Δημοσιεύουμε ἕνα κείμενο ποὺ ἐδῶ καὶ μερικὲς
βδομάδες ξεκινήσαμε τὴν δακτυλογράφησή του, καὶ ὅσο τὸ διαβάζαμε τόσο καὶ μεγάλωνε
ἡ ἀγανάκτησή μας γιὰ τὴν φοβερὴ διαστρέβλωση τῆς ἀλήθειας ποὺ καμουφλαρισμένα ἔκρυβαν
οἱ Εἰσηγήσεις τῶν ὁμιλητῶν στὴν διαβόητη πλέον Ἡμερίδα τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς
περὶ Ἀποτειχίσεως!
Ἀλήθεια, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ κρύβεται τόση ἀνευθυνότητα
καὶ τόση χολὴ ἐναντίον τῶν Ἁγίων μας στὶς ψυχὲς ἱερωμένων, ποὺ καθῆκον τους ἔχουν
νὰ προσφέρουν στοὺς πιστοὺς τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ
διαστρέφουν τὴν Ἱερή μας Παράδοση, μόνο καὶ μόνο, ἐπειδὴ οἱ Ἅγιοι δὲν συμφωνοῦν
μὲ τὶς θεωρίες τους περὶ κοινωνίας «ἄχρι καιροῦ» μὲ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;
Εἰλικρινά, ἂν καὶ αὐτὴ ἡ μελέτη τοῦ π. Εὐθυμιου,
ἡ κατοχυρωμένη μὲ πλῆθος Πατερικῶν κειμένων, δὲν δημιουργήσει ρῆγμα στὶς
παγιωμένες ἀντιλήψεις περὶ Διακοπῆς Μνημοσύνου τῶν ἀντιοικουμενιστῶν, δὲν βλέπουμε
ποιό ἄλλο κείμενο θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς προβληματίσει. Ἂν αὐτὸ τὸ κείμενο δὲν τοὺς
παρακινήσει ἀπὸ ποιμαντικὴ μέριμνα καὶ ἀγάπη, σὲ μιὰ ἐξονυχιστικὴ συζήτηση τοῦ
θέματος μὲ τοὺς πατέρες καὶ ἀδελφοὺς ποὺ περιμένουν, δὲν γνωρίζουμε ποιά ἄλλη εὐκαιρία
θὰ ὑπάρξει γιὰ μιὰ γόνιμη συζήτηση.
Ἐπειδὴ τὸ κείμενο εἶναι μεγάλο, τὸ δημοσιεύουμε
σὲ συνέχειες.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ του π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Α΄
Μέρος
Εἶναι
ἀλήθεια ὅτι οἱ εἰσηγήσεις τῆς ἡμερίδος τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς μέ θέμα «τὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου καὶ τὴν
Ἀποτείχιση»
πού ἔγινε στήν αἴθουσα τοῦ Πειραϊκοῦ Συνδέσμου τήν 27η Νοεμβρίου 2014 ἀπεκάλυψαν, θά λέγαμε πλήρως,
τά σχέδια καί τούς στόχους τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, καθώς ἐπίσης καί τήν ἀδυναμία
των νά στηρίξουν τίς θεωρίες των (τοῦ ἐφησυχασμοῦ δηλαδή καί τοῦ χαρτοπολέμου)
σέ βάσεις στερεές καί ἀδιάσειστες, οἱ ὁποῖες εἶναι κυρίως καί πρωτίστως ἡ Ἁγία
Γραφή καί ἑπομένως οἱ Ἱεροί Κανόνες καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Τά σχέδια λοιπόν τῶν
Ἀντιοικουμενιστῶν, ὅπως ἐμεῖς ἀντιληφθήκαμε, εἶναι νά κρατήσουν τούς ἀνησυχούντας
Ὀρθοδόξους κληρικούς καί λαϊκούς μέσα στήν αἵρεσι, σέ πλήρη ἐκκλησιαστική
κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, νά ἐκτονώνουν τήν ἀγωνιστικότητά των
καί νά ἔχουν τρόπον τινά ἥσυχη τήν συνείδησί των, μέ κάποιες διαμαρτυρίες
προφορικές καί γραπτές, καί νά στηρίζουν αὐτή τήν γραμμή καί πορεία των, ὄχι
φυσικά στήν Ἁγία Γραφή, οὔτε στούς ἱερούς Κανόνες, οὔτε ἀκόμη στήν διδασκαλία τῶν
Ἁγίων, ἀλλά σέ κάποια σκόρπια παραδείγματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, τά ὁποῖα
κατά κανόνα δέν εἶναι ἐρανισμένα ἀπό τούς Ἁγίους καί, βεβαίως, νά στηρίζουν τήν
γραμμή καί πορεία των στήν πρακτική γραμμή τῶν συγχρόνων γερόντων.
Πρός τόν σκοπό αὐτόν
οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἔχουν ἀποδεχθῆ συγκεκριμένες καί εὐδιάκριτες αἱρετικές
θέσεις καί θεωρίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὅπως π.χ.:
α) ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐπισκοποκεντρική
καί ὄχι Χριστοκεντρική,
β) ὅτι ἐν καιρῶ αἱρέσεως ἡ ἀποτείχισι τῶν
Ὀρθοδόξων ἀποτελεῖ σχίσμα καί ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία,
γ) ὅτι τὸ προκαλούμενο ἀπὸ τὴν ὕπαρξι τῆς
αἱρέσεως σχίσμα πρὸς ὑπεράσπισι τῆς πίστεως εἶναι κάτι φοβερό καί ἀσυγχώρητο
καί, ἀπεναντίας, ἡ συμπόρευσι μέ τήν αἵρεσι καί ἡ ἐνσωμάτωσι μέ αὐτήν, εἶναι
κάτι τό ἐπουσιῶδες καί ἀνώδυνο καὶ
δ) ὅτι μποροῦμε νὰ κάνωμε μετάθεσι τῶν ὁρίων
τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε αὐτή νά περιλαμβάνη τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, ἀλλ’ ὅμως,
νά μήν περιλαμβάνη τούς ἀποτειχισμένους κλπ.
Μέσα σ’ αὐτό τό
πλαίσιο κινήθηκε καί ἡ εἰσήγησι τοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη (ἐδῶ), ὁ ὁποῖος μάλιστα σέ ἀντίθεσι μέ τούς Ἀντιοικουμενιστές,
καί εἰδικά τόν Μητροπολίτη Πειραιῶς καί τούς ὑπευθύνους τοῦ ἐπί τῶν Aἱρέσεων γραφείου του, ἰσχυρίστηκε ὅτι
δέν ὑπάρχει αἵρεσις, ἀλλά ἁπλῶς κάποιες μεμονωμένες κακόδοξες δηλώσεις καί
θέσεις ὁρισμένων Ἐπισκόπων! Στό σημεῖο αὐτό βέβαια, ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης εἶναι
πιό εἰλικρινής καί συνεπής μέ τήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία καί Παράδοσι, διότι ἐφ’ ὅσον,
κατά τά λεγόμενά του, δέν ὑπάρχει αἵρεσις, ἡ ἀποτείχισις εἶναι παράνομη ἤ, τό
πολύ πολύ, νά ἦταν ἀναγκαία ἐκεῖ πού ὑπάρχουν οἱ, κατά τήν γνώμη του,
μεμονωμένες περιπτώσεις αἱρετικῶν Ἐπισκόπων.
