεις τῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας, ἐπισημαίνομε ὅτι, ὁ
διαχωρισμός τόν ὁποῖο κάνουν, εἶναι μεταξύ αὐτῶν οἱ ὁποῖοι ἔχουν Ὀρθόδοξο πίστι
καί ζωή καί αὐτῶν πού δέν ἔχουν, ἀσχέτως ἄν ἔχουν ἤ δέν ἔχουν καταδικασθῆ ὑπό
Συνόδου ἤ ἔχουν καταδικασθῆ παρανόμως. Αὐτός ἀσφαλῶς εἶναι καί ὁ Ὀρθόδοξος
διαχωρισμός καί καθορισμός τῶν ἀληθινῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἔχοντες συνεπῶς
Ὀρθόδοξο πίστι καί ζωή μνημονεύονται (μόνον) στήν λατρευτική σύναξι καί οὐδείς ἄλλος
ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
Πῶς λοιπόν ἐξηγεῖται
τό ὅτι εἰς τήν μία αἴτησι μνημονεύονται, μέ ὑποδειγματική θά λέγαμε αὐστηρότητα
καί ἀκρίβεια, οἱ εἰσερχόμενοι εἰς τόν ναό μέ Ὀρθόδοξο πίστι, εὐλάβεια καί φόβο
Θεοῦ, εἰς τήν ἑπομένη αἴτησι μνημονεύονται μέ τήν ἴδια ἀκρίβεια οἱ ἀπόντες ἀπό
τήν σύναξι, ἀλλά ἔχοντες Ὀρθόδοξο πίστι καί ἐνδιαμέσως νά μνημονεύεται ὁ αἱρετικός
Οἰκουμενιστής Ἐπίσκοπος; Τί νόημα ἔχει ἄραγε αὐτή ἡ αὐστηρότητα καί ἀκρίβεια
κατά τήν μνημόνευσι τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τήν ἴδια στιγμή ὄχι μόνον τήν
καταργοῦμε, ἀλλά θέτουμε ἀναιδῶς καί ἀνερυθριάστως ὡς ὁρατή κεφαλή, ὡς ἀντιπρόσωπο
τοῦ Χριστοῦ, ὡς ὁρατή εἰκόνα τοῦ ἀοράτου Θεοῦ, τόν αἱρετικό Οἰκουμενιστή Ἐπίσκοπο,
παρουσιάζοντας ἔτσι καί τόν ἴδιο τόν Θεό ἐξομοιωμένο σύμφωνα μέ τήν ὁρατή εἰκόνα
του;
Ἐδῶ ἀσφαλῶς
παρουσιαζόμεθα νά ἀναφέρωμε τίς αἰτήσεις εἰς τόν Θεό