Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Παπική εντολή «Διασαφήσεως» του FILIOQUΕ, γεγονός ανάλογο τής άρσεως των αναθεμάτων (Μπούμης Π.)




ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ κ. ΜΠΟΥΜΗ,  ΣΥΜΒΑΛΛΕΙ ΣΤΗΝ




ΑΝΑΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
ΤΟΥ FILIOQUΕ ΠΟΥ ΕΥΝΟΕΙ
ΤΑ ΠΟΝΗΡΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ



         Ὁ Πάπας Ρώμης Ἰωάννη Παῦλος ὁ Β΄ τὸ ἔτος  1995, ἀνέθεσε
στὸ  Ποντιφικὸ  Συμβούλιο νὰ προχωρήσει στὴν διερεύνηση καὶ διασάφηση τῆς «περὶ τοῦ Filioque πατροπαραδότου διδασκαλίας τῆς περιεχομένης εἰς τὴν λειτουργικὴν διατύπωσιν τοῦ λατινικοῦ Πιστεύω».
 Ὁ ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς θεολογικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν κ. Π. Μπούμης προέβη «σὲ μία ἐκτενῆ γνωμοδότηση-μελέτη ἐπὶ τῆς “Διασαφήσεως” αὐτῆς», ἡ ὁποία δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ «Ἐκκλησία». Τὴ «Γνωμοδότηση» ἐκείνη μὲ κάποιες ἐπὶ πλέον σκέψεις, διαπιστώσεις, διευκρινήσεις δημοσίευσε χθὲς στὸ ἱστολόγιο Amen.
Ἀπὸ τὴν μακροσκελῆ αὐτὴ παρέμβαση τοῦ κ. Μπούμη (ποὺ ἐν συνεχείᾳ παραθέτουμε ὁλόκληρη), παρουσιάζουμε ἐν ἀρχῇ δυὸ τρία χαρακτηριστικὰ τμήματα καὶ ἕνα μικρὸ σχόλιο. Ἐλπίζουμε ἄλλοι ἔγκυροι δογματολόγοι νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὸ θέμα, ἡ ἀνακίνηση τοῦ ὁποίου δημιουργεῖ πολλὰ καὶ εὔλογα ἐρωτήματα.

Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα γράφει ὁ κ. Μπούμης:
Α) «9)  Ότι  η  ανάθεση  εκ  μέρους  του  Πάπα  Ιωάννου-Παύλου  του  Β΄  ενώπιον  του  Πατριάρχου  Βαρθολομαίου  του  Α΄  το  1995  στο  Ποντιφικό  Συμβούλιο  συντάξεως  και  εκδόσεως  αυτής  τής  «Διασαφήσεως»  είναι  γεγονός  ανάλογο  τής  άρσεως  των  αναθεμάτων, που  έλαβε  χώραν  το  1965, από  τούς  Προκαθημένους  Ανατολικής  και  Δυτικής  Εκκλησίας, Αθηναγόρα  τόν  Α΄  καί  Παύλον  τόν  ΣΤ΄».
Β) «Εξ  άλλου  θα  ικανοποιεί  και  θα  επαναπαύει  μία  διόρθωση  (σ.σ. ὡς πρὸς τὸ Filioque) το  πλήρωμα  τής  Δυτικής  Εκκλησίας –χωρίς  να  αποκλείεται  και  τμήματος  τής  Ανατολικής;  Δέν  θα  φέρει  τούτο  μία  τουλάχιστον  αναστάτωση  στο  πλήρωμα  τής  Δυτικής  Εκκλησίας, στίς  συνειδήσεις  και  τίς  συνήθειες  τών  πιστών  της;  Μήπως  το  πλήρωμά  της  απαιτήσει  από  μέρους  τής  εκκλησιαστικής  ηγεσίας  πειστικές  εξηγήσεις  για  τήν  αλλαγή  τής  μέχρι  τούδε  πολυχρόνιας  θέσεως  και  στάσεώς  της  και  τίς  λειτουργικές  συνήθειές  της  με  κίνδυνο  απώλειας  τής  εμπιστοσύνης  του  πρός  αυτήν;  Μήπως  έχουμε  εξεγέρσεις  και  αποσκιρτήσεις  από  αυτήν;  Διαβλέπουμε  δηλαδή  και  πιθανές  αδιεξόδους  τής  Ρωμαιοκαθολικής  ηγεσίας, αλλά  και  απαραίτητες  αναζητήσεις  μιάς  διεξόδου».
«Από  τήν  άλλη  πλευρά  δέν  μπορούμε  επίσης  να  παραβλέψουμε  και  προσπάθειες  τής  Ανατολικής  εκκλησιαστικής  ηγεσίας  στη  διαφώτιση  του  πληρώματος  τής  Ορθόδοξης  Εκκλησίας  και  τη  διατήρησή  του  μέσα  στούς  κόλπους  της. Αυτό  διαφαίνεται  και  από  την  έκδοση  διαφόρων  ομολογιακών  «Τόμων»  η  εγκυκλίων, όπως  και  από  τη  σύγκληση  σχετικών  Συνόδων. Μήν  ισχυριστεί  κάποιος  ότι  η  αφειδής  παράθεση  πατερικών  γνωμών  σ'  αυτές, όπως  επίσης  και  η  μεγάλη  έκταση  των  Τόμων  τών  εν  λόγω  Συνόδων  η  τών  εκκλησιαστικών  εγκυκλίων  δέν  είναι  μία  εκδήλωση  και  από  τήν  πλευρά  της, έστω  ασυνειδήτως, αναζητήσεως  η  εμπεδώσεως  του  ορθού  σχετικά  και  με  τήν  εκπόρευση, τήν  αποστολή  και  τόν  ερχομό  του  Αγίου  Πνεύματος. Μήν  αντιτείνει  κανείς  ότι  δέν  διαφαίνεται  μια  έντονη  ποιμαντική  μέριμνα  για  τήν  ορθή  και  ακριβή  και  πλήρη  διατύπωση  τής  αλήθειας  και  τη  διαφύλαξη  τών  χριστιανών  από  εσφαλμένες  διαδόσεις  και  παρεκκλίσεις  και  αποχωρήσεις  η  απομακρύνσεις  αυτών  από  τήν  Ορθόδοξη  Εκκλησία  και  διδασκαλία».