Στήν προκειμένη ὅμως
περίπτωσι ἡ ἀλήθεια εἶναι μέ τό μέρος τοῦ Πειραιῶς καὶ τῶν ἄλλων Ἀντιοικουμενιστῶν
(ἐκείνων ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ὑπάρχει αἵρεσις), διότι πράγματι,
ὄχι μόνο ὑπάρχει αἵρεσις, ἀλλά ἡ αἵρεσις αὐτή τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει ἀλλοιώσει
τά φρονήματα ὄχι μόνο τῶν Ἐπισκόπων, ὄχι μόνο τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, ἀλλά καί ὅσων
ἀνησυχοῦν γιά τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας, σέ σημεῖο νά βλέπουν καθημερινῶς
τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους νά συναγελάζωνται ἐκκλησιαστικά μέ τούς αἱρετικούς,
νά παίρνουν ἀπό κοινοῦ ἀποφάσεις γιά κοινή πλέον πορεία τῶν «Ἐκκλησιῶν», νά ὑπογράφουν
κοινές δηλώσεις, νά ἀναγνωρίζουν τά μυστήριά των κλπ. καί ὅλα αὐτά νά τά θεωροῦν
πλέον σάν κάτι ἁπλό καί συνηθισμένο, τό ὁποῖο δέν θεωρεῖται παρέκκλισις ἀπό τήν
Ὀρθόδοξο διδασκαλία καί Παράδοσι.
Νά σκεφθῆ κανείς ὅτι
καί ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς κατά τήν διεξαγωγή τῆς συζητήσεως, ἰσχυρίσθηκε
(ὅπως ἀκριβῶς κάνουν οἱ Οἰκουμενιστές ὅταν ἐγκαλοῦνται γιά τήν παραμονή τους
στό συνονθύλευμα αὐτό) ὅτι, ἡ ἔνταξις τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε, δέν ἀποτελεῖ
παρέκκλισι, ἀλλοίωσι καί διαστροφή τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας καί Παραδόσεως,
δέν ἔχει κανένα δογματικό ἤ μυστηριακό χαρακτήρα, ἀλλά μόνον κοινωνικό!
Καί ἐδῶ, δέν ἔχουμε
μεμονωμένα καί σκόρπια, μέσα στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, γεγονότα (ὅπως ὕπουλα
καί διεστραμένα προσπαθεῖ νά παρουσιάση ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης), ἀλλά ἔχουμε
κοινή αἱρετική γραμμή καί πορεία τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἔχουμε δεσμεύσεις μέ
πανορθόδοξες ἀποφάσεις γιά τήν κοινή πορεία στήν λεγομένη Οἰκουμενική κίνησι
καί σέ τελική ἀνάλυσι ὅ,τι κάνει ὁ ἕνας προκαθήμενος μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας
(π.χ. ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος) γίνεται ἀμέσως γνωστό καί ἀποδεκτό μέ τά μέσα ἐνημερώσεως
ἀπό τίς ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες, ἄν καὶ βλέπουν τὴν
παρανομία, δὲν τολμοῦν νὰ ἀντείπουν καὶ νὰ διαχωρίσουν τὴν θέσι τους.
Ἐδῶ ἔχει ἀπόλυτον ἐφαρμογή
ἡ διδασκαλία τοῦ μεγάλου Φωτίου διά τόν ἐθισμόν πού ὑφίστανται
οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς τούς, ἐκτός καί ἐντός Ἐκκλησίας:
«ἵνα φύγητε
τήν μίμησιν, ὧν τήν ἀσέβειαν ἐβδελύξασθε,
καί μή μέρει τινί τήν πρός αὐτούς
κοινωνίαν ἀποσπασάμενοι καί τό λοιπόν τοῦ δυσσεβήματος κατ’ ὀλίγον ὑπορροφεῖν ἐνεθισθείητε» (ΕΠΕ 12, 400,
28).
Καί σέ ἄλλη ὁμιλία
του ὁ Μέγας Φώτιος περιγράφει ἀκόμη ὡραιότερα αὐτόν τόν ἐθισμό: «πρῶτον μέν γάρ
καί οὗτοι κατασχηματίζονται τήν εὐσέβειαν, εἶτα κατά βραχύ προφαίνουσι τό
δυσσέβημα, καινοτέραις καί ἐπαμφοτεριζούσαις ταῖς λέξεσι τό τῆς βλασφημίας ἀναιδές
ἐπικρυπτόμενοι· ἐπειδάν δέ τούς ἀκροατάς τοῦ κατεσχηματισμένου
δυσσεβήματος ἐνεθίσωσι, τότε τόν ἰόν ὅλον ἄκρατον τῆς ἀσεβείας εἰς μέσον ἐκπτύουσιν,
ἑαυτοῖς τε καί τοῖς πειθομένοις τόν ὄλεθρον ἀρτυσάμενοι» (ΕΠΕ 12, 414, 23).
Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ
αἰτία πού σήμερα ὁ π. Βασίλειος δέν βλέπει κἄν ὅτι ὑπάρχει αἵρεσις στήν Ἐκκλησία,
ὅτι δέν ὑπάρχει μολυσμός μέ τήν ἐνσωμάτωσι στούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί
κυρίως ὅτι δέν βλαπτόμεθα, ὅταν συναγελαζώμεθα μέ τούς λύκους. Ὁ ἐθισμός αὐτός,
τόν ὁποῖο ὀλίγο κατ’ ὀλίγον ἔχουμε ὑποστῆ, μᾶς δημιουργεῖ ὅλες αὐτές τίς
ψευδαισθήσεις, μᾶς κάνει νά δημιουργοῦμε δικές μας θεωρίες, ξένες πρός τήν
διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Πατέρων, μᾶς κάνει νά αἰσθανώμεθα ἀσφάλεια μέ τήν
συμπόρευσί μας μέ τούς αἱρετικούς, καί μᾶς περιορίζει τήν εὐθύνη στά καθαρά
προσωπικά μας ἁμαρτήματα. Ἴσως σ’ αὐτόν τόν ἐθισμό καί τήν ἀλλοίωσι τοῦ Ὀρθοδόξου
φρονήματος συντείνει καί ἡ κατάπτωσις τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, διότι οἱ
Πατέρες διδάσκουν ὅτι αὐτά τά δύο (Ὀρθόδοξος πίστις καί ζωή) συνυπάρχουν καί ἀλληλοπεριχωροῦνται.
Στήν κριτική αὐτή ἀποτίμησι
τῆς εἰσηγήσεως τοῦ π. Βασιλείου δέν θά ἀσχοληθοῦμε μέ ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα, τά ὁποῖα
παρέθεσε, διότι τά θεωροῦμε ἐκτός θέματος καί μάλιστα σέ σημεῖο πού νά
πιστεύουμε ὅτι τά κατέθεσε ἀπό ἀδυναμία νά στηρίξη τίς θέσεις του στήν Ἁγία
Γραφή πρωτίστως καί, κατά δεύτερο λόγο, στούς ἱερούς Κανόνες καί στήν
διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Διότι ἄν ἀσχοληθοῦμε μέ ὅλα αὐτά τά σκόρπια γεγονότα πού
κατέθεσε καί εἰσέλθουμε καί ἐμεῖς, κατά τό δή λεγόμενο, στό παιχνίδι, νά ἐρευνοῦμε
ἄν ἔγινε ἔτσι αὐτό τό γεγονός ἤ διαφορετικά, θά εἶναι ἀσφαλῶς σάν νά ἀποδεχώμεθα
τίς θεωρίες του, ὅτι δηλαδή αὐτά τά περιστασιακά γεγονότα ἀποτελοῦν καί
καθορίζουν τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἐμεῖς πιστεύομε ὅτι ἡ
Ἁγία Γραφή εἶναι πλήρως ἐναρμονισμένη μέ τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία
τῶν Ἁγίων στό ὑπό ἐξέτασι ζήτημα, τῆς στάσεως δηλαδή τῶν Ὀρθοδόξων ἀπέναντι
στήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας. Ὅταν λοιπόν ἔχουμε ὅλη αὐτή τήν διαχρονική συμφωνία
Γραφῶν, Κανόνων καί Πατέρων ἀσφαλῶς εἶναι παγίδα ὄχι μόνο τό νά ψάχνουμε νά βροῦμε κάποιο
μεμονωμένο παράδειγμα, νά τό ἀνασύρωμε ἀπό τήν ἱστορία, ἀλλά καί νά τό
παρουσιάζωμε σάν φῶς, λές καί εἴμεθα στό σκοτάδι καί δέν ξέρουμε τί νά κάνουμε.
