Πολύς λόγος γίνεται τόν τελευταῖον καιρόν εἰς τόν ἐκκλησιαστικόν χῶρον περί τῆς «Οἰκονομίας». Τῆς ἐκκλησιαστικῆς βεβαίως «Οἰκονομίας», ἡ ὁποία «Οἰκονομία» θά πρέπῃ, ὅπως ἀρκετοί ἰσχυρίζονται, κατά κανόνα νά ἐφαρμόζεται ἀπό τούς ποιμένας εἰς τήν σημερινήν ἐποχήν. Προβάλλουν δέ αὐτήν τήν πρόφασιν, διότι εἰς τήν ἐποχήν μας, εἰς τήν ὁποίαν τό κακό παρουσιάζει τόσην ἔξαρσιν, λέγουν ὅτι εἶναι δῆθεν ἀδύνατον νά ἐφαρμοσθῇ ἡ ἐκκλησιαστική «Ἀκρίβεια». Προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις…
Φυσικά, ἐδῶ δέν ἠμπορεῖ νά γίνεται λόγος περί «Οἰκονομίας», ἀλλά περί ὀλιγοπιστίας καί περί Νικολαϊτισμοῦ, κλπ., διότι καταστρατηγεῖται παντελῶς ἡ ἔννοια τῆς εὐλογημένης «Οἰκονομίας» καί χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος της ὡς ἐπικάλυμμα τῶν παθῶν καί τῶν ἐγκλημάτων κατά τῆς πίστεως.
Ἐπίσης, ὑπάρχει μία ἄλλη μεγάλη ἀνοικτή πληγή, ἡ ὁποία οὐδόλως εἶναι δυνατόν νά ἐπουλωθῇ ἕνεκεν «Οἰκονομίας», ἀλλά ἀντιθέτως αἱμορραγεῖ ἀκαταπαύστως. Καί ποιά εἶναι αὐτή; Μέ ὀδύνη καί θλῖψι τήν βλέπομε νά αὐτοαποκαλύπτεται, διότι ἀπό μόνος του «ὅταν ἔλθῃ ὁ ἀσεβής εἰς βάθος κακῶν καταφρονεῖ» μέ ἀποτέλεσμα νά «ἐπέρχεται αὐτῷ ἀτιμία καί ὄνειδος» (Παροιμ. ΙΗ´ 3). Βλέπομε δηλαδή αὐτήν τήν ὄζουσαν καί πυορροοῦσαν πληγήν εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν δημιουργοῦν οἱ ὑπεύθυνοι καί ἡ ὁποία ὀνομάζεται «κωλύμματα ἱερωσύνης».
Τοῦτο μόνον ἐρωτοῦμε τούς καθ᾽ ὕλην ἁρμοδίους: Ἀποτελεῖ πρᾶξιν «Οἰκονομίας» τό νά κυκλώνουν τό Ἱερόν Θυσιαστήριον μονάδες πού θά ἔπρεπε νά εὑρίσκωνται εἰς τάς τάξεις τῶν «προσκλαιόντων»; Χειρίζονται τήν εὐλογημένην «Οἰκονομίαν» ὅσοι θέτουν τάς χεῖρας των εἰς ἄτομα τά ὁποῖα χρήζουν ἀκόμη καί εἰδικῆς ψυχικῆς θεραπείας καί πού ἔχουν ξεφύγει ἀπό τά ἀνθρώπινα ὅρια;... Ἀλλά, τό νά ἀποδεχώμεθα «Οἰκονομία» εἰς τό θέμα τῶν κωλυμμάτων, αὐτό, μᾶλλον «κατάρα» εἶναι.