«Δέν  παραβλέπουμε, λοιπόν, και  τούς  πιθανούς  ενδοιασμούς  ή  και  τίς  αδιεξόδους  τής  Ρωμαιοκαθολικής  Εκκλησίας, αλλά  διαβλέπουμε  και  τη  μέριμνα  τής  Ορθόδοξης  εκκλησιαστικής  ηγεσίας  στην  προσφορά  τής  αλήθειας. Πάντως  και  τα  δύο  μαρτυρούν  όχι  μόνο  μία  αναζήτηση, αλλά  και  μία  προετοιμασία  του  εδάφους  και  του  κλίματος  για  μια  ακόμη  και  συνοδική  συνεργασία  μεταξύ  Ανατολης-Δύσεως  σχετική  με  τήν  εκπόρευση, προέλευση  και  έλευση  του  Αγίου  Πνεύματος».

Ἕνας πρῶτος σχολιασμός:
πάρχει, λοιπόν, τέτοια προοπτικὴ καὶ δὲν τὸ γνωρίζουμε ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας; Αὐτὴν τὴν πολυχρόνια σχεδιασμένη στὰ Παπικὰ μυστικοσυμβούλια μὲ τὶς Ζηζιούλειες παρεμβάσεις, τὶς ἀντιμετωπίζει ὁ κ. Μπούμης μὲ γλυκανάλατες ἀκαδημαϊκὲς ὑποθέσεις καὶ «διαβλέψεις»; Δὲν καταλαβαίνει ὅτι ἔτσι «σιγοντάρει» τὴν ἐμπλοκὴ τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἄλλη μιὰ περιπέτεια; Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ διαβλέπει τὴν πονηρία τῶν Παπικο-Οἰκουμενιστῶν μὲ τὴν συμμαχία τῶν Ὀρθοδοξο-Οἰκουμενιστῶν; Εἶναι δυνατὸν στὰ γεράματά του ὁ κ. Καθηγητὴς νὰ μὴ κατενόησε, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸ πρόβλημα ἄλυτο, δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη διασαφήσεων (ὑπάρχουν χιλιάδες), ἀλλὰ ἡ μετάνοια ἐκ μέρους τῶν Παπικῶν (ποὺ δὲν θέλουν νὰ τὶς κατανοήσουν) καὶ ἡ ἔλλειψη Ὁμολογίας ἐκ μέρους τῶν «Ὀρθοδόξων»;
Δὲν κατανοεῖ ὅτι οἱ περαιτέρω –τάχα–διασαφήσεις, ἐξυπηρετοῦν τὴν οἰκουμενιστικὴ «ἀρχή» τῆς «ἑνότητος ἐν τῆ ποικιλίᾳ» καὶ ἀσφαλῶς ἰσοῦνται μὲ συμβιβασμὸ εἰς τὰ τῆς Πίστεως; Δὲν κατανοεῖ ὅτι ὅλα αὐτὰ δρομολογοῦν τὴν «Ἕνωση» σύμφωνα μὲ τὴν Οἰκουμενιστικὴ «ἀρχὴ» τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν ἢ τῆς «Βαπτισματικῆς» θεολογίας; Πῶς τολμᾶ λοιπόν, ὑπ’ αὐτὲς τὶς συνθῆκες νὰ κάνει προτάσεις ποὺ μόνο μεγαλύτερα προβλήματα μποροῦν νὰ προκαλέσουν στὴν Ἐκκλησία, δεδομένου μάλιστα ὅτι οἱ σύγχρονοι ἡγέτες της εἶναι παπικοτραφέντες καὶ Οἰκουμενιστές;
Καὶ ἕνα ἐρώτημα, ὡς πρὸς τὶς προτάσεις του: Ἀπουσιάζει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, κ. Μπούμη, ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Δὲν εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα «πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν»;
«Φιλόρθοδος Ἕνωσις "Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος"»

Στὴ συνέχεια τὸ κείμενο τοῦ κ. Μπούμη:


Τὸ πρόβλημα τοῦ Filioque (καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ)
Διασαφήσεις καὶ διαπιστώσεις
Τοῦ Παναγιώτη Ι. Μπούμη, Ὁμότ. Καθηγητὴ
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν στὸ Amen.gr

Α΄
Προ  καιρού  είχαμε  προβεί  σε  μία  εκτενή  γνωμοδότηση-μελέτη  επί  τής  «Διασαφήσεως»  του  Ποντιφικού  Συμβουλίου  τής  Ρωμαιοκαθολικής  Εκκλησίας, τήν  οποία  δημοσιεύσαμε  στο  περιοδικό  «Εκκλησία»  (ετ. ΠΗ   [2011], σελ. 775  εξ.)  σε  έξι  συνέχειες[1]. Η  εν  λόγω  «Διασάφησις»  ανατέθηκε  στο  Ποντιφικό  Συμβούλιο  από  τόν  Πάπα  Ρωμης  Ιωάννη  Παύλο  τόν  Β   τό  έτος  1995, για  να  ερευνηθεί  και  να  διασαφηνιστεί  «η  περί  του  Filioque  πατροπαράδοτος  διδασκαλία  η  περιεχομένη  εις  τήν  λειτουργικήν  διατύπωσιν  του  λατινικού  Πιστεύω»[2].
Στη  δική  μας  έρευνα-γνωμοδότηση  μεταφέραμε  η  αναφέραμε  και  τίς  εξής  βασικές  διαπιστώσεις  η  πορίσματα, τα  οποία  κρίνουμε  χρήσιμο  η  και  σκόπιμο  να  παραθέσουμε  και  κατωτέρω:
1)  Ότι  ο  άγιος  Μάρκος  Εφέσου  ο  Ευγενικός  στήν  Εγκύκλιό  του  «Τοίς  απανταχού  τής  γής  και  τών  νήσων  ευρισκομένοις  Ορθοδόξοις  χριστιανοίς»  (1440-1)  διακηρύσσει:  «Και  ημείς  μέν  μετά  του  Δαμασκηνού  (PG  94,824)  και  τών  Πατέρων  απάντων, τήν  διαφοράν  γεννήσεως  και  εκπορεύσεως  αγνοείν  ομολογούμεν»[3], ότι  δηλαδή  μεταξύ  τής  γεννήσεως  του  Υιού  από  τόν  Πατέρα  και  τής  εκπορεύσεως  τού  Αγίου  Πνεύματος  από  τόν  Πατέρα, δέν  είναι  γνωστή  η  διαφορά, τήν  αγνοούμε.
2)  Ότι  ο  λατινικός  όρος  processio  (procedere)  είναι  γενικότερος  του  ελληνικού  εκπόρευση  (εκπορεύεσθαι, πηγάζειν). Το  processio  σημαίνει  και  το  εκπόρευση, αλλά  σημαίνει  και  τήν  προέλευση  γενικώς  και  τήν  έξοδο  και  τόν  ερχομό  κ.τ.τ.