Δυστυχῶς, ἀπό ὅλα αὐτά
πού ἀντιλαμβανόμεθα, διαπιστώνουμε ὅτι ὁ π. Βασίλειος, καί οἱ ὑπόλοιποι Ἀντιοικουμενιστές,
δέν πιστεύουν κατ’ οὐσίαν, ἀλλά μόνο κατ’ ἐπίφασιν, στήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν
τῶν Ἁγίων καί τῶν Πατέρων. Διότι αὐτή ἡ ἑνιαία καί ἐναρμονισμένη διδασκαλία
καταρρίπτει ὅλες τίς θεωρίες των, δέν ἀφήνει περιθώρια διαφορετικῶν κατά βούλησι
ἑρμηνειῶν, μᾶς ἀποκαλύπτει πλήρως τό ποῦ βρισκόμαστε συμπορευόμενοι καί ἐνσωματωμένοι
μέ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί βεβαίως ἀποδεικνύει ὅτι, αὐτά τά σποραδικά
γεγονότα πού ἐπαρουσίασε ὁ π. Βασίλειος στήν εἰσήγησί του, εἶναι ξένα πρός τήν Ἁγία
Γραφή, τούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Καί λέγομε ὅτι κατ’ ἐπίφασιν
μόνο πιστεύουν σ’ αὐτά, διότι αὐτά τά ὁποῖα θεωρητικά ἰσχυρίζονται ὅτι
πιστεύουν, στήν πράξι τά ἀναιροῦν καί ἀποδεικνύεται πώς πιστεύουν σέ ἄλλη Γραφή
σέ ἄλλους Κανόνες καί σέ ἄλλους Πατέρες.
Ἄν λοιπόν ὁ π.
Βασίλειος (καθώς καί οἱ ὑπόλοιποι Ἀντιοικουμενιστές) ἐπίστευε κατ’ ἀρχάς στήν ἀπόλυτο
ἰσχύ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐπειδή μέσα σ’ αὐτήν ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ
Θεός, θά ἔπρεπε νά ἐναρμονίση τούς δύο Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά τήν ἀποτείχισι
(καί ἀσφαλῶς δέν εἶναι αὐτοί μόνο) μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί νά
μήν προσπαθῆ νά δώση δικές του ἑρμηνεῖες. Ἄν δηλαδή αὐτοί οἱ δύο Κανόνες, μέ
τούς ὁποίους ἀσχολήθηκε, ἐκφράζουν τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τότε αὐτομάτως
καταρρίπτεται ἡ διδασκαλία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν περί τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τῶν
Κανόνων αὐτῶν, διότι ἁπλούστατα στήν Ἁγία Γραφή δέν διδάσκεται τό «ἥξεις–ἀφήξεις»,
οὔτε τό ὅτι, ἄλλος δύναται νά φύγει ἀπό τόν λύκο καί ἄλλος μπορεῖ ἄνετα νά
παραμείνη πλησίον του χωρίς βλάβη καί μολυσμό· οὔτε πολύ περισσότερο ὅτι,
κάποιος αἱρετικός καθίσταται λύκος καί ἐπικίνδυνος γιά τούς πιστούς, μετά τήν ἀπόφασι
τῆς Συνόδου, ἐνῶ, πρίν τήν ἀπόφασι, εἶναι ἀκίνδυνος· οὔτε τέλος πάντων ὅτι, ἄν ἀκυρώσουμε
ἐπισήμως καί Συνοδικῶς, ἔστω καί μία εὐαγγελική ἐντολή ἤ τήν ἀλλάξουμε,
πιστεύουμε στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι σέ κάποιο ἄλλο πού τό ἐδημιουργήσαμε
μόνοι μας.
Οἱ ἱεροί, λοιπόν,
Κανόνες κατεγράφησαν Συνοδικῶς ἀπό τούς Πατέρες γιά νά διασφαλίσουν καί νά
περιφρουρήσουν τό κῦρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί γιά νά διδάξουν στούς Ὀρθοδόξους
τό πῶς πρέπει νά ἐνεργοῦν σέ κάθε περίπτωσι, ὥστε ἡ ζωή των καί οἱ πράξεις των
νά εἶναι σύμφωνες πρωτίστως ὄχι μέ τούς ἱερούς Κανόνες, ἀλλά μέ τήν Ἁγία Γραφή.
Ἄν π.χ. ὁ Κύριος
διδάσκη στήν Ἁγία Γραφή «Τυφλός ἐάν
τυφλόν ὁδηγεῖ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ. 15,14) οἱ ἱεροί
Κανόνες μᾶς ἑρμηνεύουν ἀλάνθαστα (καθώς βέβαια καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες) ὅτι ὁ πρῶτος
καί κατά κυριολεξία τυφλός εἶναι ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος, διότι εἶναι τυφλός καί
διεστραμμένος κατά τήν πίστι καί, διότι, αὐτός εἶναι ὁδηγός, ὄχι ἑνός καί δύο
πιστῶν, ἀλλά πολλοῦ πλήθους, οἱ ὁποῖοι, ἐφ’ ὅσον τόν ἀκολουθοῦν, ὁδηγοῦνται ἀσφαλῶς
στόν «βόθυνο», δηλαδή στόν γκρεμό καί
στό βάραθρο καί ὄχι στήν σωτηρία.
Τό ἴδιο διδάσκει ὁ
Κύριος διά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος, ἐνημερώνοντας τό ἱερατεῖο τῆς Ἐφέσου
στήν Μίλητο, τούς καθιστᾶ γνωστό ὅτι ἀπό τούς ἴδιους τούς Ἐπισκόπους θά ἀναδειχθοῦν
λύκοι βαρεῖς, οἱ ὁποῖοι δέν θά λυπηθοῦν τά πρόβατα, ἀλλά μέ τήν διεστραμμένη
διδασκαλία, δηλαδή τήν αἵρεσι, θά ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Χριστό τούς μαθητές του
καί θά τούς ἀναγκάζουν νά ἀκολουθοῦν αὐτούς τούς ἴδιους (Πραξ. 20, 28-30).
Ἄν λοιπόν ὁ π.
Βασίλειος Παπαδάκης ἐπίστευε κατ’ οὐσίαν καί ὄχι κατ’ ἐπίφασιν στήν Ἁγία Γραφή,
δέν θά ἀνέφερε ὅτι οἱ δύο αὐτοί Κανόνες μέ τούς ὁποίους ἀσχολήθηκε στήν εἰσήγησί
του (δηλαδή ὁ 31ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί ὁ 15ος τῆς ΑΒ Συνόδου) παρέχουν ἁπλῶς
τό δικαίωμα τῆς ἀποτειχίσεως, ἀλλά ὅτι, αὐτή ἡ ὁδός τήν ὁποία διδάσκουν αὐτοί οἱ
δύο Κανόνες (ἔστω καί μεμονωμένα ἐξεταζόμενοι), εἶναι ἡ μόνη σωτήριος ὁδός ἐν
καιρῷ αἱρέσεως, προκειμένου νά ἀπομακρυνθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τούς λύκους καί
τούς τυφλούς ὁδηγούς καί νά μήν πλανηθοῦν ἤ κατασπαραχθοῦν ἀπό αὐτούς.
Ὅταν ἐν συνεχείᾳ,
καί αὐτό ἔστω τό δικαίωμα τῶν Ὀρθοδόξων ἐν καιρῷ αἱρέσεως, τό ἀναιρεῖ μέ τίς
σκόρπιες καί μεμονωμένες περιπτώσεις πού ἀνασύρει ἀπό τά σκοτεινά βάθη τῆς ἱστορίας,
δημιουργεῖ ἀβίαστα τήν ἐντύπωσι ὅτι ὁ σκοπός του εἶναι νά πλανήση τούς πιστούς,
νά τούς ἀπομακρύνη ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου καί ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ἱερῶν
Κανόνων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων (οἱ ὁποῖοι ὅπως ἐτονίσαμε ἑρμηνεύουν καί
διασφαλίζουν τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου) καί νά τούς ὁδηγήση στούς τυφλούς ὁδηγούς
καί στούς λύκους, μέ τήν δικαιολογία τῆς
ἀποφυγῆς τοῦ σχίσματος καί τῆς ἐξόδου
των ἀπό τήν Ἐκκλησία, αὐτή βεβαίως τήν ὁποία ὁδηγοῦν καί κατευθύνουν οἱ τυφλοί
καί οἱ λύκοι.
