Τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου
Τρικαμηνᾶ
Τὸ κίνητρο τοῦ κειμένου αὐτοῦ εἶναι ἡ πρόσφατη συνομιλία μου μὲ κάποιον ἀδελφό,
ὁ ὁποῖος ἦταν θιασώτης καὶ λάτρης θὰ λέγαμε τοῦ Π.Η. Ἡ δὲ δημοσίευσις τῶν σκέψεων αὐτῶν ἀποσκοποῦν
στὸν εὐρύτερο προβληματισμό, ὅσων ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ἀλήθεια ἐπὶ τοῦ θέματος
τούτου.
Ἰσχυρίζετο λοιπόν, ὁ ἐν λόγῳ ἀδελφός, ὅτι
πρέπει νὰ ἐπανέλθωμε εἰς τὸ Π.Η., διότι ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Ν.Η. ἔγινε ἀπὸ Μασώνους
καὶ αἱρετικοὺς Πατριάρχες καὶ Ἀρχιεπισκόπους καί, κυρίως, διότι ἔγινε ἡ ἀλλαγὴ
αὐτὴ μὲ κακὸ σκοπό, δηλαδὴ τὸν συνεορτασμὸ τῶν Ὀρθοδόξων μετὰ τῶν αἱρετικῶν.
Ἐπὶ τοὺ παρόντος δὲν θὰ ἀσχοληθῶ μὲ τό, τί
σημαίνει συνεορτασμὸς καὶ τό, ἂν ἡ ταύτησις τῶν ἑορτῶν χρονικῶς σημαίνει καὶ
συνεορτασμὸ μὲ τοὺς αἱρετικούς, χωρὶς δηλαδὴ καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ
αὐτούς· ἀλλὰ θὰ ἀναφερθῶ στὸ πῶς ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε παρόμοιες περιπτώσεις
καὶ ποιά ἦταν ἡ σκέψις τῶν Πατέρων, προκειμένου νὰ ἀποδεχθοῦν ἢ ὄχι, αὐτὰ τὰ ὁποῖα
προήρχοντο ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Διότι εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν δὲν εὑρισκόμεθα, ὅταν ἀκολουθοῦμε
κατὰ γράμμα τὶς διατάξεις καὶ παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ὅταν τὶς ἀκολουθοῦμε
κατὰ πνεῦμα, ὅπως συμβαίνει καὶ στὴν περίπτωσι τῆς πολυσυζητημένης Ἀκρίβειας καὶ
Οἰκονομίας. Ὁ λόγος δὲ τοῦ Θεοῦ μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τὴν κατὰ πνεῦμα τήρηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν
παραδόσεων ἢ διατάξεων, διότι λέγει ὅτι «τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτείνει
τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ» (Β΄Κορ.
3, 6).
Κατ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια οἱ Πατέρες δὲν ἐστάθησαν
εἰς τὴν ἀκρίβεια τοῦ γράμματος, ἀλλὰ εἰς τὴν Οἰκονομία τοῦ πνεύματος, ὑπὸ τὴν αὐστηρὰ
προϋπόθεσιν τοῦ διαχρονικοῦ Πατερικοῦ περιορισμοῦ, ὁ ὁποῖος λέγει· «Οἰκονομητέον ἔνθα μὴ παρανομητέον». Δηλαδὴ ἡ Οἰκονομία ἀποσκοπεῖ εἰς τὴν σωτηρία τῶν
πολλῶν, καὶ ἰδίως τῶν ἀδυνάτων καὶ ὄχι, φυσικά, στὸν συναγελασμὸ μὲ τοὺς αἱρετικούς,
στὴν νοθεία τῆς πίστεως ἢ στὸ «ἥξεις ἀφήξεις»
τῆς λεγομένης δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ 15ου κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας
Συνόδου κ.λπ.
Διὰ νὰ ἰδοῦμε λοιπόν, τὸ πῶς ἔπρεπε τότε
καὶ πῶς πρέπει στὶς ἡμέρες μας νὰ ἀντιμετωπισθῆ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου, θὰ ἀναφέρωμε
ἕνα παρόμοιο γεγονὸς καὶ τὸ πῶς ἀντιμετωπίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ μάλιστα δι’
ἀποφάσεων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Θὰ ἀναφέρωμε τὴν τοπικὴ Σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας,
ἡ ὁποία, σύμφωνα μὲ τὴν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ἔλαβε ἐπικύρωσι τῶν
Κανόνων της ἀορίστως ἀπὸ τὴν 4η καὶ τὴν 7η Οἰκουμενικὲς
Συνόδους καὶ ὡρισμένως ἀπὸ τὴν 6η Οἰκουμενική.
Ἡ Σύνοδος λοιπὸν
αὐτὴ ἦτο καθαρὰ αἱρετικὴ καὶ ὡς πρὸς τὴν σύνθεσι
καὶ ὡς πρὸς τὸν σκοπό. Διότι οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι τὴν συνεκρότησαν, ἦσαν Ἀρειανοὶ
καὶ ὁ σκοπὸς των ἦτο ἡ ἀνατροπὴ τοῦ Ὁμοουσίου, δηλαδὴ τοῦ Συμβόλου τῆς
Πίστεως.
Γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος στὰ Προλεγόμενα
τῆς Συνόδου ταύτης, εἰς τὴν 2α ὑποσημείωσι, τὰ ἑξῆς: