.
Φώτης Κόντογλου
Σὰν σήμερα πάρθηκε ἡ Πόλη ἀπ᾿ τὸν σουλτὰν Μεμέτη στὸ 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ὁ ἥλιος.
Μιὰ
τέτοια ἱστορία δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γράψῃ ἄξια κανένας· δὲν πιστεύω νὰ
βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ἂς ἤτανε κι ὁ ἴδιος ὁ
Ὅμηρος, ποὺ τραγούδησε μὲ λόγια σὰν κοτρώνια τὸν φημισμένον ἐκεῖνο
πόλεμο τῆς Τρωάδας.
Κείνη τὴ μέρα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ λογαριαστῇ μηδὲ στὶς μέρες τῶν χρονῶν,
μηδὲ στὶς μέρες τῶν μηνῶν, παρὰ νὰ τὴ σκεπάσῃ σκοτάδι, ὅπως λέγει ὁ Ἰὼβ
γιὰ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε, ὁ φόβος ποὔπιασε τοὺς ἀνθρώπους ἤτανε
τέτοιος, ποὺ τρεῖς καὶ τέσσερες γενιὲς δὲ φτάξανε γιὰ νὰ συνεφέρουνε.
Ἀκόμα καὶ σήμερα, σὰ διαβάζει κανένας ὅσα γράψανε οἱ ἱστορικοὶ ἐκεινοῦ
τοῦ καιροῦ, εἶνε στιγμὲς ποὺ τρέμει στ᾿ ἀλήθεια, σὰ νὰ βρίσκεται ὁ ἴδιος
μέσα στὴν Πόλη, κι᾿ ὥρα μὲ τὴν ὥρα περιμένει νὰ δῇ τοὺς Τούρκους νὰ
σφάξουνε τὸν κόσμο μπροστὰ στὰ μάτια του.
Ἀναλόγως τὰ μεγαλεῖα, ποὺ εἶδε αὐτὴ ἡ φημισμένη Κωνσταντινούπολη,
ἀναλόγως τὰ χίλια χρόνια πὤξησε, ἀναλόγως στάθηκε καὶ τὸ ψυχομαχητό της.
Ὅλος ὁ κόσμος ταράχτηκε· στὰ πειὸ ξέμακρα μέρη τῆς χριστιανωσύνης
ἀκούστηκε ὁ βρόντος πὤκανε τὸ κορμί της σὰν ἔπεσε ἄψυχο ἀνάμεσα ἀνατολὴ
καὶ δύση. Δὲ μιλῶ σὰ ρωμιός· μιλῶ σὰν ἄνθρωπος γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ
σκληρὲς συμφορὲς ποὺ πέρασε ἡ ἀνθρωπότητα. Θεριὸ πρέπει νἆνε κανένας γιὰ
νὰ μὴ δακρύσῃ τὸ μάτι του.
Καὶ
ποιὸς δὲν τὴν ἔκλαψε! Ἕλληνες, Βενετσάνοι, Γενοβέζοι, Βούλγαροι,
Σέρβοι, Ροῦσσοι, Πολωνοί, Ἀρμεναῖοι, ἀκόμα κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι, ὅλοι
τὴν κλάψανε, γιατὶ στὰ καλὰ χρόνια της ὅλοι τὴν καμαρώνανε. Ὁ ἄνθρωπος
εἶνε γιομάτος παραξενιές. Χαίρεται καὶ καυχιέται γιὰ τὰ σπουδαῖα
πράγματα, ποὺ μπόρεσε νὰ φτιάσῃ, μὲ τόσους κόπους, μὲ τὸ αἷμα τῆς
καρδιᾶς του, μὰ πάλι ὁ ἴδιος, σὰν νὰ τὸν σπρώχνῃ ὁ διάολος μὲ τὰ δικά
του τὰ χέρια πάει καὶ τὰ χαλᾶ, ρίχνει χάμω τὸ εἴδωλο ποὺ λάτρεψε, τὸ
τσακίζει καὶ τὸ ποδοπατᾶ.
Σάμπως
καὶ σήμερα, ποὺ λέγει πὼς τάχα μέρεψε, δὲ δουλεύει σὰ μερμήγκι νὰ
φτιάξῃ ὄμορφα πράγματα, τέχνες, χτίρια, βιβλία, γιὰ νὰ τὸν πιάσῃ ἄξαφνα
μιὰ μέρα ἡ τρέλλα νὰ τοὺς δώσῃ μιὰ