Ἄν ὁ π. Βασίλειος
Παπαδάκης εἶχε ἀγαθή προαίρεσι καί ἤθελε ὁ λόγος του καί ἡ εἰσήγησίς του νά
καθοδηγήσουν τούς πιστούς γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως πορεία των, θά ἔπρεπε νά
παρουσιάση ὅτι, ἔστω οἱ δύο αὐτοί Κανόνες, ἐκφράζουν τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας
Γραφῆς (τήν ὁποία ἔπρεπε ἀπαραιτήτως νά ἀναφέρη) καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων
Πατέρων (τήν ὁποία καί αὐτή ἔπρεπε νά ἀναφέρη) καί ἔτσι, νά ἀποδείξη ὅτι αὐτή εἶναι
ἡ Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως πορεία τῶν πιστῶν.
Μέ τόν τρόπο ὅμως αὐτό
πού ὡμίλησε στήν εἰσήγησί του, ἀπέδειξε τούς δύο αὐτούς Κανόνες ἀσύνδετους καί
κατά τό δή λεγόμενο ξεκάρφωτους ἀπό ὅλη τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων
καί ἀπέδειξε ὅτι ταιριάζουν μόνο μέ τά μεμονωμένα καί σκόρπια παραδείγματα πού ἀνέφερε,
τά ὁποῖα, ἐν τελικῇ ἀναλύσει, ἐπαρουσίασε ὅτι ἀποτελοῦν τήν διδασκαλία καί
Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως πορεία τῶν πιστῶν.
Αὐτός ὁ τρόπος καί ἡ
γραμμή, τήν ὁποία ἀκολούθησε, εἶναι βεβαίως αἱρετικός, διότι ἀπομακρύνει τούς
πιστούς ἀπό Γραφές καί Ἁγίους καί παρουσιάζει ὡς πρότυπα πρός μίμησι τά σκόρπια
καί μεμονωμένα παραδείγματα, τά ὁποῖα θά ἦταν κατ’ οὐσίαν πρός ἀποφυγή καί ὄχι
πρός μίμησι.
Εἶναι ἴσως ἁρμόδιο
στό σημεῖο αὐτό, δοθείσης τῆς εὐκαιρίας, νά ἀναφέρουμε καί μία ἄλλη πλάνη, τήν ὁποία
ἀνέφερε στήν εἰσήγησί του ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης, πλήν ὅμως ἀποτελεῖ καί
κοινή διδασκαλία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἡ διδασκαλία αὐτή
εἶναι ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες, ὅταν ὁμιλοῦν γιά τούς αἱρετικούς, τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων
μέ αὐτούς, τά ἐπιτίμια πού παιδαγωγικά ἐπιβάλλουν, σέ περίπτωσι οἱασδήποτε ἐκκλησιαστικῆς
σχέσεως μέ αὐτούς καί, γενικά, τήν πλήρη ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό αὐτούς,
τά ἀναφέρουν γιά τούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καταδικασμένους καί ἀποκομμένους αἱρετικούς
καί ὄχι γιά τούς ἐντός Ἐκκλησίας μή κριθέντας καί καταδικασθέντας ὑπό Συνόδου.
Ἐπειδή δέ στίς ἡμέρες
μας οἱ Ἐπίσκοποι οἱ ὁποῖοι διδάσκουν αἱρέσεις καί καθοδηγοῦν αἱρετικά τούς
πιστούς, ὄχι μόνο δέν καλοῦνται ἀπό τήν Σύνοδο νά λογοδοτήσουν διά τίς πράξεις
των, ἀλλά ἀπεναντίας αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι καθοδηγοῦν καί τούς ὑπολοίπους τῆς
Συνόδου στήν αἱρετική των πορεία, ἡ δέ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι πλέον
κάτι συνηθισμένο καί ἐπικυρώνεται ἀπό τήν γενική ἀδιαφορία τῶν πιστῶν, νομίζουν
οἱ Ἀντιοικουμενιστές καί οἱ Οἰκουμενιστές, ὅτι ἄν περιορίσουν τήν διδασκαλία τῶν
ἱερῶν Κανόνων γιά τούς αἱρετικούς, στούς ἐκτός Ἐκκλησίας καταδικασμένους αἱρετικούς,
εὑρίσκονται σέ ἀσφαλές Ὀρθόδοξο ἔδαφος, οἱ μέν Ἀντιοικουμενιστές νά τούς ἀναγνωρίζουν
εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, νά τούς μνημονεύουν χωρίς κίνδυνο μολυσμοῦ καί
συμμετοχῆς στήν αἵρεσι, νά τούς ἀποδέχωνται μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου
(δηλαδή εἰς αἰῶνας αἰώνων) κλπ., οἱ δέ Οἰκουμενιστές πάλι, νά μήν θεωροῦν ὅτι ὑπάρχει
κανένα πρόβλημα, διότι τήν Ὀρθοδοξία τήν βλέπουν μόνο ὡς Ἀποστολική διαδοχή καί
ὄχι ὡς Ὀρθόδοξο πίστι, καί τήν Ἐκκλησία τήν ὁρίζουν ἐπισκοποκεντρικά, δηλαδή
γύρω ἀπό τόν ἑαυτόν τους.
Αὐτή ἡ διδασκαλία,
τήν ὁποία, ὅπως ἀναφέραμε, εἰσηγήθη καί ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης, δέν εἶναι ὀρθόδοξος
γιά τούς ἑξῆς λόγους.
Πρῶτον
καί βασικό διότι ἀντιστρατεύεται πλήρως στήν Ἁγία Γραφή, εἰς τήν ὁποία ὅπως ἐπισημάναμε
ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί ἀπαγορεύει κάθε ἐπικοινωνία μέ οἱονδήποτε δέν ἔχει αὐτή
τήν Ὀρθόδοξο πίστι μέχρι βαθμοῦ συνεστιάσεως. Ἀπαγορεύει ὁ Θεός ἀκόμη καί τόν ἁπλό
χαιρετισμό σέ οἱονδήποτε δέν ἔχει αὐτή τήν Ὀρθόδοξο πίστι, ἀναθεματίζει δέ κάθε
διδασκαλία, ἡ ὁποία εἶναι ἀντίθετη στήν ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστι ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους.
Ἄν λοιπόν οἱ ἱεροί Κανόνες
πού ἀναφέρονται στίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς, ἴσχυαν μόνο γιά
τούς καταδικασμένους καί ἀποκηρυγμένους αἱρετικούς, τό ἴδιο θά ἔπρεπε νά ἰσχύη
καί στήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὥστε νά εἶναι σύμφωνοι οἱ ἱεροί Κανόνες
μέ αὐτήν καί ὄχι μόνο σύμφωνοι, ἀλλά νά τήν ἑρμηνεύουν ἀλάνθαστα καί νά
προστατεύουν τό κύρος της. Δηλαδή μέ ἁπλά λόγια ὁ αἱρετικός θά ἐγίνετο τυφλός
καί λύκος μετά τήν καταδίκη τῆς Συνόδου καί, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, δέν θά ἦτο ἡ
αἵρεσις πού τόν καθιστοῦσε τυφλό καί λύκο ἀλλά ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου. Μέχρι δέ
τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου θά ἠδύνατο ἄνετα παίζοντας θέατρο (σκηνικῶς) τοῦ εἰς
τύπον καί τόπον Χριστοῦ, νά ὁδηγῆ στόν γκρεμό καί νά κατασπαράζη τόν οἱονδήποτε
καί ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ ἱεροί Κανόνες θά ἐγίνοντο αἰτία ἀπωλείας καί ὄχι
σωτηρίας τῶν πιστῶν.