Συγκεκριμένως  μάλιστα  η  «Διασάφησις»  (σελ. 11)  σημειώνει:  «Εκ  τών  όρων  τών  εχόντων  σχέσιν  πρός  οιανδήποτε  αρχήν, ο  όρος  processio  είναι  ο  γενικώτερος. Τόν  χρησιμοποιούμεν  δι'  οιανδήποτε  αρχήν·  επί  παραδείγματι, λέγομεν  ότι  η  γραμμή  προέρχεται  από  το  στίγμα  τής  τελείας  (εμόν·  δέν  λέμε  όμως  εκπορεύεται), ότι  η  ακτίς  προέρχεται  από  τόν  ήλιον  (εδώ  μπορούμε  το  εκπορεύεται),  ο  ποταμός  από  τήν  πηγήν  του  (από  το  βουνό  εκπορεύεται, από  τήν  εξωτερική  πηγή  προέρχεται), ως  και  εις  πλείστας  όσας  άλλας  περιπτώσεις».
3)  Ότι  έτσι  έχει  γίνει  ένα  σημαντικό  βήμα  διασαφηνίσεως, αλλα  και  αλληλοκατανοήσεως. Η  αποδεκτέα  η  και  αποδεκτή  και  από  τίς  δύο  πλευρές, Ανατολής  και  Δύσεως, αλήθεια  είναι:  Ότι  τό  procedere, όπως  και  το  προϊέναι, σημαίνει  γενικότερα  το  προέρχεθαι  και  διέρχεσθαι  και  εξέρχεσθαι[4].
Ούτως  εχόντων  τών  πραγμάτων, νομίζουμε  ότι  αποκτά  ιδιαίτερη  σημασία  και  η  εξής  ομολογία  τής  «Διασαφήσεως»  (σελ. 10):  «Οπως  η  λατινική  βίβλος  (Vulgata  και  αι  προηγούμεναι  μεταφράσεις)  είχε  μεταφράσει  το  Ιωάν. ιε, 26  (παρά  του  Πατρός  εκπορεύεται)  μέ  "qui  a  Patre  procedit", οι  Λατίνοι  μετέφρασαν  το  εκ  του  Πατρός  εκπορευόμενον  του  Συμβόλου  τής  Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως  με  "ex  Patre  procedentem"  (Mansi  VII, 112B). Ούτως, εις  τόν  λόγον  τής  αιωνίας  αρχής  του  Αγίου  Πνεύματος, εξισούτο  εσφαλμένως  αλλ'  ακουσίως  η  περί  εκπορεύσεως  ανατολική  θεολογία  και  η  περί  processio  δυτική». Η  έκφραση  ότι  «εξισούτο  εσφαλμένως  αλλ'  ακουσίως  η  περι  εκπορεύσεως  ανατολική  θεολογία  και  η  (με  την)  περί  processio  δυτική»  αναγνωρίζει  και  δέχεται  τήν  εσφαλμένη  εξίσωση  από  αγνοια  του  «εκπόρευσις»  και  του  (με  το)  «processio».
4)  Ότι  δέν  είναι  παντελώς  αδικαιολόγητα  και  τα  ακόλουθα  φαινόμενα, τα  οποία  αναφέρονται  στήν  ίδια  «Διασάφησιν»  (σελ. 11-12):  «Ομολογούντες  το  Άγιον  Πνεύμα  "ex  Patre  procedentem", οι  Λατίνοι  δέν  ηδύναντο, λοιπόν, παρά  να  υποθέσουν  ένα  σιωπηλώς  υπονοούμενον  Filioque, το  οποίον  θα  καθίστατο  βραδύτερον  κατηγορηματικώς  διατυπωμένον  εις  τήν  λειτουργικήν  των  απόδοσιν  του  συμβόλου». Και  θα  λέγαμε  ότι  δικαιολογούνταν  να  υποθέσουν  αυτό, επειδή  ακριβώς  τό  procedere  έχει  και  τήν  έννοια, όπως  είδαμε, του  προέρχεσθαι - διέρχεσθαι - εξέρχεσθαι, τήν  οποία  υπονοούσαν  οι  Δυτικοί.
5)  Ότι  και  Πατέρες  τής  Εκκλησίας  δέχονταν  το  Filioque  με  το  προϊέναι  (ή  αντίστοιχο), επειδή  ακριβώς  το  προϊέναι-procedere  ειναι  γενικότερο, έχει  ευρύτερη  έννοια  από  το  εκπορεύεσθαι. Έτσι  ο  Κύριλλος  Αλεξανδρείας  λέει:  «Ότε  τοίνυν  το  Πνεύμα  το  άγιον  εν  ημίν  γενόμενον, συμμόρφους  αποδεικνύει  Θεού, πρόεισι  δε  και  εκ  Πατρός  και  Υιού»  (Thesaurus, PG  75,585A). Μάς  δηλώνει  δηλαδή  ότι  προέρχεται  και  από  τόν  Πατέρα  και  από  τόν  Υιό  και  έρχεται  σε  μας. Εδώ  ο  Κύριλλος  δέν  μιλάει  περί  τής  αρχής  και  εκπορεύσεως  του  Αγίου  Πνεύματος, αλλά  περί  τής  σε  μάς  αφίξεώς  του  («γενόμενον»), προερχόμενον  εκ  μέρους  του  Πατρός  και  του  Υιού.
Ιδιαιτέρως  πρέπει  να  προσεχθεί  και  να  τονιστεί  ότι  χρησιμοποιείται  από  τόν  άγιο  Κύριλλο  το  γενικότερο  ρήμα  «πρόεισι»  και  όχι  το  «εκπορεύεται», που  είναι  ειδικότερο  και  κυριολεκτείται  για  το  προσωπικό  ιδίωμα  του  Αγίου  Πνεύματος, τ.ε.  τήν  εκπόρευσή  Του  από  τόν  Πατέρα.
  Εν  πάση  περιπτώσει  φαίνεται  ότι  δέν  αντιτίθεται  ο  Κύριλλος  στο  Filioque, όταν  συνοδεύεται  με  το  προϊέναι, τ.ε.  με  τη  γενικότερη  έννοια  τής  και  πρός  εμάς  ελεύσεως  («εν  ημίν  γενόμενον»)  και  όχι  με  το  εκπορεύεσθαι, τ.ε.  με  τήν  ιδιαίτερη  προσωπική  και  ειδικότερη  έννοια  τής  από  τόν  Πατέρα  μόνο  εκπορεύσεως  και  αφετηρίας.