Βεβαίως, θά ἠμπορούσαμε νά ρίξωμε τήν ματιά μας, κρατῶντας τήν ὄσφρησί μας, καί σέ ἄλλες ἀνοικτές πληγές πού δέν λέγουν νά ἐπουλωθοῦν εἰς τό ὄνομα τῆς ταλαίπωρης «Οἰκονομίας», ὅπως τό ὅτι πνευματικοί ἐπιτρέπουν τίς προγαμιαῖες σχέσεις καί διάφορα ἄλλα ἀνεπίτρεπτα. Αὐτοί, εἶναι πνευματικοί τῆς «Διεθνοῦς Ἀμνηστίας», οἱ ὁποῖοι, ἐκτός τῶν ἄλλων, διά νά ἀποδείξουν εἰς τόν ἑαυτόν τους, ἀλλά καί εἰς ἄλλα πρόσωπα, ὅτι ἔχουν τήν ἀποδοχήν τῶν πιστῶν, καί μάλιστα τῶν νέων ἀνθρώπων (πνευματικῶν παιδιῶν-ὀπαδῶν..., Γεροντισμός, κλπ.), ἁμαρτάνουν μέ τό νά ρίπτουν «ὕδωρ εἰς τόν οἶνον των» μέ ἀποτέλεσμα νά πίπτουν εἰς θανάσιμα ἁμαρτήματα, τόσον οἱ ἴδιοι, ὅσον καί οἱ ψυχές τίς ὁποῖες ἔχουν χρεωθῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καταστάσεις αὐτόχρημα τραγικές, γιά τίς ὁποῖες τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον τονίζει πώς «τυφλός δέ τυφλόν ἐάν ὁδηγῇ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ. ΙΕ´ 14).
Τό ἀποκορύφωμα ὅμως ὅλων καί ἡ πληγή τῶν πληγῶν, ἡ Πλάνη τῶν Πλανῶν, εἶναι τά σχεδόν συλλείτουργα καί οἱ συμπροσευχές (καί ὄχι μόνον) τῶν «Ὀρθοδόξων» οἰκουμενιστῶν, τά ὁποῖα καταδικάζονται ἀπεριφράστως ἀπό τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας, ἀλλά καί ἀπό τόν θεηγόρον ὅμιλον πάντων τῶν θεοφόρων Πατέρων.
Οὐδείς ἠμπορεῖ νά ἀρνηθῇ ὅτι ἡ μεγαλυτέρα διαστροφή εἰς τό θέμα τῆς «Οἰκονομίας» συντελεῖται μέσῳ τοῦ ἐπαράτου Οἰκουμενισμοῦ. Ἐντός αὐτῆς τῆς καμίνου ρευστοποιεῖται καί τήκεται τό σύνολον τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Τό δέ ἐκμαγεῖον τοῦ συγκρητισμοῦ ἀποκαλύπτει ἕνα τερατῶδες προσωπεῖον, τό ὁποῖον οὐδεμίαν σχέσιν δύναται νά ἔχῃ μέ τήν ἀκραιφνῆ Ὀρθοδοξίαν, τήν ὁποίαν βιώνουν οἱ ἐπίσημοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἄς προσέξουν, διότι, ἐννοεῖται, πώς ὁ Θεῖος Δομήτωρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Χριστός, ναί μέν ἀνέχεται ὡρισμένες καταστάσεις διά λόγους πού μόνον Ἐκεῖνος γνωρίζει, ἀλλά ὁ Χριστός ἔχει καί τόν τελευταῖον λόγον. Ὁ δέ πάντοτε ἐπίκαιρος λόγος τοῦ Θεοῦ «ποιμένες πολλοί διέφθειραν τόν ἀμπελῶνά μου, ἐμόλυναν τήν μερίδα μου...» (Ἱερ. ΙΒ´ 10) ἐκφράζει ἐπακριβῶς ὅλα αὐτά τά ὁποῖα λαμβάνουν χώραν εἰς τά οἰκουμενιστικά συνέδρια, μέ συμπροσευχές κλπ., μέ πρόφασι δῆθεν τήν ἀγάπη καί ὅ,τι ἄλλο, καί τά ὁποῖα οὐσιαστικό σκοπό ἔχουν νά ἀποδομήσουν τά θεμέλια, ἀλλά καί τό ὅλον οἰκοδόμημα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, μέ τελικό σκοπό τήν ἕνωσι τῶν «ἐκκλησιῶν».