Πέραν δέ αὐτοῦ θά ὑπῆρχε
μία πλήρης ἐναντιοφάνεια καί ἀντιπαλότητα μεταξύ Ἁγίας Γραφῆς καί ἱερῶν
Κανόνων, σέ σημεῖο πού ἡ Ἁγία Γραφή νά διδάσκη τήν πλήρη ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς,
μέχρι βαθμοῦ συνεστιάσεως, οἱ δέ ἱεροί Κανόνες νά διδάσκουν ἀντιθέτως ὅτι, ὄχι
μόνο δέν ἐπιτρέπεται νά ἀπομακρυνθοῦμε ἐκκλησιαστικά ἀπό τούς αἱρετικούς
(δηλαδή τούς τυφλούς καί τούς λύκους), ἀλλά πρέπει ὁπωσδήποτε νά εἴμεθα ἐνσωματωμένοι
μέ αὐτούς, νά τούς μνημονεύουμε καί νά τούς ἀντιμετωπίζουμε ὡς εἰς τύπον καί
τόπον Χριστοῦ κλπ. μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου. Ἄν δέ καί ἡ Σύνοδος ἐτύχαινε
νά ἔχει τίς ἴδιες ἀντιλήψεις μέ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους (ὅπως π.χ γίνεται
σήμερα) τότε θά ἐξέλειπε κάθε ἐλπίς σωτηρίας, διότι θά ἐξέλειπε ἡ Ἐκκλησία, ἔστω
στό βαθμό τῶν δύο ἤ τριῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι μαζί μέ τόν Χριστό θά τήν ἀποτελοῦσαν.
Καί μόνο λοιπόν ἡ
πλήρης ἐναντίωσις Ἁγίας Γραφῆς καί ἱερῶν Κανόνων, στήν ὁποία ὁδηγεῖ αὐτή ἡ
θεωρία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, τήν ὁποία εἰσηγήθηκε καί ὁ π. Βασίλειος
Παπαδάκης, ἀποδεικνύει ὡς αἱρετική αὐτή τήν θεωρία, διότι ἀφήνει ἐλεύθερους
τούς λύκους καί τούς τυφλούς νά κυβερνοῦν κατά τά θελήματα τοῦ διαβόλου τούς
πιστούς.
Δεύτερον
ἡ θεωρία αὐτή τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν δέν εἶναι ὀρθόδοξος, διότι, κατά τόν ἴδιο
τρόπο, ἀντιστρατεύεται στήν διδασκαλία ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Ἁγίων. Καί ὅλοι
δηλαδή οἱ Ἅγιοι, συμφωνοῦντες πλήρως μέ τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Γραφῶν,
διδάσκουν τήν ἄμεση καί πλήρη ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς
ποιμένες καί Ἐπισκόπους, τούς ὀνομάζουν καί αὐτοί λύκους καί φίδια φαρμακερά,
διδάσκουν μέ αὐστηρότητα ὅτι καί ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ νά εἶναι αὐτός πού θά
διδάξη ἀντίθετα ἀπό τήν ἀποστολική διδασκαλία, νά εἶναι ἀναθεματισμένος,
διδάσκουν τέλος πάντων τήν προσωπική εὐθύνη ἑνός ἑκάστου καί ὄχι τήν ἀνάθεσι τῆς εὐθύνης στήν Σύνοδο καί στό πουθενά.
Θά ἀναφέρωμε σάν
παράδειγμα τήν σαφῆ διδασκαλία κάποιων Πατέρων καί μεγάλων Ἁγίων, γιά νά
δείξουμε καί τούς Ἁγίους συμφώνους μέ τίς Γραφές καί τήν Ὀρθόδοξο ἑρμηνεία τῶν
Κανόνων καί ἀντιθέτους μέ τίς νέες θεωρίες τοῦ π. Βασιλείου καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν,
μᾶλλον θά ἀποδείξουμε
ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων εἶναι ἀντίθετη μέ τήν ἑρμηνεία τήν ὁποία
δίδουν οἱ νέοι αὐτοί ἑρμηνευτές στούς ἱερούς Κανόνες.
Ὁ Μέγας Φώτιος κατ’ ἀρχάς, ὁ ὁποῖος προεξῆρχε
τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου πού ἐθέσπισε
τόν 15ο Κανόνα (τόν ὁποῖο ἑρμήνευσε ὁ π.
Βασίλειος στήν εἰσήγησί του), θά ἠδύνατο ὁ ἴδιος νά διαφωτίση ἄριστα τόν π.
Βασίλειο, ἄν φυσικά τόν συνεβουλεύετο καί δέν προτιμοῦσε τά σκοτεινά μονοπάτια
τῆς ἱστορίας, τά ὁποῖα ὄχι μόνο φῶς δέν
δύνανται νά δώσουν, ἀλλά ἀπεναντίας ἐξυπηρετοῦν καί προάγουν τήν αἵρεσι. Σέ ὁμιλία
του λοιπόν, τήν ὁποία ἐκφώνησε ἀπό τόν ἄμβωνα τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας, ἀναφέρει ἐπί
τοῦ θέματος τά ἐξῆς:
«Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ
καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον
περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς
ἰόν ὄφεως ἀγκίστρῳ μέν καί
δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα
πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς
τοιούτους. Ὀρθόδοξός ἐστιν ὁ ποιμήν, εὐσεβείᾳ ἐσφράγισται, οὐδέν τῆς αἱρετικῆς
φατρίας ἐπισύρεται; Ὑποτάγηθι αὐτῷ, ὡς εἰς τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ· οὐκ ἐκείνῳ φέρεις τήν
τιμήν, ἄν ἐξ ὅλης φέρῃς ταύτην τῆς ψυχῆς· Χριστός ταύτην ὑποδέχεται· μή περιεργάζου
τά ἄλλα· Θεός ἐστιν ὁ τούτων ἐξεταστής· ἐκείνῳ τήν κρίσιν κατάλιπε, σύ δέ τήν ὑπακοήν, κατά
τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καί καθαράν αὐτῷ τήν διάθεσιν ἐπεδείκνυσο» (ΕΠΕ 12, 400,31).
Δέν θά ἐχρειάζετο
λοιπόν ὁ π. Βασίλειος ἄλλον καλύτερο ἑρμηνευτή τοῦ Κανόνος ἀπό τόν ἴδιο τόν
πρόεδρο τῆς Συνόδου πού τόν ἐξέδωσε, ἄν ἦτο ἀγαθή ἡ προαίρεσίς του καί δέν ἤθελε
νά συσκοτίση τά πράγματα καί νά τά διαστρέψη μέ νεοεποχίτικες θεωρίες. Ἐδῶ ὁ Μέγας
Φώτιος σαφῶς ὁμιλεῖ γιά μή καταδικασμένο Ἐπίσκοπο τόν ὁποῖο (ἀκολουθώντας πιστά
τήν Ἁγία Γραφή) τόν ὀνομάζει λύκο. Ἡ ἀντιδιαστολή δέ πού κάνει, ἀναφέροντας ἐν
συνεχείᾳ τόν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο, δείχνει ὅτι ἡ εὐθύνη γιά τήν βλάβη πού θά ὑποστῆ
ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, βαρύνει τόν καθένα ξεχωριστά. Ὅπως πχ. ἡ εὐθύνη γιά
τό ἄν θά ἐμπιστευθοῦμε ἕναν ἰατρό, ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλεύεται τό ἀξίωμά του καί τούς
ἀσθενεῖς γιά νά θησαυρίση, ἄσχετα ἄν ἔχη τό πτυχίο του, βαρύνει ἀποκλειστικά αὐτόν
πού θά τόν ἐμπιστευθῆ.