6)  Ότι  παρόμοια  τακτική  ακολουθεί  και  ο  Μέγας  Αθανάσιος. Έτσι  εν  συνεχεία  ερχόμαστε  σ'  αυτό  που  γράφει  ο  Μέγας  Αθανάσιος  και  μεταφέρει  η  «Διασάφησις»  (σελ. 13, υπ. 4)  στήν  Επιστολή  του  πρός  Σεραπίωνα, ΙΙΙ, 1, 33, PG  26,625:  «Και  το  παράδοξον, ώσπερ  ο  Υιός  λέγει, Τα  εμά  του  Πατρός  εστιν, ούτως  του  Πατρός  εστι  το  Πνεύμα  το  άγιον, όπερ  του  Υιού  είρηται. Αυτός  μέν  γάρ  ο  Υιός  λεγει·  "Όταν  έλθη  ο  Παράκλητος, όν  εγώ  πέμψω  υμίν  παρά  του  Πατρος, το  Πνεύμα  τής  αληθείας, ο  παρά  του  Πατρός  εκπορεύεται, εκείνος  μαρτυρήσει  περί  εμού"».
Και  πιο  κάτω  ο  Μέγας  Αθανάσιος  προσθέτει  χαρακτηριστικως:  «Ουκούν  ει  ο  Υιός  δια  τήν  πρός  τόν  Πατέρα  ιδιότητα, και  δια  το  είναι  αυτού  τής  ουσίας  ίδιον  γέννημα, ουκ  έστι  κτίσμα, αλλ'  ομοούσιος  του  Πατρός·  ούτως  ουκ  άν  είη  ουδέ  το  Πνεύμα  το  άγιον  κτίσμα, αλλά  και  ασεβής  ο  λέγων  τούτο, δια  τήν  πρός  τόν  Υιόν  ιδιότητα  αυτού, και  ότι  εξ  αυτού  δίδοται  πάσι, και  α  έχει  του  Υιού  εστιν»  (PG  26,625C – 628A).
Με  τήν  έκφραση, λοιπόν, «εξ  αυτού  (του  Υιού)  δίδοται  (τό  γιον  Πνεύμα  πάσι  (ανθρώποις)»  καθίσταται  σαφές  ότι  μιλάει  για  «μετάδοση»  του  Αγίου  Πνεύματος  με  τη  γενική  και  εν  χρόνω  εννοια  («πάσι  ανθρώποις», εφ'  όσον  δηλαδή  υπάρχουν  άνθρωποι)  και  όχι  για  τήν  προαιώνιο  και  προ  ακόμη  τής  δημιουργίας  του  ανθρώπου  εκπόρευση  του  Αγίου  Πνεύματος. Τούτο  άλλωστε  και  τονίζει  με  το  να  λέει  πιο  πάνω:  «το  Πνεύμα  τής  αληθείας, ο  παρά  του  Πατρός  εκπορεύεται».
Έτσι  φαίνεται  ότι  ούτε  ο  Μέγας  Αθανάσιος  αντιτίθεται  στο  Filioque, όταν  συνοδεύεται  με  το  δίδοται ή με  το  αντίστοιχο  πρός  αυτό  ρήμα, προέρχεται  (procedit), και  όχι  με  το  εκπορεύεται.
7)  Ότι, όταν  απαγγέλλουν  οι  Δυτικοί  το  Σύμβολο  τής  Πίστεως  στα  λατινικά, όταν  δηλ.  χρησιμοποιείται  το  γενικότερο  «προϊέναι»-procedere, αντί  του  ειδικού  εκπορεύεται, τότε, θα  λέγαμε, αναγκάζονται  να  προσθέτουν  και  το  Filioque, επειδή  πράγματι  το  Άγιο  Πνεύμα  προέρχεται  (-εξέρχεται  πρός  τούς  ανθρώπους)  και  από  τόν  Πατέρα  και  από  τόν  Υιό, σύμφωνα  με  εκείνα  που  διαπιστώσαμε  στο  χωρίο  Γαλ. 4,6  (στο  Γ   Τμήμα  τής  γνωμοδοτήσεως)  και  από  τις  γνώμες  των  Πατέρων  (στο  Δ ), ενώ  όταν  το  απαγγέλλουν  στα  ελληνικά, τότε  ορθώς  δέν  θέτουν  το  Filioque.
Πλήν  όμως  δέν  μπορούμε  να  επαναπαυόμαστε  στην  ανεπιτυχή  αντικατάσταση  του  όρου  «εκπορευόμενον»  με  το  procedentem  και  τη  βεβιασμένη  προσθήκη  του  Filioque  στα  λατινικά. Όπως  επίσης  δεν  μπορούμε  να  αποκλείσουμε  και  το  ενδεχόμενο  μιάς  υποκρυπτόμενης  αναζητήσεως  ως  πρός  το  θέμα  τής  διατυπώσεως  και  ομολογίας  τής  προελεύσεως  του  Αγίου  Πνεύματος  και  εκ  (δια)  του  Υιού  κατά  τήν  μετά  Χριστόν  εποχή.
8)  Ότι  η  συνείδηση  του  πληρώματος, όπως  και  η  συμφωνία  τών  Πατέρων  τής  Εκκλησίας  μάς  διαφυλάσσουν  και  συγκρατούν  τήν  αλήθεια:  Εφ'  όσον, όταν  εκφωνείται  το  Σύμβολο  τής  Πίστεως  στα  ελληνικά  με  το  «εκπορεύεται»  περί  του  Αγίου  Πνεύματος  αποδίδεται  ενσυνειδήτως  στον  Πατέρα  η  εκπόρευσις  και  όχι  και  στον  Υιό, ενώ, όταν  εκφωνείται  στα  Λατινικά  με  το  procedere  (=προϊέναι), τότε  τίθεται  και  το  Filioque, γιατί, όπως  είδαμε, προέρχεται  και  από  τον  Υιό, τούτο  σημαίνει  ότι  το  σύνολο  τής  Εκκλησίας  δεν  λαθεύει. Η  αλλιώς, αγρυπνεί  και  απαιτεί  την  ορθή  διατύπωση  τής  αλήθειας.
9)  Ότι  η  ανάθεση  εκ  μέρους  του  Πάπα  Ιωάννου-Παύλου  του  Β΄  ενώπιον  του  Πατριάρχου  Βαρθολομαίου  του  Α΄  το  1995  στο  Ποντιφικό  Συμβούλιο  συντάξεως  και  εκδόσεως  αυτής  τής  «Διασαφήσεως»  είναι  γεγονός  ανάλογο  τής  άρσεως  των  αναθεμάτων, που  έλαβε  χώραν  το  1965, από  τούς  Προκαθημένους  Ανατολικής  και  Δυτικής  Εκκλησίας, Αθηναγόρα  τόν  Α΄  καί  Παύλον  τόν  ΣΤ .
  10)  Ότι  συνεπές  και  επάναγκες  είναι  να  δρομολογηθούν, να  γίνουν  οι  απαραίτητες  διεργασίες, διορθώσεις  και  επανορθώσεις, άν  θέλουμε...

