Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Ο Μ. ΦΩΤΙΟΣ ως ερμηνευτής του Ι. Κανόνος περί απομακρύνσεως από τους αιρετικούς




ς γνωστόν ὁ ἅγ. Φώτιος ἦταν ἐκεῖνος πού μέ τούς ἀγῶνες του ἔσωσε τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν ὑποταγή της στόν Παπισμό καί ἐπίσης, ἦταν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος προήδρευσε τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἡ ὁποία ἐξέδωσε μεταξύ ἄλλων καί τόν 15ο ἱερό Κανόνα. Ὁ ἴδιος λοιπόν τώρα, θά μᾶς ἐξηγήση αὐτόν τόν Κανόνα μέ τή διδασκαλία του, θά μᾶς πῆ ἄν εἶναι δυνητικός ἤ ὑποχρεωτικός, θά μᾶς ὁδηγήση ἀσφαλῶς στόν δρόμο τῆς ἀποτειχίσεως, πότε δηλαδή αὐτή πρέπει νά γίνεται καί ὑπό ποίας προϋποθέσεις πρέπει νά ὑποτασσώμεθα στόν Ἐπίσκοπο.
Ὑπάρχει εἰς τό θέμα αὐτό ἕνα χωρίον τοῦ ἁγίου τό ὁποῖον εἶναι τόσο σαφές καί ξεκάθαρο πού θά πρέπει κάποιος νά ἔχη ἰησουΐτικη εὐφυΐα καί παπική διπλωματία διά νά τό διαστρέψη. Εἶναι ἀπό τήν ιε’ ὁμιλία του, ἡ ὁποία ἐκφωνήθηκε στόν ἄμβωνα τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας:

«Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως ἀγκίστρῳ μέν καί δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους.
     ρθόδοξός ἐστιν ὁ ποιμήν, εὐσεβείᾳ ἐσφράγισται, οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται; Ὑποτάγηθι αὐτῷ, ὡς εἰς τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ· οὐκ ἐκείνῳ φέρεις τήν τιμήν, ἄν ἐξ ὅλης φέρῃς ταύτην τῆς ψυχῆς· Χριστός ταύτην ὑποδέχεται· μή περιεργάζου τά ἄλλα· Θεός ἐστιν ὁ τούτων ἐξεταστής· ἐκείνῳ τήν κρίσιν κατάλιπε, σύ δέ τήν ὑπακοήν, κατά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καί καθαράν αὐτῷ τήν διάθεσιν ἐπεδείκνυσο» (ΕΠΕ 12, 400,31).