Ὁ Χρυσορρήμων ἐπίσης ἅγιος
ἑρμηνεύοντας τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή ἀναφέρει πόσο κακό εἶναι ἡ ἀναρχία, ἀλλά
καί πόσο χειρότερο κακό εἶναι τό νά ὑπάρχη μέν ἄρχων, ἀλλά νά εἶναι αἱρετικός,
διότι τότε ὅλοι θά ὁδηγηθοῦν ἀπό αὐτόν εἰς βάραθρα καί γκρεμούς· ἐξηγώντας ἐν
συνεχείᾳ τό χωρίον τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς, «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε» (Ἑβρ. ιγ΄ 17), ἀναφέρει
τά ἑξῆς: «Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν,
φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ
κατιών· εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου. Καὶ τοῦτο οὐκ οἴκοθεν λέγω τὸ ὑπόδειγμα,
ἀλλ' ἀπὸ τῆς θείας Γραφῆς» (ΕΠΕ 25, 372, 2).
Ὁ Χρυσορρήμων λοιπόν ὅ,τι
καί ἄν διδάσκη, θέλει νά εἶναι ἀπολύτως σύμφωνος μέ τήν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι λοιπόν
κανόνας καί γνώμονας τῆς διδασκαλίας τοῦ Χρυσορρήμονος πατρός εἶναι ἡ ἀπόλυτος
συμφωνία και ταύτησις μέ τήν Ἁγία Γραφή. Τώρα, πῶς ἐπινοήθηκε αὐτή ἡ πονηρά
μέθοδος, νά προσπαθοῦμε νά συμφωνοῦμε καί νά ταυτίζωμε τίς διδασκαλίες μας ὄχι
μέ τίς Γραφές, ἀλλά μέ σκόρπια παραδείγματα ἀπό τήν ἱστορία, αὐτό πιστεύω ὅτι εἶναι
ἐφεύρεσις τῆς Νέας Ἐποχῆς καί προεισόδια τοῦ Ἀντιχρίστου, ὁ ὁποῖος θά κάνη τά ἄνω
κάτω. Ἡ διδασκαλία λοιπόν καί τοῦ Χρυσοστόμου ἁγίου εἶναι ἡ ἴδια, ὅτι πρέπει νά
φεύγωμε μακρυά ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί νά μήν περιμένωμε ἀποφάσεις
Συνόδων, διότι ἀναμένοντας, ὁ λύκος ἤδη
θά μᾶς ἔχη ξεκοκκαλίση.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐπίσης,
ἑρμηνεύοντας τό χωρίον «Προσέχετε δέ ἀπό
τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρός ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι
λύκοι ἅρπαγες. ἀπό τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς» (Ματθ. 7, 15), ἀναφέρει
τά ἑξῆς γιά τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους: «Ἐάν οὖν τινα ἴδῃς ἀδελφέ,
ὅτι ἔχει σχῆμα σεμνοπρεπές, μή πρόσχῃς, ὅτι
ἐνδέδυται κώδιον προβάτου, ὅτι ὄνομα ἔχει πρεσβυτέρου, ἤ ἐπισκόπου, ἤ διακόνου,
ἤ ἀσκητοῦ, ἀλλά τάς πράξεις αὐτοῦ περιέργασαι· εἰ ἔστι σώφρων, εἰ ἔστι φιλόξενος,
ἤ ἐλεήμων, ἤ ἀγαπητικός, ἤ ἐν προσευχαῖς καρτερικός ἤ ὑπομονητικός. Εἰ ἔχει κοιλίαν θεόν, καί τόν φάρυγγα ᾅδην,
νοσῶν χρήματα, καί καπηλεύων τήν θεοσέβειαν, ἄφες αὐτόν· οὐ γάρ ἐστι ποιμήν ἐπιστημονικός,
ἀλλά λύκος ἁρπακτικός. Εἰ δέ οἶδας τά δένδρα δοκιμάζειν ἀπό τῶν καρπῶν, ποῖά
ἐστι τῇ φύσει, τῇ γεύσει, τῇ πιότητι, πολλῷ
μᾶλλον ἀπό τῶν ἔργων ὀφείλεις δοκιμάζειν τούς Χριστεμπόρους, ὅτι, φοροῦντες
φημάριον εὐλαβείας, ψυχήν κέκτηνται διαβολικήν. Εἰ δέ καί ἀπό ἀκανθῶν οὐ συλλέγεις
σταφυλάς, ἤ ἀπό τριβόλων σῦκα, τί ὑπολαμβάνεις, ὅτι ἀπό παραβατῶν ἔχεις τι ἀγαθόν
ἀκοῦσαι, ἤ ἀπό προδοτῶν μαθεῖν τι χρήσιμον; Ἐκείνους τοίνυν ἀποστρέφου ὡς λύκους Ἀραβικούς, καί ἀκάνθας παρακοῆς,
καί τριβόλους ἀδικημάτων, καί δένδρα πονηρά. Ἐάν ἴδῃς συνετόν, κατά τήν
συμβουλεύουσαν σοφίαν, ὄρθριζε πρός αὐτόν, καί σταθμούς θυρῶν αὐτοῦ ἐκτριβέτω ὁ
πούς σου, ἵνα παρ' αὐτοῦ διδαχθῇς νόμου σκιαγραφήματα, καί χαρίτων δωρήματα» (ΒΕΠΕΣ 33, 197).
Καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, λοιπόν, λύκους ἀραβικούς
ὀνομάζει τούς αἱρετικούς καί διεφθαρμένους Ἐπισκόπους, τούς ὁποίους ὀφείλει ὁ
καθένας νά διακρίνη καί ἀπό τούς ὁποίους πρέπει νά ἀπομακρύνεται. Καί φυσικά ἀπευθύνεται
ὄχι πρός τήν Σύνοδο, ἀλλά στόν κάθε Ὀρθόδοξο καί φυσικά πρίν τήν ἀπόφασι τῆς
Συνόδου.
Ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης ὅμως, μᾶς ἀπομακρύνει
ἀπό τό φῶς τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων καί μᾶς ὁδηγῆ στά σκοτεινά μονοπάτια τῆς ἱστορίας,
προκειμένου νά μᾶς δώση ἄλλες κατευθύνσεις, γιά νά συνευρισκώμεθα μέ τούς
λύκους καί, μάλιστα, νά τούς ἔχουμε εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, πρᾶγμα τό ὁποῖον
νομίζω ὅτι ἀποτελεῖ βλασφημία καί ἐξευτελισμό αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ καί τῆς
Ἐκκλησίας.
Ὁμιλώντας, ἐπίσης, ὁ Μ. Ἀθανάσιος πρός τούς
μοναχούς ἐπιγραμματικά διδάσκει τά ἑξῆς: «ὧν τό
φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπό τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν»
(ΒΕΠΕΣ 33, 182, 20). Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ὁ π.
Βασίλειος καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, δέν ἀπομακρύνονται ἀπό τήν κοινωνία μέ τούς
Οἰκουμενιστές, σημαίνει, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο, ὅτι δέν ἀποστρέφονται τό φρόνημά τῶν
Οἰκουμενιστῶν παρά ἴσως μόνο θεωρητικά.
Ἐπειδή ὁ σκοπός μας δέν εἶναι νά παρουσιάσωμε
τήν πατερική διδασκαλία γιά τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, τούς μή καταδικασθέντες
ὑπό Συνόδου, ἀλλά νά δείξωμε ὅτι, γιά νά εἶναι σύμφωνοι οἱ ἱεροί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι
ὁμιλοῦν γιά τούς αἱρετικούς, πέρα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων,
πρέπει νά μήν κάνωμε αὐτήν τήν πονηρά διάκρισι μεταξύ ἐντός καί ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικῶν, ἀλλά, ὅπου οἱ ἱεροί
Κανόνες ὁμιλοῦν γιά αἱρετικούς, νά ἐννοήσωμε ὅτι ὁμιλοῦν γιά αἱρετικούς κατά τό
φρόνημα, ἀσχέτως δηλαδή ἄν εἶναι καταδικασμένοι ὑπό Συνόδου ἤ ὄχι.