Β΄
Γράψαμε  στο  προηγούμενο  άρθρο  ότι  πρέπει  να  γίνουν  οι  απαραίτητες  διορθώσεις, άν  θέλουμε... Εν  συνεχεία  ερχόμαστε  στο  εξής  ζήτημα:  Άς  υποθέσουμε, λοιπόν, ότι  πραγματοποιούνται  οι  απαραίτητες  διορθώσεις  π.χ.  στήν  Καινή  Διαθήκη  τής  λατινικής  μεταφράσεως-εκδόσεως, όπως  και  τών  άλλων  μεταφράσεων  στίς  διάφορες  γλώσσες. Ωστόσο  τίθεται  σειρά  δικαιολογημένων  ερωτημάτων:  Αρκεί  αυτό  για  μια  πλήρη  συνεννόηση, προσέγγιση  και  ενότητα  τών  χριστιανών  Ανατολής  και  Δύσεως;  Τι  θα  γίνει  με  το  Σύμβολο  τής  Πιστεως, το  οποίο  πρέπει  να  είναι  ένα  ενωτικό  στοιχείο;  Θα  αρκεί  και  εκεί  μία  αντικατάσταση  τού  procedentum  με  τό  emanantum  (πηγάζειν)  με  μία  παράλληλη  απάλειψη  του  Filioque  από  τη  λατινική  εκδοση  και  τίς  ανάλογες  αλλόγλωσσες  εκδόσεις  ή  θα  χρειάζεται  και  κάτι  άλλο; 
Εξ  άλλου  θα  ικανοποιεί  και  θα  επαναπαύει  μία  διόρθωση  το  πλήρωμα  τής  Δυτικής  Εκκλησίας – χωρίς  να  αποκλείεται  και  τμήματος  τής  Ανατολικής;  Δέν  θα  φέρει  τούτο  μία  τουλάχιστον  αναστάτωση  στο  πλήρωμα  τής  Δυτικής  Εκκλησίας, στίς  συνειδήσεις  και  τίς  συνήθειες  τών  πιστών  της;  Μήπως  το  πλήρωμά  της  απαιτήσει  από  μέρους  τής  εκκλησιαστικής  ηγεσίας  πειστικές  εξηγήσεις  για  τήν  αλλαγή  τής  μέχρι  τούδε  πολυχρόνιας  θέσεως  και  στάσεώς  της  και  τίς  λειτουργικές  συνήθειές  της  με  κίνδυνο  απώλειας  τής  εμπιστοσύνης  του  πρός  αυτήν;  Μήπως  έχουμε  εξεγέρσεις  και  αποσκιρτήσεις  από  αυτήν;  Διαβλέπουμε  δηλαδή  και  πιθανές  αδιεξόδους  τής  Ρωμαιοκαθολικής  ηγεσίας, αλλά  και  απαραίτητες  αναζητήσεις  μιάς  διεξόδου.
Από  τήν  άλλη  πλευρά  δέν  μπορούμε  επίσης  να  παραβλέψουμε  και  προσπάθειες  τής  Ανατολικής  εκκλησιαστικής  ηγεσίας  στη  διαφώτιση  του  πληρώματος  τής  Ορθόδοξης  Εκκλησίας  και  τη  διατήρησή  του  μέσα  στούς  κόλπους  της. Αυτό  διαφαίνεται  και  από  την  έκδοση  διαφόρων  ομολογιακών  «Τόμων»  η  εγκυκλίων, όπως  και  από  τη  σύγκληση  σχετικών  Συνόδων. Μήν  ισχυριστεί  κάποιος  ότι  η  αφειδής  παράθεση  πατερικών  γνωμών  σ'  αυτές, όπως  επίσης  και  η  μεγάλη  έκταση  των  Τόμων  τών  εν  λόγω  Συνόδων  η  τών  εκκλησιαστικών  εγκυκλίων  δέν  είναι  μία  εκδήλωση  και  από  τήν  πλευρά  της, έστω  ασυνειδήτως, αναζητήσεως  η  εμπεδώσεως  του  ορθού  σχετικά  και  με  τήν  εκπόρευση, τήν  αποστολή  και  τόν  ερχομό  του  Αγίου  Πνεύματος. Μήν  αντιτείνει  κανείς  ότι  δέν  διαφαίνεται  μια  έντονη  ποιμαντική  μέριμνα  για  τήν  ορθή  και  ακριβή  και  πλήρη  διατύπωση  τής  αλήθειας  και  τη  διαφύλαξη  τών  χριστιανών  από  εσφαλμένες  διαδόσεις  και  παρεκκλίσεις  και  αποχωρήσεις  η  απομακρύνσεις  αυτών  από  τήν  Ορθόδοξη  Εκκλησία  και  διδασκαλία.
Δέν  παραβλέπουμε, λοιπόν, και  τούς  πιθανούς  ενδοιασμούς  ή  και  τίς  αδιεξόδους  τής  Ρωμαιοκαθολικής  Εκκλησίας, αλλά  διαβλέπουμε  και  τη  μέριμνα  τής  Ορθόδοξης  εκκλησιαστικής  ηγεσίας  στην  προσφορά  τής  αλήθειας. Πάντως  και  τα  δύο  μαρτυρούν  όχι  μόνο  μία  αναζήτηση, αλλά  και  μία  προετοιμασία  του  εδάφους  και  του  κλίματος  για  μια  ακόμη  και  συνοδική  συνεργασία  μεταξύ  Ανατολης-Δύσεως  σχετική  με  τήν  εκπόρευση, προέλευση  και  έλευση  του  Αγίου  Πνεύματος.
Ούτως  εχόντων  τών  πραγμάτων  θα  μπορούσε, λοιπόν, η  Ρωμαιοκαθολική  Εκκλησία  δια  μέσου  του  Πάπα:
α)  Να  ζητήσει  και  από  (την)  αντίστοιχη  συνοδική  επιτροπή  τής  Ανατολικής  Εκκλησίας  κάτι  ανάλογο  με  αυτό  που  ζήτησε  από  το  Ποντιφικό  Συμβούλιο.
  β)  Να  ζητήσει  εν  καιρώ  τη  σύγκληση  μιάς  Οικουμενικής  Συνόδου  πρός  συζήτηση  ή  και  διατύπωση  κειμένου, Όρου  ή  άρθρου,  «για  τήν  κατά  και  μετά  τήν  Πεντηκοστή  έλευση  δαψιλώς  του  Αγίου  Πνεύματος»  στούς  Αποστόλους  και  τήν  Εκκλησία, εφ'  όσον  αλλωστε  στο  Σύμβολο  τής  Πίστεως  υπάρχει  έλλειψη  περί  αυτού, τουλάχιστον  φαινομενικώς.