ἅγιος εἶναι τόσο σαφής ὥστε ἀναφέρει καί τίς δύο περιπτώσεις τοῦ αἱρετικοῦ καί τοῦ ὀρθοδόξου ποιμένος.
Τόν αἱρετικό τόν ὀνομάζει λύκο ἀπό τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀπομακρυνθῆς πάραυτα, ὡσάν μέ ἅλμα πού γίνεται ἐνστικτωδῶς, χωρίς διαδικασίες ἤ ἀποφάσεις Συνόδων «φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει»· προσθέτει ἀκόμη ὅτι δέν πρέπει νά ἀπατηθῆς ἀπό τήν ἐξωτερική του ἡμερότητα καί ὅτι ἡ κοινωνία μέ αὐτόν εἶναι δηλητήριο φιδιοῦ.
Ἀντιθέτως γιά τόν ὀρθόδοξο ποιμένα, ὁ ἅγιος θέτει κάποιες προϋποθέσεις πού πρέπει νά τίς ἐξετάζη ἕκαστος καί μετά νά ὑποταχθῆ εἰς αὐτόν. «Εὐσεβείᾳ ἐσφράγισται, οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται».  Δηλαδή νά ἔχη καθ’ ὅλα εὐσεβῆ πίστι καί ζωή καί νά μήν ἔχη κανένα αἱρετικό ψεγάδι. Αὐτά πρέπει νά τά ἐξετάζη ὁ κάθε ὀρθόδοξος ἄν δέν θέλη νά ὁδηγηθῆ στόν γκρεμό.  Ἄν ὅμως, λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ποιμένας ἔχη ὀρθόδοξο πίστι καί τήν κηρύττη μέ λόγια καί ἔργα, τότε πρέπει νά τόν θεωρήσης «ὡς εἰς τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ». Τήν τιμή πού ἀποδίδεις εἰς αὐτόν τόν ποιμένα τήν δέχεται ὁ Χριστός. Ὅλα τά ἄλλα, διδάσκει ὁ ἅγιος, πλήν δηλαδή τῆς πίστεως, νά μήν τά ἐξετάζωμε «μή περιεργάζου τά ἄλλα· Θεός ἐστίν ὁ τούτων ἐξεταστής».
     Αὐτή ἡ διδασκαλία τοῦ Μ. Φωτίου εἶναι πολύ σαφής καί κατανοητή καί οὐσιαστικά καθιστᾶ τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας, ὄχι μόνο ὑποχρεωτικό, ἀλλά συγχρόνως καί ἄκρως ἀναγκαῖο σέ κάθε ἕνα ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά κατασπαραχθῆ ἀπό τόν λύκο καί νά δηλητηριασθῆ ἀπό τό φίδι.  Τώρα ἄν ἐμεῖς περιμένωμε τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου διά νά φύγωμε ἀπό τόν λύκο, σημαίνει ἤ ὅτι ἀδιαφοροῦμε διά τήν σωτηρία μας ἤ ὅτι τήν θέλουμε μέν, ἀλλά χωρίς ἀγῶνα καί θυσία.
          Θά ἀναφέρωμε καί ἕνα ἀκόμη τμῆμα ἀπό ἐπιστολή τοῦ ἁγίου διά νά ἰδοῦμε ἀφ’ ἑνός μέν τήν αὐστηρότητά του εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν Παράδοσι πού ἐγνώριζον ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι στήν ἐποχή του, ὅτι δηλαδή πρέπει νά φεύγωμε μακριά ἀπό τούς αἱρετικούς καί διεστραμμένους Ἐπισκόπους.
Ἐπιπλήττει στήν ἐπιστολή αὐτή ὁ ἅγιος τόν ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας, διότι ἔγινε προδότης τῶν δογμάτων τῆς πίστεως καί οἱ πιστοί τόν ἀπεστρέφοντο καί οὔτε «χαίρεται» δέν τοῦ ἔλεγον:

«Κακός ἐγένου φίλοις καί θείου προδότης δόγματος, καί τῆς σῆς ὁμολογίας πολέμιος, εἶτα διερωτᾷς, τί δήποτέ σε οἱ εὐσεβεῖς ὡς ἐναγῆ ἀποστρέφονται, μηδέ τῆς κοινῆς ἀξιοῦντες προσρήσεως; (ὤ, τί σε δικαίως προσείπω;) φοβερόν ἡγοῦνται καί τό διά τοῦ χαίρειν κοινωνῆσαι τοῖς ἔργοις σου τοῖς πονηροῖς» (ΕΠΕ 13, Ἐπιστ. ΚΣΤ΄ Παύλῳ γεγονότι ἀρχιεπισκόπῳ Καισαρείας καί ἀποστήσαντι, 290,25).

Καί ἀπό ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἦτο γνωστή, θά λέγαμε, καί στόν τελευταῖο ὀρθόδοξο καί τήν ἐφήρμοζαν ἐνστικτωδῶς οἱ Χριστιανοί, χωρίς νά ἔχη καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Καισαρείας.

OIKOYMENIΣΜΟΣ-ΣΥΝΤΕΛΕΙΤΑΙ ΠΡΟΔΟΣΙΑ, π. Αυγουστίνου Καντιώτη

6 Φεβρουαρίου
Τοῦ Μ. Φωτίου, Πατριάρχου Κων/λεως


OIKOYMENIΣΜΟΣ

ΣΥΝΤΕΛΕΙΤΑΙ ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Πηγή: augoustinos-kantiotis

    Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ ἁγία μας Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν ἐπέτειο τῆς ἐκδημίας πρὸς Κύριον τοῦ ἱεροῦ Φωτίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (820-893 μ.Χ.).