Ἄν ὅμως κάνωμε αὐτόν τόν πονηρό διαχωρισμό, ὅπως
ὁ π. Βασίλειος, τότε παρουσιάζομε καί τούς Ἁγίους νά διαφωνοῦν μέ τούς ἱερούς
Κανόνες, ἐφ’ ὅσον οἱ Ἅγιοι μᾶς διδάσκουν νά ἀπομακρυνώμεθα ἀπό ὅσους ἔχουν αἱρετικό
φρόνημα, ἐνῶ οἱ ἱεροί Κανόνες μᾶς διδάσκουν (δῆθεν) νά μήν ἀπομακρυνώμεθα ἀπό αὐτούς,
παρά μόνο ὅταν τούς καταδικάση ἡ Σύνοδος. Δηλαδή τό κριτήριο τῶν Ἁγίων, σύμφωνα μέ τήν τακτική αὐτή τοῦ διαχωρισμοῦ, εἶναι τό αἱρετικό φρόνημα, ἐνῶ τῶν ἱερῶν Κανόνων ἡ ἀπόφασις
τῆς Συνόδου.
Γιά νά γίνη αὐτό ὅμως κατανοητό πλήρως ἀπό
κάθε καλοπροαίρετο πιστό, θά ἀναφέρωμε καί δύο διδασκαλίες ἀπό Ἁγίους τῶν
τελευταίων βυζαντινῶν χρόνων, ὥστε νά φανῆ ὅτι οἱ Ἅγιοι εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνοι ἐπί
τοῦ θέματος τούτου καί δέν χρειάζεται νά ἀνατρέχουμε σέ σκοτεινά μονοπάτια τῆς ἱστορίας
καί νά παρουσίαζουμε τά πρός ἀποφυγή παραδείγματα ὡς νά ἐπρόκειτο πρός μίμησι.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λοιπόν, στήν ἀναίρεσι
τοῦ γράμματος τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου ἀναφέρει ἐπί τοῦ θέματος τούτου τά ἑξῆς: «Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ
Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καί
οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον,
ὅσον ἄν και σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποίμενας ἱερούς ἑαυτούς
καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι·
μηδέ γάρ προσώποις τόν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως
χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα» (Ἀναίρεσις
γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ΕΠΕ 3,
606 -Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα 2, 627, 10).
Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος, λοιπόν, τήν ὀρθή πίστι
καί τό φρόνημα τοῦ Ἐπισκόπου ἐξετάζει, προκειμένου νά τόν ἐντάξη ἐντός τῆς Ἐκκλησίας
καί ὄχι τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ἁγίου ἔρχεται σέ ἀπόλυτο
ἀντίθεσι μέ τούς ἱερούς Κανόνες, ἄν δεχθοῦμε τήν νεόκοπο θεωρία τοῦ π.
Βασιλείου καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι διδάσκουν
ὅτι, δηλαδή, ἡ περί αἱρετικῶν διδασκαλία τῶν ἱερῶν Κανόνων, ἀναφέρεται στούς ἐκτός
Ἐκκλησίας αἱρετικούς καί μόνο σ’ αὐτούς.
Ὁ
ἅγιος Μᾶρκος, τέλος, ὁ Εὐγενικός στήν Ὁμολογία τῆς
Ὀρθοδόξου πίστεως διδάσκει τά ἐξῆς ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἀναφέροντας μάλιστα
τήν διδασκαλία καί ἄλλων Ἁγίων:
«Καί ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἐξηγούμενος τό Εἴ τις εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ' ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα, “Οὐκ εἶπε”, φησίν, “ἐάν ἐναντία καταγγέλλωσιν ἤ τό πᾶν ἀνατρέπωσιν, ἀλλά κἄν
μικρόν τι εὐαγγελίζωνται παρ' ὅ παρελάβετε, κἄν τό τυχόν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα
ἔστωσαν“. Καί ὁ αὐτός αὖθις· “Οἰκονομητέον, ἔνθα μή παρανομητέον”.
Καί ὁ μέγας Βασίλειος ἐν τοῖς Ἀσκητικοῖς· ”Φανερά ἔκπτωσις πίστεως καί ὑπερηφανίας
κατηγορία, ἤ ἀθετεῖν τι τῶν γεγραμμένων, ἤ ἐπεισάγειν τῶν μή γεγραμμένων, τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰπόντος· Τά
ἐμά πρόβατα τῆς φωνῆς μου ἀκούει, καί πρό τούτου εἰρηκότος· Ἀλλοτρίῳ
δέ οὐ μή ἀκολουθήσωσιν, ἀλλά φεύξονται ἀπ' αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τήν φωνήν τῶν
ἀλλοτρίῳ”· καί ἐν τῇ
πρός μονάζοντας ἐπιστολῇ· “Εἴ τινες τήν ὑγιῆ πίστιν προσποιοῦνται ὁμολογεῖν,
κοινωνοῦσι δέ τοῖς ἑτερόφροσι, τούς τοιούτους, εἰ μετά παραγγελίαν μή ἀποστῶσι,
μή μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλά μηδέ ἀδελφούς ὀνομάζειν”. Καί πρό τούτων ὁ
θεοφόρος Ἰγνάτιος ἐν τῇ πρός τόν θεῖον Πολύκαρπον τόν Σμύρνης ἐπιστολῇ· “Πᾶς ὁ
λέγων” φησί “παρά τά διατεταγμένα, κἄν
ἀξιόπιστος ᾖ, κἄν νηστεύῃ, κἄν παρθενεύῃ, κἄν σημεῖα ποιῇ, κἄν προφητεύῃ, λύκος
σοι φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος”. Καί τί δεῖ πολλά λέγειν; Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι καί
πᾶσαι αἱ θεῖαι γραφαί φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν
κοινωνίας διΐστασθαι» (Patrologia Orientalis, Τοme XV, 303, Τά εὑρισκόμενα ἅπαντα,Τόμ. Α΄, σελ.
420-424).
Πουθενά, λοιπόν, οἱ Ἅγιοι δέν
θεωροῦν ὡς ἐντός Ἐκκλησίας τούς μή καταδικασθέντας
ὑπό Συνόδου καί ἐκτός τούς
καταδικασθέντας, ἀλλά παντοῦ καί πάντοτε διδάσκουν νά ἐξετάζουμε τό φρόνημα
κάποιου καί ἄν εἶναι αἱρετικό νά ἀπομακρυνώμεθα ἀπό αὐτόν. Εἶναι λοιπόν φανερό
ὅτι ἄν οἱ ἱεροί Κανόνες (ὅπως ἰσχυρίζονται
οἱ Οἰκουμενιστές ἤ ὁ π. Βασίλειος)
ὁμιλοῦν γιά τούς καταδικασθέντες μόνο ὑπό Συνόδου αἱρετικούς, αὐτό σημαίνει ὅτι
ἔρχονται σέ πλήρη ἀντίθεσι μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ἀφήνουν
ἀπροστάτευτους τούς πιστούς μέχρι συγκλήσεως καί ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία
μάλιστα στίς ἡμέρες μας, ἀνθρωπίνως κρινόμενη, ἀποκλείεται νά γίνη.
Τρίτον
τέλος καί βασικό·
δέν ἰσχύει ἡ θεωρία αὐτή τοῦ π. Βασιλείου καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, διότι, ἄν
αὐτή γίνη ἀποδεκτή, ἀφήνονται ἀπροστάτευτοι ἀπό τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς
Ἐπισκόπους οἱ πιστοί, θεωροῦνται δέ ὡς ἀνεύθυνοι καί κατευθυνόμενοι, ὅπου
βούλεται ἡ Σύνοδος καί,
τό χειρότερο,
ὁ καθένας ἐκλαμβάνει ὅποιες ἀποφάσεις Συνόδου τόν ἐξυπηρετοῦν καί τόν βολεύουν
καί τίς ἐφαρμόζει καί ὄχι αὐτές πού εἶναι κατά πάντα Ὀρθόδοξες.