γ)  Ίσως, εάν  δέν  ευοδούται  ή  καθυστερεί  να  πραγματοποιηθεί  το  αίτημα  αυτό, νά  προτείνει  στήν  Ανατολή  προηγουμένως  τη  συγκληση  π.χ.  μιάς  Πανορθόδοξης  Συνόδου  για  τόν  επίσημο  καθορισμό  και  τήν  αντιδιαστολή  μεταξύ  εκπορεύεσθαι  καί  προϊέναι-προέρχεσθαι  (procedere), καθώς  και  τη  σύνταξη  ενός  σχετικού  συντόμου-περιεκτικού  κειμένου-άρθρου.
Έτσι  θα  υπάρχει  και  δογματικό  θέμα  να  ασχοληθεί  η  Πανορθόδοξη  Σύνοδος, καθώς  θα  αποκτήσει  και  βασικό  νόημα  συγκλήσεώς  της. Ίσως  αυτό  σημαίνει  ή  περιμένει  και  η  συνεχής  αναβολη  τής  συγκλήσεως  τής  Πανορθόδοξης  Συνόδου, η  οποία  τόσα  χρόνια  (συ)ζητείται  και  ακόμη  δέν  πραγματοποιείται.
Βεβαίως  κοντά  σ'  αυτήν  τήν  αιτία  τής  συνεχούς  αναβολής, καθ'  ημάς, υποκρύπτεται  και  τό  δίλημμα  εκείνο  που  είχαμε  γράψει  άλλοτε  στα  περιοδικά  «Επίσκεψις»  και  «Στύλος  Ορθοδοξίας». Ότι  δηλ.  η  μη  πραγματοποίηση  οφείλεται  και  στο  εξής  δίλημμα:  Άν  η  Πανορθόδοξη  Σύνοδος  θεωρήσει  εαυτήν  Οικουμενική, τότε  de  facto  θεωρεί  τούς  Ρωμαιοκαθολικούς  εκτός  Εκκλησίας. Εάν  θεωρήσει  εαυτήν  τοπική, τότε  δέν  μπορεί  να  απαιτήσει  το  αλάθητο.
δ)  Στη  συνέχεια  μπορεί  να  αποδεχτεί  και  η  Ρωμαιοκαθολική  Εκκλησία  τίς  σχετικές  αποφάσεις  η  προτάσεις  τής  Πανορθόδοξης  Συνόδου, ώστε  να  καταστούν  οικουμενικές, κοινό  κτήμα  τής  Ανατολής  και  τής  Δύσεως, και  βάση  ενότητάς  τους.
Σημείωση  1:
Περισσότερα  επ'  αυτών  έχουμε  περιλάβει  και  περιγράψει  σε  παλαιότερες  μελέτες  μας  με  αφορμή  τήν  άρση  τών  αναθεμάτων  Ρωμης-Κωνσταντινουπόλεως  το  έτος  1965. Πρβλ.  ιδίως  τη  μελέτη  μας  Δια  μίαν  κανονικήν  πορείαν  ενότητος  (βάσει  τών  θεμελιωδών  αρχών  του  πολιτεύματος  τής  Εκκλησίας). Μελέτη  Βιβλική-Κανονική, Αθήναι  1992.
Σημείωση  2:
Προ  καιρού  έφτασε  στα  χέρια  μας  η  χριστιανική  εφημερίδα  «Ορθόδοξος  Τύπος»  (τής  2-3-2012), στήν  πρώτη  σελίδα  τής  οποίας  με  κεφαλαία  μεγάλα  γράμματα  αναφέρεται  το  εξής:  «Βατικανόν:  Ολαι  αι  ελπίδες  δια  τήν  προώθησιν  του  Οικουμενισμού  εις  τήν  Πανορθόδοξον  Σύνοδον». Στο  σχετικό  άρθρο, όπως  αναφέρει  η  εν  λόγω  εφημερίδα, «ο  υπεύθυνος  δια  τήν  Ενότητα  τών  "Εκκλησιών"  του  Βατικανού, Καρδινάλιος  Κουρτ  Κοχ»  παραχώρησε  συνέντευξη  σε  Ολλανδική  ιστοσελίδα, η  οποία  αναμεταδόθηκε  και  από  τα  Ρωμαιο-καθολικά Νέα.net  και  Rkniews.net. Σ' αυτά  τα  επικοινωνιακά  μέσα  «ομολογεί»  ο  καρδινάλιος  Κοχ, όπως  γράφει  η  εφημερίδα, τα  εξής:  «Η  Διεθνής  Μεικτή  Επιτροπή  τής  Καθολικής  και  τής  Ορθοδόξου  Εκκλησίας  έφθασε  σε  ένα  πολύ  δύσκολο  σημείο. Τούτο  είπε  ο  Ελβετός  Καρδινάλιος  Kurt  Koch, πρόεδρος  του  Ποντιφικού  Συμβουλίου  για  τήν  Προώθηση  τής  Ενότητας  τών  Χριστιανών, σε  συνέντευξή  του  στο  πρακτορείο  ειδήσεων  SIR. Σύμφωνα  με  τόν  καρδινάλιο, ο  θεολογικός  διάλογος  μεταξύ  τών  δύο  χριστιανικών  ομολογιών, μόνο  μπορεί  να  προωθηθεί  άν  λάβει  χώρα  μία  Πανορθόδοξος  Σύνοδος». Και  επανέλαβε:  «Η  Μεικτή  Επιτροπή  δέν  έχει  συμφωνήσει  για  ένα  κοινό  έγγραφο  σχετικά  με  το  ρόλο  του  Πάπα  στήν  κοινωνία  τής  Εκκλησίας. Η  πρόοδος  στόν  Οικουμενισμό  θα  εξαρτηθεί  από  τήν  Πανορθόδοξο  Σύνοδο, δήλωσε  ο  καρδινάλιος».

