Ὠδὴ Δ΄. Ὁ Εἱρμὸς
«Ὁ
καθήμενος ἐν δόξῃ, ἐπὶ θρόνου θεότητος, ἐν νεφέλῃ κούφῃ, ἦλθεν Ἰησοῦς ὁ
ὑπέρθεος, τή ἀκηράτῳ παλάμῃ καὶ διέσωσε, τοὺς κραυγάζοντας· Δόξα,
Χριστέ, τή δυνάμει σου».
Αὐτός πού
κάθεται στήν Τριαδικὴ δόξα τῆς θεότητος, ἦλθε μέσα σὲ κούφη (ἐλαφριά)
νεφέλη, ὁ Ἰησοῦς ὁ ὑπέρθεος, ὁ ὁποῖος μὲ τή δύναμη τῆς ἀκήρατης παλάμης
του ἔσωσε (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία) αὐτούς πού κραυγάζουν δόξα, Χριστέ, στήν
θεία σου δύναμη.
Ἡ δόξα πού ἀποῤῥέει ἀπὸ τή Θεία οὐσία
εἶναι κοινὴ καὶ εἰς τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Κάθε Θεία
ὑπόσταση εἶναι σὲ ἴσο μέτρο φορέας ὁλόκληρης τῆς Θείας δόξας, ὅπως καὶ
οἱ ἄλλες δύο ὑποστάσεις τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Πατὴρ δοξάζεται
ἀπαράλλακτα ὅπως ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ἡ ὅποια μείωση τῆς Θείας
δόξας συνεπιφέρει μείωση καὶ τοῦ τριαδικοῦ τῶν προσώπων ἀξιώματος,
ὑποβάθμιση καὶ κατάργηση τῆς τάξεως καὶ τῆς ἰσοτιμίας στήν Τριάδα.
Ὁ Χριστὸς ἦλθε στή γῆ χωρὶς νά χάσει
τίποτε ἀπὸ τὸ τριαδικὸ του ἀξίωμα. Ἦλθε ντυμένος ὁλόκληρη τή δόξα του,
ἂν καὶ αὐτὴ κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὸ παραπέτασμα τῆς σάρκας, τὴν ὁποίαν
αὐτοβούλως προσέλαβε. Αὐτὴ τὴν ἔννοια εἶχε ἡ κένωση τοῦ Λόγου στό πεδίο
τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως: ἀπόκρυψη τῆς τριαδικῆς δόξας καὶ παράλληλα
ἀμφίεση τῆς ταπεινώσεως τῆς φτωχῆς καὶ ἐπίκηρης ζωῆς. Σ’ αὐτὸ τὸ
θεοδύναμο πλέγμα ἀνυψώνεται ἡ ταπείνωση τῆς γῆς, ἐγκεντρίζεται στήν
ἄφθινη δόξα τοῦ Θεοῦ, ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος γίνεται ὁμόθεος, ἐξυψώνεται καὶ
λαμπρύνεται ἡ κτίση, ἀνακεφαλαιώνεται ἡ πλάση ὁλόκληρη.
Ὁ Χριστός, ὁ ἔνδοξος Λόγος τοῦ Πατρός,
ἦλθε στή γῆ ἐπιβαίνων