Πρέπει
νά σημειωθῆ πρός κατανόησι ὅτι καί οἱ αἱρετικοί ὅλων τῶν αἰώνων, ὅπως καί
σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές, διά νά πλανήσουν τόν λαό, προσπαθοῦν νά κατοχυρώσουν
Συνοδικῶς τίς πλάνες τῆς
αἱρέσεώς
των, ὥστε νά ἔχουν περισσότερη ἰσχύ καί νά δημιουργήσουν μία τρόπον τινά Ὀρθοδοξοφάνεια.
Συγκεκριμένα, μετά τήν πρώτη Οἰκουμενική ἀναφέρονται στά
Πρακτικά τῶν Συνόδων δεκαεπτά (17) αἱρετικές Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες προσπάθησαν νά
ἀκυρώσουν τίς ἀποφάσεις της καί νά ἐπιβάλουν τήν αἵρεσι, ὅπως ἐπίσης ἡ ληστρική
Σύνοδος τῆς Ἐφέσου, οἱ δύο εἰκονομαχικές Σύνοδοι τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας,
ἡ Σύνοδος τῆς Φλωρεντίας-Φερράρας, ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου πρόσφατα, πού ἐξέδωσε τήν
αἱρετική ἐγκύκλιο τοῦ 1920, οἱ Σύνοδοι τῶν Πατριαρχείων πού ἀποφάσισαν τήν
ἔνταξι στό ΠΣΕ, ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου πού ἀπεφάσισε τό 1965 τήν ἄρσι τῶν
ἀναθεμάτων τῶν Παπικῶν κλπ. Ἐδῶ προφανῶς ἰσχύει ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου
τοῦ ὁμολογητοῦ τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στά
προλεγόμενα τῆς πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Τάς γενομένας Συνόδους ἡ εὐσεβής πίστις
κυροῖ, καί πάλιν, ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τάς Συνόδους». (Πηδάλιον
1η ὑποσημείωσις εἰς τά προλεγόμενα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Ἄν
ὅμως εἶναι ὀρθή ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων, τότε κρίνονται ὡς αἱρετικές οἱ
σύγχρονες τοπικές Ὀρθόδοξες καί Πανορθόδοξες Σύνοδοι, διότι παίρνουν αἱρετικές
ἀποφάσεις καί διότι, τό βασικώτερο, αἱρέσεως ὑπαρχούσης δέν τήν καταδικάζουν
Συνοδικῶς, καί ὄχι μόνο δέν τήν καταδικάζουν, ἀλλά τήν συγκαλύπτουν, παίρνουν
ἀποφάσεις σύμφωνα μέ τήν γραμμή τῆς αἱρέσεως, ἔχουν πλήρη εἰρήνη καί συμφωνία
μέ τούς αἱρετικούς καί πόλεμο μέ τούς Ὀρθοδόξους. Ἀπόδειξις ὅλων αὐτῶν εἶναι
ὅτι στίς συναντήσεις μέ τούς αἱρετικούς στό Π.Σ.Ε καί στούς λεγομένους
θεολογικούς διαλόγους, στέλνουν τούς πλέον ξεπουλημένους καί κραγμένους αἱρετικούς
Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, αὐτούς πού συμφωνοῦν καί «τά βρίσκουν» κατά τό δή λεγόμενο,
μέ τούς αἱρετικούς, ὅπως τόν Μεσσηνίας
Χρυσόστομο, τόν Δημητριάδος
Ἰγνάτιο καί,
βέβαια,
τό καμάρι καί πρωτοπαλλίκαρο τῶν Οἰκουμενιστῶν, τόν ὁποῖον ἀγαποῦν καί ἀποδέχονται
ὑπερβαλλόντως
ὅλοι οἱ αἱρετικοί, τόν Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα.
Ἄν τέλος π. Βασίλειε, θέλης νά
διαπιστώσης ἰδίοις ὅμασι ὅτι καί οἱ Ἅγιοι δέν ἔκαναν διαχωρισμό μεταξύ
καταδικασμένων καί μή καταδικασμένων αἱρετικῶν, ὅταν ἀναφέροντο στούς ἱερούς
Κανόνες, ἀλλά ἀπεναντίας ὅ,τι ἔγραφον γιά τούς αἱρετικούς οἱ ἱεροί Κανόνες τό
ἔλεγον δι’ αὐτούς πού ἔχουν αἱρετικό φρόνημα καί τό διακηρύττουν δημοσίως καί
Συνοδικῶς, ἄκουσε τί λέει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διά τούς Μοιχειανούς
αἱρετικούς, τούς μή καταδικασμένους, ἀλλά ἔχοντας πατριαρχικάς εὐλογίας:
«Ταῦτα οὖν σύν τῇ προσηγορίᾳ ἀναγκαῖον ἐνόμισα ὑπομνῆσαι τήν
πατρωσύνην σου· ὅπως εἰδυῖα ὅτι αἵρεσις, φεύγῃ τήν αἵρεσιν ἤγουν τούς
αἱρετικούς· τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς, μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς
μονῇ ἐπί τῆς θείας λειτουργίας· μέγισται
ἀπειλαί παρά τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτῇ μέχρι καί
ἑστιάσεως» (Ρ.G.
99, 1048D). Ἄν δέν κατανοῆς ποῖες εἶναι οἱ «μέγισται ἀπειλαί παρά τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι
τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτῇ μέχρι καί ἑστιάσεως» γιά τούς μή καταδικασμένους
ὑπό Συνόδου αἱρετικούς, εἴμεθα πρόθυμοι νά σοῦ τό ἐξηγήσωμε.
Ὑπάρχει
ἀκόμη π. Βασίλειε καί ὁ 33ος Κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος καί αὐτός
ὁμιλεῖ γιά ἀποτείχισι ἀπό μή καταδικασμένους αἱρετικούς καί, μάλιστα, αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καί
ἀνάλογα ἐπισκοπικά
ἔγγραφα περί τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως των, τόν ὁποῖο δύνασαι νά μελετήσης, διότι
καί αὐτός συνηγορεῖ τά μέγιστα ὑπέρ τοῦ ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες δέν ἀναφέρονται σέ
καταδικασμένους μόνο αἱρετικούς, ἀλλά σέ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αἱρετικά φρονήματα.
Ὁ
σκοπός ὅμως ὁ δικός σου (καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν φυσικά) εἶναι, π. Βασίλειε, νά ἀπομονώσετε τούς
δύο Κανόνες ἀπό τίς Γραφές, τούς Ἁγίους καί τούς ὑπολοίπους ἱερούς Κανόνες,
τελικά νά μείνετε στόν ἕνα Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί αὐτόν εὔκολα
πλέον νά τόν ἀκυρώσετε, γιά δῆθεν ἀποφυγή σχισμάτων, ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία
κλπ, καί βεβαίως
προσάγοντας σάν Ὀρθόδοξο Παράδοσι τά, πρός ἀποφυγή καί ὄχι πρός μίμησι, σκόρπια
παραδείγματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καί φυσικά τήν τακτική τῶν συγχρόνων
γερόντων.
Λυπᾶμαι, π. Βασίλειε, πού τό ἀναφέρω,
ἀλλά ἡ τακτική καί ἡ γραμμή πού ἀκολουθεῖτε εἶναι αἱρετική, διότι τίποτε δέν
δύναται νά θεμελιωθῆ, οὔτε κἄν νά στηριχθῆ, οὔτε κατά διάνοια νά σταθῆ, ὡς
Ὀρθόδοξο, ἄν δέν ἔχει θεμέλιο καί βάσι κατ’ ἀρχάς τήν Ἁγία Γραφή καί ἐν
συνεχείᾳ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Καί ὄχι μόνο αὐτά τά παραδείγματα νά
προσάγης,
ἀλλά καί ἄλλα τόσα, ἄν ἀπουσιάζη ἡ συμφωνία τῶν Γραφῶν καί τῶν Πατέρων, πάλι ἡ
τακτική αὐτή εἶναι αἱρετική καί ὡς ἐκ τούτου ἀπορριπτέα.