Εἶπαν, ὅτι ἡ ἱστορία εἶνε μιὰ πινακοθήκη, στὴν ὁποία ὁ χρόνος ἀναρτᾷ ἑκάστοτε εἰ­κό­νες μεγάλων μορφῶν. Καὶ στὴν χριστιανικὴ ἱ­στο­ρία ὑ­πάρχουν μεγάλες μορφές, ποὺ συν­ετέλε­σαν στὴν ἐξάπλωσι καὶ ἑδραίωσι τῆς ἁγί­ας μας πίστεως. Μετὰ τὴν ἄχραν­τη εἰκό­να τοῦ Κυρίου ἡ­μῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουν ἄλ­λες μορφές. Ἀπὸ πλευρᾶς ἀγώνων γιὰ τὴν δι­ατήρησι τῆς πα­ρακαταθήκης τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀγώνων νὰ κρα­τηθῇ ἁγνὸ τὸ εὐαγγέ­λιο, ξεχωρίζουν τρεῖς μορ­φές· πρῶτος ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δεύτερος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, καὶ τρίτος ὁ σημερινὸς ἅγιος.
    Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀγωνίστηκε ἐναν­τί­ον τῆς τάσεως ἰουδαϊκῶν κύκλων νὰ νοθεύσουν τὸν χριστιανισμὸ ὥστε νὰ παρουσιασθῇ ὡς μία παραφυάδα τοῦ ἰουδαϊσμοῦ. Ἀντιστάθηκε σ᾽ αὐτοὺς ἀλλὰ καὶ στὸν ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος εἶχε βέβαια τὸ ἴδιο φρόνημα μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ἀλλ᾽ ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτὸ φάνηκε γιὰ λίγο κάπως ὑποχωρητικός. Ὁ Παῦλος διακήρυξε, ὅτι στὴ νέα πίστι, τὴν πίστι τῆς χάριτος, δὲν ἰσχύουν πλέον οἱ τύποι, ἡ ἰουδαϊκὴ λατρεία, οἱ θυσίες καὶ ἡ περιτομή, ἀλλὰ «καινὴ κτίσις» (Γαλ. 6,15). Στὸν Παῦ­λο ὀφείλουμε τὸν διαχωρισμὸ τοῦ χριστι­ανισμοῦ ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμὸ καὶ τὴν αὐτοτέλεια τῆς χριστιανικῆς μας Ἐκκλησίας.

       Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν τάσεων τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἐναν­τί­ον δηλαδὴ ἐκείνων ποὺ ἤθελαν νὰ ποῦν ὅτι, ὅ­πως οἱ ἀρχαῖοι εἶχαν τοὺς ἡμιθέους, ἔ­τσι στὴ νέα πίστι ὁ Χριστὸς εἶνε ἕ­να εἶδος ἡμιθέ­ου, ποὺ ποτέ δὲν μπορεῖ νὰ φτά­σῃ τὸν Θεὸ Πα­τέρα. Ἐναντίον αὐτῆς τῆς τάσε­ως ὑπεστήριξε, ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε τὸ ἕ­να ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα τῆς τρισηλίου Θεότητος, τῆς ἁγίας Τριάδος.
     Καὶ ὁ ἱερὸς Φώτιος, ποὺ ἑορτάζουμε σήμε­ρα, ἀγωνίστηκε πολὺ σὲ ἕνα ἄλλο σπουδαιότατο ἀγῶνα, ἐναντίον τῶν ἐπεμβάσεων τοῦ κράτους στὴν ἐκκλησία· ὑποστήριξε ἐκεῖ­νο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος· «Ἀπόδοτε τὰ καίσαρος καί­σαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. 22,21). Ἀγωνίστηκε ἐναν­τί­ον τῆς τάσεως τοῦ παπισμοῦ νὰ ὑποτάξῃ ὑπὸ τὴν ἐξουσία του τὴν Ὀρθοδοξία. Ἀγωνίστηκε ἐ­ναντίον τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα, ποὺ ἔκανε τότε τὴν ἐμφάνισί του μὲ ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀγωνίστηκε κυρίως –καὶ αὐτὸ εἶνε τὸ σπουδαιότερο– ἐ­ναντίον τῶν καινοτομιῶν, ποὺ ἔρχονταν νὰ ἀλ­λοιώσουν τὸ περιεχόμενο τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἐναντίον