Οἱ Οἰκουμενιστές «χρησιμοποιούν διπλωματικό λόγο, λένε, για να κάνουν γνωστή την Αλήθεια στους αλλόδοξους και ετερόδοξους. Ασχέτως αν διώκουν λυσσωδώς τους εντός της Εκκλησίας, τους τολμώντες να άρουν λόγο ελεγκτικό με ιερή αγωνία».
Πατριάρχες και δεσποτάδες, ιερείς, καθηγητάδες, πνευματικοί
οδηγοί ποικίλων «θεολογικών αποκλίσεων», μακρόθεν ιστάμενοι της Πατερικής, της
γνήσιας Παραδόσεως και της άπαξ παραδοθείσης Πίστεως, έχουν επιδοθεί σε ένα
άνευ προηγουμένου παιχνίδι επιβολής των απόψεών τους, των επιθυμιών τους και του θελήματός τους, προς συνταυτισμό με το θέλημα των εχθρών της πίστεως, των αιρετικών, των πάσης φύσεως «πίστεων», χωρίς να δίνουν λόγο σε κανέναν. Ερήμην του λαού -σε ποιον να δώσουν άλλωστε λόγο, αφού έχουν την πλήρη υποστήριξη των υψηλά
ισταμένων και αφού ο λαός απέχει των τεκταινομένων, όντας εν πολλοίς ακατήχητος και σιωπά λόγω της επιβληθείσης τρομοκρατίας.
Έχοντας στο θολωμένο τους νου ως άθυρμα της διεξαγωγής αυτού του παιχνιδιού την Αλήθεια του Χριστού και ως εκτελεστικό μέσο την υπερηφάνειά
τους, απαξιώνουν τις Αγιοπνευματικές εμπειρίες των Αγίων και όλη την Αποστολική
Παράδοση και προχωρούν στο δικό τους «νέο δρόμο»,
τον μεταπατερικό, τον νεοπατερικό, κλπ., σχετικοποιώντας την
Αλήθεια και θέλοντας να συμπαρασύρουν εκβιαστικά και τους «μη θέλοντας
εισελθείν».
Ως νεοπροτεσταντίζοντες φωστήρες, εκπηδώντες
και αποπηδώντες, τώρα πλέον και από την Αγία Ορθοδοξία, μη αντέχοντες τη
γνήσια, τη σωτηριώδη Παράδοσή της, την υπό των Αγίων Πατέρων συμπεφωνηθείσα και
διά των Αγίων Συνόδων παραδοθείσα, έχουν διασκορπίσει πλήθος μαθητών τους εντός της
Εκκλησίας, να «επανευαγγελίσουν» τους