Σὲ ἱστολόγιο, ποὺ συχνὰ παρεξηγεῖ τὶς Πατερικὲς τοποθετήσεις ποὺ παρουσιάζουμε (π.χ. αὐτὲς περὶ Διακοπῆς Μνημοσύνου ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο ποὺ αἱρετίζει), δημοσιεύτηκε ἕνα ἀπόσπασμα ἀναρτήσεώς μας καὶ –στὴ συνέχεια– κάποια σχόλια, διὰ τῶν ὁποίων καὶ πάλι διαστρεβλώνονται ὅσα δημοσιεύουμε.
Δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ ὅλες τὶς παρανοήσεις, ἀλλὰ μὲ μία, ποὺ συνάμα ἀποτελεῖ καὶ διαστρέβλωση τῆς Ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως, ἀφοῦ οἱ τοῦ ἱστολογίου γνωματεύουν ὅτι «Τα περί ορατών και αοράτων κεφαλών ανήκουν στην παπική αίρεση»!!!
Παρουσιάζουμε τὸ κείμενο –ἀφορμὴ γι' αὐτὴν τὴν παρεξήγηση– καὶ στὴ συνέχεια κάποια ἐνδεικτικὰ κείμενα θεολόγων καὶ Ἁγίων Πατέρων.
Ο ΜΟΛΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ
ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ
“Ἐδῶ διδάσκουν οἱ Πατέρες, ἑδρασμένοι στερεῶς ἐπί τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι διά τῆς μνημονεύσεως ἔχουμε κοινωνία μέ τήν αἵρεσι καί εἶναι σά νά τήν ἀποδεχώμεθα κι ἐμεῖς πού μνημονεύουμε τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Αὐτό συμβαίνει, διότι ἡ Θ. Λειτουργία εἶναι μυστήριο ἑνότητος μέ τόν Χριστό ἀοράτως καί μέ τήν ὁρατή κεφαλή πού εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος. Μέ τόν Χριστό ἑνωνόμεθα κατά τήν προαίρεσι καί τόν προσωπικό μας ἀγῶνα, ὅπως ἀνωτέρω ἀναφέραμε, ἐνῶ μέ τήν ὁρατή κεφαλή ἑνωνόμεθα καί ἐνσωματούμεθα ἀναγκαίως, διότι ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου σημαίνει ὅτι τόν ἀποδεχόμεθα ὡς ὁρατή κεφαλή καί ὡς ὁμόπιστο μέ ἐμᾶς”» (π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς).
Θὰ
ξεκινήσουμε μὲ ἕνα μικρὸ κείμενο τοῦ ἁγιορείτου Ἱερομονάχου Λουκᾶ Γρηγοριάτου,
μὲ τίτλο «Τα Πρεσβεία Τιμής και η ενότης της
Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία».
Γράφει:
«γ) Ἡ ἔννοια τῆς «κεφαλῆς». Ὁ λδ’ ἀποστολικός
Κανών λέγει: «Τούς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τόν ἐν αὐτοῖς πρῶτον,
καί ἡγεῖσθαι αὐτόν ὡς κεφαλήν». Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύων
τόν Κανόνα γράφει: «καί νά νομίζωσιν αὐτόν ὡς κεφαλήν ἰδικήν των».
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή οὐδείς «πρῶτος» νοεῖται κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καθένας ἐκ
τῶν «πρώτων» εἶναι κεφαλή τῆς δικῆς του ἐπαρχίας καί ὅλοι πρός ἀλλήλους
ἴσαι «κεφαλαί». Σχετικῶς γράφει καί ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων: «πολλαί αἱ μείζους
παροικίαι, πολλαί αἱ Ἐκκλησίαι, πολλοί οἱ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Ἡγεμόνες, καί
Πρόεδροι, καί Ἄρχοντες, οὐδείς δέ ἐστιν ἐν αὐτοῖς Ἡγεμών τῶν Ἡγεμόνων, ἤ
Πρόεδρος τῶν Προέδρων, ἤ Ἄρχων τῶν Ἀρχόντων· ὥστε ἐκ τούτων τῶν Ἀρχόντων καί Ἡγεμόνων
καί Προέδρων εἷς ἐστι καί ὁ Ρώμης, ἰσότιμός τε καί ἰσοδύναμος, καί οὐδέν
πλέον». Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἔχει μία καί μοναδική Κεφαλή, τόν Χριστό, ὅπως λέγει κατηγορηματικά ὁ
ἀπόστολος Παῦλος: «καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ» (Ἐφ. 1, 22).
Κεφαλή στήν Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εἶναι ἕνας ἄνθρωπος.
Αὐτονόητο πάντως εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀπονέμει πρεσβεῖα τιμῆς στόν «πρῶτο»