Γ΄
Τα  προλεχθέντα, θα  έλεγε  κάποιος, είναι  καλά  και  ωραία  ως  πρός  τα  διαδικαστικά, άν  και  λίγο  γενικά. Ωστόσο  το  φλέγον  ερώτημα  είναι, τι  έχουμε  να  προτείνουμε  πιο  συγκεκριμένα  ως  πρός  το  θέμα  τής  ουσίας, του  περιεχομένου  και  του  αντικειμένου  η  και  του  σκοπού  τής  συνοδικής  αυτής  διαδικασίας. Θα  εισέλθει  η  Σύνοδος  στο  θέμα  η  και  δόγμα  τής  (προ)αιωνίου  εκπορεύσεως  του  Αγίου  Πνεύματος  η  ωσαύτως  και  τής  προελεύσεώς  Του  και  ελεύσεώς  Του  σε  μας, η  επί  πλέον  θα  διατυπώσει  και  θα  εξαγγείλει  και  κάποιο, εστω  περιεκτικό-συμβολικό,  κείμενο  για  το  πλήρωμα  τής  Εκκλησίας;  Επ'  αυτού  θα  είχαμε  μετά  φόβου  Θεού  και  εκκλησιαστικής  πίστεως  και  αγάπης  να  προσθέσουμε  και  νά  υποβάλουμε  ευσεβάστως  τίς  εξής  παρατηρήσεις-προτάσεις:
Άν  θα  μελετήσουμε  το  παραδιδόμενο  Σύμβολο  τής  Πίστεως  προσεκτικά, συγκρίνοντες  τα  άρθρα  του  τα  σχετικά  με  τόν  Υιό  και  το  Άγιο  Πνεύμα, θα  λέγαμε:
1)  Ότι  η  έκφραση  περί  του  Υιού  «τόν  εκ  του  Πατρός  γεννηθέντα  προ  πάντων  τών  αιώνων»  αντιστοιχεί  με  τήν  έκφραση  «το  εκ  του  Πατρός  εκπορευόμενον»  περί  του  Αγίου  Πνεύματος.
2)  Στήν  έκφραση  όμως  περί  του  Υιού  «τόν  δι'  ημάς  τούς  ανθρώπους  και  δια  τήν  ημετέραν  σωτηρίαν  κατελθόντα  εκ  τών  ουρανών  και  σαρκωθέντα...»  δέν  έχουμε  αντίστοιχη  αναφορά  –τουλάχιστον  εμφανώς–  περί  τής  καθόδου  του  Αγίου  Πνεύματος, μετά  τήν  ανάληψη  του  Ιησού, στούς  Αποστόλους  και  τήν  καθόλου  Εκκλησία.
3)  Ίσως  αυτήν  τήν  απουσία-έλλειψη, έστω  ασυνειδήτως, θέλει  να  καλύψει  ή  να  υποδείξει  και  η  ανεπιτυχής  προσθήκη  του  Filioque  (= και  εκ  του  Υιού)  μαζί  με  το  procedentem (= προερχόμενον)  στο  λατινικό  κείμενο. Μήπως  υποσημαίνεται  δηλαδή  ότι  η  έκφραση  αυτή  περί  του  Αγίου  Πνεύματος  θέλει  να  αντιστοιχήσει  με  το  «τόν  δι'  ημάς  τούς  ανθρώπους  και  δια  τήν  ημετέραν  σωτηρίαν  κατελθόντα  εκ  τών  ουρανών  και  σαρκωθέντα», το  οποίο  λέγεται  περί  του  Υιού;
4)  Αλλ'  εκτός  αυτού  και  με  αφορμή  αυτό  ειδικότερα  στο  λατινικό  κείμενο  του  Συμβόλου  καθίσταται  εμφανές  το  εξής:  Από  τη  μία  πλευρά  λέγεται  ότι  το  Άγιο  Πνεύμα  προέρχεται  και  εκ  του  Υιου, γεγονός  το  οποίο  πραγματοποιείται, όπως  διαπιστώσαμε  στο  Γ΄ Μέρος  («Εκκλησία», ετ. ΠΘ   [2012], σελ. 368-375), μετά  τήν  ανάληψη  του  Χριστού, τ.ε.  στη  μετά  Χριστόν  περίοδο. Από  τήν  άλλη  πάλι  πλευρά  η  δραστηριότητα  του  Αγίου  Πνεύματος  περιορίζεται  («σταματά»  στο  κείμενο)  μόνο  στο  «λαλήσαν  δια  τών  προφητών»  και  δέν  επεκτείνεται  και  στούς  Αποστόλους  και  τήν  Εκκλησία. Ούτε  κάν  λέγεται  το  λαλούν  δια  τών  προφητών, αλλά  το  λαλήσαν  (=qui  locutus  est  per  prophetas). Έτσι  πράγματι  περιορίζεται  η  δραστηριότητά  Του  στήν  προ  Χριστού  εποχή. Και  έτσι  παρουσιάζεται  μία  ανακολουθία, άν  όχι  αντίφαση. Ακόμη:  Έτσι  φαίνεται  ότι  αγνοείται  και  η  μετάδοση  του  Αγίου  Πνεύματος  στούς  Αποστόλους  και  (δι'  αυτών)  σε  ολόκληρη  τήν  Εκκλησία  για  τη  φανέρωση  και  τη  γνώση  τής  αλήθειας.
Ασφαλώς  θα  μπορούσε  κάποιος  να  αντιτείνει:  Και  στα  ελληνικά, ενώ  λέει  το  Σύμβολο  τής  Πίστεως  σε  ενεστώτα  διαρκείας  «εκπορευόμενον», αντιθέτως  περί  τής  δράσεως  αυτού  σταματάει  με  το  «λαλήσαν  δια  τών  προφητών». Σταματάει  με  τόν  αόριστο, με  χρόνο  παρωχημένο, παρελθόντα. Λέει  μόνον  τι  έκανε  στο  παρελθόν. Και  θα  διερωτάτο  κανείς:  Γιατί  δέν  αναφέρεται  στο  Σύμβολο  τι  κάνει  σήμερα;  Γιατί  έχει  παραλειφθεί, αφού  μάλιστα  είναι  πάντοτε  εκπορευόμενον  (ενεστώτας  διαρκείας);  Και  το  ερώτημα  αυτό  δέν  θέλει  μια  απάντηση;  Βεβαίως·  και  υπάρχει. Πλήν  όμως  αυτό  γίνεται  ακόμη  πιο  προκλητικό-χτυπητό  στο  λατινικό  κείμενο. Σ'  αυτό  λέγεται  ότι  το  Άγιο  Πνεύμα  προέρχεται, αλλά  δέν  λέει, άν  δρα. Και  το  ερώτημα:  Έρχεται, αλλά  δέν  δρα, δέν  ενεργεί  τίποτε;
6)  Εν  πάση  περιπτώσει, για  να  γίνουμε  και  πιο  σαφείς, επαναλαμβάνουμε:  Το  λατινικό  κείμενο  από  τη  μια  πλευρά  λέει  «προερχόμενον»  το  Άγιο  Πνεύμα  και  εκ  του  Υιού, σε  ενεστώτα  διαρκείας, τ.ε.  και  σήμερα  και  τώρα, και  από  τήν  άλλη  πλευρά  λέει  «το  λαλήσαν»  (αόριστος), τ.ε.  στο  παρελθόν. Επομένως  έχουμε  μία  ανακολουθία, ένα  ελάττωμα  ή  ατέλεια  διατυπώσεως. Και  η  ατέλεια  αυτή  εντυπωσιάζει, γιατί  χρησιμοποιείται  το  «προερχόμενον», το  οποίο, οπως  είδαμε, (περι)λαμβάνει  και  τήν  τωρινή  πρός  εμάς  κατεύθυνση, ενω  αντιθέτως  το  «εκπορευόμενον», το  οποίο  είναι  αντίστοιχο  του  «γεννώμενον», δέν  προσδιορίζει  χρόνο  και  κατεύθυνση. Και  άρα·  στήν  περίπτωση  τής  χρησιμοποιήσεως  του  «εκπορευόμενον»  έχουμε  ένα  μόνον  ειδικό  προσδιορισμό, έστω  μερικό, αλλά  δέν  έχουμε  ανακολουθία-αντίφαση  η  λογικό  ελάττωμα-λάθος. Η  διατύπωση  είναι  ορθή  και  σαφής.
