Ὡς γνωστόν ὁ ἅγ.
Φώτιος ἦταν ἐκεῖνος πού μέ τούς ἀγῶνες του ἔσωσε τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν ὑποταγή
της στόν Παπισμό καί ἐπίσης, ἦταν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος προήδρευσε τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἡ ὁποία ἐξέδωσε μεταξύ ἄλλων καί τόν 15ο ἱερό Κανόνα.
Ὁ ἴδιος λοιπόν τώρα, θά μᾶς ἐξηγήση αὐτόν τόν Κανόνα μέ τή διδασκαλία του, θά
μᾶς πῆ ἄν εἶναι δυνητικός ἤ ὑποχρεωτικός, θά μᾶς ὁδηγήση ἀσφαλῶς στόν δρόμο τῆς
ἀποτειχίσεως, πότε δηλαδή αὐτή πρέπει νά γίνεται καί ὑπό ποίας προϋποθέσεις
πρέπει νά ὑποτασσώμεθα στόν Ἐπίσκοπο.
Ὑπάρχει εἰς τό θέμα
αὐτό ἕνα χωρίον τοῦ ἁγίου τό ὁποῖον εἶναι τόσο σαφές καί ξεκάθαρο πού θά πρέπει
κάποιος νά ἔχη ἰησουΐτικη εὐφυΐα καί παπική διπλωματία διά νά τό διαστρέψη. Εἶναι
ἀπό τήν ιε’ ὁμιλία του, ἡ ὁποία ἐκφωνήθηκε στόν ἄμβωνα τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας:
«Αἱρετικός ἐστιν ὁ
ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν
ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί
τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς
ἰόν ὄφεως ἀγκίστρῳ μέν καί δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ
πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα πολλούς τῶν ἁπλουστέρων
προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει
τούς τοιούτους.
Ὀρθόδοξός ἐστιν ὁ ποιμήν, εὐσεβείᾳ
ἐσφράγισται, οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται; Ὑποτάγηθι
αὐτῷ, ὡς εἰς τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ· οὐκ ἐκείνῳ φέρεις τήν
τιμήν, ἄν ἐξ ὅλης φέρῃς ταύτην τῆς ψυχῆς· Χριστός ταύτην ὑποδέχεται· μή περιεργάζου τά ἄλλα· Θεός ἐστιν ὁ τούτων
ἐξεταστής· ἐκείνῳ τήν κρίσιν κατάλιπε, σύ δέ τήν ὑπακοήν, κατά τήν ἀγάπην
τοῦ Χριστοῦ, καί καθαράν αὐτῷ τήν διάθεσιν ἐπεδείκνυσο» (ΕΠΕ 12, 400,31).
Ὁ ἅγιος
εἶναι τόσο σαφής ὥστε ἀναφέρει καί τίς δύο περιπτώσεις τοῦ αἱρετικοῦ καί τοῦ
ὀρθοδόξου ποιμένος.
Τόν αἱρετικό τόν
ὀνομάζει λύκο ἀπό τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀπομακρυνθῆς πάραυτα, ὡσάν μέ ἅλμα πού γίνεται
ἐνστικτωδῶς, χωρίς διαδικασίες ἤ ἀποφάσεις Συνόδων «φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν
δεήσει»· προσθέτει ἀκόμη ὅτι δέν πρέπει νά ἀπατηθῆς ἀπό τήν ἐξωτερική
του ἡμερότητα καί ὅτι ἡ κοινωνία μέ αὐτόν εἶναι δηλητήριο φιδιοῦ.
Ἀντιθέτως γιά τόν
ὀρθόδοξο ποιμένα, ὁ ἅγιος θέτει κάποιες προϋποθέσεις πού πρέπει νά τίς ἐξετάζη
ἕκαστος καί μετά νά ὑποταχθῆ εἰς αὐτόν. «Εὐσεβείᾳ ἐσφράγισται, οὐδέν τῆς αἱρετικῆς
φατρίας ἐπισύρεται». Δηλαδή νά ἔχη καθ’ ὅλα εὐσεβῆ πίστι καί
ζωή καί νά μήν ἔχη κανένα αἱρετικό ψεγάδι. Αὐτά πρέπει νά τά ἐξετάζη ὁ κάθε
ὀρθόδοξος ἄν δέν θέλη νά ὁδηγηθῆ στόν γκρεμό.
Ἄν ὅμως, λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ποιμένας ἔχη ὀρθόδοξο πίστι καί τήν κηρύττη μέ
λόγια καί ἔργα, τότε πρέπει νά τόν θεωρήσης
«ὡς εἰς τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ».
Τήν τιμή πού ἀποδίδεις εἰς αὐτόν τόν ποιμένα τήν δέχεται ὁ Χριστός. Ὅλα τά
ἄλλα, διδάσκει ὁ ἅγιος, πλήν δηλαδή τῆς πίστεως, νά μήν τά ἐξετάζωμε «μή
περιεργάζου τά ἄλλα· Θεός ἐστίν ὁ τούτων ἐξεταστής».
Αὐτή
ἡ διδασκαλία τοῦ Μ. Φωτίου εἶναι πολύ σαφής καί κατανοητή καί οὐσιαστικά καθιστᾶ
τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας, ὄχι μόνο ὑποχρεωτικό, ἀλλά
συγχρόνως καί ἄκρως ἀναγκαῖο σέ κάθε ἕνα ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά κατασπαραχθῆ ἀπό
τόν λύκο καί νά δηλητηριασθῆ ἀπό τό φίδι.
Τώρα ἄν ἐμεῖς περιμένωμε τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου διά νά φύγωμε ἀπό τόν
λύκο, σημαίνει ἤ ὅτι ἀδιαφοροῦμε διά τήν σωτηρία μας ἤ ὅτι τήν θέλουμε μέν,
ἀλλά χωρίς ἀγῶνα καί θυσία.
Θά ἀναφέρωμε καί ἕνα ἀκόμη τμῆμα ἀπό
ἐπιστολή τοῦ ἁγίου διά νά ἰδοῦμε ἀφ’ ἑνός μέν τήν αὐστηρότητά του εἰς τά θέματα
τῆς πίστεως, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν Παράδοσι πού ἐγνώριζον ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι στήν
ἐποχή του, ὅτι δηλαδή πρέπει νά φεύγωμε μακριά ἀπό τούς αἱρετικούς καί διεστραμμένους
Ἐπισκόπους.
Ἐπιπλήττει
στήν ἐπιστολή αὐτή ὁ ἅγιος τόν ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας, διότι ἔγινε προδότης
τῶν δογμάτων τῆς πίστεως καί οἱ πιστοί τόν ἀπεστρέφοντο καί
οὔτε «χαίρεται» δέν τοῦ ἔλεγον:
«Κακός ἐγένου φίλοις καί
θείου προδότης δόγματος, καί τῆς σῆς ὁμολογίας πολέμιος,
εἶτα διερωτᾷς, τί δήποτέ σε οἱ εὐσεβεῖς ὡς ἐναγῆ
ἀποστρέφονται, μηδέ τῆς κοινῆς ἀξιοῦντες προσρήσεως; (ὤ, τί σε
δικαίως προσείπω;) φοβερόν ἡγοῦνται καί τό διά τοῦ “χαίρειν” κοινωνῆσαι τοῖς ἔργοις σου τοῖς πονηροῖς» (ΕΠΕ 13, Ἐπιστ. ΚΣΤ΄
Παύλῳ γεγονότι ἀρχιεπισκόπῳ Καισαρείας καί ἀποστήσαντι, 290,25).
Καί
ἀπό ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἦτο γνωστή, θά λέγαμε, καί στόν τελευταῖο
ὀρθόδοξο καί τήν ἐφήρμοζαν ἐνστικτωδῶς οἱ Χριστιανοί, χωρίς νά ἔχη καταδικασθῆ
ἀπό Σύνοδο ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Καισαρείας.