7)  Εφ'  όσον  οι  Ρωμαιοκαθολικοί  στο  «Πιστεύω»  τους  χρησιμοποιούν  και  ομολογούν  «το  λαλήσαν  δια  τών  προφητών»  μόνον  και  δέν  αναφέρουν  «και  δια  τών  αποστόλων», έτσι  γνωστοποιούν  οτι  το  Σύμβολό  τους  αναφέρεται  μόνο  στήν  Παλαιά  Διαθήκη, στήν  προ  Χριστού  εποχή. Αλλά  τότε  κυριολεκτείται, και  αναγκαστικώς  ισχύει, μόνο  το  «εκπορεύεται  εκ  του  Πατρός», ισχύει  ασφαλώς  η  αϊδιος, η  προαιώνιος, εκπόρευση  από  τόν  Πατέρα  και  όχι  και  η  μετά  Χριστόν  προέλευση  και  από  τόν  Υιό  πρός  εμάς, η  οποία  εκφράζεται  με  το  προϊέναι. Διαφορετικά, εάν  θέλουν  να  αναφέρεται  και  η  αποστολή  του  Αγίου  Πνεύματος  και  μετά  το  Χριστό  στούς  αποστόλους, τότε  μήπως  πρέπει  να  θελήσουν  να  προστεθεί, έστω  τώρα, εκ  τών  υστέρων, ως  συμπλήρωμα  ένα  νέο  σχετικό  άρθρο;
Σημείωση:  Στήν  περίπτωση  ατή  θα  δικαιολογείται  μάλιστα  και  θα  συνδέεται  άριστα  και  με  το  επόμενο  άρθρο  του  Συμβόλου  που  μιλάει  για  «...μίαν... αποστολικήν  Εκκλησίαν».
8)  Γι'  αυτό  μιλήσαμε  παραπάνω  για  τήν  κάλυψη  μιάς  «ελλείψεως», η  οποία  έγινε  όμως  με  μία  ανεπιτυχή  μετάφραση  τού  εκπορευόμενον  και  με  μία  βεβιασμένη  προσθήκη  του  Filioque  στο  8ο  αρθρο  του  Συμβόλου. Έτσι  η  ενέργεια-πράξη-επέμβαση  αυτή  παρουσιάζει  και  το  άρθρο  αυτό  ως  ατελές  και  εσφαλμένο  και  συγχρόνως  εμποδίζει  τήν  κανονική  συμπλήρωση  του  Συμβόλου  (π.χ.  με  ένα  νέο-ένατο  άρθρο  η  κάποιο  extra  όρο). Γι'  αυτούς  τούς  λόγους  δικαίως  οι  Πατέρες  τών  Οικουμενικών  Συνόδων  απαγόρευσαν  κάθε  επέμβαση  και  παραχάραξη  του  κειμένου  τών  διαφόρων  όρων  και  κανόνων  τής  Εκκλησίας. Αυτές  παρασύρουν, παραπλανούν  και  συγχρόνως  παρακωλύουν  τήν  απαραίτητη  κατανόηση  τών  αληθειών, η  και  τών  ελλείψεων, καθώς  και  τήν  κανονική-ορθή  συμπλήρωση-προσθήκη  από  τήν  Εκκλησία  σ'  εκείνα  τα  κείμενα, τα  οποία  έχει  Αυτή  προηγουμένως  ορίσει.
Συνεπώς  είναι  απαραίτητη  μία  πράξη  επανορθωτική  η  και  συμπληρωματική. Επί  πλέον  η  ανωτέρω  προτεινόμενη  διαδικασία, τ.ε.  η  ανάθεση  τής  διακονίας  τής  αλήθειας  στήν  Ανατολή  και  η  εν  συνεχεί  συμφωνία  και  αποδοχή  εκ  μέρους  του  Πάπα  και  τής  Ρωμαιοκαθολικής  Εκκλησίας, τής  σχετικής  αποφάσεως  θα  είναι  μία  de  facto  πράξη  ενωτική. Θα  είναι  μία  πράξη  επανόδου  στήν  τάξη  ή  και  τακτική  (στήν  κατάσταση)  τής  Α΄  Περιόδου  τής  Εκκλησίας  τών  Οικουμενικών  Συνόδων  τής  πρώτης  χιλιετίας. Έτσι  θα  έχουμε  και  τήν  έναρξη  τής  Γ΄  Περιόδου  τής  Εκκλησιαστικής  Ιστορίας.

Υποσημειώσεις:


[1] Εκδόθηκε  και  ως  ανάτυπο  με  τόν  τίτλο: Το  Πνεύμα  του  Πατρός  (και  του  Υιου), Αθήνα  2013, σελ. 131.
[2] Η  «Διασάφησις»  αυτή  εκδόθηκε  αυτοτελώς  σε  τέσσερεις  γλώσσες  το  1996  (εκδ.  Typis  Vaticanis)  και  στήν  ελληνική  με  τόν  τίτλο  «Το  "προϊέναι"  του  Αγίου  Πνεύματος  εις  τήν  Ελληνικήν  και  τήν  Λατινικήν  παράδοσιν».
[3] Ιω.  Καρμίρη, Τα  Δογματικά  και  Συμβολικά  Μνημεία  τής  Ορθοδόξου  Καθολικής  Εκκλησίας, τομ. Α , Εν  Αθήναις  19521, σελ. 360  [Εν  Αθήναις  19602, σελ. 428].
[4] Το  ίδιο  μπορεί  να  γίνει  δεκτό  ότι  συμβαίνει  και  με  τό exiene, που  σημαίνει  εξέρχομαι  και  χρησιμοποιήθηκε  η  χρησιμοποιείται  από  παλαιότερους  και  από  νεότερες  μεταφράσεις  σε  άλλες  γλώσσες  για  τήν  απόδοση  τού εκπορεύεσθαι.
- See more at: http://www.amen.gr/article16254#sthash.5lcEgShX.dpuf